Πέμπτη 25 Αυγούστου 2022

ΔΙΣΚΟΕΙΔΗΣ ΑΣΤΕΡΑΣ

 

 Δοκίμασε να μπει στο φαρμακείο μα η πόρτα ήταν κλειδωμένη, την έσπρωξε με δύναμη όμως πάλι δεν άνοιξε, τότε έπεσε ολόκληρος πάνω της κι η πόρτα υποχώρησε, δεν υπήρχε κανένας εκεί πέρα μονάχα ράφια αραχνιασμένα και μπουκαλάκια αραδιασμένα στους πάγκους, ανέβηκε τρέχοντας τις ξύλινες σκάλες και βρήκε στο ανώγειο το φαρμακοποιό ξαπλωμένο στο κρεβάτι. Φοβήθηκε να τον πλησιάσει καθώς παντού γύρω θέριζε η πανούκλα, το πρόσωπο του φαρμακοτρίφτη ήταν γεμάτο σημάδια, οι ώρες του ήταν μετρημένες, έβαλε τη δεξιά μπότα στο λαιμό του και τον ρώτησε άγρια «πούλησες κανένα δηλητήριο τελευταία; » ο γέρος τον κοίταξε μ’ ένα βλέμμα σκοτεινό και φοβισμένο, «όχι» είπε ξεψυχισμένα «δεν έχω πουλήσει κάτι τέτοιο εδώ και χρόνια», έμοιαζε να λέει την αλήθεια και τον άφησε να πεθάνει ήσυχος .

Στάθηκε κάτω από ένα μπαλκόνι κι έβγαλε το δερμάτινο ασκί του να πιει λίγο νερό , είχε άλλα δυο μαγαζιά με φάρμακα να ψάξει για να βρει από πού προήλθε το δηλητήριο που σκότωσε το διάδοχο, ήταν μια αποστολή πολύ δύσκολη κι ο καινούριος βασιλιάς μόνο αυτόν εμπιστεύονταν να τη φέρει σε πέρας. Το αγοράκι είχε δηλητηριαστεί πριν μια βδομάδα από κάποια τροφή κι όλοι οι γιατροί έπεσαν πάνω του να το σώσουν, δοκίμασαν ένα σωρό βότανα, η μάνα του ξαγρυπνούσε αλλάζοντας πανιά στο μέτωπο του για να το κρατά δροσερό στην κάψα του καλοκαιριού, κι εκεί που έδειχνε ότι θα το περνούσε ένα πρωινό ξεψύχησε μέσα σε σπασμούς βυθίζοντας σε θλίψη όλο το παλάτι.

Τον δεύτερο φαρμακοποιό που ήταν κι ο πιο παλιός , τον βρήκε να ποτίζει τον κήπο του, δρασκέλισε έναν πέτρινο χαμηλό τοίχο και βρέθηκε ακριβώς πίσω του, ο φαρμακοποιός τον κατάλαβε την τελευταία στιγμή «ποιος είσαι;», τον ρώτησε δοκιμάζοντας να κατεβάσει την κουκούλα του Καστροφύλακα, «εγώ κάνω τις ερωτήσεις!» του φώναξε αρπάζοντας το χέρι του κι ο φαρμακοτρίφτης μαζεύτηκε πίσω τρομαγμένος, «θα σου πω, θα σου πω!» έγνεψε, «άκουσα τι έγινε, δεν το πούλησα εγώ αλλά ξέρω τι σκότωσε το παιδάκι, μίλησα μ’ ένα γιατρό που το είδε και είμαι σίγουρος ότι έφαγε μανιτάρια δηλητηριασμένα, αυτά προκαλούν σπασμούς, μπορώ να σου δείξω και πιο μανιτάρι ήτανε».

Επιτέλους είχε ένα στοιχείο, η δουλειά είχε γίνει λοιπόν στην κουζίνα, εκεί έπρεπε να ψάξει, κάποιος μάγειρας ίσως ή κάποια γυναίκα που βοηθούσε είχε ρίξει το μανιτάρι, ένα σωρό κόσμος έμπαινε στα μαγειρεία, δε θα ήταν εύκολο να βρει άκρη όμως τουλάχιστον ήξερε που να ψάξει. Όπως κάλπαζε δίπλα σε κάτι κολώνες αρχαίες που στήριζαν τα αυλάκια ενός υδραγωγείου, σκεφτόταν εκείνο το παιδάκι που όλοι το αγαπούσαν, δεν έμοιαζε καθόλου στον πατέρα του όμως εκείνος το λάτρευε και του είχε στοιχίσει πολύ η απώλεια του, για πολλές μέρες δεν έτρωγε σχεδόν τίποτα, είχε αποτραβηχτεί σ’ ένα κελί εντελώς αποκαρδιωμένος.

Έπρεπε τώρα να ψάξει όλους όσους έμπαιναν στο μαγειρείο, είχε πολύ δουλειά και βιάζονταν να γυρίσει στο παλάτι, καθώς πλησίαζε τον έπιασε μια βροχή τόσο δυνατή που δεν έβλεπε μπροστά του, ευτυχώς ο δρόμος σ’ εκείνο το σημείο ήταν σκυροστρωμένος και το άλογό του δεν κινδύνευε να γλιστρήσει στις λάσπες . Γυρνώντας στο κάστρο πήγε κατευθείαν στα λουτρά να πλυθεί και μετά συνάντησε το βασιλιά στην αυλή, κάτω από ένα υπόστεγο, όπου εξασκούνταν στο σπαθί με κάνα δυο ακόμα άνδρες, όλοι ήταν ιδρωμένοι και τον χαιρέτησαν μόλις τον είδαν, «Έλα να με βρεις στο τραπέζι» του είπε ο βασιλιάς σκυθρωπός καθώς έδινε το ξίφος του για να το βάλει στην οπλοθήκη, εκείνος το χάζεψε για λίγο δοκιμάζοντας με το δάχτυλο την κόψη του που έμοιαζε στομωμένη, «θέλει ακόνισμα» είπε μέσα του .

Στη μεγάλη τραπεζαρία με τις βαριές πορφυρές κουρτίνες ο βασιλιάς έστεκε μόνος δίπλα στο τζάκι όπου έτριζε ένας καρβουνιασμένος κορμός, «Έλα να στεγνώσεις » του είπε «πιες λίγο κρασί, είναι πολύ καλό!», σήκωσε μια κούπα ξύλινη κι ήπιε λαίμαργα «πολύ ωραίο!» είπε καταπίνοντας μερικές γουλιές, ύστερα άρχισε να του εξηγεί τι του είπε ο φαρμακοποιός στην πόλη, ο βασιλιάς έδειχνε σκεφτικός . Προτού καθίσει στο δείπνο όπου μαζεύονταν όλη η ακολουθία του παλατιού, πέρασε μια στιγμή από το μαγειρείο, του άρεσε πάντα να βλέπει τις ετοιμασίες, τα καζάνια που έβραζαν τους ζωμούς, τους υπηρέτες που γέμιζαν τα βαρέλια με νερό και κρασί, τους χασάπηδες που κρεμούσαν τα κυνήγια σε τσιγκέλια μπηγμένα ψηλά στον τοίχο, τις φρουτιέρες που γέμιζαν με ροδάκινα και κεράσια. Έφερε μια βόλτα σ’ όλο το χώρο με το βλέμμα του προσπαθώντας να διακρίνει κάτι ύποπτο, εκείνος που είχε βάλει το δηλητηριασμένο μανιτάρι ήξερε σίγουρα τη δουλειά του πολύ καλά, μπορούσε να επιλέξει μόνο ένα θύμα, το πιο αδύνατο που ήταν το παιδάκι, στους άντρες και στις γυναίκες δε θα είχε την ίδια επίδραση, άρα έψαχνε για κάποιον ικανό κι επιτήδειο.

«Μπήκε κανένας ξένος στην κουζίνα τον τελευταίο καιρό;» ρώτησε τη γριά μαγείρισσα που επέβλεπε όλες τις ετοιμασίες, «όχι άρχοντα μου! » απάντησε εκείνη με τη βαριά μπάσα φωνή της, « κανείς δεν επιτρέπεται να βρίσκεται εδώ όταν ετοιμάζουμε τα φαγητά, κόβω το χέρι μου για όλους εδώ μέσα, όλοι είναι τίμιοι κι ευλογημένοι από τον επίσκοπο που έρχεται καμιά φορά να δοκιμάσει τα κρασιά, έχει πολύ λεπτεπίλεπτη κράση και τον πειράζουν, λέει ότι το στομάχι του είναι ο καλύτερος δοκιμαστής, αν δε νιώσει ενοχλήσει σημαίνει ότι το κρασί είναι άριστο !». Ώστε λοιπόν υπήρχε κάποιος που έμπαινε στην κουζίνα, ο επίσκοπος έχαιρε μεγάλου σεβασμού κι ο βασιλιάς τον είχε σε μεγάλη υπόληψη οπότε δεν μπορούσε να του πει τίποτα προτού σιγουρευτεί όμως έπρεπε να τον εξετάσει κι εκείνον.

Στο δείπνο παρατηρούσε το αφεντικό του που δεν έτρωγε καθόλου μονάχα κάτι μουρμούριζε και σε μια στιγμή φώναξε «θα τον βρω το φονιά και θα τον κάνω να μετανιώσει, θα φτύσει το γάλα της μάνας του !» -«μη λες τέτοια λόγια !» του είπε η γυναίκα του κι ο βασιλιάς έξαλλος σα να του έφταιγε εκείνη της είπε «κλείσε το καταραμένο στόμα σου! » κι από τη φούρια του τράβηξε πρώτα το τραπεζομάντηλο κι έπειτα αναποδογύρισε το τεράστιο τραπέζι, παντού γύρω σκόρπισαν κρέατα και κρασιά, ένας σκύλος έτρεξε ν’ αρπάξει ένα κοτόπουλο κι ο βασιλιάς τον κλώτσησε άσχημα, το ζώο εξαφανίστηκε κλαίγοντας, η ατμόσφαιρα βάρυνε πολύ κι όλοι σηκώθηκαν να φύγουν .Ο Καστροφύλακας πρόλαβε να αρπάξει μια γαβάθα με λίγο κρέας, δεν είχε προλάβει να φάει τίποτα, και τράβηξε για την κάμαρα του, ήξερε ότι ο βασιλιάς είχε μια σκοτεινή πλευρά, τον είχε δει να σκοτώνει δίχως έλεος πολλούς αιχμαλώτους που του φιλούσαν τα πόδια, κι αν έχανε τον έλεγχο θα ήταν πολύ επικίνδυνο, κάτι συνέβαινε στην αυλή του παλατιού κι έπρεπε να βρει οπωσδήποτε ποιος κρύβονταν πίσω απ’ όλα αυτά, ήταν η σειρά του επισκόπου, έπρεπε να μάθει τι ρόλο έπαιζε…

Δυο ψηλά κυπαρίσσια φυτεμένα στις δυο μεριές σαν φρουροί ακίνητοι υψώνονταν μπροστά στο επισκοπείο , πέρασε ανάμεσα τους κι έφτασε στην είσοδο όπου υπήρχε ένα φρουρός , του έριξε δυο νομίσματα που κι εκείνος τα κουδούνισε πολλές φορές στη χούφτα του, ύστερα χαμογέλασε πονηρά και τον άφησε να περάσει . Στον καθεδρικό ναό που βρισκόταν στο κέντρο του συγκροτήματος, μερικά κεριά έριχναν λιγοστό φως ενώ οι σκιές από τις μαρμάρινες κολώνες γέμιζαν απόκοσμα όλο το χώρο. Ο επίσκοπος προσεύχονταν γονατισμένος κάτω από μια εικόνα, γονάτισε δίπλα του κι ο ιερωμένος σα να σκίρτησε μόλις αντιλήφθηκε την παρουσία του, « σήμερα δεν εξομολογώ» του είπε «δεν θέλω εξομολόγηση» ψιθύρισε ο Καστροφύλακας, θέλω μόνο να σε ρωτήσω αν είδες κάτι ύποπτο στην κουζίνα του παλατιού, είσαι σοφός άνθρωπος και μπορείς να διακρίνεις αν κάτι δεν πάει καλά.

Όσο μιλούσε προσπαθούσε να βρει τα μάτια του μέσα στο σκοτάδι για να καταλάβει αν του έλεγε ψέματα όμως εκείνα τα καταραμένα κεριά δεν βοηθούσαν κι ο επίσκοπος έμοιαζε να κομπιάζει, έπρεπε με κάποιο τρόπο να τον στριμώξει όμως φοβούνταν το σκάνδαλο, ο δεσπότης ήταν πρόσωπο ισχυρό, είχε μεγάλη ισχύ, δεν ήξερε τι να κάνει, έπαιζε το κεφάλι του εκεί πέρα, το σκέφτηκε λίγο κι αποφάσισε να τα παίξει όλα για όλα , έπιασε το δεσπότη από τη μακριά γενειάδα του, τον ξάπλωσε στο μαρμάρινο δάπεδο κι έβγαλε από τη θήκη της πλάτης το τεράστιο σπαθί του , «πες μου παππά, έκανες τίποτα εκεί μέσα στην κουζίνα, πες μου γιατί σε σκοτώνω τώρα!» φώναξε κολλώντας τη λάμα στο λαιμό, είχε σκάσει επειδή δεν μπορούσε να δει τα μάτια, για μια στιγμή ταλαντεύτηκε σα να μετάνιωσε γι αυτό που έκανε όμως τότε ακούστηκε μια φοβερή έκρηξη στον ουρανό που φωτίστηκε σα να βγήκε ξαφνικά ο ήλιος, κοίταξε ψηλά από τα παράθυρα και είδε έναν τεράστιο μετεωρίτη σε σχήμα δίσκου να κατρακυλά σκίζοντας τον ουράνιο θόλο και προκαλώντας απίστευτο κρότο. Το φαινόμενο πρέπει να διήρκεσε περίπου πέντε λεπτά όμως ο επίσκοπος είχε γίνει κάτωχρος από τούτο το σημάδι του θεού που έμοιαζε να τον απειλεί, ο Καστροφύλακας σκιάχτηκε όμως μπορούσε επιτέλους να δει καθαρά το πρόσωπο του και κατάλαβε ότι είχε λερωμένη τη φωλιά του, αυτό του έδωσε θάρρος κι όταν ο μετεωρίτης εξαφανίστηκε έσυρε προσεχτικά το σπαθί στο πλάι του λαιμού, «εκείνος φταίει, ο Βάρδας, μου ορκίστηκε ότι θα με έκανε αντιβασιλιά, εκείνος μου έδωσε τα μανιτάρια και τα έριξα στο πιάτο του παιδιού !» ψέλλισε τρέμοντας ο δεσπότης που δεν έδειχνε και τόσο γενναίος.

Ώστε λοιπόν ο Βάρδας ήταν πίσω απ’ όλα, εκείνος ο αιμοβόρος θείος του βασιλιά που είχε κτήματα κοντά στα σύνορα, είχε κάνει μια περιουσία απίστευτη στην άκρη της αυτοκρατορίας και ποιος ξέρει πως συνωμοτούσε από κει πέρα μαζί με τον επίσκοπο, τώρα μπορούσε να μιλήσει στο βασιλιά, άφησε τη γενειάδα του δεσπότη σκουπίζοντας μερικές τρίχες άσπρες που είχαν μείνει στη παλάμη του, «έχε χάρη που δεν θα μπορούσα ν’ αντικρίσω τη μάνα μου!» του είπε και τον άφησε εκεί πέρα σωριασμένο να ανασαίνει βαριά την ώρα που μερικοί καλόγεροι έτρεχαν προς την εκκλησία να δουν τι συνέβαινε .

Μόλις έμεινε μόνος του ο δεσπότης κατάλαβε ότι δεν είχε καιρό, σέλωσε τ’ άλογο του κι έφυγε μες τη νύχτα από το επισκοπείο, θα πήγαινε να βρει το Βάρδα εκεί κάτω στα σύνορα, μόνο εκεί ήταν ασφαλής. Το ξημέρωμα τον βρήκε μακριά από το παλάτι, κάλπαζε μέσα από τα χωράφια που πρασίνιζαν και σείονταν στον άνεμο ενώ μερικά άρχιζαν να γίνονται ξανθά, πλησίαζε ο θερισμός. Στην αριστερή μεριά του δρόμου υπήρχε μια μακριά σειρά από δέντρα που τα είχαν φυτέψει για να έχουν ίσκιο οι οδοιπόροι, όλη η διαδρομή ήταν ευχάριστη και κατά το μεσημέρι σταμάτησε κάτω από κάτι δέντρα να ξεκουραστεί, όπως σήκωνε το παγούρι για να πιει λίγο νερό ένα ξίφος γυαλιστερό καρφώθηκε στην κοιλιά και του έκοψε την αναπνοή, ύστερα ακούστηκαν βήματα κι από παντού εμφανίστηκαν στρατιώτες με σπαθιά που καρφώνονταν στο σώμα του, ο χρόνος γύρω κι όλη η πλάση μπροστά του πάγωσαν όπως έκλεινε τα μάτια του. 

Παρασκευή 5 Αυγούστου 2022

ΔΑΝΙΗΛ

 Ένα κινητό πεσμένο κάτω από το παγκάκι κουδούνιζε , χωρίς να σκεφτεί το πήρε στα χέρια του, πάτησε το πλήκτρο της απάντησης κι άκουσε μια φωνή γυναικεία που του φάνηκε γνωστή «έλα γρήγορα εκείνος είναι πάλι εδώ !», μόνο αυτό, γύρισε να δει γύρω, δε φαινόταν κανείς, ήθελε να ρωτήσει «τίνος είναι αυτό ρε παιδιά, ποιος το ξέχασε ;» όμως κανένας δεν περνούσε εκείνη την ώρα, ήταν εντελώς μόνος, περίμενε μήπως χτυπήσει ξανά όμως εκείνο στεκόταν βουβό, το περιεργάστηκε για λίγο «καλό φαίνεται» είπε μέσα του, μπορεί να είχε γλιστρήσει από κάποιον που δεν το αντιλήφθηκε, κανένα μεθυσμένο ίσως, στην παραλία μαζεύονταν το ξημέρωμα κάθε λογής τύποι, ποιος ξέρει τίνος ήτανε.

Αμέσως σκέφτηκε τη γυναίκα του, άμα ήταν εκεί θα του φώναζε, «μη πιάνεις ότι βρωμερό βρίσκεις μπροστά σου, ξέπλυνε με υγρό μαντηλάκι τα χέρια σου, πόσες φορές θα σ’ το πω!», ασυναίσθητα έβγαλε από τη τσέπη το πακέτο με τα μαντηλάκια και καθάρισε τα δάχτυλα του, σκούπισε και το κινητό προσέχοντας μη βρέξει το μηχανισμό του. Τώρα που το πρόσεχε έβλεπε ότι ήταν πολύ καλό, από κείνα τα καινούρια, τα λεπτά, που είχαν οι πιτσιρικάδες, στην οθόνη υπήρχαν ένα κάρο εικονίδια κι αντί για φωτογραφία είχε μια εικόνα που του έκανε τρομερή εντύπωση, έδειχνε έναν άντρα αρχαίο σ’ ένα χώρο σκοτεινό σαν πηγάδι, μπροστά του βρίσκονταν κάτι λιοντάρια πελώρια, άλλα άνοιγαν το στόμα δείχνοντας τα δόντια τους, άλλα έσκυβαν φοβισμένα, άλλα τον κοίταζαν με δέος ενώ εκείνος στεκόταν εκεί αγέρωχος και τα ατένιζε έχοντας τα χέρια δεμένα πίσω από την πλάτη, ήταν μια εικόνα πολύ δυνατή.

Η εικόνα εκείνη η βιβλική γέμισε ξανά με σκέψεις το άδειο μυαλό του, έγειρε πίσω το κεφάλι και το ρεύμα του πρωινού αέρα χάιδεψε αναζωογονητικά το πρόσωπο του, ποιος μπορεί να είχε παρατήσει εκείνο το τηλέφωνο, αν χτυπούσε ξανά θα δοκίμαζε να ρωτήσει αλλά προς το παρόν ήθελε να χαζέψει τη θάλασσα. Κάθε πρωί ερχόταν σ’ εκείνο το παγκάκι και το μάτι του απλώνονταν στο βάθος του ορίζοντα, αμέσως χαλάρωνε, αυτό ήταν που αναζητούσε πάντα, το βάθος του ορίζοντα, δεν άντεχε τον περιορισμό, τους κλειστούς χώρους, τη φραγή της όρασης , το στένεμα της φαντασίας, το κλείσιμο των ονείρων του. Άραζε εκεί πέρα κοιτάζοντας την επιφάνεια του νερού που ήταν γεμάτη φύκια από τη νυχτερινή τρικυμία, προσπαθώντας να μαζέψει λίγη δροσιά προτού ο ήλιος ξεκινήσει το καυτό του ταξίδι στον ουρανό καίγοντας το σύμπαν. Το ξημέρωμα ήταν η μοναδική ώρα που είχε δροσιά έξω και μπορούσε να περπατήσει με την άνεση του χωρίς να δυσφορεί από την υγρασία. Στο μισοσκόταδο συναντούσε κάτι αλβανούς με τις φόρμες τους γεμάτες μπογιές και σοβάδες, περίμεναν το αμάξι που τους έπαιρνε κάθε πρωί, πιο κάτω, στο γυράδικο της γειτονιάς, τα κορίτσια καθάριζαν τα λίπη από τις σχάρες ακούγοντας μουσική από ένα ραδιόφωνο, στο ξενοδοχείο πιο πέρα, ο χοντρός υπάλληλος κοιμόταν ως συνήθως στην καρέκλα του.

Ένα καράβι έφευγε απ’ το λιμάνι γεμίζοντας αφρούς τον τόπο, «ωραίο πράγμα το ταξίδι!» σκέφτηκε κι άρχισε να περιεργάζεται πάλι το κινητό, δεν μπορούσε να βρει πως ανοίγει, ούτε ήξερε από τέτοια, έβλεπε τις γειτόνισσες του, δυο νεαρές αδελφές λίγο παλαβές, να παίζουν όλη την ώρα μ’ αυτά και να χασκογελούν, τις άκουγε από το διπλανό διαμέρισμα να μιλούν με τις ώρες και τις είχε ένα άχτι, αυτές σίγουρα είχαν κλειδώσει την εξώπορτα το πρωί και δεν μπορούσε να βγει έξω. Η είσοδος της πολυκατοικίας έμενε ανοιχτή, ο διαχειριστής φοβόταν τους κλέφτες και καθώς δεν μπορούσε να βρει κλειδαρά μες το κατακαλόκαιρο είχε γυρίσει το μύλο ανάποδα. Αυτό σήμαινε ότι μπορούσες να κλειδώσεις απ’ έξω αλλά όχι από μέσα, εκείνες λοιπόν οι αδελφές είχαν κλειδώσει την είσοδο και δεν μπορούσε να βγει, γύριζε το κλειδί κανένα δεκάλεπτο μέχρι να στρίψει.

Τη νύχτα είχε ακούσει φασαρίες και φωνές, εκείνες ήταν σίγουρα όμως δεν ήθελε να τους πει τίποτα γιατί του μιλούσαν πάντα ευγενικά, μια φορά είχε μπει στο διαμέρισμα τους να δει μια βρύση χαλασμένη, δεν ήταν τίποτα, ένα λαστιχάκι έπρεπε ν’ αλλαχτεί, τέλειωσε γρήγορα ρίχνοντας μια ματιά τριγύρω. Εκείνο που του είχε κάνει μεγάλη εντύπωση ήταν ένα μωρό που είχαν στο διαμέρισμα, ένα μικρούτσικο μελαχρινό τυλιγμένο σ’ ένα σεντόνι που έσφιγγε τις γροθίτσες του, ήθελε να ρωτήσει για τον πατέρα όμως δίσταζε και είπε μόνο «έχετε αποφασίσει για το όνομα του;» - «ναι» είπε η πιο μεγάλη από τις αδελφές, « θα το πούμε Δανιήλ!» παράξενο όνομα σκέφτηκε αλλά δίστασε να το πει φωναχτά, χάζευε μονάχα την πιο μικρή που πρέπει να ήταν η μητέρα του μωρού, φαινόταν να το αγαπά πολύ, το κρατούσε τρυφερά και το φιλούσε όλη την ώρα κι εκείνο την κοιτούσε με τα μικρά μάτια του κι ήταν σα να γελούσε, «σου μοιάζει πολύ!» της είπε ...

Σο βάθος του ορίζοντα, εκεί κατά τη δύση, ο ουρανός είχε πάρει ένα χρώμα κόκκινο, σημάδι ότι ο καιρός θα άλλαζε, καρφωμένος στα σκόρπια σύννεφα προσπαθούσε ν’ αδειάσει ξανά το μυαλό του από κάθε σκέψη όταν το τηλέφωνο που είχε βρει χτύπησε πάλι κι η φωνή είπε τα ίδια λόγια: « έλα γρήγορα εκείνος είναι εδώ πάλι!» αυτή τη φορά θα ορκίζονταν ότι την ήξερε εκείνη τη φωνή, την άκουγε κάπου, μα ναι, έμοιαζε με τη φωνή μιας από κείνες τις φοιτήτριες με το μωρό, όμως πάλι πως γίνονταν να είχε αφήσει το κινητό της κάτω από το παγκάκι του, πως ήξερε ότι εκείνος διάλεγε πάντα το ίδιο μέρος για να καθίσει, πως το είχε κανονίσει, έμοιαζε πολύ σατανικό, μόνο στα έργα γίνονται αυτά. Τώρα πια οι σκέψεις είχαν κατακλύσει τον εγκέφαλο του, αδυνατούσε να βρει μια εξήγηση για κι ύστερα ήταν η ώρα να γυρίσει πίσω προτού η θερμοκρασία αρχίσει να ανεβαίνει, έχωσε το ξένο κινητό στην τσέπη και σηκώθηκε βιαστικά.

Στην επιστροφή έπαιρνε πάντα λεωφορείο επειδή βαριόταν τη διαδρομή, είχε φέξει πια κι έρχονταν στην επιφάνεια η ασχήμια της πόλης που κρύβονταν στο σκοτάδι. Φτάνοντας στο σπίτι δοκίμασε το κλειδί που απέξω άνοιγε κανονικά, έριξε μια ματιά στους λογαριασμούς που ξεχείλιζαν τα γραμματοκιβώτια και μετά κάλεσε το ασανσέρ, είχε αποφασίσει να ρωτήσει τις γειτόνισσες του για το κινητό, ήξερε ότι ξυπνούσαν νωρίς να ταΐσουν το μωρό οπότε δεν θα τις ενοχλούσε. Πάτησε το νούμερο του ορόφου τους κι άκουσε τα συρματόσκοινα να τεντώνονται όπως σήκωναν ψηλά το κουβούκλιο, θα πρέπει να είχε περάσει ένα -δυο ορόφους όταν απότομα το ασανσέρ σταμάτησε και τα φώτα έσβησαν, αμέσως ένιωσε όλο του το σώμα να γίνεται μούσκεμα κι έβγαλε τη μπλούζα του.

Αυτός ήταν ο μόνιμος εφιάλτης του, να κλειστεί στο ασανσέρ σε μια ώρα δύσκολη, ήταν η πρώτη φορά που του συνέβαινε, η καρδιά του άρχισε να χτυπά και το μυαλό του δούλευε γρήγορα, γιατί άραγε είχε κοπεί το ρεύμα, το πιο πιθανό ήταν ότι το δίκτυο είχε παραφορτωθεί όλο το διάστημα καθώς όλοι έκαιγαν τα κλιματιστικά τους μέρα νύχτα προσπαθώντας να ζήσουν σαν τα ποντίκια κλεισμένοι στα διαμερίσματα τους. Δεν ένιωθε κάποιου είδους πανικό κι αυτό ήταν καλό, είχε ακούσει για ανθρώπους που έμπαιναν σ’ εκείνον τον καταραμένο θάλαμο του αξονικού τομογράφου και τους έπιανε κλειστοφοβία, έβαζαν τις φωνές και τους έβγαζαν αμέσως έξω όμως αυτός παρόλο που είχε αγχωθεί δεν ένιωθε φόβο, με κάποιον τρόπο θα έβγαινε από κει μέσα ότι και να γίνονταν.

Άναψε το φακό του κινητού κι έψαξε για κάποιο τηλέφωνο του τεχνίτη που υπάρχει πάντα στους ανελκυστήρες, σε μια γωνία υπήρχε μια μεταλλική ταμπελίτσα και δοκίμασε να καλέσει το νούμερο όμως το κινητό του δεν είχε σήμα εκεί μέσα, αυτό δεν το είχε σκεφτεί. Δεν μπορούσε να ειδοποιήσει ούτε τη γυναίκα του, ούτε κάποιον φίλο κι ούτε είχε όρεξη να βάλει τις φωνές πρωινιάτικα και να τους αναστατώσει όλους, τι στο δαίμονα θα έκανε, πόσες ώρες θα έμενε κλεισμένος εκεί μέσα; Κοίταξε πάλι το κινητό του και είδε ότι δεν ήταν εντελώς φορτισμένο, η ισχύς του ήταν κάπου στο 40% κι ήταν το μόνο του όπλο εκεί μέσα, κάποια στιγμή ασφαλώς θα άρχιζαν να τον ψάχνουν αν και γι αυτό δεν ήταν σίγουρος, όταν θα χρειάζονταν το ασανσέρ σίγουρα θα έβρισκαν ότι κάτι δεν πήγαινε καλά και θα επικοινωνούσαν μαζί του όμως πόση ώρα θα έπαιρνε αυτό, καλά αν του την έδινε θα έβαζε τις φωνές κι ότι ήθελε ας γίνονταν . Ένα άλλο πρόβλημα ήταν το νερό και η αφυδάτωση όπως έλεγαν στις ειδήσεις και στα ντοκιμαντέρ, μπορούσες να πάθεις ζημιά, αν είχε ένα μπουκάλι νερό θα ήταν μια παρηγοριά, πολλές φορές έπαιρνε μαζί του ένα μπουκαλάκι αλλά εκείνο το πρωί δεν ένιωθε καμιά ιδιαίτερη δίψα, καθώς η πολυκατοικία ήταν σχεδόν άδεια μπορεί να έμενε εκεί μέσα για ώρες.

Ανάσανε βαριά γεμίζοντας τα πνευμόνια του με αέρα και κάθισε στο πάτωμα του ασανσέρ δίχως να ξέρει τι να κάνει, η γάμπα του ακουμπούσε στο πάτωμα κι αισθάνθηκε κάτι να σαλεύει, ήταν το κινητό που είχε βρει, πως γινόταν να δουλεύει εκεί μέσα ενώ το δικό του ήταν μπλοκαρισμένο, το έβγαλε, το έφερε μπροστά στα μάτια και του φάνηκε ότι η οθόνη έμοιαζε να σαλεύει, ο άντρας στο πηγάδι σα να κινούνταν μπρος πίσω και τα λιοντάρια σα να έστεφαν ελαφρά το κεφάλι τους, την ίδια στιγμή τα φώτα άναψαν, το βελάκι στο καντράν έδειξε προς τα κάτω κι ο ανελκυστήρας κινήθηκε αυτόματα προς το ισόγειο, όταν έφτασε εκεί σταμάτησε και η πόρτα άνοιξε μόνη της, όλο αυτό δεν πρέπει να είχε κρατήσει περισσότερο από πέντε λεπτά όμως του είχε φανεί ολόκληρη αιωνιότητα, έσπρωξε με δύναμη την πόρτα και βγήκε έξω.


 

ΩΣΕΙ ΑΝΘΟΣ ΤΟΥ ΑΓΡΟΥ

«Ο οδηγός κλείνει τα μάτια όλη την ώρα !» του ψιθύρισε σκύβοντας η γυναίκα που καθόταν στο απέναντι κάθισμα, - « σοβαρά;»  είπε  αυτός και κ...