Κυριακή 27 Δεκεμβρίου 2015

Ο ΧΡΥΣΟΣ ΤΟΥ ΡΗΝΟΥ

Το πρωί στην εκκλησία που πήγα ένα φέρετρο στη μέση του ναού υπήρχε, μια γνωστή φυσιογνωμία μέσα στη κάσα διακρίνονταν, μου είπαν ότι ήταν ο παπά- Δημήτρης, πέθανε παραμονές Χριστουγέννων από ανακοπή έτσι ξαφνικά, πήγε να πάρει ένα βιβλίο απ το γραφείο του κι έμεινε εκεί στο τόπο, τον είχα δει τη προηγούμενη μέρα, καλά φαίνονταν.

Έξω απ’ το εξομολογητήριο κόσμος στέκονταν σα να περίμενε να μπει στη μικρή φωτισμένη κάμαρα, ήταν ένα είδος φόρου τιμής στον παπά που τους εξομολογούσε τόσα χρόνια, σε μια γωνιά μια φιγούρα σκοτεινή προσεύχονταν σκυμμένη, ο Άρης έψελνε ‘’Λύτρωσιν απέστειλεν ο Κύριος τω λαώ αυτού!’’, εμείς κρατούσαμε το ίσο στα μπάσα, χαμηλά, κάτω, έναν ήχο πλάγιο τέταρτο χρωματικό πιάσαμε, κάποιος ακούγονταν παράφωνα στο αυτί μου, στην είσοδο της εκκλησίας σταυρούς και βιβλιαράκια πουλούσαν, σχολεία έρχονταν να κοινωνήσουν, πιτσιρικάδες κουρεμένοι, ξυρισμένοι, αναμαλλιασμένοι περίμεναν στη σειρά...

Στο ύψος της Εγνατίας ένας ήλιος τεράστιος έριχνε τις ακτίνες του στην άσφαλτο, , τύποι  ξενυχτισμένοι σχολούσαν απ' τα ίντερνετ καφέ κι απ τα μπαρ πηγαίνοντας να ξεραθούν, στο Καπάνι φρούτα και καρπούς ξηρούς πουλούσαν, κρέατα ξεφόρτωναν και λαχανικά απ τους μπαξέδες γύρω απ τη πόλη. Στις λαϊκές στα Διαβατά και στη Νεάπολη αλεξανδρινά με φύλλα κόκκινα, στις ανηφόρες τ'  αμάξια υποχωρούσαν λίγο καθώς άλλαζαν ταχύτητες στα φανάρια προτού φύγουν μπροστά με φόρα, στα πλευρά των πολυκατοικιών ανεμιστήρες από κλιματιστικά σφηνωμένα στο τσιμέντο στριφογυρνούσαν, κρύο έκανε,  η ατμόσφαιρα καθάριζε αφήνοντας τις οσμές τους ήχους να κυκλοφορούν πιο γρήγορα, άλλες φόρες πάλι μια υγρασία σάπια επικρατούσε κι έβλεπες την πάχνη να πέφτει τα πρωινά στο χορτάρι των πάρκων, σουσουράδας με κοιλιές πρασινοκίτρινες κουνούσαν νευρικά τα φτεράκια τους, στη παραλία γλάροι αραδιασμένοι πάνω σε γερανούς,  ένα κοπάδι ψάρια με ράχες σκούρες κινούνταν κάτω απ την επιφάνεια,  ένα μεγάλο σαν αρπακτικό σέρνονταν ανάμεσα τους σπάζοντας τη μέση του ....

Στη δουλειά μου φώναζαν όλη την ώρα, ΄΄ Ξύπνα, κοιμάσαι , πιο γρήγορα!’’, η κυρία Δήμητρα πέρασε να μου ευχηθεί χρόνια πολλά, ‘‘Που είναι ο Αποστόλης;’’ ρωτούσε , μπάντες με τρομπέτες, κλαρίνα, νταούλια ερχόταν συνέχεια απ’ όλες τις μεριές και χαλούσαν το κόσμο, γυναίκες λίκνιζαν τα σώματα τους μπροστά στα τραπέζια, κάποιος τραγουδούσε φάλτσα, τα έδινε όλα,‘’’ …φίλησε με κι ας καούμε, και ας ανατιναχτούμε!’’, όλοι έμοιαζαν εθισμένοι στη φασαρία και στο θόρυβο, όπως πήγαιναν δεν υπήρχε περίπτωση να μη κουφαθούν!

 Στο κέντρο επικρατούσε πανικός, Ο Γ όπως πάντα πάλευε σαν τρελός να τους εξυπηρετήσει όλους μονάχος πιστεύοντας ότι θα τα καταφέρει , είχαν πέσει πάνω του να τον φάνε, μου φαίνονταν λίγο ελεεινός, μα πόσο βλάκας ρε φίλε, όπως έβαζε χρήματα στις τσέπες ένα χαρτονόμισμα έπεσε αργά στο πάτωμα, μόνο εγώ το είδα, και το μάζεψα γρήγορα, είπα να του το δώσω, μετά σκέφτηκα ''Γιατί να το κάνω;'' τόσες φόρες μου χε σπάσει τα νεύρα, έκανε τον έξυπνο, γελούσε πονηρά, όλο χαζά κι αηδίες, ‘’Δε πα να πνιγεί!’’ σκέφτηκα, το κράτησα. Μια παραγγελία μ έστειλε να φέρω, εκεί που πήγα μια ουρά μέχρι το δρόμο, τι στο δαίμονα έβρισκαν σ εκείνο το μαγαζί δε καταλάβαινα, ένας με κοντά μαλλιά έκοβε τιμολόγια, περίμενα τη σειρά μου, αυτός με τα τιμολόγια μιλούσε όπου να ναι, δεξιά αριστερά, πληκτρολογούσε, φλυαρούσε, τ ανακάτευε όλα, μου την έδωσε ''Που είναι η παραγγελία μου;’’ Φώναξα τσατισμένος, ένας με γυαλιά, σοβαρός, σηκώθηκε'' Ήσυχα'' μου είπε, ''Παρακαλώ!'' απάντησα, μ' εξυπηρέτησε, του έκανε εντύπωση που ύψωσα τη φωνή μου, δεν το 'χαν συνηθίσει εκεί μέσα όπου όλα έμοιαζαν να δουλεύουν ρολόι…

Στα προποτζίδικα όλοι έπαιζαν τυχερά παιχνίδια, εκείνος με τη κοιλιά και τη γενειάδα μου είπε να παίξουμε κάτι ομάδες πολωνικές κι εγγλέζικες, ήξερε υποτίθεται, έπαιζε και στον ιππόδρομο αυτός στοιχήματα. Σ' ένα ξενοδοχείο δούλευε, στη ρεσεψιόν, ζευγαράκια έρχονταν όλη την ώρα να περάσουν μερικές ώρες μαζί, το προηγούμενο βράδυ ένας τύπος λίγο μεγάλος είχε έρθει κουβαλώντας δυο τύπισσες, ήθελε γούστα, μετά από λίγο αυτές κατέβηκαν αυτές συνάμενες κουνάμενες, ακολούθησε ο τύπος αλαφιασμένος μαζεύοντας τα παντελόνια, του είχαν φάει τα λεφτά και την κοπάνησαν, τι περίμενε, ο δικός μου με την κοιλιά και τη γενειάδα τον βοήθησε να μαζέψει τα πράγματα του. Έπαιζε στοίχημα ο δικός μου, διάβαζε τα δελτία με τους αγώνες όλους, φαίνονταν σίγουρος ότι το είχε, του έδωσα μερικά ψιλά να παίξει, όταν του είπα ότι διδάσκω αγγλικά ενδιαφέρθηκε, είχε σκοπό να μπαρκάρει γιατί είχε στεγνώσει από λεφτά και χρειάζονταν ένα πτυχίο, κανονίσαμε να τον συναντήσω στο σπίτι του κάπου δυτικά το απόγευμα, πήρε τα ψιλά κι έτρεξε στο πρακτορείο, μου έφερε το απόκομμα, ο Γιάννης που τον ήξερε καλύτερα μου είπε: ''Είναι σα να πέταξες τα λεφτά σου στο δρόμο!''

 
Ο κόσμος άρχισε σιγά σιγά ν' αραιώνει, να ξεθυμαίνει, μα πόσο κρέας είχε καταναλωθεί, τι πείνα είχε πέσει, πόσα φαγητά πεταμένα, γύρω σκουπίδια, σκουπίδια, σκουπίδια ατελείωτα παντού πεταμένα, καθαρίσαμε το μέρος μαζεύοντας ότι σαβούρα υπήρχε και μετά ήθελα να φύγω , όταν ο Γ. πήγε να με πληρώσει και μου κανε τους συνήθεις προλόγους γελούσα μέσα μου,’’ Καλά βλάκα!’’.

Έπρεπε να πάω σπίτι, μια γυναίκα ζητούσε να της το δείξω, με το που είδε τα δωμάτια και το μπαλκόνι ήξερα ότι θα το αγόραζε, φαίνονταν καθαρά στο πρόσωπο της, πιο πολύ της είχε αρέσει το φως που έμπαινε απ' τα δυτικά, '' Πολύ ταχτοποιημένο το έχεις!'' μου είπε. Μια στενοχώρια ακαθόριστη απλώθηκε μέσα μου, τι δεν είχα περάσει εκεί μέσα, έπρεπε να τ' αφήσω όλα πίσω μου και γρήγορα μάλιστα, ένα τραγούδι στριφογυρνούσε στο μυαλό μου, ''Μείνε κοντά μου, μόνο μια βραδιά!'' που το θυμήθηκα, που κολλούσε. Θολά άδειχναν  όλα καθώς ο  χρόνος έτρεχε  προς το τέρμα του με ρυθμό φρενιασμένο κι όλα έμπαιναν  σε δοκιμασία, τη νύχτα στο κρεβάτι δύσκολες ερωτήσεις, δεν ήξερες  τι ν’ απαντήσεις,  ο κ. Γιώργος έπαθε εγκεφαλικό, δεν ήταν  σίγουρος αν θυμόταν  τίποτα απ το παρελθόν, ελαφρύ ήταν είπαν οι γιατροί αλλά ποτέ δε ξέρεις τι κουσούρι θα σ' αφήσει...

Είχα να συναντήσω και τον τζογαδόρο για το μάθημα, πρόλαβα το αστικό τη τελευταία στιγμή, απ το Βαρδάρη και πέρα περίπτερα καμένα, λεηλατημένα, εγκαταλειμμένα σκουπίδια, στα μαγαζιά με τους καφέδες αστυνομικοί με πιστόλια και κλομπς ζωσμένοι έμπαιναν κι άλλοι στέκονταν στις γωνιές καπνίζοντος τσιγάρα πάνω απ τις ασπίδες και τους εκτοξευτήρες των δακρυγόνων, άνθρωποι μπροστά σε μηχανήματα ανάληψης περίμεναν, φοιτητές κουβαλούσαν βαλίτσες, αμάξια έφευγαν για την επαρχία, λεωφορεία διασταυρώνονταν ακολουθώντας πορείες κάθετες κι οριζόντιες, ασθενοφόρα μάζευαν ετοιμοθάνατους και γέρους τελειωμένους  την ώρα που ο ήλιος έδυε στο Θερμαϊκό ρίχνοντας μια κόκκινη κολόνα στο νερό προτού γκρεμιστεί πίσω απ τον Όλυμπο βάφοντας κόκκινες τις κορφές των δέντρων. Ένα κοπάδι κοράκια μαζεύονταν πάνω στις λεύκες κρώζοντας όπως έπεφτε το σούρουπο, το αστικό σα φίδι σέρνονταν ανάμεσα στις κατηφόρες των στενών , στην πλατεία Τερψιθέας καπνομάγαζα παλιά χτισμένα με τούβλα κόκκινα, μια ρεματιά μπαζωμένη, ένας σκύλος έπαιζε με τ αφεντικό του πίσω από κάτι νάιλον.

Κρύωνα, το σώμα ζητούσε λίγη ζέστη, στο σπίτι που πήγα μια τηλεόραση ποδόσφαιρο έδειχνε, μια πίτα Αγράφων με κολοκύθι μου έδωσαν να δοκιμάσω, ο τύπος με τη γενειάδα που τελικά δεν ήταν τόσο μεγάλος όσο φαίνονταν ζούσε με τη μάνα του, μου είπε ότι είχε δουλέψει σε ποταμόπλοια στο Ρήνο περνώντας μέσα από φιόρδ και κάστρα, λίμνες και στριφογυρίσματα του ποταμού μέχρι τις τρομακτικές εκβολές όπου έβλεπες ένα χάος από νερά κι ομίχλες και διακλαδώσεις υδάτινες καθώς όλη εκείνη η τεράστια ποσότητα νερού χύνονταν στη Βόρεια Θάλασσα. Άκουγε εκεί πέρα τους ντόπιους να μιλούν για μύθους ότι δηλαδή παλιά υπήρχε ο χρυσός στο Ρήνο από ορυχεία αρχαία κι από τα λάφυρα που μάζευαν οι πολεμιστές και τα είχαν θάψει στα νερά του, τη νύχτα λέγανε ότι σε κάποια σημεία έβλεπες μια λάμψη κι εκεί πέρα κάποιοι έσκαβαν με μανία και βουτούσαν στο ποτάμι ψάχνοντας για χρυσά δαχτυλίδια, βραχιόλια και πανοπλίες φτιαγμένες από κρίκους ασημένιους . Μετά τα ποταμόπλοια είχε δουλέψει στα πετρελαιοφόρα ''Άμα βουλιάξει στη μέση του ωκεανού το καράβι είναι τελειωμένο μιλάμε βέβαια για πετρελαιοφόρο τέρας που δε καταλαβαίνει τίποτα αλλά υπάρχουν κύματα μέχρι τον ουρανό που μπορούν να σε στείλουν στο πάτο σε μια στιγμή , μέχρι να σηκωθούν τα ελικόπτερα από καμιά βάση για να σε ψάξουν όλα έχουν τελειώσει! ‘’ Στο πρώτο του ταξίδι δεν υπήρχε σήμα τηλεφωνικό, δε μπορούσε να μιλήσει με κανένα, το Skype είχε νεκρώσει, τα δορυφορικά τηλέφωνα βουβά, όταν είχαν σήμα οι μονάδες έτρεχαν σα παλαβές, οι κάρτες άδειαζαν με ταχύτητα διαβολική, στο Χονγκ Κονγκ πολυκατοικίες και χλίδα, στο Ρίο άγρια τα πράγματα, ταξιδέψε μέχρι τη Σιγκαπούρη μέσω Ντουμπάι, εννιά ώρες στο αεροπλάνο σιχαίνεσαι το σύμπαν στην ασιατική πόλη, ζέστη, υγρασία, οι παλάμες σου ιδρώνουν όλη την ώρα...

Αργά το βράδυ πέρασα απ το κέντρο μια τελευταία φορά, τα συνεργεία του δήμου βγήκαν με τις αντλίες και καθάριζαν τους βρώμικους δρόμους ρίχνοντας νερό άφθονο, εκείνος με τη κοιλιά και την γενειάδα που είχε ταξιδέψει στο Ρήνο βλέποντας λάμψεις  στα νερά τη νύχτα,  ήρθε να μου πει ότι χάσαμε το στοίχημα για λίγο, μια ομάδα είχε σκοράρει στη  παράταση και μας έκαψε . Όπως πάντα είχε κέφια, ήταν ζωηρός, έλεγε για έναν Ρώσο με τον οποίο έκανε παρέα κάποτε και  μερικές φορές τον κοίμιζε τζάμπα στο ξενοδοχείο που δούλευε. Μια χρονιά, παραμονές Χριστουγέννων, χιόνι πολύ είχε σκεπάσει την καλύβα του Ρώσου κάπου στο Φίλυρο, το πρωί δε μπορούσαν ν' ανοίξουν τη πόρτα του απ τον άσπρο σωρό που είχε μαζευτεί, του φώναζε κι αυτός δεν άκουγε τίποτα σκεπασμένος κάτω απ' τις κουβέρτες και τις βελέντζες του, τελικά με τα πολλά τον είχε ξυπνήσει. Όπως κατέβαιναν προς την πόλη με το αυτοκίνητο μια ομίχλη είχε πέσει, ο δρόμος γλιστρούσε, δεν έβλεπαν τίποτα, κατέβηκαν απ τ αμάξι να δουν τι γίνεται, έναν φορτηγατζή σταματημένο στην άκρη του δρόμου συνάντησαν , ''Τι γίνεται ρε φίλε¨''- ''Προχωρήστε !’’ του είπε αυτός ''Λίγο παρακάτω η ομίχλη καθαρίζει!'' και πράγματι, λίγο πιο κάτω το νοτισμένο σύννεφο εξαφανίζονταν, ένα απέραντο, απαλό, άσπρο σεντόνι απλώνονταν μπροστά, τους φάνηκε πολύ όμορφο, ο Ρώσος που ήταν κάπως μελαχρινός, βλέποντας το τοπίο θυμήθηκε τη πατρίδα του, ''Άμα μιλάς τουρκικά...''' είπε ''... μπορείς να συνεννοηθείς με όλους σ ένα κάρο χώρες πέρα απ τον Καύκασο, Αζερμπαϊτζάν, Τουρκμενιστάν, Κιργιστάν, μέχρι βαθιά στην Ασία...’’


Δεν είχα όρεξη να φύγω, νύσταζα, όπως μισόκλεινα τα μάτια έβλεπα σπίτια με κεραμίδια σκεπασμένα από χιόνι και ποτάμια να  χύνουν τ'  αφρισμένα τους  νερά  στη θάλασσα, κοντά στα μεσάνυχτα εμφανίστηκε ο νυχτοφύλακας που κλειδώνει τις στοές στο Μοδιάνο, ένας κρότος ακούστηκε και πυροτεχνήματα άναψαν στον ουρανό της πόλης που στολίζονταν από βροχή φώτων , ο τύπος με τη γενειάδα σήκωσε το κεφάλι κοιτώντας τις χρυσές λάμψεις που έσκαγαν ψηλά, μια απ αυτές σα φλόγα τεράστια,  υψώθηκε πάνω απ τι άλλες μέχρι ψηλά πολύ και μετά έσκασε με πάταγο σαν ήλιος που εκρήγνυται μέσα σε κρότους εκκωφαντικούς μιας έκρηξης υπερκόσμιας...


Τρίτη 8 Δεκεμβρίου 2015

ΚΥΑΝΟΥΝ ΤΟΥ ΑΙΘΥΛΕΝΙΟΥ

Το λεωφορείο κατέβαινε με φόρα απ τη Νεάπολη, έτρεξα να το προλάβω, μέσα κανείς άλλος δεν υπήρχε εκτός απ τον οδηγό, ομίχλη παντού στο δρόμο, ταξιτζήδες ξενυχτισμένοι στις πιάτσες τους, σ ένα παγκάκι ένας τύπος με σκούφο κοιμόταν δίπλα σ ένα ποτήρι, μια γυναίκα αλκοολική μ’ ένα μπουκάλι στο χέρι παραπατούσε, σε μια στροφή ένας άνθρωπος ξαπλωμένος στη μέση του οδοστρώματος σε μια στάση λοξή, ο οδηγός έστριψε να τον αποφύγει, γυρίζοντας πίσω είδα το κεφάλι του να κουνιέται ...

Ο Μανώλης με περίμενε στην είσοδο της πολυκατοικίας του,βάλαμε τις ζώνες και ξεκινήσαμε, σ' ένα μνημόσυνο κάπου έξω απ την πόλη πηγαίναμε, ο πεθαμένος ήταν συγγενής του φίλου μου που ήθελε παρέα στο ταξίδι, πομπές αυτοκινήτων έρχονταν απ' την αντίθετη κατεύθυνση, στο μουσείο τα παράθυρα φωτισμένα, μέσα τ' αγάλματα κοιμούνταν ήρεμα. Στη Τσιμισκή τα φανάρια όλα πράσινα, φεύγαμε σφαίρα, φαγάδικα πουλούσαν τυρόπιτες και γλυκά φτηνά, στα Λαδάδικα πιτσιρικάδες ελεεινοί σχημάτιζαν ουρές έξω απ το ''DOGS'', μπαλκόνια στολισμένα, μια πυλωτή φωτισμένη σα τούνελ βαθύ, επιγραφές χρωματιστές, ο Μανώλης άναψε το καλοριφέρ, έβαλε ράδιο, κάτι τραγούδια που είχα χρόνια να ακούσω ‘’Είμαι στ' αλήθεια δυστυχής που σ' αγαπάω….. θα με προδώσεις και βαθιά θα πληγωθώ!’’ και το άλλο το θανατηφόρο''... έρχεσαι ν' ανάψεις τη φωτιά, άσε με να σε ξεχάσω πια!'' .

Ένα μαγαζί που πουλούσε σάντουιτς είχε ο Μανώλης, τον βοηθούσα κάπου κάπου κρατώντας το μαγαζί, ο αέρας εκεί μέσα μύριζε αιθανόλη και κάρβουνο, τύποι μυστήριοι μαζεύονταν, κάτι αλκοολικοί καμένοι, κάτι μισότρελοι, κάτι καλόγεροι νηστικοί, ήσυχοι, κάτι τύποι παρακμιακοί, κάτι άλλοι τζαμπατζήδες που ήθελαν να τρων και να πίνουν δίχως να δίνουν δυάρα γιατί ο Μανώλης δε μπορούσε να πει όχι, δάνειζε κιόλας στον κάθε μπαταξή κι άντε να τα πάρεις ύστερα. Όταν καθόμουν εγώ στο μαγαζί δε σήκωνα τέτοια, δε το καταλάβαινα αυτοί οι άνθρωποι μπορούσαν να σε φάνε ζωντανό άμα τους άφηνες. Ο μόνος που πήγαινα πραγματικά κι ήταν μια όαση λογικής εκεί μέσα ήταν ένας αλκοολικός που είχε ένα σημάδι από αίμα στο κεφάλι, μια βραδιά είχε στουκάρει σ' ένα αμάξι όπως περνούσε το δρόμο. Μερικές φορές έρχονταν ένας μαυριδερός με ξυρισμένο κεφάλι που είχε μπαξέδες κάπου στην Αριδαία, έφερνε λωτούς και μήλα, τά 'βαζε στο τραπέζι να πάρουμε, φορούσε σαγιονάρες χειμώνα καλοκαίρι απλά όταν είχε κρύο φορούσε και κάλτσες, στο στόμα είχε μόνο ένα δόντι, του έβαζα κρέατα σκληρά και δεν παραπονούνταν, το πάλευε ενώ εγώ μαζί με τον αλκοολικό γελούσαμε τόσο πολύ που στο τέλος γονατίζαμε στο πάτωμα....

Βγήκαμε στην εθνική οδό, ησυχία, πίσω μας άρχιζε να χαράζει, ο ουρανός έπαιρνε ένα χρώμα βαθύ, γλυκό πορτοκαλί , σα να έπιανε φωτιά η ανατολή, άσπρες γραμμές από αεροπλάνα διερχόμενα από και προς όλες τις κατευθύνσεις έσκιζαν τον ουρανό που είχε ένα χρώμα κοντά στο κυανούν του αιθυλενίου, κοπάδια από πουλιά πετούσαν, στον κάμπο μπαμπακοχώραφα οργωμένα, ριζοχώραφα καμένα, ένα κοκκινωπό χρώμα απ' τις κορφές των κλαδεμένων δέντρων σκέπαζε τα χωράφια με τις ροδακινιές, κάποιο ποτάμι κυλούσε δίπλα μας φτιάχνοντας λίμνες και φαράγγια, συστάδες από λεύκες με φύλλα κίτρινα σείονταν στον άνεμο, ψηλά στα βουνά στρώματα φτέρης ξαπλωμένα στις πλαγιές…

Σ ένα πρατήριο σταματήσαμε, ο φίλος έλεγε ότι είχε το καλύτερο φυσικό αέριο και το πιο φτηνό, γεμίσαμε το ντεπόζιτο και φύγαμε, στον Όλυμπο χιόνι είχε πέσει, κρύο έκανε, ο ήλιος μπαίνει πια στον Αιγόκερο κι αρχίζουν οι χειμερινές τροπές κι οι ανατροπές του, η νύχτα μεγαλώνει πολύ κι όλα μοιάζουν να εισέρχονται σε κάποιου είδους λήθαργο, το καλοκαίρι όλο και πιο απόμακρο φαίνεται, ο καιρός έχει γίνει χριστουγεννιάτικος επιτέλους, μια διάθεση γιορταστική απλώνεται, εικόνες από τραπέζια φρούτα, φαγητά, χιόνια, κέδρους, πουρνάρια καψαλισμένα, έλατα στολισμένα...

Τα Χριστούγεννα μοιάζουν κοντά πια, μπροστά στην Έκθεση φωτάκια σχηματίζουν τις πύλες απ το παλάτι του Αλαντίν με χιλιάδες αραβουργήματα, στα TIGER στολίδια για δέντρα και κάρτες χρωματιστές ταχτοποιούν οι κοπέλες, ποτήρια με σχέδια βάζουν στα ράφια τοποθετώντας τιμές απάνω τους. Τα σαββατόβραδα στη πόλη καρτ ποστάλ βλέπεις παντού τριγύρω, κάποιος σκύβει πάνω από ένα τραπέζι να φάει το φαΐ του, μια γυναίκα με μαύρα γυαλιά και μέτωπο πλατύ περνά κι εσύ κάθεσαι και τη χαζεύεις, στα πάρκα με τα λουλούδια σκύλοι σκάβουν λαγούμια και ξαπλώνουν εκεί μέσα. Οι ζητιάνοι έχουν αποθρασυνθεί κι είναι έτοιμοι να σου αρπάξουν τα λεφτά απ τα χέρια, κόσμος πολύς στα ίντερνετ καφέ, τύποι βαρεμένοι παίζουν όλη νύχτα παιχνίδια με σκοτωμούς κι εκτελέσεις, πότε δουλεύουν αυτοί οι άνθρωποι, πως ζουν, ποιος τους ταΐζει, τι κάνουν στη ζωή τους; Μουσικές σπαστικές παίζουν οι πιτσιρικάδες που δουλεύουν εκεί μέσα κι ο αλγόριθμος του facebook αλλάζει συνέχεια βάζοντας τα πρόσωπα που θέλει μπροστά σου χωρίς να σε ρωτήσει...

Σ’ ένα χωριό φτάσαμε, μια εκκλησία σκεπασμένη με σχιστόλιθους, παλιά ήταν μοναστήρι, ο χώρος μέσα τεράστιος, καθόλου ζέστη, καθίσαμε στις καρέκλες ενός αναλογίου και περιμέναμε, καντήλια ασημένια και πολυέλαιοι έχασκαν από πάνω μας, στο πάτωμα χαλιά κόκκινα και βυσσινιά γεμάτα σχέδια, χρώματα, λουλούδια κλαδιά μικρούτσικα, πολύ πολύ μικρά, ένα παπάς με άμφια πορφυρά βγήκε στην ωραία πύλη, συμβολίζουν λέει το πένθος αυτά τα άμφια. Φυλλάδες με βίους αγίων διάβαζα κάποιος τους είχε αφήσει εκεί, ένα συναξάρι ατέλειωτο, ποιος ήταν ο άγιος εκείνος για τον οποίο είχαν γράψει τόσα πολλά, τι στο καλό είχε κάνει, στην έρημο όπου είχε αποτραβηχτεί μιλούσε λέει με τα λιοντάρια και τ άλλα άγρια θηρία...

Διαβάζοντας ξεχάστηκα, στο μνημόσυνο μια γυναικά έκλαιγε, εγώ σκεφτόμουν αυτά που είχαν γίνει μες τη βδομάδα, Ο Ηρακλής πήγε στα σύνορα με την ομάδα του να βοηθήσουν τους μετανάστες, τον βάλανε να φυλάξει μια ομάδα εξαθλιωμένων, φοβόταν, όλοι είχαν αποτρελαθεί,το μάτι τους γυάλιζε, θέλανε να λιντσάρουν ένα μεθυσμένο που βρέθηκε ανάμεσα τους, άρχισαν να τον πετροβολούν με λιθάρια που βρήκαν εκεί πέρα, πλάκωσε η αστυνομία και τα ΜΑΤ, τον πήρανε μαζί τους, θα τον σκότωναν σίγουρα...

Γιορτές έρχονται, όλα διαφορετικά δείχνουν, ο κόσμος γυρίζει σα να είναι σε συνεχή περιδίνηση,η Χρύσα πάλι πήγε στο Λος Άντζελες, σ ένα πάρκο στο Χόλιγουντ γεμάτο εφέ και κόλπα περίεργα, κουφά, διαδρομές με το τρενάκι όπου έβλεπες ψηφιακούς δεινόσαυρος να παλεύουν μπροστά στα μάτια σου σα να ήσουν στην προϊστορία, αεροπλάνα αληθινά καρφώνονταν σε μια λίμνη τεράστια ανάμεσα σ' εκρήξεις και λάμψεις και φωτοβολίδες, πρέπει να ήταν εντυπωσιακό ...

Σιγά σιγά πέφτει η αυλαία κι αυτού του χρόνου, αυτή τη χρονιά όλα ήταν αλλιώτικα, άλλες δουλειές, άλλοι φίλοι, οι παλιοί σε χάνουν, τους χάνεις, άλλα πρόσωπα, άλλα σπίτια, άλλοι χώροι, άλλα μέρη, άλλες σκέψεις, δε προλαβαίνεις να συνηθίσεις, δεν έχεις χρόνο, όλο καινούρια πράγματα νιώθεις να έρχονται, πρέπει να τ' αφομοιώσεις, να τα αναλύσεις, να τα ερμηνεύσεις, να τα διαβάσεις σωστά, να είσαι προετοιμασμένος για όλα, να μην αιφνιδιαστείς, να μη σε ξαφνιάσουν πάλι, να προλάβεις την επόμενη κίνηση, εκείνη πάντως η γυναίκα με διέψευσε, δεν έπρεπε να βιαστώ να τη καταδικάσω, αποδείχτηκε ότι έχω γίνει καχύποπτος…

Ένα διάλειμμα χρειαζόμουν, μια παύση, είχα κρυώσει κιόλας, έβηχα, ο λαιμός γδαρμένος, τ αυτιά μου βούιζαν μέχρι τα μηλίγγια σαν ν' αντιλαλούσε μέσα τους μια θάλασσα, το κεφάλι μου πονούσε. Την είχα αρπάξει πηγαίνοντας στη βιβλιοθήκη, είχε πιάσει μια βροχή φοβερή κι η Εθνικής Αμύνης κατέβαζε ποτάμια νερού, όπως πήγα να περάσω στο απέναντι πεζοδρόμιο πάτησα στο αυλάκι που κυλούσε, βράχηκα μέχρι τον αστράγαλο, μούλιασα δεν είχα καμιά δουλειά να γυρίζω με τέτοιο καιρό όμως ήθελα ένα βιβλίο εκείνη τη στιγμή, το χρειαζόμουν οπωσδήποτε, δε μπορώ να σου το εξηγήσω, απλά το νιώθεις μέσα σου βαθιά σαν μια ανάγκη ζωτική, ήθελα εκείνη τη πληροφορία οπωσδήποτε να τη ψάξω, να δω τι στο δαίμονα παίζονταν μ εκείνη την ιστορία που αφηγούνταν το βιβλίο. Ψάχνοντας στα ράφια έβλεπα απ το γυάλινο τοίχο τα περιστέρια στο γείσο μιας στέγης να βηματίζουν νευρικά ατενίζοντας το κενό από κάτω τους έτσι που σ έκαναν να ζαλίζεσαι, η βροχή είχε σταματήσει πια, μια ομάδα πουλιών απογειώθηκε για να ενωθεί με κάποιο σμήνος που στροβιλίζονταν ψηλά πάνω απ' τα κτίρια, ένιωθα τα πόδια μου βρεγμένα, έπρεπε ν αλλάξω γρήγορα, εκεί κρύωσα...

Ήταν μια δύσκολη βδομάδα, χρειαζόμουν ένα διάλειμμα, ζαλισμένος ένιωθα το κεφάλι μου να βουίζει, όπως πηγαίναμε να χαιρετίσουμε τους συγγενείς του νεκρού σκόνταψα σ ένα χαλί και χτύπησα σε μια κώλωνα, μα που στο δαίμονα είχε βρεθεί εκεί πέρα καλά που δε με βλέπανε! Μετά την εκκλησία στην αίθουσα τελετών η γυναίκα εκείνη συνέχιζε να κλαίει, οι υπόλοιποι φαίνονταν αδιάφοροι, μας δώσανε ραβανί, κάτι κομμάτια τετράγωνα,πήγαμε να δούμε τους συγγενείς του Μανόλη σ ένα σπίτι χαμηλό με γρασίδι στην αυλή ένα πηγάδι παλιό και μια κληματαριά με σταφύλια χειμωνιάτικα που τα τσαμπιά τους κρέμονταν στη κρεβατίνα ψηλά, βαριόμουνα, ήθελα να φύγω, τελικά αφήσαμε το χωριό κατά το απομεσήμερο την ώρα που έδυε ο ήλιος...

Το απόγευμα μου ζήτησε να κρατήσω για λίγο το μαγαζί του, πήγα από κει και σε λίγο σε κείνο το στενό μέρος μαζεύτηκε η σάρα κι η μάρα πλάκωσε κόσμος και δε μπορούσες να σκεφτείς τίποτα απλά προσπαθούσες να μη βλέπεις μπροστά σου όλους εκείνους τους πειναλέους, τους έδινες κάτι και φεύγανε, μερικοί ήταν βολικοί, άλλοι απαιτητικοί, δύστροποι, μια μελαχρινή γύφτισσα μου είπε ότι μου είχε δώσει ένα εικοσάευρο, δε θυμόμουν τι μου είχε δώσει οπότε πετιέται ο αλκοολικός με το κόκκινο σημάδι στο κεφάλι που δεν έλειπε ποτέ από το μαγαζί ''Δε ντρέπεσαι μωρή, δίευρο του έδωσες του παιδιού!'' η γύφτισσα άρχισε να φωνάζει ότι την εξαπάτησαν, καλούσε το κόσμο να την υποστηρίξει, χειρονομούσε θεατρικά δείχνοντας το άδειο πορτοφόλι της, δεν ήξερα τι να κάνω. Ένας κουστουμαρισμένος με γραβάτα εμφανίστηκε και ζήτησε μια μερίδα ενισχυμένη, με πλήρωσε, αλλά σε λίγο εμφανίστηκε και είπε ότι του έδωσα καμένα κρέατα, ναι αλλά τα είχε φάει, ζήτησε να του ξαναγεμίσω το πιάτο, το γέμισα έτσι τζάμπα να μη στενοχωρήσω το Μανώλη όμως μετά ο τύπος ζητούσε κι άλλα, και συμπλήρωμα, και σαλάτα, και ψωμί, ρε φίλε τι ήθελε ο άνθρωπος, τι ζώο ήτανε! Η γύφτισσα φώναζε, κάτι παιδιά με μούσια και κάτι κοπέλες που είχαν έρθει και περίμεναν τη σειρά τους κοίταζαν περίεργα, τους φαίνονταν παράξενο όλο αυτό το σκηνικό, δεν ήξερα τι να κάνω, ο Μανώλης δε φαίνονταν πουθενά στον ορίζοντα να με σώσει, ήθελα να εξαφανιστώ αλλά δε μπορούσα, δε γίνονταν!

Σαν όνειρο θυμάμαι ύστερα το φίλο μου τον αλκοολικό να χυμά στον άλλον τον αχόρταγο, μετά κάτι φωνές, κάποιος μ ένα κόκκινο σημάδι στο κεφάλι κρατιόταν από έναν στύλο που έβγαζε μια φλόγα στο κυανό χρώμα του αιθυλενίου και κλοτσούσε στο στήθος κάποιον άλλον με κουστούμι, κάποιος ήταν ξαπλωμένος στο δρόμο, ανάσαινε βαριά, μετά δεν ακούγονταν τίποτα σαν κάποιος να κατέβασε τη φωνή στη τηλεόραση...

ΩΣΕΙ ΑΝΘΟΣ ΤΟΥ ΑΓΡΟΥ

«Ο οδηγός κλείνει τα μάτια όλη την ώρα !» του ψιθύρισε σκύβοντας η γυναίκα που καθόταν στο απέναντι κάθισμα, - « σοβαρά;»  είπε  αυτός και κ...