Κυριακή 18 Αυγούστου 2019

ΚΡΑΣΙ ΠΙΚΡΑΛΙΔΑΣ

Με το που διέρρηξε την πόρτα άκουσε έναν ήχο που του έκοψε τα πόδια, μες το σπίτι υπήρχε κάποιος , είχε στηθεί πάνω από δέκα λεπτά έξω περιμένοντας, είχε χτυπήσει το κουδούνι όμως κανείς δεν απάντησε,  ήταν  σίγουρος ότι το διαμέρισμα ήταν άδειο όμως την είχε πατήσει, ήθελε  αμέσως να φύγει μετά όμως σκέφτηκε, ‘’Ας δω τι γίνεται’’, έτσι κι αλλιώς  επικρατούσε τέτοια νέκρα σ’  ολόκληρη την πολυκατοικία σα να βρισκόταν σ’ ένα κτίριο φάντασμα που το είχαν εγκαταλείψει όλοι. Έψαξε τον διακόπτη κι  άναψε το φως, στο δωμάτιο υπήρχε ένα κρεβάτι και δίπλα του το πεσμένο σώμα  μιας γυναίκας, πως είχε βρεθεί στο πάτωμα, τι έκανε μόνη  της;  Πρώτη φορά συναντούσε  κάτι τέτοιο, το πιο περίεργο που του είχε συμβεί ήταν τότε που είχε μπει σ’  ένα σπίτι και καθώς ετοιμάζονταν να φύγει ένιωσε δυο μάτια να τον κοιτάζουν στα σκοτεινά, η καρδιά του είχε αναπηδήσει δέκα φορές  αλλά μετά συνειδητοποίησε ότι ήταν  μια γάτα ανεβασμένη σ’ ένα πάγκο, καθόταν πάνω στο μαξιλαράκι της και τον κοίταζε χωρίς  να βγάζει άχνα μόνο κουνούσε νευρικά την ουρά της, εκεί  είχε νιώσει πολύ περίεργα.

Το μέρος μύριζε φρούτα, ροδάκινα μάλλον, κάπου θα υπήρχε μια φρουτιέρα, η γυναίκα φαινόταν να αναπνέει κανονικά  αλλά  για κάποιο λόγο είχε ακινητοποιηθεί, πόση ώρα βρισκόταν πεσμένη, ποιος την πρόσεχε άραγε πάντως φαινόταν καθαρή και ταχτοποιημένη. Δε μπορούσε να την αφήσει έτσι, πλησίασε και την σήκωσε   μέχρι την άκρη του κρεβατιού και την έβαλε να ξαπλώσει, ήταν πολύ ελαφριά, αυτή τον κοιτούσε σα χαμένη,  ‘’ Με συγχωρείς που σε αναστάτωσα’’  της είπε ενώ όλη την ώρα είχε   το νου του  στη πόρτα μη μπει κανένας  και τον πιάσει στα πράσα, έπειτα  πήγε στην άλλη  μεριά του διαμερίσματος, βγήκε στο μπαλκόνι και είδε ότι δεν ήταν ψηλά, μπορούσε να πηδήξει από κει σ’ ένα στενάκι αν στριμώχνονταν, υπήρχε  οδός διαφυγής σε περίπτωση που κάτι πήγαινε στραβά . Έκλεισε  την εξώπορτα κι έριξε μια ματιά  στο χώρο όπου βρισκόταν, σε κάθε διάρρηξη του άρεσε  να παρατηρεί  τα άγνωστα σπίτια, πρόσεχε τη διακόσμηση, τα ακριβά αντικείμενα, το στόλισμα του σπιτιού, τις τηλεοράσεις, τους πίνακες,  έψαχνε τις πιο σκοτεινές γωνίες, τις πιο παράξενες κρυψώνες  και συνήθως έβρισκε τα μέρη όπου έβαζαν τα λεφτά οι ένοικοι,  σπάνια του ξέφευγαν, αν υπήρχε κάτι  που άξιζε έπρεπε  να το βρει. 

 Ποτέ δεν πείραζε κανέναν, αυτή  ήταν αρχή του,  να μη χρησιμοποιεί βία, δεν υπήρχε λόγος, αυτόν τον ενδιέφερε να γεμίζει την τσάντα του με κάθε λογής  πολύτιμα πραγματάκια και μετά να χάνεται αθόρυβα,  να γίνεται αόρατος, όλο αυτό τον εξιτάριζε, στο σπίτι του άδειαζε τη τσάντα  να  χαζέψει ότι είχε φέρει μαζί του, καθόταν εκεί πολύ ώρα ήσυχος και τα κοίταζε,  μετά είχε τον άνθρωπο του στη πιάτσα που   τα προωθούσε,  δε τον ένοιαζε  από κει και κάτω, ήξερε ότι ο άλλος ήταν πολύ προσεχτικός στη δουλειά του. Είχε  κάνει καλό κομπόδεμα και σκεφτόταν να τα παρατήσει,  ήξερε ότι δεν θα τον συνόδευε πάντα η καλή του  τύχη κι ότι  έπρεπε  να προσέχει, κάποια στιγμή θα την πατούσε, όσο έξυπνος κι αν είσαι πάντα υπάρχει εξυπνότερος, στην πρώτη ευκαιρία είχε ορκιστεί να σταματήσει και να κόψει τις κακές συνήθειες.

 Άρχισε να ψάχνει τα συρτάρια φορώντας τα γάντια του που δεν τα  έβγαζε ποτέ, δεν αισθάνονταν ότι κινδύνευε,  η γυναίκα  φαινόταν ανίκανη για οτιδήποτε, πρέπει να ήταν ανάπηρη ή κάτι τέτοιο οπότε δεν υπήρχε λόγος να φοβάται. Φαίνεται ότι την είχαν αφήσει  μόνη για κάποιο λόγο, κανονικά έναν τέτοιο άνθρωπο δεν τον  παρατάς  ποτέ όμως ποιος ξέρει τι συνέβαινε εκεί πέρα,  ποιος ξέρει πόσες ώρες έμενε εκεί  μόνη  μες το κατακαλόκαιρο υποφέροντας βουβά ωσότου έρθει κάποιος να  της ανοίξει την πόρτα και να δει τι κάνει και τι χρειάζεται, όπως και να είχε ήταν κάτι ασυνήθιστο. Πλησίασε ξανά τη γυναίκα που τον κοίταζε θολά, την έπιασε με προσοχή και την  έβαλε να καθίσει πιο άνετα, δεν ήταν  πολύ μεγάλη, γύρω στα εξήντα- εβδομήντα με κοντά μαλλιά κι εκφραστικά μάτια που τον κοιτούσαν γεμάτα  απορία, τα χείλη της κινούνταν όμως δε μπορούσαν ν’  αρθρώσουν λέξη,  περίμενε ότι θα του έλεγε κάτι, ‘’Ποιος είσαι, τι θέλεις, πως μπήκες  εδώ μέσα;’’  αλλά τελικά σταματούσε και κατέβαζε το κεφάλι.

 Έριξε μια ματιά γύρω του προσπαθώντας να καταλάβει τι σόι άνθρωποι μπορεί να ζούσαν εκεί πέρα, που να βρίσκονταν τώρα άραγε, με το που είχε μπει σ’ αυτό το σπίτι  κατάλαβε ότι το κατοικούσαν   πλούσιοι,  σίγουρα θα είχε εκεί μέσα πολύ καλά πραγματάκια , υπήρχαν  κάτι έπιπλα πολύ μοντέρνα κι αστραφτερά, κάτι συσκευές εντειχισμένες, το ψυγείο υψώνονταν   σχεδόν μέχρι το ταβάνι, ήταν τεράστιο, άνοιξε την τεράστια  πόρτα κι έβγαλε ένα μπουκάλι να πιει λίγο νερό,  το άδειασε μονορούφι, όλη η έξαψη τον είχε αφυδατώσει, γύρισε κατά τη γριά που τον κοιτούσε εξεταστικά σα να έλεγε ‘’Εσύ τώρα τι κάνεις εδώ πέρα ;’’,   της έγνεψε αν ήθελε να πιει κι εκείνη κούνησε επιδοκιμαστικά το κεφάλι της,  πήρε ένα ποτήρι απ’  το ντουλάπι και το έφερε στο στόμα της γυναίκας που ήπιε  αχόρταγα, ποιος ξέρει πόσες ώρες είχε μείνει δίχως νερό.

Άνοιξε τις ντουλάπες κι άρχισε να ψάχνει ανάμεσα στους τόμους  της βιβλιοθήκης, αυτή ήταν πάντα μια καλή κρυψώνα, πολλές φορές του είχε τύχει να βρει λεφτά σκορπισμένα σε πολλά βιβλία, πως τα έβαζαν  εκεί και δεν μπερδεύονταν είχε πάντα την απορία,  μια άλλη κρυψώνα ήταν το πατάρι που είχε εντοπίσει πάνω απ’ το μπάνιο, έπρεπε να ρίξει κι εκεί μια ματιά, εν τω μεταξύ ήξερε πως  έπρεπε να τελειώνει γρήγορα ότι ήταν να κάνει,  δεν ήταν συνετό να κάθεται εκεί πέρα με τις ώρες. Σε μια στιγμή άκουσε έναν θόρυβο από το στενό κι έστησε αυτί,  το δρομάκι  ήταν  εντελώς σκοτεινό,  θα είχε καεί καμιά λάμπα  και κανείς δε νοιάζονταν  να την αλλάξει, έξω  δε κυκλοφορούσε ψυχή, η πόλη είχε αδειάσει,  ήταν η καλύτερη εποχή για ανθρώπους σαν κι αυτόν.

Πραγματικά η πόλη το καλοκαίρι ήταν ο ιδανικός τόπος , όλοι πάθαιναν κάτι κι ήθελαν  να φύγουν, να εξαφανιστούν, μόνο κάτι ζητιάνοι ελεεινοί και  κάτι πρεζόνια που ψήνονταν στη ζέστη έμεναν πίσω σαν  καταδικασμένοι γιατί δεν είχαν τρόπο διαφυγής. Τα πρωινά του καλοκαιριού  ήταν  το καλύτερο του, κείνη την ώρα κορίτσια με φορέματα άσπρα και γαλάζια  έβγαιναν από τα νυχτερινά μαγαζιά ψάχνοντας ταξί να πάνε  σπίτι τους,  οι εργάτες του δήμου  καθάριζαν τα πάρκα, οι σκύλοι  τεντώνονταν μετά απ’  τον ύπνο της δροσερής νύχτας, τα τυροπιτάδικα  έβγαζαν μπουγάτσες στις βιτρίνες τους,  η πόλη φορούσε τα πιο  καλά της. Πολλές φορές κατέβαινε στη παραλία κι  εκεί συνήθως πετύχαινε ένα πρεζόνι που είχε ένα χρυσό κι ένα ασημένιο δαχτυλίδι σε κάθε χέρι,  του έδινε κάτι, κανένα ψιλό, κανένα τσιγάρο, το πρεζόνι πάντα τον  ευχαριστούσε,  ήταν  πολύ ευγενικό, κι αυτός ένιωθε την ικανοποίηση ότι έκανε μια καλή πράξη. Στο κάτω- κάτω δεν έκλεβε  φτωχούς αλλά πλούσιους,  αυτή ήταν μια άλλη αρχή του,  είχε τύχει ν’  ανοίξει σπίτι που δεν του γέμισε το μάτι και το είχε αφήσει άθικτο, πάντα χτυπούσε ακριβές συνοικίες,  καταλάβαινε τι παίζει  από τις πόρτες, απέφευγε όσα είχαν συναγερμό, ήξερε από  τέτοια κόλπα,  είχε δουλέψει   σεκιουριτάς ένα φεγγάρι,  το κάτεχε το αντικείμενο, όποτε έβλεπε  τέτοια συστήματα  έφευγε, περισσότερο έψαχνε κανένα παράθυρο, καμιά πόρτα ανοιχτή, καμιά χαραμάδα, πάντα υπήρχε ένας τρόπος να τρυπώσεις, οι άνθρωποι  είναι γεννημένοι για να ξεχνούν και να κάνουν λάθη, έτσι είναι η φύση τους, εσύ απλά πρέπει να είσαι σ’ επιφυλακή για ν’ αρπάξεις την ευκαιρία. 

Στις ντουλάπες δεν βρήκε τίποτα, ούτε στη βιβλιοθήκη,  σ’ ένα  συρτάρι  μόνο είδε κάτι  κοσμήματα ψεύτικα που δεν άξιζαν τίποτα κι άρχισε να εκνευρίζεται, βλέπεις και σ’ αυτή τη περίπτωση  αποκτάς τη νοοτροπία ότι πρέπει να βγάζεις κάποιο μεροκάματο αλλιώς  ο κόπος κι η αγωνία σου πάνε στο βρόντο.  Σήκωσε τα μάτια  και είδε ένα εικονοστάσι ψηλά σε μια γωνιά, αυτή ήταν πάντα  μια καλή κρυψώνα, για μια στιγμή  δίστασε  όμως αμέσως άλλαξε γνώμη, ανέβηκε σε μια καρέκλα και το πρόσωπο του ήρθε στο ύψος των εικόνων,  δίπλα  υπήρχε  μια φωτογραφία  παλιά που δέσποζε σ’ ολόκληρο τον  τοίχο, ήταν μια  σχολική φωτογραφία απ αυτές που έβγαιναν κάποτε στις αυλές  με τα παιδιά κουρεμένα και τα κορίτσια να φορούν ποδιές, ασυναίσθητα  σκανάρισε τις φάτσες των παιδιών που του φάνηκαν οικείες , η δασκάλα που στέκονταν στη μέση έμοιαζε πολύ σοβαρή, παρατήρησε τις φάτσες   κι εκεί καρφώθηκε σε μια απ’ αυτές  που ξεχώριζε σα τη μύγα μες το γάλα,  ήταν το  πρόσωπο  ενός  παιδιού  αδύνατου που δεν χαμογελούσε όπως τ’ άλλα κι επιπλέον, αν έχεις το θεό σου, φορούσε μαύρα γυαλιά που το έκαναν  να φαίνεται κάπως αλλόκοτο μες στο συνονθύλευμα των ανέμελων προσώπων.  Αυτό τον σοκάρισε, θυμήθηκε ότι  κι αυτός είχε βγει μια τέτοια φωτογραφία τότε που είχε κάποιο  πρόβλημα στα μάτια του κι οι γιατροί φοβούνταν ότι ίσως  έχανε την όραση του, η μάνα   του έκλαιγε  όλη  νύχτα,  αυτή  ήταν μια τραυματική  εμπειρία που την είχε  ξεχάσει εντελώς, έμεινε εκεί αποσβολωμένος  ξεχνώντας γιατί είχε μπει και τι γύρευε  εκεί πέρα.

Η σαστιμάρα του κράτησε δυο τρία λεπτά, ξύπνησε από  ένα ρεύμα αέρα που κούνησε   κάτι  λεπτά μεταλλικά φύλλα σα καμπανούλες κρεμασμένες  στο ταβάνι ,στράφηκε κατά τη γιαγιά που τον κοιτούσε όλη αυτή την ώρα μ’ ένα βλέμμα παράξενο  σα να καταλάβαινε τι έκανε, ‘’ Γιατί  δεν κοιτάς από πίσω;’’ του είπε αινιγματικά,  εκείνος έμεινε κόκαλο, υποτίθεται ότι η γριά δε μιλούσε, σήκωσε μηχανικά το μικρό εικονοστάσι, στον τοίχο  υπήρχε  κρυμμένο ένα μικρό καπάκι   σαν αυτά που είχαν  παλιά για τις σόμπες, το άνοιξε και είδε μέσα του ένα κουτί σα θήκη κοσμημάτων γυάλινο σα μάρμαρο κατάστικτο από κηλίδες μαύρες, εδώ ήταν λοιπόν η κρυψώνα, το πήρε στα χέρια του και το άνοιξε προσεχτικά,  μέσα  υπήρχαν ένα σωρό παρδαλά αντικείμενα σε κάθε  χρώμα,  ένα απ αυτά,  ένα στιλπνό κιτρινωπό,  γυάλιζε  τρελά  στο ελάχιστο φως που υπήρχε, το ήξερε αυτό το πετράδι, στη πιάτσα το λέγανε ‘’Κρασί πικραλίδας’’ κι ήταν σπάνιο, η αδρεναλίνη έτρεχε στο αίμα του γοργά  όταν άκουσε την πόρτα  να τρίζει,  κάποιος ετοιμάζονταν να μπει , έβρισε τον εαυτό του που τα είχε καταφέρει έτσι, είχε καθυστερήσει πολλή ώρα εκεί μέσα και τώρα θα έμπλεκε σε καμιά ιστορία, έτρεξε  προς το μπαλκόνι κρατώντας την κοσμηματοθήκη σφιχτά, περνώντας μπροστά  από τη γριά την είδε  να χαμογελά περίεργα  κι αυτό του φάνηκε αλλόκοτο, κρεμάστηκε στα κάγκελα και προσγειώθηκε στο  στενό, σύντομα τον κατάπιε το σκοτάδι.   
   

Κυριακή 4 Αυγούστου 2019

ΕΚΡΗΞΙΓΕΝΗ ΠΕΤΡΩΜΑΤΑ


Ένας τεράστιος βράχος κρέμονταν πάνω απ’  τη παραλία κι άμα πήγαινες να κολυμπήσεις εκεί πέρα φοβόσουν ότι θα ξεκολλούσε κάποια στιγμή  για να  καρφωθεί  με φόρα στην άμμο κι εσύ έπρεπε να τρέξεις σα παλαβός στη θάλασσα μπας και σωθείς. Όμως κι εκεί  μη νομίζεις ότι ήσουν ασφαλής,  κατ’  αρχάς ήταν πολύ βαθιά κι άμα δεν ήξερες καλό  κολύμπι  ήσουν χαμένος,  έπειτα ήταν εκείνα τα καταραμένα βότσαλα που δε σ’ άφηναν να περπατήσεις κανονικά,  ειδικά αν ήσουν ξυπόλυτος βούλιαζες μέσα τους και τα πόδια σου πονούσαν.  Ο καπετάνιος είχε πει να μη στήσουν τις πετσέτες τους στο πίσω μέρος της ακτής, κοντά στο βράχο που κρέμονταν, όμως οι πιο πολλοί πήγαν κατά κει γιατί   όπως βαρούσε ο ήλιος κατακέφαλα όλοι ήθελαν να φυλάξουν   το κεφάλι τους ενώ σκέφτονταν’’ Ρε φίλε τόσους αιώνες δεν έπεσε τώρα θα θυμηθεί ;’’  Όπως και να είχε ένα μπάνιο όλοι το χρειάζονταν και βούτηξαν γρήγορα, το μόνο ενοχλητικό ήταν το άλλο καράβι  που ήρθε κι άραξε στην  παραλία οπότε όλοι έπρεπε ν’ απομακρυνθούν για να μη τους διεμβολίσει, βλέπεις οι κρουαζιέρες εκεί πέρα  οργανώνονταν στα ίδια σημεία, υπήρχε ένας συνωστισμός κι ήταν πολύ σπαστικό .


Πάντως η διαδρομή με το καράβι ήταν πολύ ωραία,  υπήρχε ένα σύμπλεγμα νησιών στην περιοχή και μπορούσες να περάσεις ανάμεσα τους,  να σταματήσεις σε κάποια λιμάνια και κάποιες  ακτές, όποτε σταματούσε κάπου το καράβι οι πιτσιρικάδες κι άλλοι ριψοκίνδυνοι βουτούσαν  από βατήρες κι από  ψηλά απ’  το κατάστρωμα,  απ’ τα  τρία μέτρα,  μερικοί  είχαν ξεσαλώσει, έπεφταν στο νερό και χάνονταν για ν’ αναδυθούν  γρήγορα βγάζοντας  νερό απ’  το στόμα, ύστερα ανέβαιναν στο πλοίο και ξαναβουτούσαν.  Ήταν  ωραίο θέαμα πάντως και πιο πολύ εκεί στο νησάκι εκείνου το  εκατομμυριούχου   που το είχε φτιάξει όταν  ήταν παντοδύναμος, εκεί πέρα λέει ένας φωτογράφος είχε δει γυμνή τη γυναίκα του  να κολυμπά κι η φωτογραφία  που έβγαλε πουλήθηκε για εκατομμύρια, καλά πρέπει να ήταν πολύ φοβερός , δεν πήρε και τόσα πολλά για τις φωτογραφίες,  τριάντα εκατομμύρια  που ήταν  βέβαια τεράστιο ποσό εκείνη την εποχή όμως  τα πιο πολλά τα κονόμησε το περιοδικό που δημοσίευσε τις φωτογραφίες, το σχόλιο του εκατομμυριούχου ήτανε : ‘’Τουλάχιστον βγήκε καλή γιατί είναι κοκαλιάρα!’’

Είχαν σταματήσει σε τρία νησιά και είχε συνέχεια, το μεσημέρι ήταν ζεστό, ευτυχώς  ο αέρας φυσούσε στα πρόσωπα δροσερός, το πιο σπαστικό ήταν οι ξένοι,  κάτι βαλκάνιοι που είχαν πλημμυρίσει το πλοίο  και δε  μπορούσες να βρεις μέρος να σταθείς. Πήγε στην πίσω μεριά του σκάφους,  εκεί που άφριζαν τα νερά κι έπιασε κουβέντα μ’ έναν  Αλβανό που δούλευε   στο καράβι, ’’Από που είσαι;’’ τον ρώτησε ο ξένος, ’’Απ’  τη Θεσσαλονίκη’’-  ‘’Έχω έρθει εκεί, δούλεψα σ’ ένα χωριό, ήμουν δεκαέξι χρονών τότε,  είχα έρθει με τα πόδια απ’ τα βουνά χωρίς  χαρτιά, εκεί έβγαλα άδεια πρώτη φορά’’. Ο Αλβανός ήταν σωματώδης και μαυρισμένος,  από το Πάσχα ως τον Οκτώβριο  δούλευε στο καράβι κι ύστερα πίσω στην οικογένεια,  στους Αγίους Σαράντα, βλέποντας τον  σκέφτηκε αν θα μπορούσε να δουλέψει εκεί πέρα, πολλές ώρες ρε φίλε κι όταν γινόταν  πάρτι το βράδυ εν πλω ξενυχτούσαν περιμένοντας να φύγουν οι σουρωμένοι, πολλή  ταλαιπωρία. Σε κάποια στιγμή ο καπετάνιος ανακοίνωσε ότι   θα έμπαιναν  σε μια σπηλιά όπου άραζαν τα υποβρύχια στον πόλεμο για να κρυφτούν, το καράβι πλεύρισε τα βράχια,  πήρε θέση απέναντι στο άνοιγμα  κι έπειτα σιγά- σιγά μπήκε στο εσωτερικό, τα νερά εκεί μέσα  είχαν  ένα άλλο χρώμα,  περίεργο, πολύ εντυπωσιακό, όλοι μαζεύτηκαν μπροστά κι έβγαλαν τις φωτογραφίες, κάνα δυο βούτηξαν κιόλας …

Περνούσαν ωραία αλλά ήταν πολύ κουραστικά κι όλοι ήταν ψόφιοι, το βράδυ θα κατέλυαν  σε μια κωμόπολη παλιά, στις όχθες μιας μεγάλης   λιμνοθάλασσας. Απέθεσε τις βαλίτσες στο ξενοδοχείο και  βγήκε  μια βόλτα στην παραλία να δει λίγο το μέρος,  περπατώντας στην ακροθαλασσιά   διέκρινε  κάτι να κινείται κάτω απ’ το νερό, έσκυψε λίγο και είδε  μια χελώνα τεράστια που σάλευε κάτω  απ’ την επιφάνεια,  στη αρχή νόμιζε ότι ήταν  πεθαμένη όμως ύστερα πρόσεξε ότι  κουνούσε τα πτερύγια κι ανέβαινε προς τα πάνω,  σε κάποια στιγμή έβγαλε έξω το κεφάλι με το στόμα που είχε κάτι σαν ράμφος στην άκρη,  πήρε  μια ανάσα  ξεφυσώντας σαν άνθρωπος που αναπνέει κανονικά,  πρώτη φορά  έβλεπε τέτοιο πράγμα ,  ήταν πολύ εντυπωσιακό,  ύστερα η χελώνα  βυθίστηκε ξανά στο νερό ψηλαφώντας την προβλήτα  όπου μάλλον  έβρισκε κάποια τροφή κολλημένη  στο τσιμέντο. Πιο πέρα υπήρχαν κι άλλες , οι ντόπιοι δεν τις πρόσεχαν ιδιαίτερα, περνούσαν από κει ρίχνοντας καμιά ματιά κι ύστερα συνέχιζαν ατενίζοντας την ανοιχτή λιμνοθάλασσα που έμοιαζε αχανής και με τη θολούρα της ζέστης  που επικρατούσε δύσκολα μπορούσες να σχηματίσεις μια εικόνα για το μέγεθος της . Στην αντικρινή ακτή   υπήρχε μια στενή λουρίδα γης σα μονοπάτι απ’ όπου μπορούσες να πας μέχρι μακριά, σχεδόν  στο μέσο της λίμνης, καλά με  κανένα  ποδήλατο εκείνη η διαδρομή  πρέπει να ήταν φοβερή, καθόταν εκεί και χάζευε τα κύματα που έσκαγαν στις πέτρες ώσπου  βράδιασε.  

Τη  νύχτα   ξύπνησε από  φωνές έξω απ’ τη πόρτα του, κάποιοι επέστρεφαν από τα μαγαζιά μεθυσμένοι, αμέσως του ήρθε στο μυαλό η εικόνα εκείνης της χελώνας που ανέπνεε σαν άνθρωπος, πως ζούσε άραγε τόσες ώρες κάτω απ’ νερό, τι περίεργο πλάσμα που ήτανε ; Όπως δε τον έπιανε ο ύπνος συνέχιζε να κλωθογυρίζει στο μυαλό του όσα είχε δει σ’ εκείνα τα μέρη, όλη η περιοχή γύρω είχε κάτι  περίεργο,  υπήρχαν παντού ρηχά νερά κι η θάλασσα έμπαινε μέσα στη  στεριά σε πολλές μεριές δημιουργώντας ένα μπέρδεμα,  δε μπορούσες να καταλάβεις τι γινόταν γύρω. Το καράβι τους δεν είχε μπει στη λιμνοθάλασσα αλλά είχαν δει όπως αρμένιζαν τις οχυρώσεις στην είσοδό της παλιάς πόλης  όπου διανυκτέρευαν.  Εκτός από τείχη υπήρχαν εκεί και κάτι κανόνια σκουριασμένα και πύργοι πολύ ψηλοί , οι Βενετσιάνοι λέει  τα είχαν φτιάξει όλα αυτά όταν έδιωξαν  τους  Τούρκους που ήταν εκεί  καμιά διακοσαριά χρόνια, κάπου στ’ ανοιχτά τους είχε πει ο καπετάνιος ότι είχε γίνει και μια ναυμαχία τρομερή με τον στόλο της Κλεοπάτρας και του Αντώνιου που είχαν τσακιστεί απ’ τον Οκταβιανό,  μα πόσο βλαμμένη ήταν εκείνη η γυναίκα !


Μια βδομάδα θα κρατούσε το ταξίδι του όμως από τις πρώτες μέρες κιόλας ένιωθε σα να είχε χαθεί,  σα να είχε αφεθεί να τον παρασύρει ένα ρεύμα σε άγνωστη κατεύθυνση , αυτός άλλωστε ήταν ο σκοπός του όταν είχε κλείσει την εκδρομή, αυτό επιθυμούσε, να ξεχαστεί λίγο, ν’  αφήσει πίσω  όλα όσα βασάνιζαν το μυαλό του, να δει άλλα  πράγματα, να ξεκολλήσει.  Με  τόσα γύρω  το μυαλό του είχε ερεθιστεί κι όλο ήθελε να ρωτά και να μαθαίνει, σε μια εκκλησία  παρατηρούσε το τέμπλο όταν ήρθε ένας τύπος αδύνατος, πρέπει να ήταν επίτροπος εκεί πέρα ή κάτι τέτοιο,  τον σάπισε στις ερωτήσεις κι ο επίτροπος  χαιρόταν  ν’ απαντά, έδειχνε πολύ ορεξάτος,  του εξηγούσε ότι εκεί πέρα οι εκκλησίες ήταν πολύ διαφορετικές, είχαν ένα αναλόγιο για τους  ψάλτες μεγάλο που δεν είχε ξαναδεί με τέσσερις θέσεις κι έναν πάγκο επικλινή μπροστά τους, όλα έμοιαζαν  αλλιώτικα  οι  ζωγραφιές  στους τοίχους,  το ταβάνι δίχως τρούλο,   όμως ήταν ωραίες εκκλησίες με πέτρινα αρχαία πλακάκια στο πάτωμα και μάρμαρα σκαλιστά στη πρόσοψη.

Ο επίτροπος ήξερε πολλά κι είχε όρεξη για κουβέντα, περπατώντας βγήκαν ως την ακροθαλασσιά που   ήταν γεμάτη ιστιοφόρα, κάτι πανύψηλα, υπήρχαν εκατοντάδες απ’  αυτά με τα υψωμένα κατάρτια που θύμιζαν δάσος, πόσος κόσμος είχε τέτοια καράβια ρε φίλε! Άνθρωποι πάνω τους  έβαφαν τα σανίδια, άλλοι έπλεναν  κάποιο  εξάρτημα, μερικοί  ξάπλωναν στο κατάστρωμα, φαίνεται αυτό  ήταν  το σπίτι τους όλο το καλοκαίρι. Προχώρησαν ως την άκρη της παραλίας εκεί που τέλειωνε το δάσος με τα ιστιοφόρα και κάθισαν κάτω από ένα γεφύρι παλιό, φυσούσε ένας αέρας φοβερά δροσερός ‘’Βλέπεις πως φυσά εδώ;’’ του είπε ο επίτροπος,’’ Το μέρος είναι μυστήριο, όλη η πόλη  σκάει  απ’  τη ζέστη κι εδώ έχει πάντα  ρεύμα που δροσίζει,  τα σκαλιά εκεί απέναντι απ το τόξο της γέφυρας   ήταν κάποτε τα σύνορα της χώρας, εκεί γινόταν το λαθρεμπόριο ανάμεσα στους Έλληνες  και τους Τούρκους, πριν από πενήντα  χρόνια  περνούσαν  από πάνω του αυτοκίνητα κι  όλοι φοβόταν  ότι δε  θα άντεχε, μια χρονιά  που είχε πολλές βροχές είχε κινδυνέψει να γκρεμιστεί, τα νερά φαινόταν έτοιμα να το παρασύρουν,  όμως οι βάσεις του  ήταν πολύ γερές ,ακουμπούσαν στον πάτο  του ποταμού  που είναι από πετρώματα εκρηξιγενή, χαλαζία και τέτοια, αυτά τα αυλικά είναι αθάνατα!’’. Σήκωσε το κεφάλι να δει το παλιό κτίσμα με τα μεγάλα τόξα και τις κολώνες που βυθίζονταν στην άμμο και τις πέτρες, από χαμηλά όπως το κοιτούσε  του φάνηκε επιβλητικό, είχε διαβάσει γι αυτό, είχε δει και φωτογραφίες  αλλά  από κοντά φαίνονταν πιο μεγαλόπρεπο και κάπως μυστήριο.

Τη μέρα που θα έφευγαν ένιωθε πολύ καλύτερα, δεν είχε λύσει το πρόβλημα που τον βασάνιζε όμως ένιωθε αισιόδοξος, είχε πάρει μια καλή ανάσα  και μπορούσε να συνεχίσει τώρα με  πιο καλή διάθεση, μπορούσε να αναλύσει καλύτερα στο μυαλό του όλες τις παραμέτρους , να δει πιο καθαρά, αισθάνονταν ότι βρισκόταν κοντά  στην έξοδο από μια περίοδο σκοτεινή,  ήταν αποφασισμένος να μην εγκαταλείψει την προσπάθεια αλλά να πέσει με τα μούτρα πάλι σε ότι  έκανε,  όλα θα πήγαιναν καλά. Το πρωί  εκείνο ήταν το τελευταίο της εκδρομής και σηκώθηκε αχάραγα να δει μια τελευταία φορά τη πόλη, την ώρα εκείνη δε κυκλοφορούσε ψυχή στο δρόμο κι ήταν ακόμα δροσερά, στο φως του πρωινού το γεφύρι του φάνηκε ακόμα πιο όμορφο,  ανέβηκε  από τη χαμηλή μεριά  να βγάλει καμιά  φωτογραφία. Καθώς πλησίαζε στο πιο ψηλό σημείο  είδε μια φιγούρα να περπατά αργά και μετά χωρίς καμιά προειδοποίηση να σκαρφαλώνει  στο τοιχάκι και να κοιτάζει  τα νερά κάτω σα να ήθελε να βουτήξει στο κενό.  Έτρεξε δίχως να σκεφτεί και φώναξε  ‘’Τι κάνεις;’’  εκείνη γύρισε τρομαγμένη,  έκλαιγε, τα μάτια της ήταν κόκκινα,   άρχισε να της μιλά συνέχεια χωρίς  διακοπή , ήξερε ότι έπρεπε να κερδίσει χρόνο για να τη σώσει,  η κοπέλα  όλη την ώρα έκλαιγε  χωρίς να λέει τίποτα,  σε μια στιγμή ταλαντεύτηκε εκεί πάνω σα να έχανε την ισορροπία της  κι αυτός της είπε ‘’Σε παρακαλώ κατέβα για μένα !’’ κι όπως ήταν διστακτική  την άρπαξε  από τη μέση και την τράβηξε με δύναμη από κείνο το καταραμένο βάθρο. Η κοπέλα  τον κοίταξε μ’ ένα βλέμμα  σα να είχε φύγει από πάνω της ένα φορτηγό που πήγαινε να την ισοπεδώσει, έπειτα έσιαξε τα μαλλιά της κι άρχισε να περπατά κατά την αντίθετη μεριά, σε λίγο χάθηκε ανάμεσα στα δέντρα, αυτός απόμεινε να κοιτά τα νερά που κυλούσαν αέναα κάτω απ’  τα τόξα πάνω απ τα εκρηξιγενή πετρώματα του χαλαζία  που γυάλιζαν.  

Στην επιστροφή  όλες ο σκηνές που είχε δει περνούσαν από μπροστά του σα κινηματογραφική ταινία,  μάλιστα άκουγε και  τη μουσική,  λίγο θλιμμένη αλλά ωραία,  οι σκηνές εναλλάσσονταν,  μια χελώνα  έβγαζε το κεφάλι πάνω απ'  το νερό, ένα γεφύρι όπου φυσούσε ασταμάτητα, ένας βράχος  που κρέμονταν,  η θάλασσα  γυάλιζε, μια γυναίκα  τον κοιτούσε περίεργα,  ένα δάσος  από ιστιοφόρα, μια μελαγχολία  άρχισε ν'  απλώνεται μέσα του... 

ΑΛΟΓΑ ΤΗΣ ΣΤΕΠΑΣ

Στην είσοδο του ασανσέρ υπήρχε κάτι που  δεν άφηνε την πόρτα να κλείσει,  η γάτα έτρεξε  κατά κει και σταμάτησε  απότομα μπροστά σ’ ένα σώμα...