Σάββατο 28 Σεπτεμβρίου 2013

Ο ΧΑΡΑΔΡΙΟΣ ΤΩΝ ΒΑΛΤΩΝ

Ήθελε να μου χαρίσει κάτι οπωσδήποτε ο Στέφανος αλλά εμένα τα μάτια μου είχαν πέσει σ' εκείνο το έπιπλο στο χρώμα της τέφρας με το γυαλιστερό ξύλο που είχε κάτι ανάγλυφα απάνω του κινέζικα, ψαράδες και γατόψαρα, ιβίσκους και φασιανούς ενώ στο ντουλαπάκι με το τζάμι μπροστά έβλεπες κάτι κύπελλα με αποχρώσεις μυστήριες, φόρμες στικτές, σχέδια εξωτικά με όψεις ημιδιαφανείς, μορφές λείες και λωρίδες ασύμμετρες ''Αυτό το κομμάτι δε το δίνω μεγάλε σε κανένα, είναι για μένα!'' μου είπε .

Η γριά που ζούσε εκεί πέρα τα είχε κουβαλήσει από τη Κίνα όπου πήγαινε με τον έμπορα σύζυγό της να πάρουν πορσελάνες για το μαγαζί τους. Ένα εργαστήριο είχανε βρει εκεί στην ανατολή, με κλιβάνους αγγειοπλαστικής που έφτιαχνε κεραμικά χρησιμοποιώντας τεχνικές εφυάλωσης, διοχετεύοντας μικρές ποσότητες οξυγόνου που έδιναν μια στιλπνή όψη, κι έναν τραχύ πηλό που έδινε στην επεξεργασία του όλα εκείνα τα θαυμάσια ψηφιδωτά. Προορίζονταν για τον αυτοκράτορα όλα εκείνα τα πολύτιμα πράγματα ένα καιρό, μα ύστερα χάθηκαν όλες οι τεχνικές και τα κόλπα που ήξεραν οι παλιοί τεχνίτες, η γριά πάντως τα είχε ξετρυπώσει σ ένα παζάρι και τα είχε κουβαλήσει μέχρις εδώ.

Δεν είχε παιδιά κι ο Στέφανος ο ανιψιός της ήταν ο μοναδικός κληρονόμος, αλλά δεν βρήκε  όλα όσα λέγανε ότι είχε κείνη η μυστήρια γερόντισσα, μονάχα τόμους ατέλειωτους από βιβλία νομικά, κώδικες και δίκαια που διάβαζε με τις ώρες η μακαρίτισσα τις νύχτες που δε την έπαιρνε ο ύπνος.

Βιβλία φιλοσοφικά, Αριστοτέλη κι Επίκουρο και Πλάτωνα κι άλλα ακαταλαβίστικα, χωρία ολόκληρα ήξερε απέξω, τι να τα κάνει ο Στέφανος.

Αυτός έψαχνε για τις λίρες και τα χρυσαφικά που λέγανε ότι μπορεί να υπήρχαν σ εκείνο το διαμέρισμα, είχε αναποδογυρίσει το σύμπαν, έψαξε πίσω από κάτι πίνακες με νάρδους φυτρωμένους σε μια παραλία, και κάτι άλλους που έδειχναν ελάφια να κατεβαίνουν σε μια πηγή για να πιουν νερό το απομεσήμερο, και κάτι άλλους που δείχνανε κυνήγια κάπρων και λιονταριών και πουλιά παράξενα που τα λένε χαραδριούς των βάλτων.

Την είχε προσέξει τη θεια του στα τελευταία της αυτός, την κουβάλησε στο νοσοκομείο να κάνει την αξονική της τομογραφία και την έβλεπε που έτρεμε και ίδρωνε καθώς έμπαινε σ εκείνη τη μικρή σήραγγα να βομβαρδιστεί με ακτινοβολία για να ανακαλύψουν καμιά βίδα λασκαρισμένη, κάνα μπουλόνι στραβό, κάνα πιστόνι φαγωμένο στον εγκέφαλο.

Προσπαθούσε να τη ψαρέψει αλλά που να τη ξεγελάσεις την παμπόνηρη γριά αυτή έλεγε τα δικά της, για τότε που τους πήραν οι κομουνιστές από το χωριό της κάπου στις Πρέσπες και την έσυραν στο Μπούλκες, μικρο παιδί τότε με το παιδομάζωμα, τα σύνορα ήταν ανοιχτά με τον εμφύλιο, τον πατέρα της τον παπά που κοιμόταν στην εκκλησιά κάτω από μια εικόνα που έδειχνε τον προφήτη Ηλία να παίρνει τη τροφή από το ράμφος του κόρακα σε μια ξερή κορφή, τον πατέρα της λοιπόν τον είχαν πάρει μια νύχτα οι αντάρτες κι αυτήν την έσυραν κατά το βορά .

Ύστερα είχε ταξιδέψει μ ένα τρένο που έσερνε κάτι βυτία για την Τσεχοσλοβακία, από κει πήγαν στην Πολωνία, ένα κάρο γλώσσες μιλούσε, στα τελευταία της που είχε αρχίσει να το χάνει δε μπορούσες να συνεννοηθείς μαζί της, οι κουβέντες της ήταν ένα κράμα λέξεων από γλώσσες άσχετες.

Κι άλλα έλεγε η γριά που δε τον ενδιέφεραν, για ένα παιδί που είχε κάποτε και τόχασε σε μια ορειβατική αποστολή σ ένα φαράγγι όπου τόφαγαν τα όρνια μέχρι να το βρούνε κι αυτός ήταν ο καημός της.

Πάντως πρέπει να είχε λεφτά, που τάφαγε ρε φίλε όλα εκείνα που έβγαλε ο άντρας της από το μαγαζί που είχε στο Μπεζεστένι με τα εμπορεύματα τα ακριβά, αυτά που έρχονταν να ψωνίσουν οι χωριάτες για να φτιάξουν τις προίκες των θυγατέρων τους.

Έβλεπες εκεί γαλάζιες πορσελάνες, πολύτιμες, χαλιά κατακόκκινα με σχέδια και μαιάνδρους, κάτι κιμονό γιαπωνέζικα μμε χρώματα ονειρικά που έβγαζαν μάτι.

Μια ποσότητα χρυσού πρέπει να είχε αποθηκεύσει η γριά στα δόντια της που είχαν κάτι γέφυρες τεράστιες από μάλαμα ατόφιο, όποιος έψαχνε το στόμα της θα έκανε την τύχη του.

Αλλά δε μπορούσε να ήταν μονάχα αυτό, φήμες κυκλοφορούσαν στο σόι για ένα μέρος κρυφό, σε κάποιο απ τα εξοχικά της όπου είχε θάψει πέτρες μαβιές και πράσινες, σε σχήματα ασυνήθιστα, συμμετρικά κι ασύμμετρα, μαργαριτάρια, πλατίνες βαριές, κοσμήματα και φλουριά κωσταντινάτα, ο χρυσός λέει αντέχει για χιλιάδες χρόνια και παραμένει λαμπερός κι απαράλλαχτος ότι και να γίνει, όλο το θέμα ήταν να βρει ένα χαρτάκι που φημολογούνταν ότι είχε αφήσει η γριά με οδηγίες, ένας χάρτης θησαυρού να πούμε.

Άνω κάτω έκανε το σπίτι της ο φίλος μου, έψαξε χωριστά κάθε τόμο από κείνους που διάβαζε η γριά τρεις τέσσερις ταυτόχρονα τις νύχτες με το φως κάτι μεγάλων κεριών, γιατί βέβαια ήταν σφιχτή, έτσι κάνεις λεφτά φίλε, τι νομίζεις, αφού έλεγαν ότι έτρωγε κάτι τοστ που τάψηνε στο σίδερο το ηλεκτρικό κι άλλα τέτοια παλαβά, οι γείτονες έβλεπαν το φως από τις χαραμάδες στα παντζούρια της κι απορούσαν πως δεν είχε στραβωθεί, πως δεν αποτρελάθηκε περνώντας ώρες ατέλειωτες κλεισμένη εκεί μέσα να διαβάζει όλες αυτές τις παλιατζούρες που δε θα τις χρειάζονταν ποτέ.

Στη κηδεία της λίγο ήθελε να της ανοίξει το στόμα για να δει αν ήταν αλήθεια όλα αυτά που ακούγονταν για την ποσότητα χρυσού που υπήρχε εκεί μέσα μα συγκρατήθηκε, κουβάλησε και το φέρετρο της που ήταν βαρύ για κάποιο λόγο, δεν αποκλείεται η γρια να είχε πάρει μαζί της στον τάφο τη συλλογή από πέτρες που μάζευε στην ακροθαλασσιά, σε μια φάση ο Στέφανος παραπάτησε, παραλίγο να ρίξει κάτω την καταραμένη κάσα, ήτανε σίγουρος ότι γριά, παμπόνηρη ακόμα και στη κάσα της, θα είχε σκάσει στα γέλια με όλα όσα συνέβαιναν.

Τώρα άμα θες το πιστεύεις αλλά το βρήκε τελικά αυτό το περίφημο σημείωμα, ήταν καταχωνιασμένο σε μια αποθηκούλα προϊστορική, γεμάτη σκόνη και σαβούρες, κάτι κεφαλές αγαλμάτων βασιλιάδων, της ανατολής ίσως, κάτι α βάζα σπασμένα σαν αμφορείς αρχαίους με εικόνες φιδιών που δαγκώνουν ανθρώπους στον ώμο,

Υπήρχαν εκεί φωτογραφίες της πεθαμένης όπου παρίστανε το τοτέμ και τρόμαζε το κόσμο, ένα βιολί αρχαίο με σπασμένες χορδές, μια διαπασών μεταλλική, το σημείωμα ήτανε κρυμμένο σ ένα λεξικό πολωνέζικων, έπρεπε να το είχε φανταστεί, αυτή ήταν η αγαπημένη γλώσσα της γριάς καθώς εκεί πάνω είχε γνωρίσει το μακαρίτη τον άντρα της, τον Μυτιληνιό που του άρεσε να τρώει για πρωινό μυζήθρα με μέλι.

Βέβαια το βρήκε το σημείωμα, ήταν ένα χαρτόνι σκληρό τυλιγμένο σα πάπυρος, ένα πουλί  ήταν χαραγμένο στο εξωτερικό του, εκείνος ο χαραδριός των βάλτων.

 Κάτι σύμβολα, γράμματα κι αριθμούς κι άλλα γραμμένα μ ένα μελάνι κόκκινο  έβλεπε, δε ξεχώριζε τίποτα, άντε να το ξεκλειδώσεις, άντε να αποκρυπτογραφήσεις το γρίφο, άντε να λύσεις το αίνιγμα, άντε να σπάσεις τους κωδικούς, είδε κι απόειδε στο τέλος έσκαψε στα τυφλά ο Στέφανος, ανάσκαψε την αυλή ενός εξοχικού της θείας του, ο κηπουρός δεν ήξερε από που του ήρθαν εκείνοι οι λόφοι κι οι τρύπες, μα το μόνο που έβγαλε ήταν τα κόκαλα των σκύλων που έθαβε εκεί πέρα η συχωρεμένη.

Μου έχει υποσχεθεί κι εμένα ο φίλος μου ο Στέφανος ότι θα μου το δείξει μια μέρα, πραγματικά έχω μεγάλη περιέργεια, μπορεί και να το σπάσουμε το μυστικό που κρύβει, μπορεί να μας έρθει καμιά ιδέα κουφή στα ξαφνικά, να πω την αλήθεια έχω ήδη σκεφτεί κάτι συνδυασμούς, και τότε, ε τότε άντε γεια χαρά μάγκες!!!

Τετάρτη 25 Σεπτεμβρίου 2013

ΜΟΛΟΤΟΦ

Ούτε κατάλαβαν πως έγινε, είχαν αποκοιμηθεί παρκαρισμένοι πάνω στη νησίδα όταν ένα σίδερο έσπασε το παρμπρίζ του περιπολικού, όλο το αμάξι γέμισε από χιλιάδες γυαλάκια, και τότε κάποιος πέταξε από την τρύπα που είχε σχηματιστεί μια μολότοφ, ένα μπουκάλι μ ένα στουπί αναμμένο που έσκασε ανάμεσα τους, όλα πήραν φωτιά, η βενζίνη σκόρπισε αστραπιαία πάνω στα καθίσματα, μερικά γυαλάκια τον είχαν χτυπήσει στο πρόσωπο, δεν έβλεπε τίποτα, έψαξε στα τυφλά το πόμολο της πόρτας, κοίταξε τον άλλο που φλέγονταν ολόκληρος, δε μπορούσε να κάνει τίποτα, έπρεπε να βγει από κει μέσα, άνοιξε τη πόρτα και βούτηξε στην άσφαλτο να βγει από κείνη τη κόλαση.

Σίγουρα το είχαν κάνει κάποιοι που βγήκαν από την κατάληψη, είχε προλάβει να δει τα μάτι αυτού που έριχνε το μπουκάλι της μπύρας, του φάνηκε ότι γυάλιζε διαβολικά γεμάτο μίσος. Έπρεπε να είναι πιο προσεχτικοί, αλλά εκείνη η ομιλία στην αίθουσα του αστυνομικού μεγάρου τους είχε σακατέψει, ήταν ανάγκη να τους βάλουν να ακούσουν εκείνο το γέρο που μιλούσε για ψυχολογικούς πολέμους κι ασύμμετρες απειλές σέρνοντας τα λόγια του, νύσταζε τόσο πολύ που παραλίγο να γκρεμιστεί από τη καρέκλα του.

Τώρα ξαπλωμένος στο οδόστρωμα προσπαθούσε να σκεφτεί τι είχε συμβεί, το πόδι του τον πέθαινε απ τον πόνο, θα πρέπει να το είχε χτυπήσει βγαίνοντας άγαρμπα από το αμάξι ,ένιωθε παγιδευμένος εκεί πέρα, του φάνηκε ότι όλο το μέρος έμοιαζε μα μια κοιλάδα σκοτεινή, μια χαράδρα θανατηφόρα που τη διέσχιζε ο δρόμος σαν ποτάμι ξερό, δέντρα υδροχαρή είχαν φυτρώσει, ένα πλαστικό δοχείο είχε βάλει κάποιος για να πίνουν τ αδέσποτα και τα περιστέρια, αυτός κείτονταν αβοήθητος στο έλεος του θεού, κανείς δε περνούσε εκείνη την ώρα, όλα έμοιαζαν έρημα.

Το ίδιο αίσθημα είχε νιώσει και τότε που τον είχαν πιάσει οι αναρχικοί κάπου στη καμάρα, πήγαινε να δει τη κόρη του που δούλευε εκεί κοντά σ ένα ζαχαροπλαστείο, πολιτικά φορούσε, ούτε που πέρασε απ το μυαλό του τίποτα όταν είδε μια ομάδα παιδιών με μαύρες μπλούζες να μαζεύονται, ξαφνικά είχαν ορμήσει απάνω του, παραπάτησε, σκόνταψε σ ένα πλακάκι χαλασμένο που τον γέμισε νερά, τον τραβούσαν απ το πουκάμισο, κάποιος τον κλοτσούσε, τον έβριζαν, τον έφτυναν, που να τα βάλεις μ αυτά τα ξωτικά με τα σκοινένια μαλλιά και τα παραμορφωμένα πρόσωπα που θέλουν να ξεσπάσουν κάπου το μένος τους.

Τους έβλεπε στις διαδηλώσεις να περπατάνε κατά πάνω του σα ποτάμι ανθρώπινο, σα τοίχος ζωντανός που θέλει να συνθλίψει τα πάντα στο διάβα του, φορώντας μάσκες και κουκούλες κι εκείνα τα χοντρά παπούτσια, παιδιά σκληραγωγημένα, αναίσθητα στον πόνο, ανθεκτικά, χαλκέντερα, με τα σακίδια γεμάτα πολεμοφόδια, πετούσαν πέτρες που έσκαγαν στα πόδια του, μερικές είχαν σχήματα παράξενα, που στο δαίμονα τις είχανε βρει, μια φορά είχε προσέξει κι ένα μικρό ανάμεσα τους να βρίζει και να απειλεί σα διαβολάκι.

Σ άλλες εποχές θα τους έστελναν σε πολέμους να ξεσπάσουν τα βίαια ένστικτά τους μπας και ηρεμήσουν, τώρα δεν είχαν που να εκτονωθούν, σχημάτιζαν αγέλες επιθετικές, γι αυτούς ήταν ένα είδος παιχνιδιού, άμα νιώσεις τη τρομερή καταστροφική δύναμη που έχεις μέσα σου τίποτα δε μπορεί να σε σταματήσει, έμοιαζαν φρενιασμένοι, ξήλωναν κάγκελα και κιγκλιδώματα, έσπαζαν μάρμαρα και βιτρίνες, καίγανε περίπτερα, ήθελαν όλα να τα διαλύσουν, το χάος να επικρατήσει, όλα να γίνουν στάχτη και μπούλμπερη, να αποσυντεθούν, να γίνουν κομμάτια ο νόμος της εντροπίας να επικρατήσει πανηγυρικά!

Κι έπειτα μπορεί και να είχαν λίγο δίκιο, αυτός ο αιώνιος φόβος κι η απέχθεια για κάθε λογής εξουσία είχε μια βάση και μια λογική, αυτά τα ξωτικά μπορεί και να έφερναν τίποτα καλό σ ένα κόσμο τελματωμένο κι εφησυχασμένο, να ξεβόλευαν κάποιους που κοιμόνταν μακάριοι σα να μπορούσαν να απολαμβάνουν τα πάντα στον αιώνα τον άπαντα, κάποιος πρέπει να τους χαλά τον ύπνο κάπου- κάπου, που να ξέρεις που σταματά το καλό και που αρχίζει το κακό, πως να βάλεις όριο σε τέτοια διλήμματα και σκέψεις, ποιος είναι στη σωστή μεριά και ποιος στη λάθος, που να βγάλεις άκρη.

Είχε κινδυνέψει τότε, θα μπορούσαν να τον σακατέψουν η και να τον σκοτώσουν κιόλας - ποιος θα τους εμπόδιζε, ένιωθε παραδομένος, αυτό το απαίσιο συναίσθημα του να είσαι αβοήθητος κι ανίσχυρος, εξουδετερωμένος εντελώς , ένας μαύρος αφρικανός του φαίνονταν ο πιο επικίνδυνος καθώς τον κάρφωνε με τη ματιά του, ξαφνικά μια χερούκλα απλώθηκε μέσα απ το πλήθος και τον άρπαξε, ένας τύπος με μια γενειάδα μακριά σαν αυτή του Μωυσή πετάχτηκε απ το πουθενά και τον γράπωσε, τον τράβηξε από κείνο τον μανιασμένο συρφετό, όλοι παραμέρισαν σα να σέβονταν τον ''Μωυσή'', τον πήρε παράμερα, ''Σήκω φύγε και μη κάνεις βλακείες!'' του είπε και τον έσπρωξε μακριά.

Είχε ρωτήσει κι είχε μάθει για αυτόν, λέγανε ότι ήταν αναρχικός παλιός, κάποιοι λέγανε ότι είχε πάρει μέρος και σε ληστείες τραπεζών, σε μια από αυτές παραλίγο να τον πιάσουν όταν είχε καθυστερήσει μιλώντας σε μια όμορφη κοπέλα η οποία είχε πετρώσει κρατώντας ένα μάτσο λεφτά για κατάθεση, ''Δικά σου είναι κούκλα;''- ''Ναι'' ψέλλισε αυτή''.. ε τότε κράτα τα!'' και της είχε χαμογελάσει. Φεύγοντας είχε ρίξει και μια ριπή σταυρωτή σε κάτι τζάμια για να τους παγώσει όλους.

Τελικά τον είχαν συλλάβει, είχε βαρεθεί να ζει σαν αγρίμι, να τον κυνηγούν θεοί και δαίμονες, όλο αυτό το παιχνίδι τον είχε κουράσει, ίσως να μην άντεχε και το σώμα του πια αυτό το κυνήγι της αδρεναλίνης που έμοιαζε με ναρκωτικό για το οποίο ζεις αποκλειστικά, είχε και τύψεις γιατί κάποτε είχε τραυματίσει ένα φύλακα , σ ένα αγρόκτημα που έμοιαζε μ αυτά στα γουέστερν τον είχαν εντοπίσει.

Το είχαν γράψει κι οι εφημερίδες, νύχτα τον είχαν κυκλώσει ένα κάρο αστυνομικά οχήματα, κοιμόταν αυτός, το πρωί είχε βγει να δει το μέρος, ένας βράχος κάθετος ορθώνονταν πίσω απ το ξύλινο σπιτάκι, ένα άλογο έβοσκε παραπέρα κάπως ανήσυχο, ένα ρυάκι κυλούσε ανάμεσα από κάτι πλατάνια, υπήρχε μια ένταση στην ατμόσφαιρα που την ένιωθε, αν είσαι καιρό στη παρανομία δεν χαλαρώνεις ποτέ, όμως σα να ήθελε να τελειώνει μ όλο αυτό, βγήκε με τα χέρια πίσω από το λαιμό σταυρωμένα , μια στιγμή μονάχα γύρισε να κοιτάξει τον κόκκινο ήλιο που ανέβαινε πίσω από κάτι βουνά μπορεί να μη τον ξαναέβλεπε για καιρό, παραδόθηκε αμαχητί στους αστυνόμους που ούρλιαζαν καχύποπτοι ότι ήταν κυκλωμένος από παντού.

Λέγανε ότι είχε κάνει χρόνια φυλακή, όλοι τον φοβούνταν εκεί μέσα, είχε κάτι το απρόσιτο, έκανε κουμάντο από ένα σημείο κι ύστερα, δυο Αλβανοί είχαν πάει να τον μαχαιρώσουν μ ένα μαχαιράκι αυτοσχέδιο αλλά την είχε γλυτώσει, βοηθούσε τους κακομοίρηδες εκεί μέσα που τους έκαναν τη ζωή πατίνι κάποια μούτρα, ύστερα βγήκε επιτέλους, ξαναγύρισε και στις πορείες αλλά δεν ήταν ο ίδιος.

Ξαπλωμένος στην άσφαλτο ο αστυνομικός έβλεπε το φίλο του να κυλιέται προσπαθώντας να σβήσει τη μανία της φωτιάς, το μπουφάν του είχε λιώσει, το πρόσωπο του καίγονταν, αυτός σχετικά την είχε βγάλει στον αφρό, αν η όψη του άλλου πάθαινε ζημιά θα χρειάζονταν ένα κάρο πλαστικές, η ζωή του θα καταστρέφονταν, και να φανταστείς ότι ο φίλος του ήταν ένα ανθρωπάκι ήσυχο με έξι παιδιά, θεοσεβούμενος, όπως σύρθηκε με κόπο κατά το μέρος του τον άκουγε να μουρμουρίζει ακατάπαυστα σαν μέσα σε παραλήρημα κάτι λόγια που έμοιαζαν με ψαλμούς, ''Εάν γαρ και πορευτώ εν μέσω σκιάς θανάτου ου φοβηθήσομαι ... και το έλεος σου καταδιώξει με πάσας τας ημέρας της ζωής μου!''

Από κείνο το χαμηλό ύψος έβλεπε κάτι σανδάλια γυναικείων ποδιών να πλησιάζουν, νύχια ποδιών βαμμένα σε χρώμα γαλάζιο, σειρήνες ούρλιαζαν, λάστιχα αυτοκινήτων στροβιλίζονταν, γρανάζια μηχανών βογκούσαν, ένα μηχανάκι σταμάτησε σ' ένα πεζοδρόμιο, κάποιος με αρβύλες βαριές που αντηχούσαν στο τσιμέντο έτρεξε κρατώντας ένα μεγάλο αδιάβροχο, πλησίασε τον φλεγόμενο αστυνόμο, τον τύλιξε γύρω γύρω πολλές φορές ,οι φλόγες έσβησαν ακαριαία, μονάχα μερικές πρόλαβαν να καψαλίσουν τη μακριά του γενειάδα ....

Σάββατο 21 Σεπτεμβρίου 2013

ΤΟ ΑΙΜΑ ΤΗΣ ΚΑΡΔΙΑΣ ΜΟΥ


''Πρέπει να χυθεί αίμα για να πάμε μπροστά, αλλιώς δε γίνεται τίποτα!'' λέει ένας στη παρέα  .

Δε ξέρω πως βρέθηκα μ ' όλους αυτούς, δυο έχουν κάνει διοικητές αστυνομίας σε μεγάλους νομούς, ένας είναι φιλοχουντικός, ''Βράζω μέσα μου...'' λέει, φοβάμαι μη κάνω κάτι που θα το μετανιώσω!'' μας μιλά αυτός για χάρτες εγκληματικότητας ανά την επικράτεια, υπάρχουν λέει περιοχές μελανές, στην δυτική Πελοπόννησο, στη Χαλκιδική, στη Κρήτη, άλλος δουλεύει στα γραφεία της χρυσής αυγής, του δίνουν στέγη και τροφή,'' Είμαστε πολύ στεναχωρημένοι μ' αυτόν που σκοτώθηκε'' λέει, φοβάται για τα ποσοστά τους.

Ένας παλιός συνδικαλιστής που τον ψήφιζαν και οι κομουνιστές μαζί μας, αυτός με πάει πολύ, δε ξέρω γιατί, ένας γέρος που τρέμουν τα χέρια του συνέχεια, είχε διωχτεί από τον ΟΤΕ όπου δούλευε στο πραξικόπημα του Ιωαννίδη το εβδομήντα τέσσερα.

Τον είχαν διατάξει να κόψει τα καλώδια των τηλεφώνων κάποιων προσώπων, δε μπορούσε να κάνει κι αλλιώς, αργότερα στη μεταπολίτευση κάποιος τον κάρφωσε, ''Και να φανταστείς... '' μας λέει ''...ότι εγώ τον είχα φέρει στον ΟΤΕ επειδή ήταν πατριώτης μου!''. Για μένα ξέρουν ότι ήμουν παλιά κομουνιστής, στο πανεπιστήμιο, δε ξέρω γιατί αλλά δεν τους ενοχλεί, ίσα ίσα τους φαίνεται ενδιαφέρον, με ρωτούν πως ήτανε, ένας ηλικιωμένος σε μια γωνιά που του λείπει ένας αντίχειρας χαμογελά μονάχα,πίνει νερό από ένα ποτήρι, δεν ανοίγει το στόμα του .

Στο μέρος όπου καθόμαστε κάτι καρέκλες άσπρες, πλαστικές, ένα μαρμάρινο πλακόστρωτο με κάτι προβολείς φυτεμένος, ένα μάρμαρο στη μέση στο χρώμα του νεφρίτη, ιστιοφόρα παραταγμένα σε μια προβλήτα με τα πανιά τους μαζεμένα, βράχοι λευκοί στοιβαγμένοι μέσα στη θάλασσα για να κόψουν τη μανία των κυμάτων όταν έρθει η καταιγίδα, η θάλασσα φαίνεται ανάμεσα από λεύκες και ευκαλύπτους, οι ακτίνες του ήλιου όπως τσακίζονται πάνω στο νερό σκορπούν ένα φως τριγύρω, στην άλλη θάλασσα, αυτή του ουρανού, αεροπλάνα σκίζουν τα σύννεφα περνώντας ανάμεσα τους, κορίτσια με ροζ φόρμες περνούν, κι άλλα με φανελάκια ιδρωμένα σταματούν σ ένα μαγαζί να πάρουν χυμούς και φρουτοσαλάτες.

Ένας από τους πρώην αστυνομικούς διοικητές μας λέει πως ήταν στο Κιλκίς, στο πέρασμα του Αξιού γίνεται πανικός, η κοίτη του ποταμού ορίζει μια κοιλάδα τριανταπέντε χιλιομέτρων απ όπου θέλουν να το σκάσουν όλοι οι οι μετανάστες της Αφρικής και του Πακιστάν για τη βόρεια Ευρώπη, οι αστυνομικοί τάχουν παίξει, δε ξέρουν τι να πρωτοφρουρήσουν, φοβούνται.

Ο Άλλος αστυνομικός διευθυντής μας λέει για ένα μπλόκο αγροτών όπου τον έστειλαν, χάος επικρατούσε, οι χωριάτες βρίζανε, κουβαλούσαν αγκωνάρια να κλείσουν το δρόμο, ένα αμάξι δεν είχε πάρει χαμπάρι κι έπεσε πάνω σ έναν απ αυτούς, ο δύστυχος σύρθηκε πολλά μέτρα στην άσφαλτο, τα χέρια του γέμισαν γυαλιά και πληγές, έτρεχε αίμα από παντού, ένας ντόπιος γιατρός είχε σπεύσει, τον γέμισε επιδέσμους, ο διοικητής ο δικός μου τα είχε δει όλα. Κι αυτός είναι φιλοχουντικός βέβαια,'' Τότε μονάχα υπήρχε τάξη!'' λέει, άμα του κάνω καμιά δύσκολη ερώτηση υψώνει τον τόνο της φωνής του, δε θα είχε πρόβλημα να μου κοπανήσει καμιά ανάποδη, άλλωστε έτσι έκανε στους υφισταμένους του, τους ρωτούσε αν ήθελαν ποινή ή σφαλιάρα φυσικά προτιμούσαν το δεύτερο.

Μια διαδήλωση ετοιμάζεται κάπου εκεί κοντά όπου είμαστε μεγάφωνα δονούν την ατμόσφαιρα, νιώθεις όλο το σώμα σου να πάλλεται από τους εκκωφαντικούς ήχους, κάτι κορίτσια με σκισμένα παντελόνια μπαίνουν μπροστά, κάτι σκύλοι αγριεύουν μ΄ όλο το σκηνικό, γαβγίζουν στον αέρα, δείχνουν τα δόντια τους, προσέχω κάποιον που περνά από κοντά μας, φορά τέσσερα δαχτυλίδια στο ένα χέρι κι άλλα τόσα στο άλλο ,ένα μενταγιόν σα μαχαιράκι μικρό κρέμεται στο στήθος του μαύρα γυαλιά φοράει.

Θυμάμαι τις φασαρίες που κάναμε κάποτε στο πανεπιστήμιο, τη μυρουδιά των δακρυγόνων, τους αναποδογυρισμένους κάδους, τα σκουπίδια πεταμένα στο οδόστρωμα , τα σπασμένα τζάμια των τραπεζών. Θυμάμαι τους καυγάδες που κάναμε με άλλες παρατάξεις, την έξαψη που έψαχναν κάποιοι, ζούσαν γι αυτό, τους άρεσε όλο το σκηνικό,διψούσαν γι αυτήν την έξαψη, είχα κι εγώ περιέργεια άλλα ύστερα ένιωθα αηδία, καθόμουν πάντα πίσω, θυμάμαι πρόσωπα αναψοκοκκινισμένα, παραμορφωμένα, συμπλέγματα σωμάτων, ανθρώπους να μεταμορφώνονται σε ζώα δείχνοντας τα κτηνώδη τους ένστικτα.

Το λόγο παίρνει ο γέρος με τον κομμένο αντίχειρα που δε μιλούσε όλη την ώρα, έχει κάτι το αξιαγάπητο και το ευπρόσιτο όπως μιλά με το γλυκό του τρόπο, αυτός ήταν στον εθνικό στρατό, ήταν παρών στη πολιορκία της Κόνιτσας απ τους αντάρτες, είχε δει καβαλάρηδες να έρχονται απ' την Αλβανία για ενίσχυση των ανταρτών που ήθελαν να σφάξουν τους φαντάρους.

Ήταν και στη πολιορκία της Νάουσας, φύλαγαν έναν αξιωματικό άρρωστο στο νοσοκομείο, οι κομουνιστές απειλούσαν να κάψουν το κτήριο, όταν τους είχαν καλέσει ήταν ψηλά από το Βέρμιο μέσα σε εικοσιπέντε λεπτά κατέβηκαν απ την κορυφή τρέχοντας μες τα ορεινά μονοπάτια . Ήταν σκοπευτής φοβερός, κυνηγούσε προτού καταταγεί εθελοντής, ούτε δεκάξι χρονών δεν ήταν τότε, σ έναν διεθνή διαγωνισμό που έγινε αργότερα μόνο ένας Ελβετός τον πέρασε με μια βολή παραπάνω εύστοχη, μια νάρκη του είχε φάει τον αντίχειρα πιο μετά, σε μια αψιμαχία ένα βλήμα είχε περάσει ξώφαλτσα από το πλευρό του αφήνοντας μια πληγή βαθιά, λίγο πιο μέσα να πήγαινε το καυτό μέταλλο θα είχε καρφωθεί στο σώμα του.

Το πενηνταπέντε είχε πάει στη Κύπρο, στα γεγονότα της ΕΟΚΑ με το Γρίβα, ''Ήταν εντελώς τρελός εκείνος!'' μας λέει, ''...από τους τριανταπέντε αξιωματικούς που είχαμε αποβιβαστεί στο νησί μονάχα οι τρεις γυρίσαμε ζωντανοί, όλοι όσοι πήγαν εκεί ήταν υποψήφιοι νεκροί!''

Τον κοιτάζω και σκέφτομαι πως είναι δυνατόν να έχεις περάσει όλα αυτά και να κοιμάσαι ήσυχος, πως γίνεται να έχεις πάρει μέρος σε τόσες μάχες και να χαμογελάς, πως γίνεται να έχεις σκοτώσει τόσο κόσμο και να μη σε βασανίζουν τύψεις;
 
Σα να διαβάζει τη σκέψη μου '' Ποτέ δεν είχα τύψεις και τέτοια πράγματα, ήταν δουλειά και καθήκον μου να σκοτώνω, έτσι είναι ο πόλεμος, προσπαθείς να φυλαχτείς από το κρύο, να στεγνώσεις το σώμα σου από τα νερά που σε έχουν μουσκέψει σαν περνάς ποτάμια και χειμάρρους, να βρεις κάτι να φας, να αποφύγεις τους αξιωματικούς που περιμένουν πίσω με το πιστόλι προτεταμένο στην περίπτωση που πας να το σκάσεις, να σκοτώσεις προτού σε σκοτώσουν, αυτό είναι όλο!

Μια φορά είμασταν σε μια πλαγιά,πίσω μας ένας κάμπος που τον λέγανε ''Της μηλιάς ο κάμπος, οι αντάρτες ήταν ψηλά κρυμμένοι ανάμεσα στις φτέρες, ήταν ένα πρωινό όνειρο, ο ήλιος έλαμπε πίσω όπως σήμερα , μια παραλία υπήρχε πίσω δεξιά, από ψηλά οι αντάρτες μας έβριζαν ''Κωλόπαιδα της Φρειδερίκης!'' κι άλλα τέτοια, σε μια στιγμή ένας απ αυτούς σηκώθηκε σα να μας αψηφούσε, στόχευσα, τον είδα καθαρά μέσα από τη διόπτρα, είχα μάτι γερό τότε και το χέρι μου δεν έτρεμε, τράβηξα τη σκανδάλη, τον ξάπλωσα κάτω σα να χτυπούσα μπεκάτσα, άκουσα ένα αχχ!!!! και τον είδα να σωριάζεται ανάμεσα στα χορτάρια, κάποιοι έτρεξαν κοντά του, οι φτέρες σείστηκαν, κανείς δε ξανασήκωσε κεφάλι.

Το είχα ξεχάσει ολότελα, το είχα σβήσει απ το μυαλό μου, μετά από πεντέξι χρόνια ξαναπήγαμε όλοι οι παλιοί λοκατζήδες ν αφήσουμε ένα στεφάνι, δε ξέρω πως ο δρόμος μ έβγαλε σ εκείνο το μέρος με τη πλαγιά και τις φτέρες, όλα ζωντάνεψαν στο μυαλό μου όπως είχαν συμβεί μόλις αντίκρισα το τοπίο .

Έναν γέρο πρόσεξα να κάθεται στην άμμο, πλησίασα, κάτι τραγουδούσε, '' Το αίμα της καρδιάς μου'', κάτι τέτοιο, ήταν πολύ λυπητερό, στενάχωρο πολύ, ένα κοριτσάκι ήταν καθισμένο στα γόνατα του πανέμορφο, ξανθό, '' Ε παππού τι τραγουδάς;!'' τον ρώτησα, '' 'Έρχομαικάθε χρόνο...'' μου είπε ''...εδωδά σκότωσαν το παιδί μου, σ εκείνη τη πλαγιά, είχαν έναν σκοπευτή άσσο , δεν άφηνε τίποτα όρθιο, αυτό είναι το παιδί του, έρχομαι εδώ κάθε χρόνο τέτοια εποχή''.

Το κοριτσάκι γύρισε κατά το μέρος μου, χαμογέλασα ένα σοκολατάκι είχα στη τσέπη μου, του τόδωσα, χαμογέλασα, το μικρό το πήρε, μου φίλησε το χέρι, ο γέρος άρχισε πάλι το τραγούδι, τα κύματα της θάλασσας έσκαγαν στην αμμουδιά, οι αχτίνες του ήλιου χτυπούσαν το νερό της θάλασσας, το κοριτσάκι ξετύλιγε σιγά- σιγά το σοκολατάκι, με κοίταζε χαρούμενο, ''Ευχαριστώ πολύ κύριε!''.

Δευτέρα 16 Σεπτεμβρίου 2013

ΔΑΚΤΥΛΙΟΙ ΤΟΥ ΚΡΟΝΟΥ

Αυτό το στικάκι μπορούσε να ήταν βόμβα, όταν το άνοιξε στον υπολογιστή κόντεψε να γκρεμιστεί απ τη καρέκλα του.

Είχε μέσα ονόματα γνωστά και άγνωστα, διευθύνσεις, ξενοδοχεία, και κάτι άλλα ακαταλαβίστικα σε μια γλώσσα που δεν έπιανε ίσως στα ρώσικα, στο περιθώριο μερικών ονομάτων υπήρχε σημειωμένη η φράση ''...με πιστόλι!''.

Η φίλη του που δούλευε σ' ένα υπουργείο του το είχε δώσει γιατί ήθελε να το ξεφορτωθεί, σε μια τσάντα παρατημένη το είχε βρει, κάποια γυναίκα είχε έρθει στο υπουργείο και την άφησε ποιος ξέρει γιατί, ίσως επίτηδες, η κοπέλα είχε ρίξει μια ματιά αφού κανένας δε τη ζητούσε, κι ύστερα την έδωσε σ έναν προϊστάμενο παίρνοντας πρώτα το στικάκι από περιέργεια ή γιατί της άρεσε το σχήμα και το χρώμα του, δεν είχε ξαναδεί τέτοιο μαραφέτι.

Αυτός δεν ήξερε τι να το κάνει , μπορεί να ήταν αυθεντικό, να μπορούσες να τα κονομήσεις, να το πουλήσεις για πολλά λεφτά σ εφημερίδες και κανάλια κι ιστοσελίδες, όλοι τρελαίνονται για συνωμοσίες και λίστες και σκοτεινά σχέδια εγκεφάλων υψηλά ιστάμενων και οργανισμών διεθνών που απεργάζονται το κακό. Σκέφτηκε να το πετάξει σε μια στιγμή, αν όμως όλα ήταν στημένα, αν τον παρακολουθούσε κάποιος και περίμενε να κάνει κάποια τέτοια κίνηση, κι αν τελικά άξιζε κάτι, γιατί να έχανε την ευκαιρία, τουλάχιστον θα μπορούσε να το ψάξει λιγάκι.

Όλη νύχτα δεν είχε κλείσει μάτι, κάπνιζε συνέχεια, ο τόπος όλος είχε γεμίσει στάχτες, στα γραφείο του υπήρχαν σημειώσεις και χαρτάκια παντού γιατί ξεχνούσε εύκολα, το μυαλό του σα να ήταν τρύπιο, δε συγκρατούσε τίποτα, ένα ποτήρι έσπασε δίχως να το πάρει χαμπάρι και γέμισε γυαλιά το πάτωμα, το στομάχι του ήταν σμπαράλια απ τους καφέδες, κάποια στιγμή νόμιζε ότι δεν μπορούσε ν ανοίξει τα δάχτυλα του όπως όταν παθαίνεις εγκεφαλικό, ύστερα τ άνοιξε ξανά και ξανά σα να τον ανακούφιζε που ήταν εντάξει, δε πήγαινε καλά, όλα αυτά ήταν παράνοια σκέτη, την αυγή που τον πήρε ο ύπνος τινάχτηκε ακούγοντας κάποιον να ψηλαφεί το πόμολο της κρεβατοκάμαρας του, σηκώθηκε ζαλισμένος κι αντίκρισε στο βάθος του διαδρόμου τον συγκάτοικο του να έρχεται από βραδινή έξοδο.

Μια φίλη του που είχε άκρες κανόνισε ένα ραντεβού με κάτι τύπους που ανακατεύονταν μ αυτά,''Πρόσεχε μονάχα,'' του είπε ''...αυτοί είναι μαφιόζοι, μην εμπιστεύεσαι κανέναν, καλύτερα να μη πας!''

Φοβόταν, που πήγαινε, τελικά τον νίκησε η περιέργεια, ίσως ήθελε και λίγο περιπέτεια, σ ένα στενό πλακόστρωτο βρέθηκε, κάτι κτίρια τσιμεντένια υψώνονταν κάθετα όπως στα έργα στο κινηματογράφο, μέσα στο ασανσέρ ήταν έτοιμος να φύγει, τελικά προχώρησε, ας γίνονταν ότι ήθελε, στο βάθος ενός διαδρόμου φαίνονταν μια ταμπέλα : '' ΚΡΟΝΟΣ- Ιδιωτικό γραφείο ερευνών!''

Δυο τύποι σα παλαιστές γεωργιανοί στέκονταν αριστερά και δεξιά της εισόδου, από αυτούς που μπορούν να σε σκοτώσουν κι ύστερα να πάνε για μπουγάτσα στο βαρδάρη, τα χέρια τους έμοιαζαν με φτυάρια, μια γροθιά τους μονάχα θα μπορούσε να τον διαλύσει, ένας φορούσε γυαλιά μαύρα με χρυσό σκελετό, ο άλλος είχε μια πληγή στο εσωτερικό μέρος της παλάμης και μια ουλή στο κάτω χείλος, τον σταμάτησαν και τον έψαξαν παντού, ήξερε ότι σ αυτές τις περιπτώσεις είσαι όσο πιο
χαλαρός και ήρεμος γίνεται για να μη τους αγριέψεις.

Μια αλυσίδα χοντρή κρέμονταν πάνω σένα έπιπλο, μια ξανθιά όμορφη με μαλλιά φρεσκολουσμένα κάθονταν σε μια γωνιά κοιτάζοντας το πρόσωπο της σ ένα καθρεφτάκι, μόλις μπήκε αυτός τον έκοψε από πάνω μέχρι κάτω, ο τύπος που έκανε κουμάντο εκεί πέρα ήταν ένας αντιπαθητικός μαυριδερός με τους γιακάδες του μπουφάν σηκωμένους, καθόταν μπροστά σένα τραπέζι μ ένα ποτήρι γεμάτο ποτό μπροστά του, σε μια στάση προκλητική κι ερειστική, τα χέρια στις τσέπες, το βλέφαρο ενός απ τα μάτια του έμοιαζε να τρεμοπαίζει νευρικά, δίπλα του καθόταν ένας Κινέζος μ ένα κοστούμι φαρδύ, τι στο διάβολο γύρευε αυτός εκεί, που κολλούσε ! .

Του έκανε μερικές ερωτήσεις, όχι ουσιαστικές, πιο πολύ σα να τον ψάρευε, πρόσεχε τις συσπάσεις στο πρόσωπο του, το σώμα του και το χρώμα της φωνής του, σε μια στιγμή τον κοίταξε βαθιά μέσα στα μάτια μ έναν τρόπο που έδειχνε ότι το είχε κάνει χιλιάδες φορές στο παρελθόν, σα να έψαχνε βαθιά μέσα στη ψυχή του να βρει τι υπήρχε μέχρι το πιο απώτατο σημείο της, ένιωσε εκείνο το επίμονο βλέμμα να τον κόβει στη μέση.

Κανόνισαν ένα ακόμα ραντεβού κάπου έξω απ τη πόλη, βγήκε από κείνο το κτήριο κατατρομαγμένος, που είχε μπλέξει, αναθεμάτιζε την ώρα που έπεσε εκείνο το φλασάκι στα χέρια του, κάτι κάδοι είχαν αραδιαστεί σ ένα μέρος και του έκλειναν το δρόμο σα να τους είχε βάλει κάποιος επίτηδες, ένας αέρας που φυσούσε όλο το απόγευμα είχε μαζέψει φύλλα και χαρτιά κι άλλα παράξενα αντικείμενα σε μια γωνιά, ένας γάτος με μάτια μαύρου πάνθηρα ξεπρόβαλε από κάπου, ένας τοίχος στο στενό ήταν σκεπασμένος από μια αφίσα τεράστια που έδειχνε κάτι δέντρα πράσινα πανύψηλα να ρίχνουν τη σκιά τους σ ένα δάσος πράσινο, μερικά νυχτολούλουδα σ' ένα παρτέρι άνοιγαν τα πέταλα τους στα σκοτεινά σα να μην ήθελαν να να τα δει κανένας .

Κάποιος κοιμόταν σ ένα αμάξι έχοντας ρίξει πίσω το κάθισμα, χαλάρωσε λίγο, όλο το σώμα του ήταν σε υπερένταση, στάθηκε μια στιγμή σε μια βιτρίνα να χαζέψει τις τηλεοράσεις υψηλής ευκρίνειας, όλες έδειχναν έναν ουρανό διαυγή κάπου σε μια έρημο με άμμο που χρύσιζε, κάτι κάκτοι αγκαθωτοί, κάτι δέντρα ξερά, ένας ουρανός σε χρώμα μαβί, κομήτες έπεφταν αβέρτα- κουβέρτα από παντού σα σφαίρες που αυλακώνουν το στερέωμα.

Ύστερα κάτι πλανήτες φαίνονταν στις οθόνες, ο Κρόνος ο ομορφότερος πλανήτης με τα χρωματιστά υπέροχα του δαχτυλίδια που αποτελούνται λέει από παγοκρυστάλλους και θραύσματα πλανητών κι οργανικές ενώσεις που φτάνουν μέχρι εκεί από εκρήξεις δορυφόρων, κάποιος είχε προσέξει χάσματα χαοτικά σ αυτούς τους δακτυλίους μ ένα τηλεσκόπιο τρέχα γύρευε από τι κοσμικές εκρήξεις σχηματίστηκαν, κι ο Ποσειδώνας ,ο γαλάζιος παγωμένος πλανήτης, κι ο Δίας, αυτό το τέρας με την απίστευτη έλξη που ασκεί στο σύμπαν, όπως ήταν αφηρημένος το κινητό του χτύπησε στη τσέπη τόφερε στο αυτί, μια φωνή βαθιά με μια προφορά ξενική είπε , ''Συγνώμη λάθος!''

Το ραντεβού είχε δοθεί σε μια μάντρα με οικοδομικά υλικά, λόφοι από άμμο και χαλίκια υπήρχαν εκεί, στοίβες από σακιά τσιμέντου, σκόνη παντού, ένας σκύλος σήκωνε το κεφάλι κι αλυχτούσε σα να αποκρίνονταν σε κάποιο κάλεσμα που άκουγε μονάχα αυτός.

Ήρθαν οι τύποι όπως τους θυμόταν, ίσως ακόμα πιο χαλαροί, σα να πήγαιναν εκδρομή, όχι όλοι, έλειπε η ξανθιά κι ο Κινέζος, ήταν μονάχα οι δυο παλαιστές κι ο άλλος, ο μαυριδερός, ένας απ τους παλαιστές ήταν γεμάτος αίματα στο πρόσωπο σα να είχε σφαχτεί στο ξύρισμα, ο άλλος είχε μια οδοντογλυφίδα στα δόντια και μουρμούριζε μονότονα, βαριά μια λέξη ''Ωραίος! Ωραίος!

Δυο χέρια σα φτυάρια τον άρπαξαν απ το σβέρκο, κάποιο τον έπιασε τόσο δυνατά που του ξερίζωσε τα μαλλιά σ ένα σημείο, σ ένα αμάξι τον βάλανε, οι δυο ντουλάπες καθίσανε δεξιά κι αριστερά του, πρόλαβε να δει κάτι βράχους κάθετους σε μια στροφή του δρόμου και μια καρτούλα πεταμένη στο πάτωμα του αυτοκινήτου που έδειχνε σε μια γωνιά έναν πλανήτη με τους χρωματιστούς δακτυλίους του ...




Πέμπτη 12 Σεπτεμβρίου 2013

ΛΙΠ ΓΚΛΟΣ ΒΕΡΙΚΟΚΟΥ

Έβγαλαν τα ρούχα τους και βούτηξαν στο νερό, ένιωθε μια φοβερή λαχτάρα γι αυτήν, μέσα στη θάλασσα έτρεμε ολόκληρος όπως την αγκάλιαζε, δεν του είχε ξανασυμβεί κάτι τέτοιο ποτέ πριν.

Τα βρεγμένα μαλλιά της έπεφταν σα δαχτυλίδια στους ώμους της, η επιδερμίδα της ήταν τόσο απαλή που νόμιζε ότι μπορούσε να βυθίσει το δάχτυλο του μέσα της, την είχε δει πολλές φορές ν΄ απλώνει πάνω της ένα εκχύλισμα αλόης που εμπόδιζε την απώλεια της φυσικής υγρασίας , αυτή τύλιγε τα μπράτσα της στο λαιμό του, τα χείλη της είχαν μια γεύση βερίκοκου απ' το λιπ - γκλος ίσως, κάτι φακίδες καφετιές κάτω απ τα μάτια της, η αναπνοή του γίνονταν ολοένα και πιο γρήγορη, μια χημική αντίδραση σα να συνέβαινε μέσα του, σα να ανατινάζονταν κάτι εντός του, ''Γιατί μου μίλησες έτσι χτες;'' της είπε, ''... γιατί δεν ήρθες να βγούμε, αφού ξέρεις μπορώ να κάνω ότι θες, ότι μου ζητήσεις!''.

Στο μέρος όπου κολυμπούσαν ένα ναυάγιο είχε εξωκείλει κάποτε, φαίνονταν ο σκελετός του καραβιού που είχε ριχτεί σε κάτι βράχια σα να σκαρφάλωσε απάνω τους . Λέγανε ότι ένας ντόπιος είχε βρει το χρηματοκιβώτιο του κι είχε γίνει πλούσιος αλλά δεν το χάρηκε γιατί αργότερα πέθανε ο γιος του πέφτοντας σε μια χαράδρα με τ' αμάξι του. Γλάροι έφευγαν με φόρα σε μια κατεύθυνση παρασυρμένοι απ τον άνεμο, μια σαύρα με λωρίδες πράσινες στη ράχη της λιάζονταν πάνω σε μια πέτρα , τα κύματα έμοιαζαν να κυλούν αέναα κατά το νοτιά, κάτι δέντρα φιστικιάς είχε φυτέψει κάποιος, ένα χωράφι με τριφύλλι καταπράσινο απλώνονταν σε μια πλαγιά, τα φύλα μιας κουμαριάς γυάλιζαν στο απομεσήμερο, ο καιρός ήταν μαλακός, η εποχή εκείνη που τη λένε καλοκαίρι ινδιάνικο.

Κανονικά θάπρεπε να ήταν ευτυχισμένος αλλά μια θλίψη τον είχε καταβάλει, δε μπορούσε να καταλάβει πως σκέφτονταν αυτή, δε μπορούσε να τη διαβάσει, δεν ήταν σίγουρος, είχε ακούσει για κάποιους που αντιλαμβάνονται τους ανθρώπους, μπορούν να τους οσμιστούν από μακριά, πως στο διάβολο το κάνουν αυτό, μακάρι να μπορούσε κι αυτός, πόσο το χρειαζόταν κάτι τέτοιο, να βεβαιωθεί ότι κι αυτή τον νοιάζονταν λιγάκι, δεν τούλεγε πολλά, μονάχα ρωτούσε όλη την ώρα, ήταν κρυψίνους, υποψιάζονταν μια σκοτεινή της πλευρά αλλά δεν ήθελε να το πιστέψει, τα κρατούσε όλα μέσα της, ώρες - ώρες ήταν τόσο θερμή κι άλλοτε έμοιαζε να μη τη νοιάζει, δε μπορούσε να την καταλάβει, δεν έβγαζες άκρη.

Ήταν ερωτευμένος μαζί της κι υποτίθεται ότι αυτό ήταν όμορφο, όμως εκείνη η θλίψη και η αγωνία δεν έλεγαν να τον αφήσουν, είχε ανάγκη να ξεχαστεί με κάποιο τρόπο, θα ήθελε να πιει και να μεθύσει για να τα ξεχάσει όλα, βγήκε μια βόλτα στη πόλη, όπως διέσχιζε έναν δρόμο κεντρικό σκόνταψε σ' ένα αυλάκι που είχε σχηματιστεί απ΄ την καθίζηση της ασφάλτου, παρά λίγο γκρεμιστεί εκεί μέσα.

Γυναίκες με τακούνια ψηλά, παντελόνια σκισμένα, μπλούζες με μοτίβα γεωμετρικά, έβγαιναν από ένα μαγαζί, ένα κόσμημα σαν έντομο με φτερά γαλάζια και πράσινα σέρνονταν στο ρούχο μιας απ αυτές, μια υγρασία πνιγηρή πλανιόταν στην ατμόσφαιρα, κάτι κόκκινα και κίτρινα λεωφορεία πέρασαν σε μια στιγμή, δεν τα είχε ξαναδεί, ''Μήπως είμαι σ άλλη πόλη;'' αναρωτήθηκε από μέσα του.

  Φώτα υπήρχαν δεξιά κι αριστερά, αμάξια ατέλειωτα, άνθρωποι ιδρωμένοι, γυναίκες δεμένες μες τα οχηματάκια τους , άνθρωποι του είδους homo erectus κινούνταν βάζοντας μπροστά το ένα πόδι , μια θάλασσα από ταξί σε μια ευθεία αραδιασμένα, κάποιος που φαίνονταν χαμένος εντελώς με την απόγνωση ζωγραφισμένη στο πρόσωπο του μια διεύθυνση έψαχνε, σταμάτησε να τον βοηθήσει, ένα βατραχάκι πράσινο όπως αυτά που κολυμπούν στις λίμνες της ζούγκλας πήδηξε από ένα πάρκο κοντινό , κάπου είχε ακούσει ότι αυτό ήταν καλό σημάδι, ήθελε να πιαστεί απ το παραμικρό.

Η φαντασία του κάλπαζε αχαλίνωτη, έκανε τις πιο τρελές σκέψεις, νόμιζε ότι έβλεπε παντού στη πόλη το αυτοκίνητο της, σταματούσε να ελέγξει τον αριθμό, τον είχε πιάσει μια εμμονή, μια φίλη του ήρθε να τον δει κι όπως την αντίκρισε απ την άλλη πλευρά του δωματίου νόμιζε ότι ήταν εκείνη.

Θυμήθηκε μια ιστορία για κάποιον που δεν άντεξε κι έπεσε από ένα παράθυρο σ' ένα στενό λίγο πιο κάτω απ το σπίτι του, εκείνος ο τύπος είχε μια ψύχωση τέτοια με κάποια γυναίκα , είχε μαζέψει συγγενείς και φίλους, πριν πέσει στο κενό , σε μια καφετέρια, τους είχε κεράσει όλους σα να τους αποχαιρετούσε, οι γονείς του έχτισαν το καταραμένο παράθυρο απ όπου είχε βουτήξει, μπορούσες να το δεις άμα περνούσες από κείνο το κατηφορικό στενό.

Ένα βράδυ είχε την αίσθηση ότι άκουγε το σύρσιμο απ τα πόδια της, είχε αναστατωθεί, σηκώθηκε απ το κρεβάτι κι ήταν μούσκεμα στον ιδρώτα, το στόμα του είχε στεγνώσει ολότελα, ήταν βέβαιος ότι κυκλοφορούσε στο σπίτι μέσα, έπαιρνε όρκο, άρχισε να ψάχνει στις ντουλάπες, πίσω απ τις πόρτες, κάτω απ τους καναπέδες, δε μπορούσε να κοιμηθεί, να ησυχάσει, από τα ανοιχτά παράθυρα ακούγονταν κρότοι, φωνές, μια φορά του φάνηκε ότι άκουσε έναν πυροβολισμό, βγήκε στο μπαλκόνι να δει τι γίνεται, μια γάτα περπατούσε στην άκρη του μπαλκονιού ισορροπώντας πάνω στο κάγκελο.

Άνοιξε το κινητό του, μια φωτογραφία της είχε όπου αυτή κοιμότανε κι ήταν σα να χαμογελούσε μ έναν τρόπο που τον τρέλαινε, τι να περνούσε απ το μυαλό της , πως μπορούσε να ήταν τόσο ήρεμη όταν αυτός τρελαίνονταν, με τα πολλά τον πήρε ο ύπνος, όνειρα έβλεπε ανάκατα με αναμνήσεις που είχε ξεχάσει όλότελα επανέρχονταν στη μνήμη του ποιος ξέρει από πια δύναμη ωθούμενες, ένα βιβλίο που είχε φέρει ο πατέρας του απ το Άγιο Όρος στριφογυρνούσε στο μυαλό του, έδειχνε τη Βηρσαβεέ να λούζεται στον εξώστη και να δεις που του θύμιζε τη δικιά του, με τα δαχτυλίδια στα μαλλιά και την άσπρη επιδερμίδα, το είχε ξεχάσει κείνο το βιβλίο, κάπου το είχε δει πρόσφατα, με τις λιθογραφίες του Ντορέ όπου ο Σαμψών γκρεμίζει τις κολώνες.

Κάποιοι έκοβαν πελώριους κέδρους του Λιβάνου σε κείνες τις εικόνες για να χτίσουν το ναό του Σολόμωντα , δυο γυναίκες φυγάδευαν κάποιον μ' ένα σκοινί κάτω απ τα τείχη μιας πόλης , ένας άγγελος μ ένα σπαθί σαν το κεραυνό του Δία εξολόθρευε το αντίπαλο στρατόπεδο θερίζοντας κεφάλια , μια βροχή από λιθάρια έπεφτε πάνω σε κάποιους . άγγελοι έκλειναν με πάταγο μια πόρτα συντρίβοντας εισβολείς σαστισμένους που βρίσκονταν πίσω της, μερικοί χεροδύναμοι κουβαλούσαν σταφύλια τεράστια από ένα μέρος όπου έρεε μέλι και γάλα.

Κι ύστερα άλλες αναμνήσεις ανέβαιναν στην επιφάνεια, ένα παιδί γυρνούσε από μια εκκλησία διασχίζοντας ένα ελικοειδές μονοπάτι σα λαβύρινθο, από ένα δέντρο έκοβε κάτι φύλλα δάφνης, ένα ψάρι ασημένιο ετοίμαζε η μάνα του στο φούρνο,το παιδί ήταν ευτυχισμένο και χαρούμενο, ένα παράθυρο στη πίσω πλευρά του παλιού τους σπιτιού , από κει μπορούσες να δεις μια αυλή γειτονική μ έναν αυλόγυρο τεράστιο, κάτι στέγες από σχιστόλιθο και λαμαρίνες, πουλιά πετούσαν ψηλά, ο ουρανός ήταν σκούρος όπως είναι το χειμώνα, εικόνες από ένα σχολείο του έρχονταν, νερό έτρεχε σ ένα αυλάκι, σφενδάμια φύτρωναν απέναντι σε μια αλάνα, ένα σιδεράδικο, κάτι γιαπιά, μια βερικοκιά υπήρχε στην αυλή , ένα φρούτο έκοψε σε χρώμα πορτοκαλοκίτρινο με κηλίδες πανω στη λέια φλούδα σαν τις φακίδες σ ένα πρόσωπο, δοκίμασε τον καρπό, μια γεύση κάτι του θύμιζε, δυο χείλη σαρκώδη τον άγγιζαν κι ήθελε αν ήταν δυνατό να τα δαγκώσει, να τα γευτεί, να σβήσει τη δίψα του!






Κυριακή 8 Σεπτεμβρίου 2013

ΟΙ ΚΕΡΑΣΙΕΣ ΤΟΥ ΒΑΣΙΛΙΑ

΄΄Αγόρι μου εγώ μόνο φυσικά αποσμητικά βάζω στο σώμα μου!'' είπε η φαρμακοποιός όταν της ζήτησα να μου συστήσει κάποιο , ήταν από κείνες τις γυναίκες που εκπέμπουν μια έλξη, μια ζεστασιά, θες να τις αγγίξεις, να τις χαϊδέψεις, αποπνέουν μια αύρα θετική που σε χαλαρώνει, τριγύρω προϊόντα φυσικά, ορυκτοί κρύσταλλοι αλατιού με άρωμα ωκεανού, εκχυλίσματα γκράμπμερι για δροσερό χαμόγελο, χυμοί από βασιλικές κερασιές της Γερμανίας, κι άλλοι από άγρια μούρα δυτικής Ευρώπης, ένα μανιτάρι απ τη Κίνα που το λένε το βότανο της αθανασίας, κάτι άλλοι κρύσταλλοι διακοσμητικοί που έχουν εγκλωβίσει μέσα τους έντομα, έναν σκαραβαίο απ την έρημο της Αραβίας, έναν σκορπιό γιγάντιο απ την Ινδονησία, ένα σκαθάρι χρυσαφένιο απ την Μογγολία.

Μια κιθάρα κρέμεται στο τοίχο,  ο άντρας της φαρμακοποιού την έχει φτιάξει, ένα βερνίκι έχει απλώσει πάνω στο ξύλο κάνοντας τα νερά και τις ραβδώσεις να φαίνονται σα κυματισμοί που ρέουν , μια αλυσίδα κρέμεται πάνω από κάτι βότσαλα της θάλασσας, μια γυναίκα κάθεται νωχελικά και περιμένει σε μια άκρη, άσπροι μηροί προβάλουν μέσα απ το σκίσιμο της φούστας της, ένα εξώπλατο στο χρώμα του χώματος φοράει, μια γιαγιά με πόδια σακατεμένα περιμένει τη σειρά της, τη ξέρω αυτή  , της έχω κουβαλήσει τα ψώνια άπειρες φορές, ''Τι κάνεις μωρό μου;'' με ρωτά γλυκά , η φαρμακοποιός στρέφεται προς εμένα '' Ο μικρός σε περιμένει απάνω'', φεύγω από κει κοιτάζοντας μια αφίσα με πράσινες φυτείες τσαγιού απλωμένες στις παραδεισένιες αναβαθμίδες κάποιου λόφου.

Το παιδί , ένα δεκαπεντάχρονο αγόρι πολύ όμορφο με τα γυαλιστερά μάτια της μάνας του,  έχει ταλέντο τρομερό στο γράψιμο, μια ιστορία τρόμου του έχω ζητήσει να γράψει,  ο πιτσιρικάς είναι μάστορας, θα μπορούσε να εξελιχθεί πολύ αν το δούλευε, δεν έχω ξαναδεί τέτοια περίπτωση , ιδέες πετάγονται απ το κεφάλι του συνέχεια, έχω πάθει πλάκα μαζί του μιλάμε, όλο θρίλερ βλέπει άλλωστε δε μπορεί να κλείσει μάτι όλη νύχτα, ζητά απ τη μάνα του να του μιλά όλη την ώρα για να μη φοβάται, ''Φέρε κάνα χυμό να πιούμε προτού αρχίσουμε'', του λέω,  ανοίγω το τετράδιο, κάτι όμορφα γράμματα σαν κοριτσίστικα, κάπως έτσι πήγαινε η ιστορία που έγραψε άμα θυμάμαι καλά:

'' Είναι η πρώτη φορά που λέω αυτή την ιστορία κι αν θέλετε τη πιστεύετε, ένα παιδί όπως περπατούσε στο σπίτι του μια μέρα σκόνταψε σ΄ ένα χαλί, ό πήγε να το βάλει στη θέση του  και είδε μια καταπακτή κρυμμένη,  κλειδωμένη με κάτι μάνταλα σκουριασμένα, δοκίμασε να την ανοίξει,  ήταν αδύνατο,  δε σηκώνονταν με τίποτα, φώναξε και κάτι άλλα παιδιά κι όλοι μαζί τη σήκωσαν με κόπο,  οι σάπιοι μεντεσέδες έτριζαν και τσίριζαν, άναψαν ένα φακό, τον έδεσαν σ ένα σκοινί και τον πέταξαν εκεί μέσα αλλά το μέρος εκείνο δε φαίνονταν να έχει πάτο,  πήγαινε όλο και πιο βαθιά,  όλο και πιο κάτω σε μια άβυσσο .

Δοκίμασαν να κατέβουν από κάτι σκάλες που υπήρχαν σε μια μεριά, κατέβηκαν σ ένα τούνελ που έμοιαζε με σπηλιά, την ώρα που προσπαθούσαν να δουν κατά που θα πάνε ξαφνικά ένας αέρας έκλεισε με πάταγο τη   καταπακτή πίσω τους,  ένιωσαν τα σώματα τους να μουδιάζουν απ το φόβο, πάνω στο χώμα υπήρχαν ίχνη από πατημασιές, ψίθυροι αδιόρατοι σφύριζαν όλη την ώρα στα αυτιά τους,  είχαν την εντύπωση ότι μάτια μες το σκοτάδι παρακολουθούσαν κάθε τους κίνηση.

  Σ'  ένα σημείο κάποιος παραπάτησε σκόνταψε κι έπεσε σ ένα χαντάκι που έμοιαζε να τον ρουφά και να τον καταπίνει, είδαν κι έπαθαν να τον βγάλουν από κει, όταν σήκωσαν το κεφάλι ρίχνοντας φως μπροστά τους με το φακό ένας τοίχος πελώριος υψώνονταν, το σχέδιο ενός βασιλιά με μια κορώνα, τυφλού στο ένα μάτι,  ήταν σκαλισμένο  μαζί με κάτι γράμματα σε μια γλώσσα ακατάληπτη, σα γρίφοι παράξενοι κι αινίγματα που έγραψε κάποιος κάποτε, τι να σήμαιναν άραγε εκείνες οι λέξεις, δεν ήξεραν τι να κάνουν όταν άκουσαν ένα γέλιο εφιαλτικό μαζί με τον ήχο μιας καμπάνας, τύμπανα χτυπούσαν ρυθμικά, στράφηκαν σε μια κατεύθυνση κι αντίκρισαν ένα θέαμα που τους πάγωσε το αίμα στις φλέβες.

Ένας τύπος σκοτεινός με μάτια γεμάτα ψυχρότητα και κακία, καθισμένος σε μια πέτρα στρογγυλή, ξεφύλλιζε κατάστιχα, έσκιζε σελίδες, μουτζούρωνε κάτι, γρύλιζε δυσαρεστημένος, ένα ραβδί βαστούσε στο χέρι του, μερικά κεριά έφεγγαν στυλωμένα κάπου, έδινε εντολές με νεύματα και λόγια συνθηματικά σε πλάσματα περίεργα που είχαν μαζευτεί τριγύρω , σε μια γυναίκα μ ένα τραύμα στο πόδι που φορούσε κάτι σανδάλια με λουράκια σα φίδια έλεγε ''Εσύ θα πας να ρίξεις ένα παιδάκι απ το παράθυρο της τουαλέτας εκείνου του κτηρίου!'', σε μια άλλη, άσπρη και χλωμή σα να την είχανε βάψει με γύψο είπε'' Εσύ θα πας να ρίξεις στη θάλασσα το άλλο το κοριτσάκι που το κουνά για να το αποκοιμίσει η μάνα του την ώρα που δε θα βλέπει κι όσο κι αν κλαίει δε θα πας να το βγάλεις,  κατάλαβες!'' , κι άλλες τέτοιες εντολές έδινε σε πλάσματα αλλόκοτα, σ έναν με μια γενειάδα που σκέπαζε το στήθος του ολόκληρο ''Εσύ θα πας στα σφαγεία όπως πάντα να κάνεις αυτό που ξέρεις!''.

Κι άλλες διαταγές εξαπέλυε δεξιά κι αριστερά με ταχύτητα διαβολική, προστάζοντας έναν βλογιοκομμένο,  κι έναν άλλον με σημάδια κόκκινα γύρω απ το λαιμό σα να είχε δοκιμάσει να κρεμαστεί κάποτε, αυτός ήταν ο πιο τρομαχτικός απ όλους , και σ έναν άλλο που ήταν κοντά εκεί μ ένα τσεκούρι καρφωμένο στο μπανταρισμένο κεφάλι σα να είχε τρακάρει με κανέναν πέλεκυ, ένας άλλος με το θώρακα τρυπημένο από βέλη που τον είχαν διαπεράσει πέρα ως πέρα στέκονταν ακίνητος , ένας κόκορας μαύρος σουλατσάριζε τριγύρω φουσκώνοντας τα στιλπνά φτερά του και τότε τους φάνηκε ότι ο αρχηγός των ξωτικών σα να έστρεψε το βλέμμα του απάνω τους κι όλο   το φυλλοκάρδι τους ανατρίχιασε.

''Παναγία μου φύλαξε μας απ αυτόν το σατανά !'' ψιθύρισε ένα κοριτσάκι απ τη παρέα, δοκίμασαν ν απομακρυνθούν από κείνο το εφιαλτικό μέρος, δεν είχαν προλάβει να κάνουν μερικά βήματα όταν ακούστηκε μια έκρηξη τρομαχτική, κόντεψε να τους κουφάνει εντελώς, έπεσαν με τα μούτρα στο έδαφος, μια λάμψη κατακόκκινη φώτισε το χώρο κι η ακτινοβολία τους στράβωσε, η γη από κάτω τους έμοιαζε να κοχλάζει, ήταν έτοιμη ν ανοίξει και να τους καταπιεί για πάντα μεσα σε μια μάυρη τρύπα , βράχοι ξεκολλούσαν από τα τοιχώματα της στοάς, ήταν σαν ο ίδιος ο θεός του κάτω κόσμου να είχε αμολήσει την οργή του καταπάνω τους .

Έπρεπε να βγουν κάπως από κει μέσα οπωσδήποτε, όπως τρέχανε σαν αλλοπαρμένοι τους φάνηκε ότι υπήρχε μια έξοδος κάπου μακριά, έβαλαν όλη τη δύναμη που τους είχε απομείνει να προλάβουν, όταν έφτασαν κοντά στο στόμιο που έβγαζε στον πάνω κόσμο ένα αγόρι πήρε στην αγκαλιά του ένα κορίτσι που φοβούνταν κι έτρεμε, όλοι μαζί κατρακύλησαν φύρδην μίγδην σε μια πλαγιά κακοτράχαλη,  ένιωθαν σα να σέρνονται πάνω σε μια στοίβα από κόκαλα που είχαν πετάξει κατά καιρούς από κείνη τη πλαγιά κάποιοι,  καταπληγώθηκαν,  πονούσαν παντού στα σώματα τους .
Για λίγα λεπτά ήταν σα ζαλισμένοι,  που στο διάβολο είχαν βρεθεί, ένα ποταμάκι με νερό θολό κυλούσε, μια γέφυρα περνούσε από πάνω του, μια βρύση βρήκαν να πλυθούν απ τη σκόνη, είχαν την αίσθηση ότι κάποιος τους περίμενε σ εκείνο το μυστήριο μέρος, ένας χοντρούλης με μια μπλούζα φωσφοριζέ τράβηξε μπροστά,  ένα σμπαραλιασμένο καρτοτηλέφωνο  βρήκανε, κάποιος είχε μια κάρτα δοκίμασαν να πάρουν ένα νούμερο αλλά η γραμμή σα να βούιζε ασταμάτητα, παράτησαν γρήγορα τη προσπάθεια, από κάπου ξεπρόβαλε  ένας σκύλος βλοσυρός, ούτε γάβγιζε ούτε τίποτα μονάχα τους κοίταζε εξεταστικά σαν άνθρωπος, ένας ήχος απειλητικός σα να τους πλησίαζε ολοένα, ''Παιδιά το ακούτε αυτό!'' είπε το κοριτσάκι.. .

Ένα αεράκι καθαρό φυσούσε στα πρόσωπά τους, είχαν χάσει την αίσθηση του χώρου και του χρόνου, σα να βρίσκονταν σ ένα κόσμο διαφορετικό, ένα οροπέδιο σχηματίζονταν στον ορίζοντα, μια κολόνα με μια λάμπα σπασμένη, κάτι δέντρα μοναχικά, γυμνά, απόκοσμα, κοντά σ ένα χωματόδρομο μια ταμπέλα ξέθωρη ενός ξενοδοχείου φαίνονταν στην ερημιά, ένα σύννεφο έκρυβε το φεγγάρι,  τα μάτια τους συνήθισαν σιγά σιγά στο λιγοστό φως,  ένα μικρό διάβασε στο ιμίφως ''ΚΑΛΩΣ ΗΡΘΑΤΕ ΣΤΙΣ ΚΕΡΑΣΙΕΣ ΤΟΥ ΒΑΣΙΛΙΑ!''

.



Τρίτη 3 Σεπτεμβρίου 2013

ΠΡΑΣΙΝΟ ΤΟΥ ΜΟΣΧΟΛΕΜΟΝΟΥ

''I saw her on the cover of a magazine...''

Kraftwerk ''The model''

Ήταν ανάγκη να πέσει πάνω του, τον απόφευγε εδώ και καιρό, οι φίλες της το είχαν καταλάβει και τη δούλευαν, προσπαθούσε να περνά απαρατήρητη, έκανε ότι μπορούσε αλλά κάποιος είχε βάλει μια κορδέλα κόκκινη στις σκάλες του κτηρίου εκείνου κι έπρεπε να πάρει το ασανσέρ μαζί του.

Μπήκε μέσα με το κεφάλι σκυμμένο γεμάτη αμηχανία, φορούσε ένα φουστάνι με μοβ λουλουδάκια κι ένα τζιν ξέθωρο με σκισμένα μανίκια, η κόρη της είχε φαγωθεί το πρωί ''Μαμά τα ρούχα σου μοιάζουν με τις πιτζάμες της βασίλισσας, άλλαξε λίγο!!'', της είχε βάψει και τα νύχια των ποδιών σε χρώμα διαφορετικό το καθένα, ντρέπονταν, δεν της άρεσε να νιώθει στριμωγμένη, δε μπορούσε να κρύψει την αμηχανία της, αποσυντονίζονταν εντελώς όταν τη πλησίαζε, ήταν ανάγκη να πέσει απάνω του!

Της την έσπαγε η σιγουριά , το αλαζονικά του χαμόγελο κι εκείνη η ειρωνεία του μερικές φορές, μια φίλη που τον ήξερε καιρό τον είχε φέρει στη παρέα τους, δε μιλούσε πολύ ενώ αυτές δε σταματούσαν να κακαρίζουν, έλεγε λίγες κουβέντες σα να τις είχε σκεφτεί κι ετοιμάσει από πριν, κι όλο περνούσε τα χέρια του μες τα μαλλιά του σα να τον βασάνιζε κάτι, οι φίλες της λέγανε ότι δεν υπήρχε γυναίκα στον κόσμο που θα μπορούσε να τον παρασύρει δίχως τη θέληση του .

Όλες οι χειρονομίες του έδειχναν ανυπόκριτες, της την έδινε η αυτοπεποίθηση του , αυτή ήθελε να ταλαντευτεί διακόσιες φορές προτού πάρει μιαν απόφαση, δε μπορούσε να καταλάβει πως γίνονταν, πως τόκανε αυτός κι ήταν τόσο σίγουρος, μερικές φορές τον έβλεπε ν' αμφιβάλει για λίγο αλλά να που το ξανάβρισκε αμέσως με κάποιον τρόπο, είχε τον αέρα εκείνο, σα να αντλούσε δύναμη από κάποιο πηγάδι γεμάτο ενέργεια κι αυτοπεποίθηση κι αυτό ήταν απίστευτα γοητευτικό, επανακτούσε τον έλεγχο ξανά, έδειχνε να τα παίρνει όλα σοβαρά, αυτό ακριβώς όμως της έλειπε, να μπορεί να παίρνει αποφάσεις γρήγορα, χωρίς να διστάζει τόσο, κι ύστερα δε μπορεί να ήταν τόσο τέλειος, τόσο άψογος, κάτι θα του έλειπε, κάτι θα μπορούσε να του δώσει κι αυτή, κάτι θα είχε προσέξει απάνω της, αλλιώς γιατί την κοίταζε έτσι μες το ασανσέρ, αυτό τουλάχιστον μπορείς να το καταλάβεις όσο ηλίθιος κι αν είσαι, αν ο άλλος νιώθει κάτι για σένα.


Έπειτα κάποιος την είχε προσέξει επιτέλους, είχε ξεχάσει πως είναι, ήθελε ν' ανέβει κάπως, το χρειαζόταν αυτό μετά το χωρισμό, ήξερε ότι είχε ωραία πόδια, καλοφτιαγμένα, χυτά, είχε προσέξει ότι αυτός τα κοιτούσε, κι ακόμα ήξερε κατά βάθος τι του άρεσε σ αυτήν, η φλόγα που έκαιγε μέσα της, δεν είχε τελειώσει, δεν ήθελε να τα παρατήσει ακόμα, είχε ένα κάρο απωθημένα, ο άλλος την είχε παρατήσει με τη γραμματέα του, έτσι, εν ψυχρώ, είχε παντρευτεί εκείνη την ξεπλυμένη πρόσφατα κι είχαν κάνει και παιδί, έφτασε να της ζητήσει τη κηδεμονία των παιδιών τους ώστε να φαίνεται πολύτεκνος μαζί μ' αυτό που είχε κάνει με την άλλη, όταν της το είπε δε μπόρεσε να κρατηθεί, έσπασε, τη πήραν τα κλάματα ώρα πολύ, ήταν δυνατόν να της ζητήσει κάτι τέτοιο μετά απ' όλα όσα της είχε κάνει;

Κάπου σ ένα εμπορικό κέντρο συναντήθηκαν ξανά, Σάββατο βράδυ ήτανε και για κάποιο λόγο αυτή ένιωθε πιο ελκυστική, ίσως ήταν η ώρα τέτοια, κόσμος έβγαινε από μαγαζιά, κάθισαν κάπου, πρόσεξε ότι αυτός ήπιε μονορούφι ένα χυμό, σε μια στιγμή άδειασε κατά λάθος το ποτήρι του στο φουστάνι , ''Δε πειράζει!'' είπε αυτή τραβώντας τα μαλλιά της απ το πρόσωπο,''.. δεν είναι τίποτα!''.

Σ ένα μέρος πιο πέρα πήγανε, της έπιασε το χέρι, σα να να την έσφιγγε λίγο της φάνηκε, ένα μέρος παράξενο ήταν κατά κει , ένα γηπεδάκι του τένις, κάποιοι έστελναν το μπαλάκι από δω κι από κει, μια αχλαδιά, ένα αυλάκι κυλούσε, μια μικρή γέφυρα, ένα συντριβάνι, πίδακες νερού πετούσαν ψηλά το νερό, ένα άρωμα από κάτι λουλούδια έντονο τη ζάλιζε, άνθρωποι περνούσαν από δίπλα της, μια γυναίκα που έραβε τα ρούχα της συγχωρεμέμενης μάνας της ήτανε σε μια μεριά, τι στο κόρακα γύρευε εκεί πέρα, δεν τους άρεσαν τα ρούχα που τους έφτιαχνε, αλλά είχε έρθει στη κηδεία κι ήταν συγκινητικό αυτό, ένα τακούνι στραβό φορούσε η ράφτρα, της ήρθε να βάλει τα γέλια, αυτός πλησίασε το στόμα του στο αυτί της και κάτι της είπε.

Έγειρε το κεφάλι της στον ώμο του, αυτός φορούσε ένα πουκάμισο σε χρώμα βαθύ μοβ χαλάρωσε, ένας σταυρός μεταλλικός απλώνονταν στο δέρμα του, τον φίλησε στα χείλη, μια γεύση αλατιού απλώθηκε στο στόμα της, είχε την αίσθηση ότι γέμιζε ενέργεια λίγο- λίγο από κείνο το πηγάδι με τρόπο μαγικό, τραβούσε από πάνω του δύναμη με μια αντλία αόρατη, σερβιτόροι γέμιζαν ποτήρια, τραπέζια υπήρχαν πάνω στα χορτάρια, έβγαλε τα παπούτσια της, πάντα της άρεσε να περπατά ξυπόλητη το καλοκαίρι.

Τα νερά τρέχανε σ έναν καταρράκτη τώρα, ένας παφλασμός ακούγονταν , ήταν λίγο τρομαγμένη αλλά της άρεσε πολύ όλο αυτό, αυτός πήγε να την πιάσει κι ήταν σα να έκαιγε το χέρι της, κάτι αστραπές ακούστηκαν απ' το πουθενά, ο ουρανός θα είχε σκοτεινιάσει μες τη νύχτα και κόβονταν κομμάτια από φωτεινές εκρήξεις, ύστερα απ' τη ξέρα του καλοκαιριού ο καιρός ήθελε να ξεσπάσει, μια σιγανή βροχή δροσιστική άρχισε να πέφτει, πήγαν μαζί σ ένα άλλο μέρος πιο πέρα με μια σκεπή πρόχειρη, ακούμπησε το μάγουλο της σ' ένα πάγκο μαρμάρινο, κάτι φώτα άναψαν από μόνα τους.

Όσο περνούσε η ώρα σαν κάτι να συνέβαινε μέσα της, σα να έμπαινε μέσα σ ένα όνειρο και να αποκόβονταν απ ότι γινότανε γύρω της, σα να μη το ζούσε αυτό το πράγμα, σα να το παρακολουθούσε από κάπου όπως όταν βλέπεις μια ταινία, ένας διάδρομος σα να ανοίγονταν μπροστά της, όλοι παραμέριζαν να περάσει, φορούσε κι εκείνο το υπέροχο φόρεμα σε χρώμα πράσινο του μοσχολέμονου , κάποιος μ ένα μηχανικό πόδι ψιθύρισε '' Ποια είναι αυτή;!''.

  Πρόσωπα αδιόρατα δεξιά κι αριστερά, ήταν όπως στις επιδείξεις μόδας, σα να υπήρχε μια νοητή πασαρέλα, σα να περπατούσε πάνω σ ένα χαλί απλωμένο υπό τους ήχους μιας μουσικής που την συναρμολογούσε σ ένα σύνολο σφιχτοδεμένο , ακολουθώντας το ρυθμό, το βήμα της ήταν όλο και πιο σίγουρο, το κεφάλι όρθιο, κοιτούσε ευθεία σα να είχε ένα στόχο, σαν τα κορίτσια στα εξώφυλλα των περιοδικών, μοίραζε χαμόγελα τριγύρω, ένα φλας έλαμψε μαζί με τις αστραπές, ένα κορίτσι με πλατινέ μαλλιά πέρασε από δίπλα, ένα φόρεμα με άσπρες δαντέλες σα νυφικό φορούσε....

ΩΣΕΙ ΑΝΘΟΣ ΤΟΥ ΑΓΡΟΥ

«Ο οδηγός κλείνει τα μάτια όλη την ώρα !» του ψιθύρισε σκύβοντας η γυναίκα που καθόταν στο απέναντι κάθισμα, - « σοβαρά;»  είπε  αυτός και κ...