Πέμπτη 4 Ιουλίου 2019

ΜΕΤΑΒΟΛΕΣ ΤΟΥ ΜΑΓΝΗΤΙΚΟΥ ΠΕΔΙΟΥ

O λευκοντυμένος άντρας βαστούσε ένα νυστέρι, έμοιαζε με γιατρό άλλα όχι συνηθισμένο, η γενειάδα του ήταν άσπρη, μακριά κι είχε ένα παράστημα αρχοντικό, από πού είχε εμφανιστεί δε μπορούσε να καταλάβει, κάπου τον είχε ξαναδεί,  ήταν σίγουρος αλλά δε θυμόταν που, ‘’Εγώ θα σε κάνω καλά !’’  είπε με μια φωνή βαθιά σα να μιλούσε μέσα από  τούνελ   ο ασπροντυμένος  και  χάθηκε  ενώ αυτός  ονειρεύονταν  ένα βουνό καταπράσινο με βράχους μεγάλους κι  ένα ποτάμι να κυλά από κάτω.

Αυτή ήταν η πρώτη φορά που τον είδε, με το που ξύπνησε ένιωσε τον  πόνο στη ράχη ,  μήνες τώρα  αισθάνονταν  ένα τράβηγμα στη μέση , τις νύχτες δεν τον έπιανε ύπνος, δε μπορούσε να ησυχάσει, οι εξετάσεις που έκανε έδειξαν ότι στην σπονδυλική του στήλη είχε φυτρώσει ένας  όγκος που τραβούσε το κρέας στο κόκαλο κι ώρες - ώρες ο πόνος ήταν ανυπόφορος.   Οι γιατροί του είχαν συστήσει εγχείριση που ήταν όμως επικίνδυνη άσε που χρειαζόταν ένα κάρο λεφτά , που θα τα έβρισκε, πως θα το χειρίζονταν κι  αν δεν πετύχαινε η επέμβαση τι θα γινόταν;  Φοβόταν πολύ, τι στο καλό θα έκανε δεν ήξερε,  η γυναίκα του έλεγε να μη φοβάται,  εκείνη πίστευε πολύ  στο θεό,  όλο άναβε καντήλια κι έτρεχε στις  εκκλησιές παρακαλώντας,   αυτός δεν ήταν και πολύ   σ’ αυτά  όμως όταν έχεις τον  πόνο σου αρχίζεις να σκέφτεσαι αλλιώς.


Καθώς  ήταν νωρίς ακόμα κι η γυναίκα του κοιμόταν βαθιά έφτιαξε καφέ και βγήκε στη βεράντα,   κοιτούσε δεξιά αριστερά παρατηρώντας το καθετί,  όλα έμοιαζαν καινούρια σα να είχε καθαρίσει το μάτι του με κάποιο τρόπο, ‘’Έτσι πρέπει να ξεκινούν  τα θαύματα !’’ άκουσε τη φωνή του να βγαίνει ασυναίσθητα σα να μιλούσε κάποιος άλλος.  Δεν πίστευε στα θαύματα αλλά  αυτό που είχε δει του άρεσε, άρχισε να πιστεύει ότι θα έβρισκε μια λύση  να σωθεί, να μην υποφέρει. Οι πόνοι του τραβούσαν καιρό κι ήταν πιο δυνατοί το καλοκαίρι, τότε που τα ρούχα κολλούν  στο σώμα  κι όλα σ’ ενοχλούν όπως τον Ηρακλή  στη μυθολογία. Όπως είχαν έρθει  τα πράγματα  το μαχαίρι δεν το γλύτωνε  όμως το πήγαινε πίσω συνέχεια μέχρι που  είδε  στη διάρκεια των διακοπών τον  ασπροντυμένο γέρο.

Έφτιαξε ένα τοστ με τον  καφέ του  κι έβγαλε ένα μπουκαλάκι νερό από το ψυγείο,  ήθελε κανένα παγάκι κι άνοιξε τον  καταψύκτη όμως σαν έσκυψε χαμηλά  αισθάνθηκε τη μέση του να τον τραβά πάλι κι ο πόνος  τον έκανε να διπλωθεί στο πάτωμα για λίγα λεπτά,  οι γιατροί του είχαν πει να προσέχει κάποιες κινήσεις όμως αυτός  όλο το ξεχνούσε .  Όταν ηρέμησε κάθισε στην πολυθρόνα του και  σκεφτόταν  τον τύπο με την άσπρη γενειάδα που είχε δει το βράδυ,  έμοιαζε τόσο ήρεμος σα να έκανε την ίδια δουλειά διακόσια χρόνια και την είχε μάθει τέλεια, συλλογιζόταν  τη φράση του ‘’Εγώ θα σε κάνω καλά !’’,  πως θα μπορούσε να γίνει κάτι τέτοιο ;   Δεν είπε σε κανένα τίποτα μονάχα   στη γυναίκα του ανέφερε κάτι, εκείνη σταυροκοπήθηκε και του εξήγησε   ότι αυτό είχε ξαναγίνει μ’ ένα παιδάκι,  ότι υπήρχε ένας  άγιος από μια χώρα του βορρά  που ήταν  γιατρός στην κανονική του ζωή κι έλεγαν ότι έκανε θαύματα με επεμβάσεις,  έσωζε ανθρώπους  που όλοι τους θεωρούσαν ξεγραμμένους,  είχε πάει  μια εκδρομή σε μια μονή όπου φύλαγαν τα κόκαλα του,  όταν του έδειξε ένα βιβλιαράκι   αμέσως τον γνώρισε  κι είπε  χωρίς  να το σκεφτεί ‘’Αυτός ήταν !’’

Πήρε εκείνο το βιβλιαράκι που περιέγραφε θαύματα και για κάμποση ώρα το ξεφύλλιζε,   υπήρχαν εκεί μέσα ιστορίες ανθρώπων που είχε γιατρέψει ο γέροντας,  ενός   μάγειρα κι ενός   φούρναρη  που είχαν αναρρώσει ενώ τους είχαν τελειωμένους,  ενός κοριτσιού  που είχε πληγωθεί στο πόδι καθώς έπαιζε κι ύστερα αρρώστησε ,  οι γονείς του που το λάτρευαν είχαν μαραθεί μέχρι που ο Άγιος του έδωσε κάτι να πιει,  το χάιδεψε κι εκείνο σα να ξύπνησε άρχισε  πάλι να τρέχει και χορεύει όπως παλιά.   Αναφέρονταν   εκεί μέσα η υπόθεση κάποιου  παλαιστή λαίμαργου  που έφαγε μέχρι σκασμού κι ήπιε νερό παγωμένο για να πέσει κατόπι ξερός, ίδρωνε και ξεφυσούσε  πέντε μέρες και πέντε νύχτες, ο γέροντας του είχε βάλει  ένα κατάπλασμα και τον είχε πλύνει με νερό ζεστό χορηγώντας του ταυτόχρονα κάτι βότανα κι εκείνος είχε αναστηθεί κι ορκίζονταν ότι δεν θα ξανά έτρωγε έτσι.  Υπήρχε και η ιστορία ενός   παλαβού  που τον είχε πιάσει αμόκ κάποιο καλοκαίρι κι είχε επιτεθεί με μπαλτά στους θαμώνες ενός καφενείου,  εκείνον τον είχε κλείσει  σ’ ένα κελί για μια βδομάδα ο γέρος   δίνοντας του  μόνο νερό κι όταν βγήκε έξω ο τρελός του είχε πει’’ Παιδί μου αυτό να μη το ξανακάνεις , δεν είναι του θεού !’’ μόνο αυτό ρε φίλε, τίποτ’  άλλο όμως τον άκουσε ο παλαβός κι έγινε αρνί,  δεν πείραξε άνθρωπο ποτέ ξανά στη ζωή του!

Διάβαζε εκεί πέρα τις ιστορίες κι αναρωτιόταν αν εκείνος ο τύπος ήταν στη πραγματικότητα γιατρός ή θαυματοποιός,  πολλά από  όσα  χρησιμοποιούσε απαιτούσαν κάποιες γνώσεις,   σίγουρα ήξερε αρκετά  πράγματα , αφεψήματα, έμπλαστρα,  θα πρέπει να ήταν και λίγο ψυχίατρος  για να κουμαντάρει εκείνον το ψυχάκια με τον μπαλτά  όμως από την άλλη είχε και μια δύναμη μαγική,  όποιον έπιανε στα χέρια του με κάποιον τρόπο τον έφερνε ξανά στη ζωή,  αυτό δεν γίνεται μόνο με  τα γιατρικά και  τα χάπια , πρέπει να έχεις και κάτι παραπάνω,  κάποιου είδους ενέργεια,  κάποια πίστη εσωτερική,  βαθιά,  κάτι που δεν μπορεί να τόχει  ο καθένας.  Ο ασπροντυμένος εμφανίστηκε μια φορά ακόμα  και τούτη τη φορά δε φοβήθηκε,  τον παρατηρούσε μονάχα που ανακάτευε σ’ ένα τραπεζάκι κάτι  λαβίδες και κάτι άλλα αιχμηρά πραγματάκια που θα ήταν  ασφαλώς εργαλεία  της δουλειάς  του γιατί έμοιαζε πολύ εξοικειωμένος μ’ εκείνα τα μαραφέτια.  

Με τα οράματα  οι διακοπές του  είχαν αποκτήσει ένα ενδιαφέρον αλλιώτικο σα να είχε συμβεί κάτι κι  όλα γύρω  ζωντάνεψαν ,  περνώντας  απ’  το μικρό  υδραγωγείο που υπήρχε στη γειτονιά του χάζευε τα νερά που έτρεχαν   από μια διαρροή,  στο μικρό  αυλάκι που κυλούσε φυτά  υδρόφιλα  είχαν  φυτρώσει,  μια γάτα ξάπλωνε στη σκιά  δροσίζοντας την κοιλιά της κι   ένα συνεργείο  έβγαζε κάποιο φρεάτιο εκεί κοντά. Είχε ακόμα τις αμφιβολίες του,  αυτό που είχε δει μπορεί να ήταν απλά ένα όνειρο όμως είχε δει το ίδιο πράγμα πάνω   από  μια  φορά, κι ίσως ήταν  κάτι που θα τον έβγαζε από την δύσκολη θέση, όπως και να είχε η διάθεση του είχε φτιάξει κι οι διακοπές του είχαν έπαιρναν  μια τροπή που δεν περίμενε.

 Όπως το συνήθιζε ξυπνούσε πάντα πριν χαράξει  για να περπατήσει χαζεύοντας   τα πετρόκτιστα σπίτια και τους παλιούς φούρνους όπου έψηναν ψωμί κι ύστερα έφτιαχναν κάτι γλυκά με μέλι και τυρί.  Τα απογεύματα   έβγαιναν  βόλτα στις ξερολιθιές καθώς φυσούσε ο άνεμος,  τα λουλούδια μιας συστάδας από ακακίες που έμοιαζαν με κόκκινα χτένια ανέδυαν ένα άρωμα περίεργο κι οι γριές με τ’  άσπρα τους πουκάμισα καθόταν στα μπαλκόνια να δροσιστούν απ’ τον αέρα , ά,  ήταν πολύ όμορφα  εκεί πέρα, δε καταλάβαινες ζέστη όλο τον καιρό, το καλοκαίρι περνούσε γρήγορα   κι όλοι  τους αγαπούσαν.  Η γυναίκα του  είχε ανακαλύψει εκείνο το χωριό σε μια εκδρομή με κάποια εκκλησία, αυτός ούτε που ήθελε να έρθει μαζί της και τελικά είχε πάει   έτσι από περιέργεια όμως  του άρεσε πολύ, τρελάθηκε, δεν ξεκολλούσε  από τα μοναστήρια  κι απ’  τα αγιάσματα που υπήρχαν σπαρμένα σ’  όλη την περιοχή γύρω…     

Ένα μεσημέρι  πλάγιαζε  στον καναπέ της κουζίνας που ήταν  το πιο δροσερό δωμάτιο.  Η ζέστη εκείνη την ώρα ήταν στο ζενίθ κι όλα είχαν ερημώσει σα να είχε πέσει μια βόμβα στο σύμπαν , μόνο ένα τζιτζίκι έτριβε τους αδένες του και χαλούσε τον κόσμο  όμως ο ήχος του πιο πολύ έμοιαζε να σιγοντάρει την απόλυτη ερημιά. Η τηλεόραση έπαιζε ένα ντοκιμαντέρ που δε μπορούσε να παρακολουθήσει,  έβλεπε μόνο  τον τίλο ‘’Μεταβολές του μαγνητικού πεδίου ‘’  , δεν είχε ιδέα για τι πράγμα μιλούσε,  μάλλον για το πως κινείται  στο χώρο το φως μέσα από κύματα.  Ούτε είχε καταλάβει  πόση ώρα πέρασε  όταν άκουσε έναν  ήχο σα να έτριζε το ψυγείο,   άνοιξε το ένα του μάτι και τον είδε πάλι μπροστά του να του λέει  με  τόνο  αυστηρό  ‘’Γύρνα τη πλάτη σου  ! ‘’   γύρισε ανάσκελα κι ο ασπροντυμένος  με το μαχαιράκι που κρατούσε   χάραξε μια γραμμή  στη ράχη του που δε πόνεσε  καθόλου,  ένα τσίμπημα μόνο ένιωσε κι ύστερα πάλι βυθίστηκε σ’ εκείνα τα όνειρα που τον πήγαιναν και τον έφερναν,  ένα ποταμάκι με πάπιες γκρίζες  πιτσιλούσαν στα ρηχά, η θάλασσα,   ένα παρτέρι με λουλούδια κόκκινα και το πράσινο γρασίδι έφτιαχναν ένα πίνακα γεμάτο χρώματα,  ο ήλιος τρυπούσε  τα φυλλώματα και πίσω από κάτι  δέντρα ψηλά  γεμάτα κόκκινους καρπούς δυο σκιές  κινούνταν σιωπηλά.  

Όταν  ξύπνησε ένιωθε μουδιασμένος,  το κεφάλι του γύριζε σα να  είχε πιει κάτι δυνατό ή σα να κινούνταν  σε μια  άλλη διάσταση . Πήγε  στο ψυγείο να πάρει λίγο χυμό, ήπιε μια γουλιά,  του φάνηκε ζεστός, άνοιξε τον καταψύκτη και πήρε  μερικά παγάκια, ‘’Πολύ καλύτερος τώρα !’’ μουρμούρισε  και τότε θυμήθηκε ότι δεν έπρεπε να σκύβει όμως είχε κάνει κανονικά την κίνηση όπως παλιά χωρίς  να πονέσει καθόλου ! Του ήρθε στο νου  το όνειρο  κι από περιέργεια έβγαλε το φανελάκι του, ήταν ματωμένο σαν να είχαν πέσει στάλες από αίμα,   πως είχαν  βρεθεί  εκεί πέρα; Στον καθρέφτη του μπάνιου  προσπάθησε  να δει τη ράχη του,  δε φαινόταν κανένα σημάδι τότε όμως  πως είχε  κοκκινίσει το ρούχο του,   δε μπορούσε να καταλάβει, δοκίμασε να στρίψει τη μέση του δεξιά- αριστερά,   δεν ένιωθε κανένα πόνο,  έκανε μερικά βήματα το περπάτημα του ήταν άνετο κι ούτε χρειαζόταν να σφίγγεται,  η πλάτη του δεν τον τραβούσε σα να ήταν μισοανάπηρος,   αισθάνονταν  σα να είχαν  φύγει  δέκα κιλά από πάνω του.

Προσπαθούσε να συνειδητοποιήσει τι είχε συμβεί κι όλα του φαίνονταν ακατανόητα, κανονικά έπρεπε να νιώθει χαρούμενος όμως ήταν ακόμα ζαλισμένος, έπρεπε να βγάλει γρήγορα  κάποια ακτινογραφία να δει τι είχε συμβεί, δοκίμασε κάποιες κινήσεις  λίγο απότομες κι όλο φοβόταν ότι θα τον τραβήξει πάλι εκείνος ο απαίσιος πόνος όμως  δεν συνέβαινε τίποτα.  Αν είχε γίνει κάποιο θαύμα πως εξηγούνταν,  δεν ήταν κανένας θρήσκος όπως έγραφαν τα βιβλιαράκια ούτε είχε  κάνει προσευχές και νηστείες, ούτε έτρεχε σε πνευματικούς και καλόγερους  μόνο βαθιά μέσα του παρακαλούσε μέρα νύχτα να σωθεί, να μη μείνει σακατεμένος , να ζήσει ακόμα λίγο όμως αρκούσε αυτό κι αν όχι τι παραπάνω έπρεπε  να κάνει ; Όλα αυτά του φαινόταν  ακατανόητα τελείως,  χρειαζόταν επειγόντως να περπατήσει λίγο για  να φύγει το αίμα απ’ το μυαλό του και να σκεφτεί καθαρά,  σηκώθηκε να φορέσει τ’  αθλητικά  του,   όπως έδενε τα κορδόνια του είδε δυο παπούτσια από κείνα  τα παλιά που ήταν σα τσόκαρα  ξύλινα και τα φορούσαν στα χωράφια και στα  σπίτια τα παλιά, σήκωσε αργά το κεφάλι και είδε ένα ράσο άσπρο  και την άκρη μιας γενειάδας του έφτανε μέχρι χαμηλά στη κοιλιά,  ένα χέρι ακουμπούσε τα μαλλιά του,  ‘’Θυμάσαι τι σου είπα ;’’ακούστηκε μαι φωνή βαθιά σα να  έβγαινε από  μια σήραγγα στον πάτο της γης . 

ΑΛΟΓΑ ΤΗΣ ΣΤΕΠΑΣ

Στην είσοδο του ασανσέρ υπήρχε κάτι που  δεν άφηνε την πόρτα να κλείσει,  η γάτα έτρεξε  κατά κει και σταμάτησε  απότομα μπροστά σ’ ένα σώμα...