Δευτέρα 23 Απριλίου 2018

ΣΤΟ ΦΑΡΑΓΓΙ ΜΕ ΤΟΥΣ ΓΡΑΝΙΤΕΣ


Ένα σπίτι παλιό με σχιστόλιθους στη στέγη υπήρχε  στην άκρη του χωριού, όποτε τύχαινε να περάσουμε  από  κει φοβόμασταν κι επιταχύναμε, τη μέρα  δε σε τρόμαζε και τόσο, ένα κτίσμα με πλάκες στη σκεπή ήτανε που το κύκλωνε ένας  τοίχος από πέτρες σωρευμένες η μια πάνω στην άλλη σκεπασμένες από έναν παχύ κισσό μαυροπράσινο.  

Θα πρέπει να είχε χτιστεί προτού  πολλά χρόνια,  ίσως κι έναν αιώνα πριν,  πίσω απ’  τον τοίχο του  υπήρχε μπαξές που  τον σκάλιζε ένας γέρος αδύνατος σα λέλεκας, μαυροπούλια πετούσαν συνήθως στον αέρα από πάνω  και κούρνιαζαν σ’ ένα μαύρο κυπαρίσσι που ορθώνονταν σα  καλόγερος ψηλός σε μια γωνιά της αυλής, μια φορά είχαμε δει και  μια γυναίκα να λιάζεται στο κατώφλι, τα μαλλιά της ήταν πολύ κοντά κομμένα κι είχε μια όψη αλλόκοτη,  λέγανε ότι είχε κάνει χρόνια   στο ψυχιατρείο, ο γιος της ζούσε μαζί τους , ένα παιδί  με μεγάλα δόντια που προεξείχαν όποτε χαμογελούσε, τις πιο πολλές φορές που τον βλέπαμε χάιδευε ένα τεράστιο, μαλλιαρό τσομπανόσκυλο.

Το χωριό ήταν γεμάτο από  σπίτια  ακατοίκητα όπου  δεν έμενε κανένας,  μόνο τα καλοκαίρια ερχόταν κάτι περίεργοι άνθρωποι από τη Γερμανία κατά πως λέγανε και τα ανοίγανε για λίγο να φωτιστούν  και να  φρεσκαριστούν, όλο τον άλλο χρόνο εμείς μπορούσαμε να τρέχουμε  στα χαμηλά τους μπαλκόνια και στις  αυλές που ήταν γεμάτες μουσμουλιές και  λουλούδια, γιασεμιά άσπρα και τριανταφυλλιές κυρίως που άντεχαν το κρύο και τη ζέστη. Για μας  δεν ήταν παρά μέρη παράξενα που έπρεπε να εξερευνήσουμε και τριγυρνούσαμε  σ’ αυτά ώρες πολλές, το μόνο που αποφεύγαμε ακόμα κι ένα διάστημα που έμοιαζε  ακατοίκητο,  ήταν  αυτό το σπίτι με τους σχιστόλιθους  στη σκεπή, σ αυτό δεν τολμούσαμε να πλησιάσουμε ακόμα κι αν κάποιες φορές φαίνονταν  έρημο.

Την άνοιξη που έπιαναν οι βροχές και δεν έλεγαν να σταματήσουν με τίποτα  βγαίναμε τη νύχτα με τα φανάρια να μαζέψουμε σαλιγκάρια σ’ ένα φαράγγι γεμάτο γρανίτες που τους  έκοβαν κομμάτια  για να χτίσουν. Το φαράγγι με τα γρανιτένια πετρώματα που στραφτάλιζαν βρισκόταν  πίσω απ’ το παλιό σπίτι με τους σχιστόλιθους, καθώς βαδίζαμε  μες  τις δροσιές και στα βρεγμένα χώματα  ρίχναμε καμιά ματιά κατά κει κι ύστερα προσπαθούσαμε να μείνουμε όσο μακριά γίνονταν.  Ένα βράδυ όπως περπατούσα  στα σκοτεινά πίσω από κείνο το  παράξενο σπίτι αντί για σαλιγκάρια είχα βρει ένα νόμισμα που γυάλιζε  και σκεφτόμουν ότι μπορεί να είχε πέσει από κείνον τον γέρο που κατοικούσε εκεί πέρα ή από  το γιο του,  το είχα δώσει στη μάνα μου…

Εμείς  φοβόμασταν το σπίτι και τους  ενοίκους του αλλά  η μάνα μου όχι, αυτή δε καταλάβαινε  τίποτα, όχι μόνο δεν την τρόμαζε αλλά  επισκέπτονταν κιόλας  το γέρο και την οικογένεια του  πολύ τακτικά. Είχε άλλη αντίληψη για τα πράγματα η μάνα μου,  όποιος ήταν πεταμένος και περιθωριοποιημένος, όποιον απέφευγαν οι άλλοι  έπρεπε να του συμπαρασταθεί, όλοι οι φτωχοί ερχόντουσαν στο σπίτι μας για να φάνε- όταν έλειπε φυσικά ο πατέρας μου- δεν υπήρχε άνθρωπος μοναχός του, άρρωστος η μη που να μην αναλάμβανε  η μάνα μου,  το θεωρούσε καθήκον της κι όπως το χωριό ήτανε μικρό τους προλάβαινε όλους, στα νιάτα της ήθελε να γίνει καλογριά και πάντα έλεγε ότι δεν την αφήσανε,   καλά  ήταν περίπτωση!

Μ’ έπαιρνε και μένα και  πηγαίναμε  να κάνουμε παρέα στο γέρο με την άρρωστη γυναίκα, ο παππούς  έμοιαζε περίεργος, τον είχα δει  μια φορά στη αυλή του  να πελεκά  ένα βράχο τεράστιο μ’ ένα σιδερένιο  σφυρί, είχε βρεθεί  μπροστά στο σπίτι του  κι έπρεπε να τον εξαφανίσει, σήκωνε τη βαριά ψηλά και την κατέβαζε με δύναμη πάνω στην πελώρια πέτρα, άντε τώρα να το σπάσεις με τα χέρια εκείνο το πράγμα το αρχαίο που είχε ζήσει εκατομμύρια χρόνια! Με τύλιγε  λοιπόν η μάνα μου με τη ζακέτα της σφίγγοντας με   κοντά της γιατί  καταλάβαινε ότι  φοβόμουνα,  και προχωρούσαμε κάτω απ’  το φως που έριχναν από ψηλά  οι αραιές λάμπες. Τριγύρω επικρατούσε νέκρα,  σιωπή,  ακουγόταν μια φήμη   ότι  τις νύχτες κυκλοφορούσε στους δρόμους ένας σκουρόχρωμος τύπος μ’  ένα  μακρύ  παλτό που  βροντούσε  τις πόρτες των σπιτιών μες τα μαύρα μεσάνυχτα, κάποιος φίλος  μου έλεγε ότι τον είχε δει από το παράθυρο,  άλλος είχε ακούσει βήματα,  όλοι είχαν μια ιστορία να πούνε γι’  αυτό και κλειδαμπάρωναν  μόλις έδυε ο ήλιος.

Αφού φτάναμε με προφυλάξεις  στην άκρη του χωριού όπου δεν υπήρχαν ούτε κολώνες ούτε λάμπες μόνο το φεγγάρι και τα άστρα που γυαλοκοπούσαν λούζοντας με φως το μαύρο  κυπαρίσσι της αυλής, χτυπούσαμε την παλιά ξύλινη πόρτα και περιμέναμε, όπως στεκόμουν δίπλα στη μάνα μου αναρωτιόμουν τι δουλειά  είχαμε  έξω από κείνο το σπίτι ενώ στα ρουθούνια μου ερχόταν το άρωμα από  τα λουλούδια  μιας μεγάλης άσπρης  τριανταφυλλιάς που είχε σκαρφαλώσει μέχρι τις λίθινες πλάκες κι απλώνονταν σκεπάζοντας το κατώφλι, ύστερα από λίγο ρωτούσαν από μέσα ‘’Ποιος είναι; ‘’ και μας ανοίγανε.

Στην είσοδο υπήρχε ένας διάδρομος, προχωρούσαμε λίγα βήματα  και μπαίναμε  σ’ ένα  καμαράκι όπου καθόμασταν,  δεν είχε τίποτα το ιδιαίτερο εκεί μέσα,  ένας  καναπές  από τη μια κι ένα κρεβάτι από την άλλη,  εγώ δεν έλεγα και πολλά,  τι να πω άλλωστε,  η μάνα μου όμως έμοιαζε να το διασκεδάζει, της  άρεσε η επαφή με τον κόσμο και η φλυαρία, ήταν πολύ κοινωνική και στο μικρό  χωριό αυτός ήταν ο καλύτερος τρόπος να περάσεις την ώρα σου. Στη διάρκεια της επίσκεψης  ερχόταν στο δωμάτιο κι εκείνη η γυναίκα με τα κοντά μαλλιά κουβαλώντας μια φοντανιέρα με σοκολατάκια, δε μιλούσε σα να ήταν μουγκή,  κάποιες στιγμές   όμως άνοιγε το στόμα της και  πετούσε   καμιά κουβέντα περίεργη,  έπειτα εξαφανιζόταν στις  πίσω κάμαρες σα φάντασμα.

Αν και δε συμμετείχα στη συζήτηση  δε μπορώ να πω ότι βαριόμουν, όλο το σκηνικό έμοιαζε ενδιαφέρον για ένα παιδί, σκεφτόμουν ότι κανένας από τους  φίλους  μου δε μπορούσε να δει από μέσα το σπίτι που θεωρούσαμε στοιχειωμένο,  καθόμουν εκεί σιωπηλός  και κοίταζα τις φωτογραφίες στον τοίχο,  ένας βασιλιάς  που καβαλούσε το άσπρο  άλογο του, ελάφια που τρέχανε στο δάσος, και μια άλλη εικόνα  κοίταζα που έδειχνε  κάτι ανθρώπους στημένους  σ’ έναν τοίχο αντίκρυ σε μια ομάδα  στρατιωτών που  ετοιμάζονταν να τους πυροβολήσει. Μεγάλη εντύπωση μου έκανε εκείνη η  ζωγραφιά, που την είχε ανακαλύψει ο γέρος, οι ετοιμοθάνατοι φαινόταν αποφασισμένοι και σήκωναν τα χέρια σα να πανηγύριζαν καθώς αψηφούσαν το θάνατο, ένα φως απόκοσμο κύκλωνε τα κεφάλια τους σα να ήταν άγιοι σε εκκλησία ενώ τα πρόσωπα των στρατιωτών δε φαίνονταν μόνο τα τουφέκια τους που ήταν στραμένα ενάντια στη άλλη ομάδα, την ανυπεράσπιστη, όλη η σκηνή έμοιαζε επιβλητική.  

Ο γέρος  δεν έβλεπε καλά γι’  αυτό κατά τη διάρκεια της επίσκεψης  άναβε μια δεύτερη λάμπα που κρέμονταν από το ταβάνι και τότε άνοιγε τα μάτια του διάπλατα σα να  αντίκρυζε για πρώτη φορά το φως. Χαζεύοντας την εικόνα ούτε που έδινα σημασία σ αυτά που λέγανε όμως ένα βράδυ όταν άκουσα  να λένε για κείνον τον τύπο με το παλτό που γύριζε τις νύχτες στα σπίτια τέντωσα τ’  αυτιά μου. Ο γέρος έλεγε ότι ο παππούς του τον ήξερε, είχε λέει μαγαζί κάποτε και πήγαινε στην πόλη να ψωνίσει εμπορεύματα με τα ζώα του,  μια βραδιά νυχτώθηκε στο δρόμο κι έφτασε αργά έξω απ’ το χωριό,  περνώντας από το φαράγγι με τους  γρανίτες  που έπρεπε να διανύσει έπεσε πάνω σε ληστές που του είχαν στήσει καρτέρι και του επιτέθηκαν με μαχαίρια , του πήραν ότι κουβαλούσε και ήθελαν να τον γδύσουν για να δουν μήπως είχε λεφτά ή  τίποτα πολύτιμο απάνω του,  ο παππούς του γέρου είχε ακούσει τις φωνές κι έτρεξε  να τον βοηθήσει, πρόλαβε την τελευταία στιγμή να τον σώσει τη στιγμή που πάλευαν  να του βγάλουν το παλτό του πρέπει να ήταν ακριβό ρούχο και βαρύ, οι ληστές που ήταν γνωστοί,  φοβήθηκαν μη τους αναγνωρίσει κι έφυγαν βιαστικά έχοντας αρπάξει όλη την πραμάτεια που είχε κουβαλήσει ο άνθρωπος. Τον είχε φέρει  στο σπίτι του όπου δεν έζησε πολύ μαχαιρωμένος όπως ήτανε και γεμάτος πληγές ‘’Από τότε συχνά- πυκνά  εμφανίζονταν…’’ συνέχισε την αφήγηση του ο γέρος  ‘’…και χτυπούσε τις πόρτες αυτών που τον είχαν μαχαιρώσει,  ήταν κάτοικοι του χωριού,  κάτι ρεμάλια που τάπιασαν τελικά  και τα  κρέμασαν,  η γιαγιά μου άκουγε χρόνια αναστεναγμούς και φωνές από  το λαγκάδι εδώ πίσω όπου έγινε το φονικό,  κατέβαινε τότε με το ξημέρωμα  στο  ρέμα που υπήρχε εκεί πέρα κι  άλειφε τις πέτρες   με μέλι και ζάχαρη να γλυκαθεί  το φάντασμα. Χρόνια είχε να φανεί, νόμιζα ότι  εξαφανίστηκε και τώρα  ακούω ότι το βλέπουν  ξανά. ’’

Καλά ακούγοντας αυτή την ιστορία μου είχε σηκωθεί η τρίχα, δεν υπήρχε περίπτωση να ψάξω για σαλιγκάρια ξανά σ’  εκείνο το διαβολόρεμα, ο γέρος διηγούνταν μ’ έναν τρόπο σα να τα είχε μπροστά του όλα κι όπως ήμουν αφοσιωμένος στα λόγια του  ένας ήχος από αλυσίδες που σέρνονταν μ’ έκανε να τιναχτώ  μέχρι το ταβάνι για να δω το τσοπανόσκυλο του  στην είσοδο της κάμαρας να  σέρνει το σιδερένιο λουρί του, εκείνο ούτε που νοιάστηκε για το αν υπήρχαμε,  απλά πήγε και θρονιάστηκε στα πόδια του γέρου γλύφοντας τις παντόφλες του .

Φεύγοντας δεν ήθελα τίποτα άλλο από το να φτάσω γρήγορα σπίτι μου και να τυλιχτώ κάτω από τις κουβέρτες όμως η μάνα μου δεν έδειχνε καθόλου να βιάζεται και  πήγε μέσα στο άλλο δωμάτιο να μιλήσει με τη γριά,  ρε φίλε δε με σκεφτόταν καθόλου!  Όπως απομακρυνόμασταν από κείνο το σπίτι,  ο σκύλος άρχιζε να αλυχτά σα να καλούσε κάποιον, ξαφνικά από το φαράγγι  ακούστηκε ένα ουρλιαχτό σαν αναστεναγμός,  σαν ένα ‘’Ωωωωχ!!!’ ’μακρόσυρτο, γύρισα κι έριξα μια ματιά, το κυπαρίσσι  υψώνονταν σα καλόγερος σκοτεινός που έγερνε , τα άστρα σα να γυάλιζαν ακόμα περισσότερο, η μάνα μου με τύλιξε μες τη ζακέτα της.    

Παρασκευή 6 Απριλίου 2018

ΑΒΥΣΣΟΣ ΩΣ ΙΜΑΤΙΟΝ

Στον πατέρα μου

Την άνοιξη τοποθετούσε  στο τρακτέρ εκείνο το μηχάνημα με τα σιδερένια ψαλίδια κι ετοιμαζόταν  να θερίσει το χορτάρι που φύτρωνε παντού και γέμιζε τον τόπο. Με τόσες βροχές που  έπεφταν τέτοια εποχή  δεν υπήρχε γωνιά που να μη πρασινίσει, όλη  η φύση βρισκόταν σε οργασμό, λουλούδια, θάμνοι, χόρτα, όλα φούντωναν,  ψήλωναν κι αναπτύσσονταν, στο χώμα ένα χαλί από  παπαρούνες κόκκινες και μαργαρίτες κίτρινες,  αγριολούλουδα ροζ και γαλάζια φύτρωναν  σ’ όλες τις μεριές, αχλαδιές με λουλούδια άσπρα,  κυδωνιές με άνθη μεγάλα, αγριοτριανταφυλλιές, κερασιές ολάνθιστες  ακόμα και το βουνό  πίσω  άλλαζε σα να ζωντάνευε ξαφνικά καθώς προχωρούσε η εποχή  και τα χρώματα έμοιαζαν  να περπατούν  προς τα πάνω και να απλώνονται στις πλαγιές  σαν ταπετσαρία που σκεπάζει την επιφάνεια.

Όταν έφτανε στα λιβάδια με το τριφύλλι πλάγιαζε στο χώμα το μηχάνημα με τα ψαλίδια κι εκείνα άρχιζαν να πηγαινοέρχονται σα δαιμονισμένα κόβοντας απ’ τη ρίζα ότι  έβρισκαν μπροστά τους. Mια γλυκιά μυρουδιά απλωνόταν στον αέρα τότε  και τύχαινε πολλές φορές να πετάγονται μέσα από τα βάτα που είχαν φυτρώσει στο κέντρο του χωραφιού, λαγοί, ασβοί, αλεπούδες κατατρομαγμένες, πουλιά πανικόβλητα,  όλα  έφευγαν σα δαίμονες  απορώντας τι διάβολο  συνέβαινε  και  ποιος ήταν εκείνος ο διαβολικός  καταστροφέας που διατάρασσε  την ηρεμία τους. Τελειώνοντας τη δουλειά του  έκλεβε και λίγο χόρτο,  το θεωρούσε  νόμιμο δικαίωμα του, το έβαζε κάτω από τη θέση του προτού ξεκινήσει, ύστερα τίναζε την τραγιάσκα του να φύγει η σκόνη και ξεκινούσε γκαζώνοντας  για το σπίτι.

Τον έβλεπα κάθε φορά που περνούσε από το δρόμο  την ώρα που  εμείς παίζαμε μπάλα σ’ ένα χωράφι πράσινο δίπλα στην άσφαλτο  κοντά σ’ ένα ασβεστοκαμίνι παλιό, δυο πέτρες αρχαίες που βρέθηκαν εκεί είχαμε  για  εστίες, τα αυτοκίνητα που διέσχιζαν το δρόμο μας χάζευαν αλλά εμείς δεν δίναμε σημασία.  Το χειμώνα  σταματούσαμε το παιχνίδι και πηγαίναμε εκεί κοντά σε μια στέρνα που είχε παγώσει απ’  το νερό και ρίχναμε κοτρόνες για να σπάσουμε το χοντρό  στρώμα του πάγου,  άλλοτε πάλι αφήναμε τη μπάλα και στήναμε αυτί  ν’  αφουγκραστούμε  έναν  ήχο  σαν κανονιά που αντιλαλούσε κάπου προς το βουνό όπου υπήρχε ένα  πεδίο βολής.  Όταν έδυε  ήλιος  πίσω μας   έμοιαζε να βάζει φωτιά στα σύννεφα που έπνιγαν το ηλιοβασίλεμα σ’  ένα τρελό μείγμα   από πορτοκαλιά και κοκκινωπά χρώματα,  αεροπλάνα χάραζαν γραμμές στον ουρανό προς όλες τις κατευθύνσεις, όλα έμοιαζαν μαγικά.

Όπως κατέβαινε  τον δρόμο με σβηστή τη μηχανή ο μπαμπάς  μου,  σήκωνε το κεφάλι του ψηλά να δει  το μοναστήρι κατά το βουνό, εκεί που είχε αντικρίσει  κάποτε μια φωτιά  να το καίει και γύρω κοράκια να πετούν, τότε  που ο Βούλγαροι το είχαν ρημάξει. Ένας καλόγερος είχε απομείνει μοναχά  μετά από κείνη τη σφαγή, όλους τους άλλους τους είχαν αφανίσει,  αυτός μονάχα είχε ξεφύγει και κρυβόταν στα λαγκάδια για μέρες μέχρι να φύγει το κακό. Δεν ήταν τυχαίο που γλύτωσε, πάντα τα κατάφερνε,  ήταν πονηρός και τεμπέλης, δεν είχε δουλέψει ποτέ στη ζωή του, πάντα  στον  αφρό  την έβγαζε κι όταν μια φορά θέλησε να πιάσει την κόσα και  να θερίσει τα χορτάρια που φύτρωναν στην αυλή του μοναστηριού την έπιασε  τόσο άγαρμπα, τόσο  άτσαλα λες και το κανε επίτηδες και με το πρώτο χτύπημα βρήκε κάποια πέτρα κι έκανε κομμάτια το μαχαίρι του δρεπανιού. Μετά τον εμπρησμό του μοναστηριού είχε πάει με τους αντάρτες κι όλοι λέγανε ότι είχε καταφέρει να  μαζέψει ένα σωρό λίρες και χρυσά έχοντας διαπράξει  σημεία  και τέρατα, ύστερα από τον πόλεμο είχε γίνει παπάς κι επέστρεφε στο μοναστήρι…

Mε το που χτυπούσε η καμπάνα έπρεπε  να τα παρατήσω όλα και να τρέξω στην εκκλησία όπου ο ήλιος του απογεύματος  έμπαινε από τα χρωματιστά  τζαμάκια  φωτίζοντας  τα ασημένια μανουάλια. Μου άρεσε πολύ να ανεβαίνω  στο αναλόγιο και να διαβάζω ή να ψέλνω βλέποντας από κάτω τον κόσμο, ακόμα μ’  αρέσει. Οι γριές που ερχόταν στον εσπερινό περνούσαν  το χέρι τους πάνω απ’ τις εικόνες σα να αποσπούσαν  απ’ αυτές κάποια υπερφυσική ουσία,  καθόταν ύστερα στα σκοτεινά κι έγραφαν σ’ ένα χαρτάκι τα  ονόματα  των πεθαμένων και το άφηναν σ’ ένα πάγκο μαζί με τα πρόσφορα.

Το βράδυ που γύριζα στο σπίτι  έβρισκα τον πατέρα μου κουρασμένο να τρώει το κολατσιό του, δεν αγαπούσε και πολύ τη δουλειά στον κάμπο, πιο πολύ του άρεσε να καταπιάνεται με τα μηχανήματα να τα  ζεύει,   να τα διορθώνει,  να τα δοκιμάζει. Ήταν καλός  οδηγός,  λίγο παλαβός  βέβαια και πάντα   προσπερνούσε τα  αργοκίνητα τρακτεράκια καθώς  σεργιανούσε στους σκονισμένους  χωματόδρομους. Μια χρονιά ένα χωράφι του  σχεδόν το είχε ξεχάσει,  έσπειρε το καλαμπόκι και το άφησε στο έλεος του θεού για μήνες, όταν πήγε να το δει μετά από καιρό το βρήκε  πνιγμένο μέσα στα βλίτα,  βλαστήμησε  ότι του ήρθε και μετά έβαλε την δισκοσβάρνα και το πλάκωσε, τα ξερίζωσε όλα,  δεν άφησε τίποτα,  μα πόση λύσσα τον είχε πιάσει με  κείνο το καταραμένο χωράφι! Το χειμώνα πολλές φορές βολόδερνε μοναχός  του μέσα στην ερημιά ρίχνοντας  καμιά ματιά  στα χωράφια του να δει σε τι κατάσταση βρίσκονταν, γύρω δεν κυκλοφορούσε ούτε αγρίμι, τόσο κρύο έκανε και τόση ερημιά επικρατούσε που έλεγες ότι από καμιά γωνιά θα πετάγονταν  κανένα φάντασμα αλλόκοτο,  μόνο  τέτοια  πλάσματα μπορούσαν να βρίσκονται εκεί πέρα…
 

Από τότε που παράτησε  το φιλντισένιο ακορντεόν του είχε αρχίσει κι αυτός να ψάλλει, είχε μια φωνή διαπεραστική πολύ δυνατή και κάπως άγαρμπη αλλά γεμάτη πάθος και ένταση.   Καθώς δεν ήξερε να διαβάζει καλά  παιδεύονταν όλη νύχτα να βγάλει τι στο καλό λέγανε εκείνα τα καταραμένα γραμματάκια σε κάποιον συνέκδημο χοντρό  που είχε,  μιλάμε για μεγάλη τυραννία. Πολλές φορές μου ζητούσε να του τα διαβάσω κι εγώ καθόμουν δίπλα στο τζάκι και του εξηγούσα,  σε μένα  όλα φαινόταν πολύ φυσικά,  είχα μια εξοικείωση  μ’  εκείνη τη γλώσσα την παράξενη και τις λέξεις τις ακατάληπτες: ‘’Ο τιθείς νέφη την επίβασην αυτού, ο  περιπατών επί πτερύγων ανέμων..έθου σκότος και εγένετο νυξ...Ο ποιών τους Αγγέλους  αυτού πνέυματα  και τους λειτουργούς  αυτού πυρός  φλόγα.. Άβυσσος ως ιμάτιον το περιβόλαιον  αυτού...’’  

Τη Μεγάλη Βδομάδα η μάνα μου μας τάραζε στη νηστεία, δεν επέτρεπε  ούτε μια παρασπονδία, πολύ αυστηρή ρε αδερφάκι μου, κάτι φακές νερόβραστες κάτι τουρσιά κάτι χαλβάδες, ελιές, ψωμί,  κάνα λουκούμι, τέτοια πράγματα μόνο επιτρέπονταν. Αυτή η Μεγάλη Βδομάδα πάντα μας σακάτευε, δεν ήταν μόνο η νηστεία ήταν και   τα λαρύγγια μας που πονούσαν από τις ατέλειωτες ψαλμωδίες ,  έπρεπε  να έχεις   λαιμό από σίδερο για να τα βγάλεις πέρα και δεν μπορούσα να καταλάβω γιατί είχαν βάλει αυτοί που φτιάξανε τις λειτουργίες τόσο δύσκολα πράγματα μέσα σε λίγες μέρες,  πρέπει να ήταν  λίγο μαζόχες !  Θα μου πεις  βέβαια άλλες εποχές,  άλλες αντοχές,  οι παπάδες κι οι  τρελαμένοι καλόγεροι που είχαν ζήσει τα παλιά χρόνια ίσως  να θεωρούσαν  φυσιολογική  όλη  αυτή τη  ταλαιπωρία.

Με τον πατέρα μου ανεβαίναμε στο τρακτέρ και πηγαίναμε στο μοναστήρι.  Ο παπάς,  εκείνος ο παλιός αντάρτης που είχε γυρίσει  στα παλιά  του τα λημέρια, φορούσε τις μέρες του Πάσχα  μαβιά, γυαλιστερά ρούχα   που συμβόλιζαν  το πένθος αλλά ποτέ δεν είχε αφήσει κανένα παιδί να φορέσει τις στολές εκείνες τις κόκκινες που έμοιαζαν με άμφια,  και να φανταστείς  ότι πεθαίναμε να τις δοκιμάσουμε αλλά ο παπάς  ήταν ανένδοτος,  μα τι κόλλημα, τι κακία,  τι κάθαρμα ρε φίλε! Μέσα στο ιερό διάβαζε ένα σωρό βιβλία για  τον εμφύλιο που  δε μπορούσα να καταλάβω, πάντως λέγανε για μάχες κι εκτελέσεις ανθρώπων που τότε σκοτώνονταν  σαν τις μύγες, ποιος ξέρει τι είχε κάνει εκείνη την εποχή και πόσους είχε καθαρίσει ο τύπος,  ο πατέρας  μου πάντως  ήξερε  τι κουμάσι ήτανε και του τόλεγε ανοιχτά: ‘’Εσύ δεν έπρεπε  να γίνεις παπάς !’’

Τη Μεγάλη Πέμπτη  έβγαινε μ’ ένα σφυράκι μες το σκοτάδι όπου έφεγγαν μοναχά τα καντήλια,  καθώς ακούγονταν οι καμπάνες που σήμαιναν αργά αυτός  κάρφωνε τα πόδια  του Χριστού ενώ γύρω οι γυναίκες κλαίγανε γοερά.  Στον επιτάφιο με ζάλιζαν οι  μυρουδιές από τις πασχαλιές, τους λευκούς  κρίνους  και τα κόκκινα γαρύφαλλα που στόλιζαν όλη νύχτα οι γυναίκες χρησιμοποιώντας τις βιόλες και τους μενεξέδες,  τα τριαντάφυλλα και τα ζουμπούλια που έφερναν από τους μπαξέδες τους.  Στην περιφορά κρατούσαμε κάτι λάβαρα με  μορφές κεντημένες πάνω στο βελούδο και γυρνούσαμε γύρω απ’  το μοναστήρι μες τα σκοτεινά, εκτός  απ’  τις καμπάνες ακούγονταν στην σιωπή και  κανένας  λύκος που ούρλιαζε από ψηλά απ’  τις κορφές, ήταν  λίγο περίεργο σκηνικό.

Μια χρονιά που δεν πρόκειται ποτέ  να ξεχάσω, όπως πραγματοποιούνταν η γνωστή ιεροτελεστία και τα δάκρυα έτρεχαν στα μάγουλα  των γριών που  έφεγγαν στα σκοτεινά με τα κεράκια,   έγινε κάτι πολύ παράξενο. Καθώς ο παπάς κάρφωνε τα πόδια του Χριστού με μανία σα να τον είχαν πληρώσει ένα εκατομμύριο γι’  αυτή τη δουλειά,  μια  γυναίκα νεαρή,  πολύ όμορφη, σωριάστηκε  κάτω στα μάρμαρα βγάζοντας αφρούς  από το στόμα.  Όλοι την γνώριζαν την κοπέλα, ήταν λίγο βλαμμένη αλλά   κούκλα,   πολλές φορές  παραμιλούσε κι οι γριές την μάζευαν σε κάποια σκοτεινή γωνιά και  τη νουθετούσαν,  αυτή πάλι υπάκουη σταματούσε και μετά  από λίγο  άρχιζε ξανά  το μουρμουρητό. Τώρα όμως έμοιαζε εντελώς παραδομένη,  δεν το είχα ξαναδεί αυτό το πράγμα, ήταν εκτός εαυτού σα  να είχε παραλύσει από μια αόρατη δύναμη. 


 Ο παπάς έτρεξε τότε στο ιερό,  σ’ ένα καμαράκι σαν παράθυρο που υπήρχε στον τοίχο, και πήρε από κει  τη λόγχη εκείνο  το σκεύος που έμοιαζε με βέλος μεταλλικό και το χρησιμοποιούσε στο ιερό για να φτιάξει την θεία κοινωνία. Με  το που  άγγιξε  τα χείλη της  με τη λόγχη  η γυναίκα συνήλθε και σηκώθηκε αργά  σιάχνοντας το φουστάνι της, τα μάτια της έδειχναν να γυαλίζουν  σα να είχε συμβεί  κάποιο θαύμα, όλοι γύρω σταυροκοπούνταν και ψιθύριζαν γι’  αυτό που είχε γίνει, οι γριές μουρμούριζαν κάτω απ’  τα τσεμπέρια τους κι όλο σήκωναν τα κεφάλια τους να δουν  το παράξενο γεγονός. Ο μόνος που δεν είχε πειστεί  ήταν ο  πατέρας  μου που με τίποτα δεν θεωρούσε ικανό τον παπά  για κάποιο θαύμα κι εκέινος όμως σα να είχε υπνωτιστεί  απ΄το θέαμα δε μιλούσε μόνο έλεγε  χαμηλόφωνα από μεσα του κάτι λόγια που τα ήξερα από καπου μα  δε μπορούσα να νιώσω τι σήμαιναν,   ''Άβυσσος ως ιμάτιον το περιβόλαιον αυτου...'' 

ΩΣΕΙ ΑΝΘΟΣ ΤΟΥ ΑΓΡΟΥ

«Ο οδηγός κλείνει τα μάτια όλη την ώρα !» του ψιθύρισε σκύβοντας η γυναίκα που καθόταν στο απέναντι κάθισμα, - « σοβαρά;»  είπε  αυτός και κ...