Τετάρτη 18 Ιανουαρίου 2017

XAOΣ

Χιόνι πυκνό έπεφτε το πρωί που βγήκε απ’ το σπίτι, χοντρές νιφάδες στοιβάζονταν στο τζάμι του αυτοκινήτου του, δεν είχε ξημερώσει ακόμα, σε κάποια στάση μια γυναίκα περίμενε μόνη το αστικό, ο σκούφος της πρέπει να είχε μαζέψει ένα κιλό χιόνι, γύρω οι προβολείς φώτιζαν αλλόκοτα το χώρο και σαν άρχισε να χαράζει όλο το μέρος θύμιζε τοπία που έβλεπε όταν ήταν μικρός, χιόνιζε τότε σχεδόν κάθε χρόνο και το βαστούσε για μέρες, οι άνθρωποι περπατούσαν βουλιάζοντας στο μαλακό άσπρο πράγμα που απλώνονταν παντού φορώντας κάτι κουκούλες, το σκηνικό του θύμισε μια εικόνα ενός παλιού αναγνωστικού που είχε κάποτε στο σχολείο με στέγες σκεπασμένες από χιόνι κι έναν χωρικό με μια κάπα να περπατά σ’ ένα μονοπάτι, ο τίτλος πάνω απ’ την εικόνα έγραφε: ‘’ΧΕΙΜΩΝΑΣ !’’

Μέρες τώρα προτού χιονίσει είχαν παγώσει τα πάντα γι αυτό και ξεκινούσε πιο αργά απ’ το προάστιο πάνω απ’ την πόλη όπου ζούσε περιμένοντας μήπως ζεστάνει λίγο. Με το που έβγαινε απ’ το σπίτι είχε τόσο κρύο που δε μπορούσε ν’ ανασάνει, πονούσε η μύτη του, ένας αέρας τσουχτερός τρυπούσε τα πάντα, εκείνη τη στιγμή δεν το είχε καταλάβει αλλά κατά πως είπανε αργότερα τέτοιο κρύο είχε να κάνει καμιά πενηνταριά χρόνια. Το μόνο κάπως ζεστό μέρος εκεί πάνω στο προάστιο ήταν ένα κοίλωμα σε μια ανηφόρα προς τα βουνά που το χτυπούσε ο ήλιος, εκεί έκοβε λίγο και τα πουλιά πετούσαν το ένα κοντά στο άλλο σα να προσπαθούσαν να ζεσταθούν, κοράκια στέκονταν πάνω στα δέντρα υπομένοντας καρτερικά το ψύχος , ένα σμήνος από γλάρους είχε ανακαλύψει κάτι σκουπίδια κι έκρωζε κάνοντας βόλτες κυκλικές, κοτσύφια πετάριζαν ανάμεσα στα χαμόκλαδα ενός δέντρου που έμοιαζε να κοκκινίζει στον ήλιο που ανέτειλε εκείνη την ώρα, κοιτούσε τα πουλιά κι αναρωτιόταν πως είχαν καταφέρει να επιβιώσουν όλες αυτές τις μέρες εκεί έξω…

Φτάνοντας στην πόλη πάρκαρε το αμάξι του μακριά απ’ το κέντρo, πιο κάτω δεν θα έβρισκε ούτε πεζοδρόμιο άδειο, το χιόνι συνέχιζε να πέφτει κι έδειχνε ότι δεν θα σταματούσε εύκολα, στο μαγαζί του πάντως δεν υπήρχε περίπτωση να πατήσει άνθρωπος, άλλο τίποτα δε μπορούσε να κάνει παρά να σκεπάσει με πανιά όλα τα ρολόγια του νερού που ήταν εκτεθειμένα. Στο μεταξύ είχε αρχίσει να το ρίχνει πιο πυκνό, φόρεσε την κουκούλα από το αδιάβροχο του και κίνησε για το αμάξι του, από μια λαϊκή που πέρασε δυο τύποι τρελαμένοι τόλμησαν μόνο να εμφανιστούν κι εκείνοι βιάστηκαν να φύγουν καθώς δε μπορούσες να δεις ούτε δίπλα σου, όπως περπατούσε μέσα απ’ την πόλη οι δρόμοι όλοι είχαν ασπρίσει, ψυχή δεν κινούνταν μόνο κάτι μικρά πουλάκια φτεροκοπούσαν ρίχνοντας τις νιφάδες από πάνω τους, όλα πάντως είχαν γίνει ξαφνικά πολύ όμορφα...

Και τις μέρες προτού να χιονίσει βέβαια το κέντρο ήταν έρημο, σχεδόν όλα τα μανάβικα σφραγισμένα, κάνα δυο χασάπηδες τουρτουρίζανε και ξεροστάλιαζαν μοναχοί, φοιτητές έτρεχαν στα μαγαζιά ν’ αγοράσουν σώματα ηλεκτρικά καθώς τα σπίτια τους είχαν γίνει ψυγεία, τα πανεπιστήμια, οι βιβλιοθήκες όλα κλειστά, έμοιαζε σα να έπεσε ξαφνικά βόμβα. Οι άκρες των δρόμων ήταν γεμάτες πάγο από σωλήνες του αερίου που έσπασαν με τόσο χαμηλές θερμοκρασίες, σε μια κατηφόρα όπου είχαν φύγει νερά και κανείς δεν νοιάστηκε να ρίξει αλάτι ένας δύστυχος ντελιβεράς σωριάστηκε στην άσφαλτο με το μηχανάκι του να γλιστρά μόνο του, έτυχε να δει τη σκηνή κι έτρεξε να τον βοηθήσει, ο ντελιβεράς σηκώθηκε αμέσως, τινάχτηκε μια στιγμή κι έφυγε ξανά σα δαίμονας για να χωθεί σε κάποιο στενό. Το πιο εντυπωσιακό πάντως είχε σχηματιστεί από μια διαρροή ενός γραφείου σε κάποιον όροφο ψηλά, το νερό είχε πέσει σ’ ένα δέντρο κι όταν πάγωσε το είχε κάνει σαν παραμυθένιο με κλαδιά κρυστάλλινα, εξωπραγματικά, ένα κομμάτι πάγου συμπαγές και γυαλιστερό που είχε πέσει στο χώμα στραφτάλιζε σα διαμάντι τεράστιο…

Με το που τό στρωσε για τα καλά στην πόλη έγινε χαμός, τα αμάξια δεν ήξεραν που να πάνε και πώς να στρίψουν, ντεραπάριζαν και πάλευαν να κρατηθούν στο οδόστρωμα, στον κεντρικό δρόμο είχε σχηματιστεί μια στρατιά αυτοκινήτων με τζάμια βρώμικα και τα φωτάκια τους αναμμένα σε μια σειρά ατέλειωτη, το θέαμα ήταν φαντασμαγορικό. Περπατούσε πατώντας στο μαλακό χιόνι που δεν γλιστρούσε κι έτσι μπορούσε να πάρει λίγη ώθηση παραπάνω αλλιώς έπρεπε να κάνει διπλή προσπάθεια για να κρατηθεί στο γλιστερό οδόστρωμα, σε μια διασταύρωση επικρατούσε κόλαση, περνούσε όποιος ήθελε, στριμώχνονταν και μπλόκαραν ο ένας τον άλλον, οι τροχονόμοι είχαν εξαφανιστεί , όλοι κορνάριζαν, έβριζαν, ένα χάος απίστευτο! Το χιόνι που είχε λιώσει από τα αμέτρητα λάστιχα είχε γίνει πολύ επικίνδυνο, όπως πήγε να περάσει ανάμεσα από τα οχήματα γλίστρησε κι έπεσε με τον γοφό, κάποιος έτρεξε και τον ρώτησε ‘’Χτύπησες;’’ ’’ Ευχαριστώ!’’, φώναξε ‘’ Είμαι εντάξει!’’

Συνέχισε να περπατά, το σώμα του είχε ζεσταθεί κι όλο και πιο πολύ του άρεσε αυτό που γινόταν, όλοι οι δρόμοι είχαν γίνει τόσο άσπροι σα να καθάρισαν ξαφνικά και να έγιναν με τρόπο μαγικό διάφανοι, ένα κορίτσι πέρασε δίπλα του και χαμογέλασε καθώς περνούσε ένα ζευγάρι γάντια στα δάχτυλα της. Έφτασε στο αμάξι και ξεκίνησε σιγά σιγά, στην αρχή πήγαινε καλά όμως καθώς ο άσπρος όγκος σωρεύονταν τον δυσκόλευε, γίνονταν ολοένα και πιο δύσκολο, το όχημα έφευγε όπου να ναι και σε μια φάση ένιωσε ότι οι τροχοί δεν υπάκουαν. Έστριψε σε κάτι στενά κι εκεί έπεσε πάνω σ’ ένα κάρο οδηγούς που είχαν εγκλωβιστεί και δεν μπορούσαν να βρουν διέξοδο, άρχισε να συνειδητοποιεί ότι δεν επρόκειτο να φτάσει ποτέ στο σπίτι του αν συνέχιζε έτσι και στο πρώτο κενό που βρήκε έβαλε το αυτοκίνητο σημειώνοντας την οδό, κλείδωσε την πόρτα και σκέφτηκε τι μπορούσε να κάνει.

Είχε φτάσει κοντά στην έξοδο της πόλης, μπορούσε να περιμένει μήπως περάσει κάποιο λεωφορείο, είχε δει ότι κυκλοφορούσαν ακόμα, η στάση πρέπει να βρίσκονταν κάπου εκεί κοντά, προχώρησε προς μια κατεύθυνση όμως όλο εκείνο το άσπρο τον μπέρδευε, δε μπορούσε να προσανατολιστεί, χανόταν, δεν έβρισκε ένα σημείο σταθερό, τι στο καλό συνέβαινε; Είχε αρχίσει να κουράζεται, πρέπει να είχε κάνει κάποιο λάθος, η στάση δε βρίσκονταν πουθενά μόνο κάτι μικρά σπιτάκια στη σειρά φαίνονταν, όλα σκοτεινά εκτός από ένα όπου ένα φως θαμπό έκαιγε, αποφάσισε να τραβήξει κατά κει.

‘’Κάπως έτσι πρέπει να ναι στο βορρά...’’ σκεφτόταν προχωρώντας αργά προς το φωτάκι ‘’...κι όμως δεν έχουν πρόβλημα, γιατί λοιπόν εγώ να ζορίζομαι;’’ Στο κάτω κάτω ο χειμώνας ήταν το στοιχείο του, το καλοκαίρι δεν το άντεχε, μια χρονιά που είχε ρίξει ένα γόνατο στο προάστιο κι είχε κλειστεί τρεις μέρες στο σπίτι, ένιωθε πολύ όμορφα. Εκείνες τις μέρες είχε δει στη τηλεόραση μια ταινία μ’ έναν άνθρωπο που κλείστηκε χωρίς να το καταλάβει σ’ ένα πιθάρι και δεν μπορούσαν να τον βγάλουν έξω με τίποτα, πρέπει να ήταν το ΧΑΟΣ των Ταβιάνι βασισμένο σε τρία διηγήματα του Πιραντέλο, όποτε χιόνιζε πάντα έρχονταν στο μυαλό του εκείνη η ταινία.

Δεν είχε πρόβλημα με το κρύο, στο στρατό ήταν λοκατζής, έπεφτε από το αεροπλάνο στη θάλασσα κι έπρεπε μετά να κολυμπήσει έξι μίλια μες το παγωμένο νερό, όταν έβγαινε έξω τα δόντια του κροτάλιζαν, δεν μπορούσε να βρει τα χέρια και τα πόδια του, όμως ευχαρίστως το ξανάκανε. Τον γοήτευαν οι ιστορίες ανθρώπων που επιβίωναν σε συνθήκες απίστευτα δύσκολες και θερμοκρασίες πολικές, μια φορά βέβαια που ταξίδεψε στη Ρωσία είχε πάθει πλάκα με το πόσο άνετοι ήταν εκεί οι άνθρωποι στους μείον τριάντα, πίστευε όμως ότι όλα συνηθίζονται. Κάποιος μάλιστα του είχε μιλήσει ότι πιο πέρα απ’ τη Ρωσία, μετά τα Ουράλια, στη Σιβηρία, στην Τάϊγκα, εκεί πέρα μόνο τα δέντρα μπορούσαν να επιβιώσουν, κι αν πήγαινες προς τον Ειρηνικό, κατά την Κορέα μεριά, η υγρασία που ερχόταν απ’ τον ωκεανό μπορούσε να σε σκοτώσει για να μη μιλήσουμε για κάτι χωριά στο Βόρειο Παγωμένο Ωκεανό όπου η επιβίωση είναι σχεδόν αδύνατη.

Είχε φτάσει πια στο φωτάκι όμως εκεί δεν υπήρχε σπίτι αλλά μια εκκλησίτσα μικρή, κάποιος είχε αφήσει αναμμένη μια λάμπα μπροστά στον νάρθηκα, ‘’Αν είναι ανοιχτά θα μπω μέσα...’’ σκέφτηκε ‘’...να πάρω μια ανάσα και βλέπουμε. ’’ Για να μπει στην εκκλησίτσα έπρεπε να διασχίσει ένα μικρό γεφυράκι δίχως κάγκελα κι εκεί παραλίγο να γλιστρήσει στο ρέμα που υπήρχε από κάτω, έφτασε τελικά, έσπρωξε τη πόρτα που άνοιξε εύκολα και πέρασε μέσα. Το εκκλησάκι φωτίζονταν μόνο από ένα μικρό καντήλι όμως και μόνο που δεν φυσούσε ούτε χιόνιζε ήταν πολύ καλύτερα, έβγαλε τα παπούτσια του που είχαν πάρει ένα σωρό υγρασία, κάθισε σ’ ένα στασίδι και τότε μόνο διαπίστωσε ότι το πόδι του ήταν μούσκεμα από τη στιγμή που είχε πέσει, ένιωθε κουρασμένος, χρειαζόταν λίγη ξεκούραση, λίγο ύπνο,εδώ και μέρες έτρεχε συνέχεια δεξιά κι αριστερά, έσφιξε πάνω του το μπουφάν και χωρίς να το καταλάβει τον πήρε ο ύπνος.

Εκεί είδε ένα όνειρο, πίσω από το εκκλησάκι λέει βρισκόταν ένα πορτάκι που έβγαζε σ ένα ξέφωτο σα μικρό λιβάδι κρυμμένο με λίγα χιόνια πάνω στο πράσινο γρασίδι που απλώνονταν κι ένα πιθάρι τεράστιο θαμμένο στο χώμα. Από μια ραγισματιά του πιθαριού κελαρυστό νερό έτρεχε κυλώντας σ ένα αυλάκι και στις όχθες της νεροσυρμής μια τούφα από λουλούδια μαβιά και κίτρινα φύτρωνε ανάμεσα σε ψηλό χορτάρι ξεραμένο. Τα λουλούδια δίπλα στο λευκό χιόνι, το πράσινο γρασίδι, το νερό που έτρεχε, εκείνο το μυστήριο το πιθάρι που κάποιος είχε καρφώσει στη γη, όλα ήταν τόσο όμορφα που δεν μπορούσες να μην θαυμάσεις εκείνο το μέρος κι όταν φυσούσε ο άνεμος περνώντας πάνω απ’ τα ξερά χόρτα το θρόισμα του ακούγονταν σαν τραγούδι της άνοιξης.

Όταν ξύπνησε ένιωθε μια φρεσκάδα σα να είχε κοιμηθεί για ώρες, βγήκε έξω απ την εκκλησία για ν’ αντικρίσει ένα άσπρο απέραντο που απλώνονταν μπροστά του σκεπάζοντας τα πάντα παρθένο κι απάτητο, στάθηκε για μια στιγμή δίχως να μπορεί ν αποφασίσει τι θα κάνει κι ύστερα άρχισε να περπατά κατά κει που νόμιζε ότι έπρεπε να πάει, τα πόδια του βούλιαζαν μερικά εκατοστά αφήνοντας πίσω μικρές λακκούβες, όταν έκλεινε τα μάτια μαβιά και κίτρινα λουλούδια σαν κρόκοι εμφανίζονταν.

Πέμπτη 5 Ιανουαρίου 2017

ΛΕΟΝΤΕΣ ΚΑΙ ΔΡΑΚΟΝΤΕΣ

Κάποιος είχε πει ότι φέτος θα χει πολύ κρύο κι είχε πέσει μέσα ο άτιμος, η παγωνιά τραβούσε κάνα μήνα, μες τις γιορτές είχαμε ξυλιάσει, τα χέρια μου είχαν σκληρύνει σα να έβγαλαν φολίδες, όλοι έμοιαζαν να χουν τρελαθεί, σκυλιά σχημάτιζαν κοπάδια και περιφέρονταν αγριεμένα στην πόλη ψάχνοντας για κάνα κόκαλο, γάτες αναμαλλιασμένες έτρεχαν να κρυφτούν μέσα σε τρύπες νιαουρίζοντας γκρινιάρικα, στην Αριστοτέλους ένα τρελός που τουρτούριζε είχε σταματήσει μπροστά στο φυλάκιο του αστυνομικού τμήματος και μιλούσε ασυνάρτητα στον φύλακα για πόση ώρα δεν ξέρω, ο χωροφύλακας δεν ήξερε τι να κάνει, ένας άλλος τύπος είχε διπλώσει το σώμα του στο χείλος ενός κάδου κι ήταν έτοιμος να χωθεί μέσα για να πιάσει κάτι, το βλέπαμε και δεν το πιστεύαμε...

Ένα πρωινό καθώς έβγαινα απ’ το σπίτι είδα χιόνι ψιλό να έχει στρωθεί στα παρμπρίζ των αυτοκινήτων, ψηλά εκεί στις Συκιές έξω από μια εκκλησιά άστεγοι ελεεινοί περίμεναν να φάνε, μυρουδιές έβγαιναν απ’ το υπόγειο καθώς οι γυναίκες ετοίμαζαν το συσσίτιο, πάνω απ’ το γήπεδο του ΒΑΟ σ’ ένα σημείο με θέα φοβερή ναρκομανείς ρωσοπόντιοι είχαν φτιάξει ένα στέκι, οι μάγκες είχαν διαλέξει το κατάλληλο μέρος, φοβόσουν να περάσεις από κει, εμένα βέβαια όσες φορές πέρασα δε μούπανε τίποτα μόνο με κοίταζαν κάπως και κάτι έτρεχαν να κρύψουν, είχαν κουβαλήσει κάνα δυο καρέκλες και καθόντουσαν να χαζέψουν την πόλη, το λιμάνι, τα καράβια και τον ορίζοντα μέχρις εκεί που έφτανε το μάτι. Όποτε κατέβαινα με τα πόδια για να πάω στην εκκλησία αγριευόμουν λίγο αλλά πότε δεν έτυχε τίποτα, περπατούσα δίπλα στα κάστρα και περνούσα έξω από την αγία Αικατερίνη, έναν παλιό ναό με τούβλα κόκκινα χαμένο μες την δόμηση, τα παραθύρια άνοιγαν εκείνη την ώρα, τα αυτιά μου πονούσαν από τον βοριά, στην εκκλησία πάντως έκανε ζέστη…

Το σπίτι ήταν ψυγείο, τα καλοριφέρ δεν δούλευαν, ο θερμοστάτης στο υπόγειο είχε μπλοκάρει, κατέβηκα να δω τι γίνεται, ο διάδρομος μύριζε πετρέλαιο, το παραθυράκι στα σκαλιά ήταν κλειστό, το άνοιξα να μπει αέρας καθαρός στο υπόγειο μια σειρά από τετράγωνα μηχανήματα που επικοινωνούσαν με σωλήνες μαυρισμένους, πάντως έκανε ζέστη, όλα τα μοτόρια γουργούριζαν συνέχεια μόνο το δικό μας είχε βουβαθεί, έψαξα το κουμπί να το βάλω μπρος, δεν μπορούσα να το βρω, δεν είχα και το κινητό μαζί να φέξει λίγο, τελικά ψηλαφίζοντας το βρήκα και το πάτησα, αμέσως πήρε μπρος κι άρχισε ν’ αγκομαχάει. Με το που άναψαν τα σώματα παίξαμε μια παρτίδα χαρτιά με τη γυναίκα μου, αμέσως άπλωσε τις καρτούλες της στο τραπέζι και τις χάζευε τόσο τέλειες που ήτανε ενώ εγώ δεν μπορούσα να κατεβάσω ούτε μία, ρε φίλε με είχε σκίσει, δε μ’ άφηνε σε χλωρό κλαρί, μου την έδωσε, λύσσαξα, άφρισα, δεν μπορούσα να κρατηθώ και τα σκόρπισα όλα, διέλυσα την τράπουλα, με κοίταζε και δεν το πίστευε, παρεξηγήθηκε, ζήτησα συγνώμη, ‘’Δεν την θέλω!’’ μου είπε.

Σε μια τράπεζα που πήγα κόσμος ατέλειωτος περίμενε να κλείσει τις υποθέσεις του, ο χρόνος έκλεινε και κανείς δεν ήθελε ν’ αφήσει εκκρεμότητες πίσω του, στη δουλειά το αφεντικό μου είχε σπάσει τα νεύρα, μα τι άχρηστος, πάγωνε και παραπονιόταν σπαστικά όλη την ώρα ‘’Τα πόδια μου, η μέση μου, το κεφάλι μου ’’ πολύ ψοφίμι ρε φίλε, σκεφτόμουν να σηκωθώ να φύγω από κει να μη τον ακούω που μας είχε πρήξει! Εγώ πάλι ήμουν μια χαρά, όλη την ώρα στη γύρα κρατιόμουν ζεστός, αυτός όμως είχε το χαβά του, πλακώθηκε δίχως λόγο με τον Βασίλη που ήταν ο καλύτερος μας πελάτης, αρπάχτηκαν, σκοτώθηκαν, μόνο που δεν πιαστήκαν στα χέρια, ο Βασίλης τον ήξερε και τον αγνοούσε, μ’ έψαχνε, κάθε χρόνο περνά να με δει κοντά στην πρωτοχρονιά, ‘’Που είναι ο Αποστόλης¨’’ ρωτούσε.

Πουλούσε σύκα ξερά απ’ την Εύβοια, δαμάσκηνα απ’ την Σκόπελο, κρασιά απ’ τα Μεσόγεια που βγάζουν λέει το καλύτερο σταφύλι, λάδι εκλεκτό από κάπου απ’ τη Λαμία, το χωριό του ήταν σ’ ένα νησί κι από κει τη νύχτα μπορούσε να δει τα φώτα μιας πολιτείας αντίκρυ, εκείνο το στενό ανάμεσα στο νησί και την πολιτεία ήταν λέει παλιά πέρασμα των καραβιών κι εκεί υπάρχουν ναυάγια πολλά στο βυθό...
Αφού σκοτώθηκε με το βλαμμένο το αφεντικό ξαναβρήκε το κέφι του, πρέπει να είχε πουλήσει πολύ πράγμα στα μαγαζιά, έβγαλε από τ’ αμάξι του και μας κέρασε μερικά πακετάκια σύκα τυλιγμένα με μια κορδελίτσα πράσινη, μας έλεγε για τ’ αμπέλια που έχει στο νησί φυτεμένα σε βαθμίδες στις πλαγιές, για τα λιόδεντρα που κάνουν καρπό μια φορά στα τρία χρόνια, μαζεύονται λέει τότε όλα τα ξαδέρφια για να τρυγήσουν τα δέντρα που φύτεψε ο παππούς τους, μένουν λέει τότε όλοι σ ένα καλύβι πέτρινο που είχε χτίσει ο παππούς και είναι πολύ γερό ακόμα, καλά εκείνος ο παππούς πρέπει να ήταν πολύ προκομμένος ! Με την δουλειά του ταξίδευε συνέχεια ‘’Έχετε πάει ποτέ κατά την νοτιοδυτική Ελλάδα; ‘’ μας ρώτησε, Καρπενήσι, Αράχωβα, Δελφοί, Ιτέα, Γαλαξίδι, Μεσολόγγι, Αμφιλοχία, Άγραφα, Αστακός, κι ακόμα Ιόνιο, νησιά, θάλασσα πράσινη μέχρι απάνω, Άρτα Ηγουμενίτσα, εγώ τρελαίνομαι για κείνα τα μέρη, πρέπει να πάτε, παιδιά καμιά σχέση με ότι έχετε δει!’’

Σαν σχόλασα πήγαμε με τον Βασίλη για καφέ σ’ ένα μαγαζί με μια τζαμαρία που κοίταζε κατά τη θάλασσα, πήγαινα συχνά κατά κει, ήταν ζεστά, τρεις τύποι που είχαν έρθει από νωρίς είχαν πιάσει το καλύτερο μέρος και δεν έλεγαν να ξεκουμπιστούν με τίποτα, κάποια στιγμή πέρασε κι εκείνος ο ξένος που είχαμε πάει μαζί κάποτε στην Κοζάνη σ’ ένα δικαστήριο, είχε χιονίσει πολύ εκείνη τη χρονιά. Δεν τον είχα ξαναδεί, άκουγα ότι έδερνε τη γυναίκα του, τη Τζούλια κι όταν αυτή τον κατήγγειλε την είχε κοπανήσει για το εξωτερικό, μόλις τον είδα τον γνώρισα, ‘’Είσαι ο Γκ έτσι;’’ του πέταξα κι αυτός αστραπιαία θυμήθηκε τ’ όνομα μου, βιάστηκε να τελειώσει το ποτό του και να φύγει...

Βγήκαμε μια βόλτα στην αγορά να ξεμουδιάσουμε, κόσμος πολύς στα μαγαζιά, ζητιάνοι παντού, έχει γεμίσει η πόλη από δαύτους, στον παραλιακό δρόμο μια θάλασσα από φώτα χρωματιστά, ένα αστέρι γυάλιζε ανάμεσα σε δυο κτίρια που έφτιαχναν ένα φαράγγι από τσιμέντο, σε μια γωνιά μπροστά σε μια βιτρίνα ένα φλιτζάνι του καφέ κι ένα ποτήρι, κάποιος τα είχε παρατήσει για να τα μαζέψουν, ο αέρας που φυσούσε έσερνε στην άσφαλτο ένα ζευγάρι γάντια μοτοσικλετιστή και μια τσάντα μεγάλη αεροδρομίου, νομίζαμε ότι είχε φύγει από κάποιο μαγαζί κι ανοίξαμε την πόρτα από ένα κατάστημα να ρωτήσω, ‘’Δεν είναι από μας!’’ μου είπε ένα παιδί που δούλευε εκεί πέρα ‘’Είδατε αν έχει τίποτα μέσα;’’, την ανοίξαμε , ήταν άδεια, τελικά την πετάξαμε σ’ έναν κάδο…

Όταν γυρίσαμε πίσω στο μαγαζί οι τρεις τύποι ήταν ακόμα εκεί, μου φάνηκε απίστευτο που δεν είχαν φύγει, αν έχεις το θεό σου πρέπει να είχαν χτυπήσει οχτάωρο, μα πως μου την είχαν δώσει, ‘’Καλά δεν έχετε σπίτι;’’ ήθελα να τους πω. Ο Βασίλης κατάλαβε τι σκεφτόμουν ‘’’Άστους να κάτσουν όσο θέλουν!’’ είπε ‘’Κάποτε δεν άντεχα κι εγώ να μένω μόνος τις γιορτές, ένα βάρος στο στήθος με πλάκωνε, ένας φόβος, νόμιζα ότι θα πεθάνω από μελαγχολία, πήγαινα τότε στον παππού μου, αυτόν που φύτεψε τ’ αμπέλια κι έφτιαξε εκείνο το υποστατικό το πέτρινο, μ’ αγαπούσε, περνούσα εκεί τις γιορτές, πολύ μ άρεσε, είχε χτίσει ένα διώροφο έξω απ το χωριό και περνούσε την ώρα του σ’ έναν μπαξέ τεράστιο. Όποτε ήμουν εκεί μ’ έβαζε να ποτίζω τα χειμωνιάτικα που έβαζε ο παππούς, κρεμμυδάκια, σπανάκια, λάχανα, παντζάρια, κουνουπίδια, η γη ήταν ξερή απ’ τις παγωνιές και μόλις έβρεχα το χώμα με το λάστιχο ένα πουλάκι μικρούτσικο σαν κοκκινολαίμης ερχόταν κάθε φορά σα να με θυμόταν χωρίς να φοβάται και με κοίταζε, είχε καιρό να δει βροχή και πρέπει να του είχε λείψει, καθόταν μέχρι αργά σ’ ένα κλαδάκι κι έβγαζε μια φωνούλα σιγανή ώσπου βράδιαζε...’’

‘’Μια χρονιά...’’ συνέχισε Βασίλης πιάνοντας μια καρέκλα ‘’...ο παππούς μου ήταν στα τελευταία του και με φώναξε να τον ξυρίσω, τα γένια του είχαν γίνει σα σκοινιά, μέχρι να τα καθαρίσω έφαγα κάνα δυο ώρες, έπρεπε να προσέχω μη τον κόψω με καμιά άγαρμπη κίνηση και γεμίσει αίματα, στο τέλος τον έπλυνα καλά καλά, ευχαριστήθηκε και μου είπε, ‘’Έχεις ακουστά για τα ναυάγια στ’ ανοιχτά, μια φορά προτού πενήντα χρόνια είχα βουτήξει για χταπόδια, βλέπω σε μια καταβόθρα ένα πράγμα σα πλώρη καραβιού, πλησιάζω και βλέπω το ακρόπρωρο τυλιγμένο στα φύκια, τραβώ τις πρασινάδες και βλέπω ένα πράγμα περίεργο σα λιοντάρι σκαλιστό, σαν δράκο φαγωμένο απ το νερό αλλά πάλι ήταν τόσο όμορφο που ήθελα να το ξηλώσω και να το φέρω στο σπίτι, όπως δοκίμαζα να δω αν ξεκολλά με την άκρη του ματιού βλέπω κάτι να γυαλίζει, βουτώ πιο βαθιά και βγάζω έναν τενεκέ μικρό γεμάτο νομίσματα, τα έχω θαμμένα κάτω από ένα δέντρο, θα σου πω που, πήγαινε και παρ τα !’’

‘’ Το βράδυ ο παππούς έπεσε σε λήθαργο, την άλλη μέρα πέθανε, μαζεύτηκε όλο το σόι να κάνουμε την κηδεία, εγώ τώρα να έχω τρελαθεί, το μυαλό μου ήταν συνέχεια σ εκείνο το τενεκεδάκι, περιμένω και μόλις φεύγουν όλοι πάω κατευθείαν και πιάνω να σκάβω μ’ έναν κασμά εκεί που μου είπε, κάτω από μια φλαμουριά, όλη την ώρα να κοιτάζω γύρω μήπως με βλέπει κανένας, τίποτα, ερημιά μόνο και κρύο, είχα σκάψει κάμποσο όταν βλέπω να έρχεται εκείνος ο κοκκινολαίμης, να κάθεται σ’ ένα κλαδάκι και να με κοιτά σα να ήξερε τι κάνω. Είχα σκάψει σχεδόν κάνα μέτρο βαθιά και δεν είχα βρει τίποτα ‘’Πάει με κορόιδεψε ο παππούς!’’ σκεφτόμουν και τότε χτυπώ σε μια πέτρα μεγάλη, άσπρη, ίσια σα μάρμαρο, άρχισα να ιδρώνω την καθαρίζω και βλέπω απάνω ένα σημάδι σαν άστρο, αυτό ακριβώς μου είχε πει ο παππούς. Σκάβω γύρω γύρω απ την πέτρα, την σηκώνω με τα χίλια ζόρια και βρίσκω ένα τενεκεδάκι σκουριασμένο, το βγάζω, το κουνάω κι ακούω να κουδουνίζει, ήταν γεμάτο κέρματα σα σκουριασμένα, τα πιάνω στα χέρια μου ήταν γεμάτα χώματα, τα καθαρίζω λίγο με τα δάχτυλα, άρχισαν να γυαλίζουν, πάω στη βρύση και τα πλένω, ήταν καμιά εκατοστή, όχι πολύ χοντρά όμως όσο τα γυάλιζες τόσο λαμποκοπούσαν, τ’ αράδιασα στο τοιχάκι της βρύσης και τα χάζευα, εκείνη τη στιγμή ο κοκκινολαίμης έρχεται, κάθεται στη βρύση τόσο κοντά που μπορούσα να τον πιάσω κι αρχίζει να τραγουδάει, μόλις τέλειωσε ένα άλλο πουλί από κάπου άρχισε κι εκείνο και μετά ακόμα ένα, οι τρίλιες τους γέμιζαν τον αέρα σα να πανηγύριζαν για κάτι, χωρίς να το καταλάβω άρχισα να γελώ μοναχός μου, ήταν η πιο ωραία στιγμή της ζωής μου’’.

ΩΣΕΙ ΑΝΘΟΣ ΤΟΥ ΑΓΡΟΥ

«Ο οδηγός κλείνει τα μάτια όλη την ώρα !» του ψιθύρισε σκύβοντας η γυναίκα που καθόταν στο απέναντι κάθισμα, - « σοβαρά;»  είπε  αυτός και κ...