Σάββατο 3 Μαρτίου 2012

ΣΑΛΤΟ ΜΟΡΤΑΛΕ

Στο ίντερνετ καφέ όπου πάω έχει κάτι τύπους περίεργους. Ένας κάθεται και μιλά στο φέισμπουκ με μια γυναίκα ξανθιά που είναι κάπου στο Βέλγιο. Του λέω να μη φωνάζει κι αυτός μου λέει '' Αδερφέ υπάρχει αίσθημα άμα θες άλλαξε θέση΄΄.  Η ανάσα του μυρίζει αλκοόλ. Χαμογελώ και σκέφτομαι '' αυτός είναι δκός μας''. Σε μια γωνιά σκοτεινή, στο πίσω μέρος κάτι παιδιά καπνίζουν. Ένας τύπος με πολλά δαχτυλίδια στα χέρια σα σιδερογροθιά, μου δείχνει πως να κατεβάσω ένα κομάτι. Ένα άλλο κορίτσι ξενυχτισμένο που η ανάσα του μυρίζει καφέ και με στρεσάρει μου λέει κάτι για τα σίξτις αλλά δεν ξέρει και πολλά. Μια άλλη γυναίκα ψάχνει κάτι αγγελίες και μου λέει για τα τρία της κοριτσάκια . Συγκρατώ το όνομά της γιατί είναι αυτό της αδερφής μου.
 Ότι δεν προλαβαίνω να τελειώσω στο καφέ το συνεχίζω στα σπίτια των μαθητών μου. Στον υπολογιστή της Θεανώς μια φωτογραφία της  ανάμεσα σε μαξιλάρια άσπρα , η προσωποποίηση της αθωότητας μ' εκλεινο το παιδικό βλέμμα, αν κι εγώ ξέρω ότι δεν είναι τόσο αθώα. Έχει και μια άλλη φωτογραφία τραβηγμένη στον καθρέφτη της ντουλάπας της καθισμένη στο πάτωμα ανάμεσα σε κόκκινα θολά χρώματα- πως το κάνει αυτό το πράγμα; O Γιάννης μου δείχνει το καινούριο κινητό αφής και συναγωνιζόμαστε στο τρέξιμο έξω από το σπίτι του. Με περνά για λίγο στο τέλος αλλά ο φίλος κάνει προπόνηση κάθε μέρα με την ομάδα του ενώ εγώ εξασκούμαι κυνηγωντας τα αστικά.  Ένας σκύλος σα δαίμονας έξω από το σπίτι του με γαυγίζει και ταυτόχρονα γλείφεται σαν του πετώ κανένα κομάτι τοστ. Κοτσύφια με κίτρινα ράμφη κουνούν τις ουρές τους νευρικά ανάμεσα στα δέντρα εκεί πάνω  και στις κατηφόρες του Φιλύρου κάτι σκύλοι αδέσποτοι έλιωσαν από το κρύο όλο το Χειμώνα. Κρύσταλλα κρέμονται από βράχους και κάτι παιδιά από το παιδικό χωριό κρέμονται από τον οδηγό που γελά ενώ η άσφαλτος γυαλίζει. Στο σπίτι της Χριστίνας αυτή μου λέει για το καλοκαίρι που θα χορτάσει κολύμπι ήλιο και θάλασσα με την καινούρια βάρκα που πήρε ο πατέρας της κι ακόμα ότι θα παίζει όλη μέρα ρακέτες στην αμμουδιά.
Ο Παναγιώτης στα Μετέωρα θα μου πει  για το χωριό του στο Κιλκίς όπου χιόνισε και ήταν υπέροχα αλλά δεν μπόρεσε να τραβήξει φωτογραφίες γιατί η μαμά του έβαλε στο πλυντήριο το κινητό μαζί με το παντελόνι του. Μου λέει όμως ότι έριξε κάμποσες τουφεκιές με το όπλο του πατέρα του την τελευταία μέρα του κυνηγιού και πέτυχε όλους τους στόχους  κάτι μαύρες σακούλες. Μου δείχνει και το μελανιασμένο του μπράτσο από το σημείο που χτυπούσε το όπλο προς τα πίσω καθώς έριχνε. Μου λέει ακόμα ότι στην Ιταλία όπου πήγαν εκδρομή η πόλη και τα αρχαία είχαν μια μυρωδιά ιδιαίτερη και μάλλον κάθε χώρα θα έχει μια διακιά της μυρωδιά κι ακόμα ότι στο καράβι που διέσχιζε την Αδριατική δε σταμάτησε να παίζει ηλεκτρονικά σε κάτι φωτεινά μηχανήματα.

Στο δωμάτιο του Σήφη  ακούμε παράξενα τραγούδια με βρισιές για κάτι μηχανάκια πειραγμένα Καλαματιανά που κάνουν κόντρες πάνω στις ράγιες των τρένων τη νύχτα. Ο Σήφης μου λέει ότι όταν πάει στρατό θα εμφανιστεί με βερμούδες και φραπέ και θα τους πει να πάνε να πνιγούν. Τέλος σαν πάω στη Γεωργία , εκεί κάτω στην Ιωνία πρέπει να μαι προσεχτικός γιατί δεν σηκώνει και πολλά.  Μου λεει παντως για τα νυχτερινά μαγαζιά όπου πάνε φωρώντας τα δωδεκάποντα τακούνια και δεν τρώνε για να μη φαίνονται οι κοιλιές τους κι ανεβαίνουν στα τραπέζια όταν βγαίνει ο Καρράς μετά τις δύο. Μου λέει και για το σάλτο μορτάλε της τότε που γλύστρησε από μια υδατοδεξαμενή σ' ένα εγκαταλειμένο στρατόπεδο. Έβλεπε τότε στον αέρα την τσάντα της να πέφτει μαζί της και σκέφτονταν ότι έπρεπε να καλύψει το κεφάλι της. Έπεσε με τα χέρια τσακίζοντάς τα κι έκανε γκελ στο τσιμένο για να σπάσει και τη μέση της. Και δεν έκλαψε ούτε μια στιγμή, δεν ξέρω πως γίνεται αυτό, σαν πήρε τηλέφωνο τη μαμά της για να τη μαζέψει  κι έσπασε μονάχα όταν ο γιατρός μετά τις εγχειρίσεις της ζήτησε να κουνήσει το ποδαράκι της.

Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου

ΩΣΕΙ ΑΝΘΟΣ ΤΟΥ ΑΓΡΟΥ

«Ο οδηγός κλείνει τα μάτια όλη την ώρα !» του ψιθύρισε σκύβοντας η γυναίκα που καθόταν στο απέναντι κάθισμα, - « σοβαρά;»  είπε  αυτός και κ...