Δευτέρα 19 Δεκεμβρίου 2016

ΤΟ ΣΤΕΜΜΑ ΤΟΥ ΒΟΡΡΑ

Η νύχτα της παραμονής των Χριστουγέννων ήταν σπουδαία έλεγε ο πατέρας μου κι εγώ κοιτούσα το βράδυ κατά τον ουρανό μήπως δω κανένα άστρο να γκρεμίζεται και να κατρακυλά στο κενό. Με το που χτυπούσαν οι καμπάνες μέσα μες τ’ άγρια χαράματα η μάνα μου ερχόταν στην κρύα κάμαρα όπου κοιμόμουν και με ξυπνούσε για να πάω στην εκκλησία και να βοηθήσω τον παπά και τον ψάλτη διαβάζοντας καμιά προφητεία, κανέναν Απόστολο ή ψάλλοντας κανένα κανόνα απ’ τον όρθρο. Θυμάμαι μια χρονιά που χιόνιζε και περπατούσαμε με τη μάνα μου να με σκεπάζει μ’ ένα παλτό ενώ εγώ παρατηρούσα τις πατημασιές των ανθρώπων που είχαν προηγηθεί πάνω στο χιόνι.
Την προηγούμενη μέρα βγαίναμε με τον μικρό αδερφό μου για να πούμε τα κάλαντα παίρνοντας σβάρνα τα σπίτια του χωριού για να γεμίσουμε τις τσέπες με κέρματα περιμένοντας καμιά γλυκιά γυναίκα να μας δώσει κάτι περισσότερο, ύστερα γυρνούσαμε σπίτι για να τα σκορπίσουμε στο πάτωμα και να τα μετρήσουμε. Η αδερφή μου που ήταν πιο περπατημένη, τη χρονιά που μετακομίσαμε στο άλλο χωριό, το μικρό, το ξεμπέρδεψε νωρίς και καθώς ήταν μαθημένη από το άλλο χωριό το μεγάλο με τα ατέλειωτα σπίτια της κακοφάνηκε, έτσι την επόμενη φορά κοιμήθηκε στη γιαγιά μου σ’ εκείνο το παλιό σπίτι με τα μεγάλα περβάζια και το αρχαίο τζάκι κι έβγαλε το άχτι της.

Όταν γυρνούσαμε στο σπίτι μετά την λειτουργία των Χριστουγέννων κι όπως η μάνα μου μας είχε ταράξει στη νηστεία για σαράντα μέρες, πέφταμε σαν λυσσασμένοι στο λάχανο με το χοιρινό απ’ το ζώο που είχαμε σφάξει και το είχαμε κρεμασμένο στην αποθήκη για να σιτέψει. Η Πρωτοχρονιά δεν ήταν και τόσο σπουδαία. Η Πρωτοχρονιά για μας δεν ήταν και τόσο σημαντική, είχαμε πια χορτάσει και μας είχε φύγει η μανία για φαγητό, μαζευόμασταν όλοι στο κουζινάκι μας αποβραδίς, ο πατέρας μου έκοβε μια αυτοσχέδια πίτα με το χέρι του, μας την μοίραζε, ύστερα περνούσε από μπροστά μας ένα θυμιατό κι εμείς έπρεπε να κουνήσουμε κυκλικά το χέρι πάνω απ’ τους καπνούς και να πούμε «Καλώς ήρθε ο Άγιος Βασίλης και του χρόνου με υγεία». Έπειτα πήγαινε να θυμιάσει τα ζώα στο στάβλο ο οποίος ανέδυε ζέστη απ’ τους ατμούς που έβγαζαν οι αγελάδες απ’ τα ρουθούνια τους. Εμείς τρώγαμε το κανταΐφι που έφτιαχνε η μάνα μου με κάτι άσπρες λεπτές ίνες ζύμης που έψηνε στο φούρνο κι από πάνω έριχνε σιρόπι και καρύδια απ’ την καρυδιά μας που τα φυλάγαμε στο ταβάνι. Το κανταΐφι θύμιζε λίγο σούπα αλλά χρόνια αργότερα μια γυναίκα μου έδωσε να δοκιμάσω κάτι παρόμοιο και κατάλαβα ότι είχα υποτιμήσει το δικό μας. Αφού θυμιαζόμασταν ο πατέρας μου έφευγε για να πάει να παίξει χαρτιά ή ακορντεόν στις παρέες όπου τον καλούσαν. Δεν τον είχα δει ποτέ να παίζει ακορντεόν, μια φορά μόνο πολύ παλιά, αλλά τον έβλεπα στις φωτογραφίες με κάτι μουστακοφόρους να χαμογελούν και να γλεντούν σε πανηγύρια και γάμους, εκεί που οι γυναίκες ετοίμαζαν μεζέδες και σαρμαδάκια και κεφτεδάκια και κομμάτια κοτόπουλου και μεις τα μικρά κοιτούσαμε και μας τρέχαν τα σάλια…

Μια Πρωτοχρονιά ο πατέρας μου ήταν μες τα νεύρα, δεν μπορούσε να παει να χαρτοπαίξει γιατί έπρεπε να φυλάξει όλη τη νύχτα έξω απ’ το μέρος όπου είχαμε τα γουρούνια, οι θηλυκοί χοίροι έχουν τη φήμη ότι τρώνε τα μικρά τους. Κάπνιζε όλο το βράδυ και το πρωινό είχε αρρωστήσει και πονούσε το στομάχι του τόσο πολύ ώστε δεν ξανακάπνισε. Τα γουρούνια κανείς δεν πήγαινε να τα καθαρίσει εκτός από μένα κι όποτε έμπαινα μες το σπιτάκι τους με κοιτούσαν παραξενευμένα κάτω απ’ τα μεγάλα αυτιά τους γρυλίζοντας. Με το που τέλειωνε η νηστεία πάντα είχαμε ένα απόθεμα χοιρινού και κάθε φορά που πεινούσαμε μ’ έστελνε η μάνα μου στην αποθήκη να κόψουμε ένα κομμάτι κρέας που το τηγανίζαμε και χορταίναμε τρώγοντας το με λίγο ψωμί, ήταν πολύ νόστιμο. Τρελαινόμασταν ακόμα για το γεμιστό έντερο του γουρουνιού με ρύζι και μπαχαρικά που το κάνει ακόμα η μάνα μου. Τρελαινόμασταν επίσης για πίτες με παπαρούνες χειμωνιάτικες πριν βγάλουν κοτσάνι και λουλούδι. Με τον αδερφό μου ψάχναμε για παπαρούνες κι άλλα χόρτα κρατώντας ένα μαχαιράκι και μια σακούλα στα χωράφια που είχαν οργωθεί, και κουβαλούσαμε τα χόρτα στο σπίτι. Η μάνα μου έπειτα άνοιγε φύλλο με τον πλάστη πάνω στο τραπέζι ρίχνοντας αλεύρι μπόλικο και στη συνέχεια έψηνε την πίτα πάνω στη σόμπα σ’ ένα ταψί μπακιρένιο αναποδογυρίζοντας την σ’ ένα καπάκι ξύλινο που είχαμε για να σκεπάζουμε τα διπλωμένα ξερά καπνόφυλλα. Ζύμωνε και ψωμί η μάνα μου σε μια μεγάλη σκάφη σαν βάρκα όπου άφηνε το ζυμάρι όλη νύχτα να φουσκώνει με τη μαγιά και κατόπι δούλευε για ώρα το μίγμα με τις γροθιές της πράγμα που πρέπει να ήταν πολύ δύσκολο και χρειαζόταν δύναμη. Μετά έπαιρνε μεγάλα κομμάτια ζύμης τα τοποθετούσε μέσα σε μικρά ταψιά και τα έβαζε στο φούρνο που είχε στο μεταξύ πυρωθεί από φρύγανα που καίγαμε, είχαμε στοίβες ολάκερες από πουρνάρια ειδικά από ένα είδος που είχε μαλακά φύλλα και το προτιμούσαν οι κατσίκες. Όταν ψήνονταν τα ψωμιά, τα βγάζαμε μ’ ένα φτυάρι μακρύ και μετά τρώγαμε αυτό το ψωμί με τη σφιχτή ψίχα το οποίο είχε μια γεύση και μια αίσθηση που δεν έχω ξαναβρεί από τότε…

Για κάποιο λόγο έχω συνδυάσει τις γιορτές με τα φαγητά που τρώγαμε, αυτό μου χει μείνει περισσότερο είναι οι γεύσεις ειδικά αυτή του κρέατος. Ο πατέρας μου κρατούσε πάντα κάνα δυο γουρούνια σ’ ένα κουμάσι που βρίσκονταν σε μια γωνιά του οικοπέδου μας δίπλα σ’ ένα σάπιο αμπάρι όπου αποθήκευε τη μακρόκοκη σίκαλη. Τα ζώα γρύλιζαν και μεις τους πετούσαμε βλίτα και τραύλα, γλιστρίδες, αυτά που φύτρωναν στα σημεία όπου είχε σπάσει κάποιος σωλήνας του νερού. Εκτός από γουρούνια είχαμε πάντα και κότες κι εγώ έπρεπε κάθε πρωί να ανοίξω την πόρτα τους για να βγουν έξω σα δαιμονισμένες και ν’ αρχίσουν να κακαρίζουν, να πεταρίζουν και να τσιμπολογούν τα αποφάγια που τους ρίχναμε. Είχαμε ένα «αγγείο» όπως το λέγαμε, ένα μπακιρένιο βαθύ δοχείο με πράσινο πυθμένα απ’ όπου έπιναν νερό σηκώνοντας το κεφάλι. Το βράδυ έπρεπε να σφραγίσω την ξύλινη πόρτα του κοτετσιού τοποθετώντας κάτι πέτρες πάνω της γιατί αν τυχόν τρύπωνε καμιά νυφίτσα θα έπνιγε κάθε κοτόπουλο που έβρισκε μπροστά της με δολοφονική μανία.

Αυτό που μου έχει μείνει περισσότερο πάντως είναι μια παραμονή Χριστουγέννων που ο αδελφός μου κι ο πατέρας μου συζητούσαν κι αποφάσισαν να πάμε την επόμενη μέρα για να κόψουν στον «λάκκο», όπως λέγαμε το ρέμα που διέσχιζε το χωριό και χύνονταν στο ποτάμι. Υπολόγιζαν ότι κανείς δεν θα μας έβλεπε- γιατί απαγορεύονταν αυστηρά- χρονιάρα μέρα να κόβουν πουρνάρια με το σκληρό τους ξύλο και πλατάνια και κέδρους αγκαθωτούς με το αλυσοπρίονο που φυλάγαμε στην αποθήκη, εκεί όπου βάζαμε τον καβουρμά με το πράσο και το χοιρινό, τα σταφύλια που δεν είχαν παγώσει απ’ την κληματαριά μας και τις ντομάτες που τις κάναμε τουρσί .

Καθώς τ’ αστέρια γκρεμίζονταν και κατρακυλούσαν στο σκοτεινό στερέωμα μιλούσαν οι δυο τους ώρα πολλή κι εγώ τους άκουγα κάτω απ’ τα σκεπάσματα όπου υποτίθεται ότι κοιμόμουν. Εκείνο το δωμάτιο ήταν το πιο ζεστό σόλο το σπίτι, εκεί είχαμε και μια τηλεόραση παλιά όπου είχα δει μια σειρά κινούμενων σχεδίων με ιστορίες για θεούς και δαίμονες που πάλευαν με τους ανέμους και τα στοιχεία της φύσης, μια ιστορία τη θυμάμαι καθαρά, ο νότιος άνεμος είχε ανατρέψει το σκάφος κάποιου δαίμονα κι εκείνος για να εκδικηθεί έσπασε το φτερό του ανέμου κι έτσι για εφτά μέρες δεν φυσούσε καθόλου, όλα τα καράβια στις θάλασσες και στους ωκεανούς και στις λίμνες όλου του κόσμου είχαν ακινητοποιηθεί, μεγάλη εντύπωση μου είχε κάνει εκείνη η ιστορία, λέγονταν Κορόνα Μπορεάλις, Το στέμμα του Βορά!

Την μέρα των Χριστουγέννων μόλις σχόλασε η εκκλησία κινήσαμε παρά τις γκρίνιες της μάνας μου που το θεωρούσε μεγάλη αμαρτία, έκανε πολύ κρύο, ησυχία επικρατούσε παντού τριγύρω, νέκρα, ένα λεπτό στρώμα πάχνης σαν χιόνι σκέπαζε τα χορτάρια, στο ρέμα μέσα τα νερά κυλούσαν κάτω από ένα στρώμα γυαλιστερού πάγου, ο ήλιος που έβγαινε εκείνη την ώρα πίσω απ’ τα βουνά έμοιαζε κατακόκκινος κι όταν σηκώθηκε λίγο έριξε τις ακτίνες του σε μια ευθεία ακριβώς στην γραμμή του ρέματος, το θέαμα όλο ήταν θαυμάσιο, μια στιγμή σταθήκαμε όλοι να το δούμε. Ο μεγάλος μου αδερφός ήταν μες τα νεύρα που τον είχαν σηκώσει τόσο νωρίς, ποτέ δεν του άρεσε να ξυπνά το πρωί, οι δυο τους διάλεξαν ένα πλατάνι ξερό και δοκίμασαν να βάλουν μπρος το αλυσοπρίονο όμως αυτό λόγω ίσως του κρύου, της παλαιότητας, της γκαντεμιάς λόγω της μέρας, ή δεν ξέρω τι, δεν έπαιρνε μπρος με τίποτα! Ο πατέρας μου άρχισε να φωνάζει και να βρίζει κι ο αντίλαλος απ’ τις φωνές του πήγαινε κι έρχονταν μες το ρέμα ξανά και ξανά…

Με τα πολλά το μηχάνημα πήρε μπρος, κόψαμε μερικά κούτσουρα, τα κομματιάσαμε γρήγορα γρήγορα και βιαστήκαμε να τελειώσουμε μη μας πάρει χαμπάρι κανένας και μας καρφώσει στο δασαρχείο. Ο πατέρας μου πήγε στο τρακτέρ και κατέβασε τα υδραυλικά για να χαμηλώσει το μικρό πατάρι που είχαμε σαν τρέιλερ, ο αδερφός μου κουβαλούσε τα κομμένα κομμάτια του γεροπλάτανου βρίζοντας κι εγώ πιο πέρα χάζευα ένα πουλί μικρούτσικο, μαύρο με μια τραχηλιά σταχτιά που έπινε νερό από μια λακκούβα, δεν είχα ξαναδεί κάτι παρόμοιο. Σε μια στιγμή ακούω το αδερφό μου να φωνάζει και να χτυπιέται, ‘’Τι στο διάβολο έγινε!’’ σκέφτηκα κι έτρεξα να δω τι συμβαίνει. Ο πατέρας μου αφού φόρτωσε τα ξύλα άφησε τα υδραυλικά ν’ ανεβαίνουν σιγά σιγά και γύρισε πίσω να ξεκολλήσει ένα κομμάτι λάσπης που είχε σφηνώσει ανάμεσα στα λάστιχα και στους βραχίονες των υδραυλικών, όπως δεν πρόσεχε, χωρίς να το καταλάβει, το σώμα του στριμώχτηκε στην μέγγενη που σχηματίζονταν και δεν μπορούσε ούτε να φωνάξει ούτε να κάνει τίποτα καθώς οι πανίσχυροι βραχίονες τον συνέθλιβαν αργά, την τελευταία στιγμή ο αδερφός μου πήρε χαμπάρι κι έτρεξε πανικόβλητος να κατεβάσει του μοχλούς για να τον ελευθερώσει. Ο πατέρας μου ήταν σε κακό χάλι, εντελώς μελανιασμένος, πρώτη φορά τον έβλεπα έτσι, με δυσκολία ανέπνεε, τον πήγαμε σπίτι, φωνάξαμε αμέσως τον Θόδωρο τον ταξιτζή και τον τρέξαμε στο νοσοκομείο σχεδόν ετοιμοθάνατο, φτηνά τη γλύτωσε με κάτι μώλωπες που τον πονούσαν για πολύ καιρό.

Από τότε τα Χριστούγεννα ήταν για μας αυστηρή αργία.

Τρίτη 6 Δεκεμβρίου 2016

ΟΙ ΠΥΛΕΣ ΤΟΥ ΙΕΖΕΚΙΗΛ

’’Το καλύτερο γαλακτομπούρεκο με φύλλο αφράτο, όχι θρυμματιστό τό ΄φτιαχνε ο Αργυρόπουλος!’’ είπε η Αφροδίτη ‘’ πουλούσε και μια σοκολάτα σε κομμάτια απίθανη, έλιωνε στον ουρανίσκο, μπορούσες να διαλέξεις με φουντούκι, με αμύγδαλο, με σταφίδα, και κάτι άλλα γλυκά έπαιρνα από κει σα τρούφες που δεν μπορώ να θυμηθώ το όνομα τους, τέλεια μιλάμε όταν δούλευα εκεί κοντά αγόραζα συνέχεια, το μαγαζί του ήταν κάπου στην αρχή της Βενιζέλου, πάντα όταν πήγαινα στην ξαδέλφη μου από κείνα τα γλυκά σαν τρούφες έπαιρνα. Μια φορά τα γλυκά μου έσωσαν τη ζωή...’’ συνέχισε ‘’Χτίζανε μια οικοδομή κι ανέβαζαν ένα φορτίο από τούβλα πάνω απ’ το δρόμο, είχαν βάλει μια κορδέλα κι εγώ πήγα να περάσω από κάτω, σιγά μην έδινα σημασία, την στιγμή όμως που την σήκωνα είδα το ζαχαροπλαστείο απέναντι και σκέφτηκα ‘’Δε πάω να πάρω κάνα γλυκό για την ξαδέρφη;’’ και γύρισα πίσω, ακριβώς εκείνη τη στιγμή οι ιμάντες του φορτίου που ανέβαινε σπάσανε και τα τούβλα γκρεμίστηκαν με πάταγο στο πεζοδρόμιο που γέμισε σκόνη, μιλάμε κατατρόμαξα, μια γυναίκα που δουλεύαμε μαζί με είχε δει να σηκώνω την κορδέλα, νόμιζε ότι καταπλακώθηκα κι έτρεξε να δει αν σώθηκα, όταν πήγα στην ξαδέλφη μου της είπα ‘’Μη μ’ ευχαριστείς, σ’ αυτά τα γλυκά οφείλω τη ζωή μου!’’

‘’Αυτόν τον Αργυρόπουλο δεν τον ξέρω, πάντως τα γλυκά μ αρέσουν πολύ…’’ μουρμούρισε ο Ηλίας, ένας Αλβανός ψηλός με ωραίο παρουσιαστικό αλλά με τα μισά δόντια χαλασμένα που ήταν μαζί μας ’’ …τρελαίνομαι γι’ αυτά τα τούρκικα, ξέρεις, καζάν ντιπί, ταούκ κι οξού, σουτζούκ λουκούμ, σεκέρ παρέ, οι Τούρκοι ξέρουν να κάνουν ωραία γλυκά, εγώ δεν παίρνω γλυκό από Τούρκο, δεν τους γουστάρω, αλλά φίλε μου είναι μάστορες!’’ - ‘’Οι ακανέδες των Σερρών είναι πολλοί καλύτεροι από τα σουτζούκ λουκούμια !’’ φώναξε η Αφροδίτη, ‘’Οι Τούρκοι μόνο ωραίες τυρόπιτες ξέρουν να φτιάχνουν !’’

Συζητούσαμε ώρα πολλή για γλυκά εκείνο το πρωί, έξω είχε κρύο, απ’ το ξημέρωμα χιόνιζε, στις στέγες των σπιτιών της Άνω Πόλης το είχε πιάσει για τα καλά, στο λιμάνι τα καράβια φωτισμένα μες την ομίχλη, ένα αεροπλάνο κατέβαινε να προσγειωθεί με τα φώτα αναμμένα δονώντας την ατμόσφαιρα. Στο μαγαζί που καθόμασταν μπήκε βγάζοντας το καπέλο του ο Πέτρος ο ψηλός που πουλούσε λαχεία, εκείνη την ώρα πάντα περνούσε αλλά ποτέ δεν τον είχαμε δει να παραγγέλνει τίποτα, δεν ξόδευε δεκάρα, πολύ γύφτος ρε φίλε, όλοι λέγανε ότι είχε πολλά λεφτά αλλά κανείς δεν τον είχε δει να βγάζει φράγκο απ’ την τσέπη και σου λέω ότι δούλευε για χρόνια μέρα νύχτα, χειμώνα μες τα κρύα, καλοκαίρι μες την κάψα γυρνούσε στα στενά σα διάβολος να πουλήσει τα καταραμένα λαχεία του...
‘’Εγώ δεν παίρνω γλυκό από Τούρκο!’’ ξανακούστηκε ο Ηλίας ο Αλβανός, ‘’ Αλλά όταν πήγα στην Τουρκία μ’ ένα γκρουπ όλοι είχαν λυσσάξει να πάρουν από σουτζούκ λουκούμ και κουραμπιέδες μέχρι ελιές και ρίγανη, άκου να δεις φίλε, λες και δεν υπάρχει εδώ πέρα ρίγανη, μια βόλτα να κάνεις έξω απ’ την πόλη τη μαζεύεις με το τσουβάλι, δεν την αγαπάτε τη χώρα σας, δεν την ξέρετε, εγώ φίλε έχω γυρίσει την μισή Ελλάδα με τα πόδια, έχω έρθει πεζός από Κορυτσά δεκατρείς φορές, το ακούς, και ξέρεις πόσο ήμουν την πρώτη φορά που ήρθα, δεκατεσσάρων χρονών, μέχρι να βγάλω άδεια παραμονής είχα ξεποδαριαστεί, ξέρω κάθε βουνό, κάθε κάμπο, κάθε πέτρα, εμείς την πονάμε την Ελλάδα, έχουμε δουλέψει εδώ πέρα όπου θες, οικοδομή, χωράφια, τσομπάνηδες, πλακατζήδες υδραυλικοί!’’

‘’Ρε Αλβανέ!’’ αρπάχτηκε ο Γιώργος που τον άκουγε τόση ώρα ’’Τι θες και μου κολλάς, σας έχουμε κάνει ανθρώπους που ψωμολυσούσατε όταν ήρθατε και τώρα πουλάτε μαγκιές, τι να μου πεις ρε Αλβανέ για δουλειά εμένα, από τότε που θυμάμαι τον εαυτό μου δουλεύω, στα δεκάξι μου σήκωνα στον ώμο εξήντα κιλά κοφίνια , στην Καρδίτσα, στα Τρίκαλα, στη Λάρισα κάθε καλοκαίρι ντομάτες κουβαλούσαμε με τον ξάδερφο μου στα χωράφια, αλλά ήμουν γομαράκι, διπλάσιος απ’ αυτό που βλέπεις, δεν καταλάβαινα τίποτα, το φθινόπωρο μαζεύαμε σταφύλια στην Αγχίαλο, έβγαζα πεντακόσια χιλιάρικα, εκείνη την εποχή ήταν πολλά λεφτά, έφταναν να βγάλω όλο το χειμώνα στο Μεσολόγγι όταν πήγα να σπουδάσω...’’
Ο Ηλίας δε μιλούσε, είχε πιάσει κουβέντα χαμηλόφωνη με την Αφροδίτη και κανείς δεν μπορούσε ν’ ακούσει τι λέγανε, ο Γιώργος είχε σκάσει ‘’Τι στο διάβολο συζητάτε εκεί πέρα!’’ φώναξε, ‘’Σε σένα μιλάω ρε Αλβανέ, τι να μου πεις για δουλειά !’’ συνέχισε τσατισμένος ‘’Το ξέρεις ότι έχω σκάψει μόνος μου τα θεμέλια στο σπίτι μας, το μέρος ήταν γεμάτο πέτρα, έβγαλα μοναχός σχέδιο για την οικοδομή, το καταλαβαίνεις, ήμουν δεκάξι χρονών κι έβγαζα σχέδιο μόνος μου, μετά το σιδέρωσα, ξέρεις τι σημαίνει σιδερώνω, ετοίμασα τα καλούπια με τις σιδεριές, ακούς Αλβανέ, έριξα τα μπετά, έφτιαξα τα μπαλκόνια, τις πόρτες, όλα, ο θείος μου που ήταν εργολάβος είχε πάθει πλάκα, δεν υπήρχε περίπτωση να δει σπίτι και να μη βρει κάποιο ελάττωμα αλλά όταν είδε το δικό μας δεν το πίστευε, δεν είπε τίποτα, δεν βρήκε κάτι μονάχα με ρώτησε ‘’Εσύ το έκανες αυτό; Εντάξει είστε σκυλιά αλλά ο πατέρας μου φίλε έβοσκε τα ζώα μες το χιόνι, μες τη βροχή φορώντας μόνο την κάπα του, ένα κούτσουρο έκαιγε στην καλύβα του όλο το χειμώνα, έτσι την έβγαζε, είχαμε κατσίκια, το κατσίκι δεν αντέχει στο κρύο, το ξέρεις, το πρόβατο έχει το μαλλί, μες τα ζώα έχω μεγαλώσει φίλε, τι να μου πεις, δώδεκα χρονών ήμουνα όταν αρρώστησε ο πατέρας μου και πρόσεχα τα πρόβατα μας εξήντα αρνιά είχαμε βγάλει εκείνη τη χρονιά ότι θες έκανα έβοσκα άρμεγα τάιζα έσφαζα, ξυπνούσα απ’ τα χαράματα και τον αδερφό μου κι η μάνα μου με φώναζε να τον αφήνω να κοιμάται γιατί ήταν πολύ μικρός. Κι αν δεν έχω φάει κρύο, κι αν δεν έχω ξεγεννήσει μες το χειμώνα, μια φορά παραμονή Χριστούγεννα, είχα χάσει ένα νεαρό, το έχει σκάσει απ’ το κοπάδι κι όλο τον χειμώνα ξεχειμώνιασε στο βουνό, σε μια σπηλιά, έτρωγε βρύα κι ότι έβρισκε, τα κατσίκια δεν χρειάζονται νερό, παίρνουν υγρασία απ’ το χορτάρι κι απ’ τα φύλλα, ξεχειμώνιασε εκεί απάνω, και να φανταστείς το μέρος είναι γεμάτο λύκους, πως τη γλύτωσε κανένας δεν μπορούσε να καταλάβει, όταν κατέβηκε την άνοιξη είχε γίνει βετούλι, ξέρεις τι είναι βετούλι, τραγί κανονικό, ο πατέρας μου γελούσε όταν το είδε...’

Ο Ηλίας κοιτούσε έξω απ’ το τζάμι σ’ ένα σημείο σα να έβλεπε κι αυτός μπροστά του εκείνο το κατσίκι που είχε ξεχειμωνιάσει πάνω στα βουνά, κατά διαστήματα σήκωνε το ποτήρι με το ρακί που έπινε, φαίνονταν κάπως βαρύς, την άλλη μέρα θα ταξίδευε για Γερμανία, είχε βρει μια δουλειά μάγειρα σ ένα εστιατόριο ελληνικό, σε μια στιγμή έβγαλε μια φωτογραφία απ το πορτοφόλι του, ‘’Ποιο είναι το παιδί;’’ ρώτησε η Αφροδίτη σφίγγοντας πάνω της ένα χοντρό μαύρο παλτό με κόκκινη φόδρα ‘’Ο γιος μου!’’ είπε ο Αλβανός και της έδωσε τη φωτογραφία’’’ Τον βλέπεις, έτσι έμοιαζα όταν είχα έρθει πρώτη φορά στην Ελλάδα απ’ την Κορυτσά, ήμουν δεκαέξι χρονών, δεν ήξερα τι μου γίνονταν μ’ έβαζαν να δουλέψω και δεν καταλάβαινα τι μου γίνονταν, δούλευα σερβιτόρος και δεν μπορούσα να καταλάβω μια παραγγελία, μέχρι να μάθω να διαβάζω μου βγήκε η πίστη! Κάθε καλοκαίρι με τον ξάδερφο μου περνούσαμε νύχτα τα σύνορα από την Κρυσταλοπηγή κατεβαίναμε Καστοριά, παρακάμπταμε την Κοζάνη γιατί μας περίμεναν τα μπλόκα, βγαίναμε στην Πτολεμαΐδα και μετά καβαλούσαμε τα Πιέρια, τη νύχτα κοιμόμασταν σε καλύβες βοσκών, σε χωριά εγκαταλειμμένα, ανοίγαμε τις πόρτες απ’ τις καλύβες και μπαίναμε μέσα να ζεσταθούμε λίγο, σ ένα χωριό που το λένε Φτέρη και το χειμώνα δεν ζει κανένας μας έπιασε ένα χιόνι που μας σκέπασε, δεν μπορούσαμε να κουνηθούμε, μείναμε μια βδομάδα εκεί πάνω, είχαμε γίνει άγριοι, σπάζαμε τις κλειδαριές να βρούμε κάτι φαγώσιμο.

Σταμάτησε για λίγο να μιλά και χάιδεψε με το παπούτσι του μια γάτα που είχε κουλουριαστεί στα πόδια του κι αρνούνταν πεισματικά να βγει στο κρύο παρά τη φασαρία, ‘’Είμαστε που λες μια βδομάδα εκεί πάνω και το χιόνι δε λέει να λιώσει, έχουμε τρελαθεί, έχουμε ανοίξει δυο σπίτια και δε βρίσκουμε τίποτα, απελπιστήκαμε, και πως γίνεται στο τρίτο που μπήκαμε ανοίγω ένα ντουλάπι και βρίσκω ένα κουτί με μέλι, τρελάθηκα, είχα να φάω γλυκό ένα μήνα, καθίσαμε εκεί και το φάγαμε όπως ήτανε! Ο ξάδερφος μου κοιμήθηκε εγώ κοίταζα το χιόνι έξω πως κάνω να δω γύρω, βλέπω ένα βιβλίο σαν ευαγγέλιο σ’ ένα ράφι και το ανοίγω. Στην αρχή δεν έβγαζα νόημα, τι στο καλό γλώσσα ήτανε, μετά άρχισα να καταλαβαίνω, μιλούσε για μια εκκλησία σαν παλάτι όπου κάποιος άρχοντας έμπαινε από μια στοά ανατολική και καθόταν σ’ ένα θρόνο στολισμένο, δεν καταλάβαινα και πολλά αλλά ήταν ωραία εκείνη η ιστορία, έλεγε για μια πύλη λαμπερή, κλειδωμένη, σφραγισμένη, απ’ όπου κανένας δεν μπορούσε να περάσει μέχρι να γεννηθεί μετά από χρόνια ο εκλεκτός, αυτός μόνο θα άνοιγε εκείνη την πύλη, μόνο εκείνος είχε το δικαίωμα! Μ’ εκείνες τις ιστορίες και το μέλι που είχα φάει μου φάνηκε σ ότι ήμουν σε άλλον κόσμο, όπως ήταν όλα άσπρα και δεν ακούγονταν τίποτα ήταν πολύ περίεργα, δεν ξέρω πως ήταν η φάτσα μου αλλά όταν ξύπνησε ο ξάδερφος μου και με είδε τρόμαξε ‘’Τι έπαθες εσύ;’’ με ρώτησε ...


Έξω απ’ τα τζάμια η καταχνιά σκέπαζε την πόλη και της έδινε ένα χρώμα γλυκό, κόσμος κυκλοφορούσε στα μαγαζιά που είχαν μπει σε κλίμα γιορταστικό ‘’Άντε γεια μας!’’ είπε ο Ηλίας τείνοντας το ποτήρι ‘’ Το βράδυ πετάω για Μόναχο, έχει ένα μέτρο χιόνι εκεί, θα σας δω το καλοκαίρι τώρα !’’ - ‘’Σιγά μη φύγεις!’’ πέταξε ο Γιώργος που έμοιαζε ερεθισμένος με τον ξένο, ‘’Στοίχημα ότι θες πως κι αύριο θα είσαι εδώ και θα πίνεις μαζί μας !’’ - ‘’Θα το δούμε!’’ απάντησε ο άλλος ‘’ Ότι στοίχημα θες , κι αύριο εδώ θα είσαι και θα πίνεις μαζί μας!’’ επανέλαβε ο Γιώργος.    

Πέμπτη 24 Νοεμβρίου 2016

ΟΣΜΗ ΠΙΚΡΑΜΥΓΔΑΛΟΥ

Μπορούσε να λέει ότι ήθελε αλλά ρε φίλε ο λόγος που τον χώρισε ήταν απλός, της έτρωγε λεφτά, την άρμεγε κανονικά, την χρησιμοποιούσε, καλά όταν έμαθα λεπτομέρειες, τι απαιτήσεις είχε, τι κόλπα έκανε, τι παζάρια, τι τεχνάσματα, τι προλόγους είχε πουλήσει, τι είχε τραβήξει μαζί του, έφριξα. Της είχε φορτωθεί κανονικά ο τύπος, είχε κουβαληθεί κι αυτή έπρεπε να τον ανεχτεί, φέρονταν σα νοικοκύρης κανονικός σε ξένο σπίτι, δεν έκανε ούτε μια δουλειά ο δικός σου εκεί πέρα, δεν πρόσφερε τίποτα, καθόταν σαν το Βούδα αραχτός και χλαπάκιαζε ο τεμπέλαρος, όταν αυτή είδε κι αποείδε και του ζήτησε να φύγει δεν μπορούσε να το πιστέψει, να τον βγάλουν από κει που είχε βολευτεί, δε γίνονταν, δε μπορούσε, εξεμάνη, άρχισε να βαρά τα έπιπλα, ότι έβρισκε μπροστά του, μια σόμπα την πλήρωσε πιο πολύ, και μετά στράφηκε εναντίον της, την κυνήγησε στις σκάλες, η κοπέλα είχε τρομάξει, δεν της είχε συμβεί ποτέ κάτι τέτοιο, για μια στιγμή είχε μπλοκάρει, σαλτάρισε, κόμπλαρε, ύστερα συνήλθε.

Δεν μπορούσα να το πιστέψω ότι τα είχε φτιάξει μαζί του, είχα απογοητευτεί εντελώς, μα δεν έβλεπε που πήγαινε, και της το είπα, με τρόπο βέβαια αλλά ρε φίλε ήταν πολύ κουφό, δεν ταίριαζαν σε τίποτα, μιλάμε καμιά σχέση, είχα θυμώσει όσο δεν λέγεται, την συναντούσα και δεν ήξερα τι να της πω, ήταν πολύ χάλια, εγώ που σκάω από περιέργεια σε τέτοιες περιπτώσεις δεν είχα όρεξη να μάθω τίποτα, δε μ΄ ενδιέφερε, θα μπορούσα να μιλήσω για οτιδήποτε άλλο εκτός απ’ αυτό. Για ένα διάστημα είχα χάσει επαφή μαζί της, όλως παραδόξως έβλεπα αυτόν κυρίως, με τη φίλη μου είχαμε χαθεί, όποτε βρισκόμασταν απέφευγα ν’ αναφερθώ, δεν είχα καμιά όρεξη, από δω κι από κει μάθαινα τι γίνονταν, τι της έκανε, πως της φέρονταν, μια φορά μπροστά στα μάτια μου αν έχεις το θεό σου της μίλησε στο τηλέφωνο τόσο άσχημα που ήθελα να του χώσω μπουνιά, ήταν θέμα χρόνου να τον σουτάρει και ξαφνικά μαθαίνω ότι το διαλύουν, εντάξει, μπορούσα να πανηγυρίσω.

Όταν άκουσα ότι χωρίζει με πιάσανε κάτι γέλια, δε μπορούσα να κρατηθώ, δεν είπα τίποτα στη φίλη μου ‘’Στά λεγα εγώ!’’ και τέτοια, μοναχά γελούσα, μου φάνηκε πολύ αστείο, ήμουν σίγουρος ότι αυτό θα ήταν το αποτέλεσμα, βασικά έχω σιχαθεί να μου λένε εκ των υστέρων ‘’Είχες δίκιο!’’ Βέβαια η φίλη μου είχε γίνει κομμάτια, ήταν απαρηγόρητη αλλά εγώ το ήξερα, και ρε φίλε δεν είχα καρφώσει τίποτα όλο αυτό το διάστημα, το σιχαίνομαι , έβλεπα τι έκανε ο άλλος ο βλάκας, το χαμένο κορμί αλλά δεν κάρφωσα τίποτα, όποτε τον έβλεπα με ρωτούσε να μάθει τι γίνεται, να του μεταφέρω πληροφορίες, ήθελε να με κάνει και καρφί το φελέκι μου, όμως εγώ δε γούσταρα, δε μ’ άρεσε, μου φαίνονταν αηδιαστικό, χαμερπές. Απ’ την άλλη μ’ αυτά που έβλεπα είχα φρίξει αλλά σκεφτόμουν ‘’Κορίτσι μου εσύ τα ήθελες, εγώ σε προειδοποίησα τώρα όπως τα έκανες να τα λουστείς μήπως βάλεις μυαλό!’’

Κάνοντας έναν πρόχειρο απολογισμό συνειδητοποίησε ότι της είχε φάει ένα διαμέρισμα, το καταλαβαίνεις, τόσο της είχε στοιχίσει, ένα ολόκληρο διαμέρισμα σ’ ένα χρόνο είχε πάει στράφι! Γιατί ο δικός σου το έπαιζε ειδήμων στα τεχνικά κι οι γυναίκες πάντα έχουν αδυναμία σε τέτοιους, πήγαινε κάθε μέρα σ’ εκείνο το σπίτι που έμενε γιαπί για μήνες και υποτίθεται ότι θα το ανακαίνιζε, όλη την ώρα βέβαια ζητούσε υλικά για να χτίσει, να σοβαντίσει, να βάψει, να κολλήσει, να διορθώσει, να επισκευάσει, να βγάλει τα μάτια του κι ο λογαριασμός ολοένα ανέβαινε, ένα καλοκαίρι είχαν φάει κι εκείνο το σπίτι έμενε ατελείωτο, δεν φτιάχνονταν με τίποτα! Και γιατί να φτιαχτεί, ο τύπος είχε βρει το κόλπο, όλο του έφταιγαν οι άλλοι, δεν υπήρχε μάστορας που να μην είχε πλακωθεί μαζί του, ο ηλεκτρολόγος, ο υδραυλικός, ο σοβατζής, ο αλουμινάς, ο σιδεράς, όλοι ήταν άχρηστοι, ανίκανοι, όλο ζητούσε περισσότερα γιατί όλο και κάτι καινούριο προέκυπτε και στο τέλος τα έριχνε φυσικά σ αυτήν, αυτή τα άκουγε απ’ όλους...

Μετά απ αυτές τις εξελίξεις ήθελα ν’ ακούσω την δική του εκδοχή γι αυτό κατέβηκα σ’ εκείνο το καταραμένο πάρτι( ο θεός να το πει έτσι), στην πραγματικότητα όλοι οι τζαμπατζήδες( Γιάννη δε μιλάω για σένα) είχαν μαζευτεί εκεί πέρα να περάσουν την ώρα τους τρώγοντας και πίνοντας χωρίς να δίνουν φράγκο, από μια τούρτα μασούσαν, κρασί πίνανε, κάτι φωτάκια, κορδέλες, χαρτιά παντού πεταμένα κάτω, μια μουσική βλαμμένη, δε μπορούσα να μείνω ούτε λεπτό εκεί, σηκώθηκα κι έφυγα. Αργά το βράδυ όταν όλοι φύγανε πέρασα μια βόλτα να δω τι γίνεται, η Β μου τηλεφώνησε ότι θα ρθει να φύγουμε μαζί , μετά από λίγο ήρθε κι αυτός, καθόταν μέσα από τον πάγκο, εμείς απ’ έξω, είχαμε σφραγίσει τις πόρτες να μην μπάζει, μαζί μας ήταν κι εκείνος ο βλάκας που πετούσε κοτσάνες και χαζά όλη την ώρα, τι ανόητος θεέ μου!

Καθόμουν εκεί πέρα και τον παρατηρούσα που έψαχνε ένα φίλτρο για το τσιγάρο του ενώ μιλούσε και χειρονομούσε σα διάβολος προσπαθώντας να δικαιολογήσει τα χαζά του, έτσι ήταν πάντα, έκανε τις μεγαλύτερες βλακείες, τους μάζευε όλους εναντίον του κι ύστερα απορούσε γιατί έπεφτε ο ουρανός να τον πλακώσει. Καλά μιλάμε για πολύ βλάκα, θεωρούσε τον εαυτό του κάτι σπουδαίο, κάτι φοβερό κι όλοι οι άλλοι ήταν κατώτεροι του, όταν του είχα πει ότι τα έφτιαξα με την Β,- που για να τα λέμε όλα απ αυτόν την είχα γνωρίσει- δεν μπορούσε να το πιστέψει, χτυπιόταν, βλέπεις η Β δεν ήταν όποια να ναι, ‘’ Εσύ με την Β, δεν γίνονται αυτά, δεν μπορεί, ψέματα λες, ορκίσου, πες μου που μένει, πως είναι το σπίτι της, πως είναι η γειτονιά της, εσύ με την Β, αποκλείεται, πλάκα κάνεις!’’ Δεν μπορούσε να το χωνέψει, την πήρε κατευθείαν τηλέφωνο και ρωτούσε λεπτομέρειες, εγώ δεν είχα πρόβλημα, άστον να ρωτά, η έκπληξη του ήταν η μεγαλύτερη μου ικανοποίηση, με είχε υποτιμήσει, ‘’Άστον τον ηλίθιο να χτυπιέται!’’ σκεφτόμουνα, εγώ βέβαια ήξερα πως θ αντιδρούσε και γι’ αυτό δεν του τό λεγα για καιρό μέχρι να σιγουρευτώ, ήξερα ότι θα έσκαγε απ’ την ζήλεια του...

Είχα ακουμπήσει σ’ ένα σκαμπό με την πλάτη σε κάποιο ψυγείο, ήμουν πολύ ήρεμος, άκουγα χωρίς να μιλώ, το γεγονός ότι ήταν εκεί η Β που τον ήξερε πριν από μένα και τον συμπαθούσε με βοηθούσε, είχαν περάσει τόσα μαζί άλλωστε πριν τους γνωρίσω, ήταν φιλαράκια, κατά διαστήματα έκανα κάτι ερωτήσεις, κι εκεί απάνω πάθαινε πλάκα, του πετάγονταν τα μάτια, καλά σ’ αυτό είμαι καλός, μπορώ να πω ‘’ Ποιος ήταν ο λόγος , όχι η αφορμή ο λόγος, ποιος το ξεκίνησε, αν ξεκινούσες τώρα τι διαφορετικό θα έκανες, και μια ακόμα ερώτηση του είχα κάνει νομίζω για τις φίλες και τι ρόλο έπαιξαν, καλά αυτές ήθελε να τις φάει, να τις γδάρει, να τις σκοτώσει, ήταν σίγουρος ότι αυτές του είχαν χαλάσει τη δουλειά, ότι είχαν συνωμοτήσει, τις μισούσε πραγματικά εκείνη την ώρα. Ο τύπος μας αφηγούνταν το τι έγινε, το τραβούσε πολύ, έλεγε κι έλεγε, κι έλεγε, ήθελε να το βγάλει από μέσα του, να το μοιραστεί, αυτή ήταν η δική του εκδοχή βέβαια, μπορούσε να πει ότι ήθελε. Η Β κάπνιζε νευρικά, κάτι την έτρωγε, έβλεπε το πράγμα από τη σκοπιά της γυναίκας και την πονούσε, στριφογύριζε στο κάθισμα της κάτι σκεφτόταν και στο τέλος τον περιέλαβε για τα καλά, όταν θυμώνει αυτή καλύτερα να είσαι μακριά, όμως το άτομο ήταν σάικο, τρελαμένος εντελώς, δεν μπορούσες να μιλήσεις σοβαρά μαζί του, δεν άκουγε, άρχισε να ωρύεται, να χτυπιέται, πιο πολύ τον πείραζε η υπόθεση με το σπίτι που έλεγε ότι το είχε φτιάξει με τις πλάτες του, σιγά ρε φίλε, θεωρούσε ότι είχε αποκτήσει δικαιώματα, ότι του ανήκε ‘’Εκείνο το σπίτι έπρεπε να είναι δικό μου! ‘’ ούρλιαξε σε μια φάση.

Όπως γυρίζαμε σπίτι η Β ήταν έξαλλη,‘’’Έπρεπε να μου το είχε κάνει εμένα!’’ είπε ‘’Θα έβρισκα δυο νταγλαράδες να του σπάσουν κάνα χέρι, κάνα πόδι, θα έβαζα κι έναν σκύλαρο έξω απ την πόρτα μου κι άστον τον χαμένο να χτυπιέται!’’ Ήταν μες τα νεύρα ‘’Πως τους επιτρέπουν; ‘’ αναρωτιόταν. Το αστικό που πήραμε αναπηδούσε περνώντας πάνω απ’ τα μεταλλικά φρεάτια που προεξείχαν, δεξιά κι αριστερά αμάξια παρκαρισμένα εμποδίζονταν τις διόδους, δημιουργώντας ασφυξία, παντού ένα δάσος από λαμαρίνα και σίδερο, πως τα είχαν φτιάξει έτσι τα στενά της συνοικίας ώστε να μην περνά τίποτα. Ομίχλη σκέπαζε τις λάμπες στην ανηφόρα της Νεάπολης, χειμώνας είχε μπει πια, κάπου είχε χιονίσει κι έκανε κρύο, στα βενζινάδικα τα βυτία ξεφόρτωναν φορτία βενζίνης, το φεγγάρι ξεπρόβαλε πίσω από μια πολυκατοικία πελώριο φωτίζοντας το δάσος των κεραιών. Το λεωφορείο ήταν γεμάτο και προχωρήσαμε μπροστά , ένα παιδί στέκονταν κοντά στο τιμόνι του οδηγού και μιλούσε μαζί του, προσπάθησα ν’ ακούσω , λέγανε για αποστακτήρια και καζάνια, ο οδηγός θα πήγαινε το σαββατοκύριακο σ ‘ ένα μέρος όπου βγάζουν τσίπουρο, φαινόταν ότι ήξερε απ’ αυτά, μιλούσε για τεχνικά πράγματα, άμβυκες, θαλάμους βρασμού και λέβητες, για το σημείο ζέσεως του μίγματος, για οσμές πικραμύγδαλου και για την διάταξη απόσταξης, μου άρεσαν όλα εκείνα χωρίς να τα καταλαβαίνω η κουβέντα απέπνεε μια αίσθηση υγρασίας και ομίχλης ανακατεμένης με αλκοόλ.

Με το που ακούμπησα το μαξιλάρι ξεράθηκα, στον ύπνο μου έβλεπα καζάνια, ατμούς και λέβητες, σε μια στιγμή άνοιξα τα μάτια καθώς ένιωσα μια μυρουδιά στο δωμάτιο που μπορεί να ήταν κι απ’ τα όνειρα που έβλεπα,είχα την αίσθηση ότι η κάμαρα είχε πλημμυρίσει από υγρασία, καθώς αναρωτιόμουν τι συμβαίνει οι τοίχοι έτριξαν, οι τζαμαρίες ταρακουνήθηκαν, μέσα στην ησυχία της νύχτας ακούστηκε καθαρά το υπόγειο τράνταγμα που ανακίνησε συθέμελα το κτήριο, κάπου μακριά ένας ήχος μακρόσυρτος ακούστηκε σαν ένα γιγάντιο σκοινί που κόβεται, η Β σφίχτηκε πάνω μου, εγώ δε φοβήθηκα καθόλου ...

Πέμπτη 10 Νοεμβρίου 2016

ΤΟ ΜΕΓΑ ΝΕΦΕΛΩΜΑ ΤΟΥ ΜΑΓΓΕΛΑΝΟΥ

 Ένας  πυροβολισμός ακούστηκε στο φαράγγι, ο αντίλαλος του αντήχησε μέχρι ψηλά στα  βουνά όπου η βλάστηση απλώνονταν σα χαλί παρδαλό σ’  όλα τα χρώματα, κόκκινο, πράσινο, καφετί, κίτρινο, εμείς είχαμε βγει να μαζέψουμε κάστανα, τριγυρνούσαμε κάτω απ’ τα δέντρα σε κάτι μονοπάτια μες τις σκιές, ρε φίλε δεν είχε ούτε για δείγμα, μόνο στοίβες κούτσουρα που  είχαν αφήσει οι ξυλοκόποι, με πολύ κόπο ανακαλύψαμε μερικά μικρούτσικα τυλιγμένα στ’ αγκάθια τους, είχαμε βαρεθεί, ψάχναμε  μονοπάτι να βγούμε από το πυκνό δάσος όταν εμφανίστηκε  ο  κυνηγός, φόρμες στρατιωτικές φορούσε, το κεφάλι του  ξυρισμένο σύρριζα, έναν ασύρματο βαστούσε στο ένα χέρι,  στο άλλο την καραμπίνα, ‘’Μη ψάχνετε άδικα!’’ φώναξε, ‘’  Τα μάζεψαν όλα!’’
 

Της  Βαϊας ιδέα  ήταν να πάμε για κάστανα,  όλο ιδέες φαεινές είχε, αποβραδίς είδε  ένα πολύ ωραίο όνειρο, δεν θυμόταν ακριβώς μόνο έλεγε ότι όταν ξύπνησε είχε στα μάτια της ένα φως σαν εκείνο που βλέπεις να βγαίνει από τον τρούλο των εκκλησιών το πρωί όταν οι αχτίνες του ήλιου  φτάνουν μέχρι το πάτωμα,  όταν έβλεπε τέτοιο όνειρο η μέρα της θα πήγαινε καλά, ήταν σίγουρη, είχε  πείσει   κι έναν ντόπιο γνωστό της   να έρθει μαζί μας για  να μας δείξει το δρόμο.  Αυτός ήξερε καλά τα μονοπάτια, σ ένα ρέμα είχαμε χωθεί με δέντρα τόσο ψηλά που έκρυβαν τον ήλιο όμως ο οδηγός  μας ήταν τόσο καλός που δεν ανησυχούσαμε, μας φιλοξενούσε  για ένα τριήμερο  στο εξοχικό του και περνούσαμε τζάμι,  το είχε φτιάξει τόσο ωραίο που δεν έβρισκες τέτοιο σ’ ολόκληρη την περιοχή, όσοι έρχονταν κατά κει τρελαίνονταν  ήθελαν να το φωτογραφίσουν τόσο όμορφο ήτανε! 

Στην αυλή του  λωτοί κιτρινωποί, ώριμοι  έγερναν τα κλαδιά τους, μηλιές  γεμάτες φρούτα κατακόκκινα, γλυκά, τραγανά, τα ρόδια είχαν αρχίσει να σκάνε, κρόκοι μαβιοί φύτρωναν μέσα στο χορτάρι που σκέπαζε την αυλή, τριανταφυλλιές άσπρες και ροζ, θάμνοι χαμηλοί σχημάτιζαν φράχτες κάθετους, φυτά αναρριχώμενα με λουλούδια γαλάζια σα χωνάκια απλώνονταν στους τοίχους, τι ωραίο κήπο που είχε φτιάξει  ρε φίλε ο τύπος! Εμείς μαζεύαμε κούμαρα και  καρύδια κουνώντας τα μικρά δέντρα,  ‘’ Τα κούμαρα να τα αφήσετε στο μπαλκόνι μαζί με τα κυδώνια να ωριμάσουν!’’ μας φώναζε ο οικοδεσπότης…
 

Το σπίτι ήταν παλιό, χρόνια πολλά είχε μείνει εγκαταλειμμένο και ρήμαζε, μας έδειξε φωτογραφίες στο κινητό, κάτι μαστόρους Αλβανούς φώναξε που γκρέμισαν την διαλυμένη σκεπή, καθάρισαν τους τοίχους με αμμοβολή, έβγαλαν τις φαγωμένες ξυλοδεσιές στις γωνιές, αρμολόγησαν τα ντουβάρια, έβαλαν δοκάρια περιμετρικά στα ταβάνια, διόρθωσαν το κελάρι  και τις καμάρες στις εισόδους, έστρωσαν πλάκες στην αυλή, μέχρι κι έναν ξυλόφουρνο που κανείς δεν ήξερε ότι υπήρχε κάτω από μια σκάλα ανακάλυψαν και τον ξανάφτιαξαν, όλο το κτίσμα έμοιαζε μεγαλόπρεπο, ωραίο,  τέλει,  μονάχα άμα πήγαινες στην πίσω πλευρά έβλεπες κάτι γκρεμίσματα, κάτι τοίχους σμπαραλιασμένους, μπάζα παντού, ένα χάλι, απορούσαμε γιατί δεν το είχε φτιάξει κι εκείνο το σημείο μοναχά το άφησε έτσι ρημάδι…
 

Όλα τα λεφτά που έιχε μαζέψει όλα τα χρόνια  δουλεέυοντας στα καράβια τα είχε ρίξει ο νοικοκύρης σ’ εκείνο το σπίτι, του άρεσε η ησυχία εκεί πάνω, μπορούσε να μείνει μόνος για μέρες, βδομάδες, μήνες,  έιχε συνηθίσει απ'  τα βαπόρια,  δεν είχε πρόβλημα, όταν ήταν μικρός ο πατέρας του τον έστελνε σ ένα μαντρί με πρόβατα που είχε ένας θείος του, το σόι του όλοι βοσκοί ήτανε, έπρεπε να διανύσει μια μεγάλη απόσταση με τα πόδια περνώντας από ένα  νταμάρι απ’ όπου κουβαλούσαν πέτρες για τα σπίτια τους, δεν έβγαζαν πλέον πέτρες από το λατομείο κι είχε απομείνει μια τεράστια τρύπα, κάποτε απ’  την κοινότητα πήγαν να φυτέψουν ένα δάσος για να καλύψουν λίγο την ασχήμια, τη μέρα φύτευαν τα δεντράκια  τη νύχτα οι βοσκοί  τα ξερίζωναν να μη χαθούν τα βοσκοτόπια τους κι έτσι έμεινε το νταμάρι να χάσκει μες την ερημιά γυμνό, με τον καιρό βέβαια είχε γίνει κι εκείνο μέρος του τοπίου κι οι ντόπιοι ερχόντουσαν τις Πρωτομαγιές κατά κει να ψήσουν σε  κάτι ψησταριές τσιμεντένιες που είχε στήσει κάποιος κοινοτάρχης…
 

Φθινόπωρο ήτανε, καιρός καλός, μαλακός, τα βράδια  στην κουζίνα του παλιού αρχοντικού o άντρας  που έιχε εκείνο το σπίτι καθόταν με το εγγόνι του ένα μελαχρινό κορίτσι κάπου δεκαπέντε - δεκάξι χρονών και του μιλουσε για  τα ταξίδια του τότε που γύριζε στις νότιες θάλασσες και τις νύχτες μπορούσε να δει αστερισμους που δεν υπάρχουν στο βόρειο ιμισφαίριο σαν τον Χαμελαίοντα, την Οκταδα, τον Ιπτάμενο ιχθύ και κυρίως το πιο λαμπρό σχηματισμό,  αυτόν που βλέπανε οι θαλσσοπόροι σαν διέσχιζαν τις ακτες της Νότιας Αμερικής  το περίφημο  Μέγα Νεφέλωμα του Μαγγελάνου που έιναι γεμάτο από γιγάντιους  κυανούς αστέρες...  
 

Καθώς έμπαινε ο χειμώνας η γυναίκα του έβγαζε απ’ τις ντουλάπες τις κουβέρτες και τα χαλιά   για το μεγάλο δωμάτιο των καλεσμένων, σε μια μεριά του δωματίου  υπήρχε ένα τζάκι τεράστιο μπροστά στο οποίο   τα βράδια καθόμασταν και μιλούσαμε, ο οικοδεσπότης δεν έλεγε τίποτα φαίνονταν όμως ευχαριστημένος που μας άρεσε εκεί πάνω, ‘’Τι ωραίο σπίτι που έχετε!’’ του είπε ένα βράδυ  η Βάϊα ‘’Μόνο που δεν μπορώ να καταλάβω γιατί το πίσω μέρος είναι τόσο χάλια, φαίνεται πολύ άσχημο έτσι,  γιατί δεν κάνετε τίποτα !’’ –‘’ Δεν είναι δικό μας!’’ πετάχτηκε η γυναίκα του οικοδεσπότη ‘’Είναι του κουνιάδου μου, ξέρετε τι έχουμε τραβήξει, τι προβλήματα μας έχει δημιουργήσει, τι μηνύσεις μας έχει κάνει ο κουνιάδος μου που είναι κι αστυνόμος’’- Σταμάτα πια!’’ πετάχτηκε ο άντρας της κάπως αγριεμένος σαν κάτι να είχε πάθει κι  άρχισε να μιλά με τόσο μένος για τον αδερφό του  που σε κάποια στιγμή φοβηθήκαμε, μάλιστα χρησιμοποίησε και κάτι κουβέντες βαριές, κάτι βρισιές που δεν περιμέναμε ποτέ ότι θα εκστόμιζε εκείνος ο άνθρωπος.

Η βραδιά είχε χαλάσει,  η Βαϊα έφταιγε που είχε φαγωθεί να ρωτά,  τι την ένοιαζε για τα μπάζα, πολύ μυστήρια ήταν φίλε μου, όλα να τα ξέρει ήθελε, μας είχαν  φερθεί τόσο καλά κι εμείς  τα είχαμε  κάνει μαντάρα,   σκεφτόμασταν ότι την  άλλη μέρα θα μαζεύαμε τα μπογαλάκια μας και πάνε τα τζάκια κι οι κιτρινωποί λωτοί και τα λουκάνικα που ψήναμε, όλα έμοιαζαν χαμένα όμως μετά κάτι του είπε η φίλη μας κάτι κουβέντιασαν στα κρυφά- καλά σ αυτά δεν παίζονταν-  και προτού κοιμηθούμε ο οικοδεσπότης μας ρώτησε αν θα θέλαμε την άλλη μέρα να πάμε μια βόλτα στο μοναστήρι που υπήρχε εκεί κοντά σ ένα οροπέδιο. Άλλο που δεν θέλαμε κι εμείς, αυτό έμοιαζε λίγο με περιπέτεια, πρωί πρωί ξεκινήσαμε  ακολουθώντας έναν χείμαρρο  ξερό, με τόσο  ποδαρόδρομο είχαμε λυσσάξει απ' την πείνα, ευτυχώς κουβαλούσαμε μαζί μας σαλάμια, ψωμιά, κασέρια, τυριά ότι θες, η Βαϊα κρατούσε ένα θερμός με καφέ ασημένιο τυλίγοντας όλη την ώρα τα δάχτυλα της γύρω του, χωρίς αυτό δεν πήγαινε πουθενά. Όπως είχαμε ξεθεωθεί στο περπάτημα τα μπουκάλια μας άδειασαν από νερό οπότε τραβήξαμε κατά το μοναστήρι,  ευτυχώς δεν ήταν μακριά,  απ’ έξω δεν φαίνονταν  εντυπωσιακό, ένα τείχος το περικύκλωνε κι από ψηλά ένας πύργος απ΄ όπου μπορούσες να κατοπτεύσεις το οροπέδιο.  Διαβήκαμε την παλιά μαρμάρινη πύλη, στην αυλή  μια γυναίκα σκούπιζε το λιθόστρωτο, σε μια πλευρά περιφραγμένη  ζαρκάδια έτρεχαν στις πέτρες μιας πλαγιάς, πλησιάσαμε να τα ταΐσουμε βελανίδια που υπήρχαν άφθονα στο χώμα,  ήσυχα ήτανε,  κάπως χαζά, μεγάλα μάτια και μια σειρά από βούλες σαν στίγματα στη ράχη τους, τα ελάφια λέει γίνονται πιο ψηλά, σαν άλογα, αυτά εδώ ήταν σα κατσίκια αλλά πιο όμορφα, κάποια στιγμή λέει οι καλόγριες τα αμολούσαν στα κορφοβούνια κι αυτά μάθαιναν  να επιβιώνουν μόνα τους, έψαχναν  για νερό που  ήταν το πιο  δύσκολο, τροφή υπήρχε άφθονη, συνήθως κατέληγαν  σε μια περιοχή με πηγές, αν προλαβαίναμε θα πηγαίναμε…
 

Αφήσαμε τα χαζά ζαρκάδια και τραβήξαμε προς την εκκλησιά, στην είσοδο αγιογραφίες με τον παράδεισο και την κόλαση, στο ιερό μπροστά   ένα τέμπλο βαρυφορτωμένο γεμάτο κόλπα και σχέδια, περιστέρια, λιοντάρια, ρόδακες, παγόνια,  ότι ήθελες, σε κάμποσα σημεία του η χρυσή μπογιά είχε ξεβάψει,  φαίνονταν το ξύλο, στην οροφή θόλοι ψηλοί γεμάτοι ζωγραφιές, στο αναλόγιο βιβλία παλιά, γεμάτα κεριά που στάξανε , μια καλόγρια ξερακιανή  πηγαινοέρχονταν φουριόζα, ‘’Οι γυναίκες να φορέσουν φούστες !’’γρύλισε σε μια στιγμή κι όλοι τρομάξαμε, ύστερα άλλαξε τροπάρι ‘’Μπορείτε να μας βοηθήσετε να ξεφορτώσουμε κάτι άχυρα;’’  Ρώτησε.  Τι να κάναμε, την ακολουθήσαμε, ανεβήκαμε οι άντρες σ ένα μικρό φορτηγό γεμάτο χόρτο, φορτωνόμασταν στην πλάτη τις μπάλες  και τις αδειάζαμε σ’  έναν μύλο παλιό που τον είχαν κάνει αποθήκη, δεν ήταν και πολύ κουραστικό, στο τέλος εκείνη η καλογριά η σπαστική μας ευχαρίστησε κι αυτό μας φάνηκε πολύ περίεργο, περιμέναμε ότι θα μας έριχνε καμιά κατάρα…
 

Και μετά η Βάϊα πρότεινε να πάμε για κάστανα και μούρα,  κατάλαβες φίλε μου, εμείς θέλαμε να πάμε για  κάνα ντουζάκι  και να την πέσουμε κι αυτή ήθελε να μαζέψει φρούτα του δάσους, τι να κάναμε, μπήκε μπροστά ο οικοδεσπότης κι εμείς  ακολουθήσαμε, αφήσαμε το οροπέδιο και μπήκαμε στο δάσος όπου δεν έβλεπες τη μύτη σου  τόσο σκοτεινά ήταν,  περπατούσαμε πάνω σε αχινούς άδειους,  πριν από μας πρέπει να είχε περάσει από κει ένα κάρο κόσμος και δεν είχαν αφήσει τίποτα  παρά μόνον αγκάθια,  τι γκαντεμιά ρε φίλε , όπως ήμασταν απελπισμένοι ακούσαμε εκείνη τη ντουφεκιά και πεταχτήκαμε εκεί μέσα στα σκοτεινά,  θα μπορούσαμε να φάμε καμιά αδέσποτη και να πάμε αδιάβαστοι, ο οδηγός μας ανησύχησε και βιάστηκε να βρει κάποια έξοδο σε μέρος ανοιχτό όπου μπορούσες να δεις  τι γινότανε. 
 

Με το που βγήκαμε σ’ ένα ξέφωτο πέσαμε  σ’  εκείνον τον κυνηγό με τα στρατιωτικά και τον ασύρματο,  όταν τον είδε ο οικοδεσπότης μας άλλαξε χρώμα ενώ ο άλλος φάνηκε να μαζεύεται κι έσφιξε στα χέρια του το όπλο, στεκόμασταν εκεί και τους κοιτάζαμε, δεν μπορούσαμε να αντιληφθούμε  την αιτία της  έντασης,  ήταν μια στιγμή δύσκολη, χρειαζόταν  κάποιος να προσέξει ότι μοιάζανε  και τότε καταλάβαμε τι συνέβαινε. Για ένα διάστημα που μας φάνηκε ατελείωτο παρακολουθήσαμε μια φιλονικία  εκεί πάνω στα βουνά με τα καφετιά,  τα κόκκινα  και τα κίτρινα χρώματα, εμείς φυσικά ήμασταν με τον οικοδεσπότη όμως ο άλλος βαστούσε το όπλο και δεν ήταν για να παίζεις,  η Βάϊα έτριβε τα δάχτυλα της στο θερμός,  μια κοπέλα που ήταν  μαζί μας άρχισε να κλαίει ενώ οι δυο άντρες έβγαζαν την επιφάνεια λεπτομέρειες και ιστορίες που διαφορετικά  δεν θα έβλεπαν το φως και δεν έπρεπε να ακουστούν,  όλο το σκηνικό γύρω ήταν σα θέατρο τεράστιο και δεν ξέραμε πως θα τέλειωνε όλο αυτό  όταν τελικά μέσα απ’ το δάσος βγήκαν δυο ακόμα κυνηγοί,  πλησίασαν σιγά- σιγά εκείνον  με τον ασύρματο,  του πήραν ήρεμα το όπλο κι όλα ησύχασαν πάλι…
 

Όλοι ξεφυσήσαμε ανακουφισμένοι και καθίσαμε σε κάτι πέτρες να ηρεμήσουμε λίγο,  ‘’Πηγαίνετε μόνοι σας,  ξέρετε το δρόμο,  εγώ θα καθίσω λίγο μόνος μου!’’ είπε ο άντρας που μας φιλοξενούσε κι εμείς βιαστήκαμε να φύγουμε από κει,   όπως περπατούσαμε δίπλα στον ξερό  χείμαρρο γυρίζαμε πίσω να δούμε αν έρχεται, για ώρα πολλή δεν φαίνονταν,  τελικά είδαμε τη φιγούρα του να μας ακολουθεί από μακριά,  στο βουνό πάνω απ’  τα κεφάλια μας  ντουφεκιές ακούγονταν μέχρι ψηλά πάνω στις πλαγιές…

Δευτέρα 24 Οκτωβρίου 2016

SALVA NOS DOMINE VIGILANTES

Μια φιγούρα στο παράθυρο κάποιου ξενοδοχείου έμοιαζε να παρακολουθεί στα σκοτεινά  πίσω απ’  τις κουρτίνες,  το ξημέρωμα αργούσε ακόμα, το φως σε μια κολόνα χόρευε αναβοσβήνοντας,   σ’ ένα γραφείο τελετών ένας γέρος λαγοκοιμόταν σε μια καρέκλα,  οι δρόμοι ήταν γεμάτοι αυτοκίνητα, ούτε αστικά ούτε ταξί κυκλοφορούσαν εκείνες τις μέρες, όλοι απεργούσαν, ένας χαμός γίνονταν κι ο κόσμος στριμώχνονταν στα λιγοστά λεωφορεία που κυκλοφορούσαν  με προσωπικό ασφαλείας. Στο πλάι των δρόμων είχαν συσσωρευτεί σωροί σκουπιδιών με ότι μπορεί να φανταστεί κανείς, έπιπλα, πολύφωτα, ρούχα, τα αμάξια περνούσαν πάνω απ’ τις σακούλες, οι γάτες σκαρφάλωναν στους κάδους, ένα βράδυ είχα δει σε μια ερημιά δυο τρία μικρά σκυλάκια να σκάβουν μες τα σκοτεινά για να βρουν τίποτα φαγώσιμο.

 Όλο το πρωινό ήμουν κάπως θολωμένος, τα καναρίνια που είχα  στο δωμάτιο  ξύπνησαν κι αυτά κι άρχισαν να τεντώνουν τις φτερούγες τους,  κάποιο φταρνίστηκε κιόλας μερικές φορές, όπως ήταν νύχτα ακόμα ύστερα από λίγο ξανάχωσαν το κεφάλι του μες τα φτερά τους και συνέχισαν τον ύπνο τους.  Βγαίνοντας απ’ το σπίτι κοίταξα τις εφημερίδες που έβγαζε εκείνη την ώρα ο κουτσός περιπτεράς, αργούσε ακόμα το ξημέρωμα, έπρεπε να πάω στο αεροδρόμιο, κάποιος φίλος έφευγε κι ήθελα να τον αποχαιρετήσω.  

Το αστικό που πήρα ήταν κατάφορτο, όλοι ήταν στριμωγμένοι, οι γυναίκες συζητούσαν για τους τσαντάκηδες, κάτι τύποι ύποπτοι που η ανάσα τους μύριζε αλκοόλ φτηνό, οι κοπέλες απέστρεφαν τα πρόσωπά τους όταν τις πλησίαζαν, ένας με μαύρα γυαλιά μόλις είχε βγει από το αστικό και λέγανε ότι αυτός μ’ έναν συνεργό του βουτούσαν τις τσάντες, σε μια στροφή ένα παλιό το αυτοκίνητο είχε κλατάρει, κάποιος το έσπρωχνε κρατώντας το τιμόνι, πίσω οι οδηγοί κορνάριζαν βρίζοντας σαν κολασμένοι…

Δεν πήγαινα καλά, είχα χωρίσει πρόσφατα και κινδύνευε να με πάρει από κάτω αν δεν με είχε πάρει ήδη, όταν με άφησε πήρε ένα σωρό πράγματα που ήταν και δικά μου, δε μ' ένοιαζαν τα άλλα,  το μόνο που ήθελα ήταν να μου δώσει ένα αντίγραφο από κείνο το αρχείο με τα βιντεάκια όπου μου μιλούσε κι εγώ κοιμόμουν και μ’ έκανε να παραμιλώ, κι ένα άλλο σε μια παραλία όπου τρώγαμε σε μια ταβέρνα κι ήταν σα να έβλεπα  τον εαυτό μου να παίζει σε κάποια ταινία ακούγοντας τη φωνή μου όπως την ακούν οι άλλοι , κι ένα άλλο όπου έτρεχα κοντά σε μια γούρνα, δίπλα σ ένα τεράστιο λιοντάρι που κείτονταν για αιώνες στις λάσπες ενός ποταμού, οι αρχαιολόγοι το είχαν ξεθάψει απ τη λάσπη και το στήσανε σ’ ένα βάθρο μαρμάρινο όπου περιμένει τα μαγικά λόγια για να ξυπνήσει και να πεταχτεί αγριεμένο…

Ήταν κι οι φωτογραφίες που μου είχε πάρει από εκδρομές που πηγαίναμε τις Κυριακές σ ένα μέρος γεμάτο νερά και πράσινο και πλατάνια, κάτι άνθρωποι χόρευαν δίπλα στο ρέμα, φωτογραφίες που είχαμε βγει έξω από μια μια ντισκοτέκ σαραβαλιασμένη πια, εκεί όπου  μου είχε πει ότι ένα αγόρι της κρατούσε τη γυμνή πλάτη κάτω απ’ το μπλουζάκι κάποτε ενώ ακούγανε ένα τραγούδι λίγο ξενέρωτο, όλα εκείνα τα είχα χάσει...

Στο αεροδρόμιο ήθελα κάτι να φάω αλλά δεν μπορούσα να βρω τίποτα, παντού ουρές περίμεναν για καφέ. Έναν καφέ έπρεπε να πιω κι εγώ, κοιμόμουν όρθιος, όλη νύχτα δεν μπορούσα να κλείσω μάτι, μια υπερένταση με είχε καταλάβει, είχα ανοιχτό το ραδιόφωνο κι άλλαζα σταθμούς όλη την ώρα μέχρι που σταμάτησα σ έναν που είχε ψαλμωδίες, κάτι λόγια ξεχώριζαν  : «Και το έλεος σου καταδιώξει με πάσας τας ημέρας της ζωής μου» και  κάτι  άλλα  ‘’Εάν γαρ και πορευθώ εν μέσω σκιάς θανάτου ου φοβηθήσομαι …’’ Αναρωτιόμουν που τα είχα ακούσει εκείνα τα λόγια, μετά θυμήθηκα, ένας καλόγερος κάποτε τα είχε αναφέρει σε μια κουβέντα, είχε περάσει πολύς καιρός , δε πήγαινα σ’ εκείνο το μοναστήρι μες την πόλη που είχε ξενώνες για όσους μοναχούς έρχονταν από μακριά να διανυκτερεύσουν, τους ξενώνες τους έβλεπα μόνο από ένα μαγαζί με δίσκους όπου έβαζα τα ακουστικά να ακούσω τραγούδια ενώ από ψηλά διακρίνονταν  τα καμαρωτά παράθυρα και τα μαγειρεία της μονής όπου μια μαγείρισσα  με είχε  βάλει να φάω κάποτε...

Ήξερε πολλά εκείνος ο καλόγερος, που συναντούσα,  έλεγε για την Παναγία ότι δεν άφησε κάποιο κείμενο δικό της αλλά μίλησε στον Λουκά και τον Διονύσιο τον Αρεοπαγίτη, μιλούσε και για κάποιον Ανδρέα σαλό (τρελό) που είδε την Θεοτόκο στις Βλαχερνές, στο παρεκκλήσι, σε κάποια αγρυπνία βαθιά μες τη νύχτα να έρχεται κατά πάνω του με συνοδεία,  διηγήθηκε το όραμά του σ’ έναν άνθρωπο δικό του που αργότερα έγινε αρχιεπίσκοπος στην Κωνσταντινούπολη και διέσωσε την ιστορία. Εκείνος ο καλόγερος ο ονειροπόλος  που ήταν λίγο τρελός, λίγο ονειροπόλος είχε αναφέρει και τα λόγια από  τους ψαλμούς που είχα ακούσει τη νύχτα, σηκώθηκα μες τη νύχτα κι έψαξα τα βιβλία μου, ήταν από τους ψαλμούς θαρρώ  εικοστός δεύτερος, γι αυτόν τον στίχο λέει ο Καντ ο φιλόσοφος είπε ότι δεν  διάβασε   κάτι ωραιότερο στη ζωή του...

Κατά τις τρεις το πρωί καθώς η υπερένταση δεν έλεγε να μ αφήσει  έβλεπα ένα ντοκιμαντέρ για κάποιον μουσικό που είχε καταδικαστεί σε μια φυλακή κάποιας χώρας της Λατινικής Αμερικής – μάλλον της Κολομβίας – για ναρκωτικά ή κάτι τέτοιο. Εκεί λέει δεν αστειεύονται, από κείνα τα κελιά δύσκολα βγαίνεις, το πιο φοβερό ήταν ότι η φυλακή όπου τον είχαν κλείσει τον μουσικό ήταν χτισμένη σ’ ένα μέρος ομορφιάς ασύλληπτης κοντά σε ένα καταρράκτη θεόρατο, οι φυλακές  λέει ήταν παλιά κοιτώνες μοναχών μιας ιεραποστολής, καλά  εκείνο το μέρος δε παίζονταν, οι τουρίστες ερχόταν να το  φωτογραφίσουν ,  στην έισοδο των φυλακών υπήρχε  μια επιγραφή από των καιρό των φραγκισκανών που  έλεγε στα λατινικά  ''salva nos domine vigilantes''  όμως οι κρατούμενοι δεν μπορούσαν να δουν τίποτα, άκουγαν μόνο το αδιάκοπο βουητό του νερού,  μόνο μερικοί που έκαναν κάποιου είδους καταναγκαστική εργασία έβγαιναν κατά καιρούς να σκάψουν για ένα είδος ασβέστη που υπήρχε στο γειτονικό βουνό κι αντίκριζαν εκείνο το απίστευτο θέαμα. Τον μουσικό όπως έλεγε το ντοκιμαντέρ τον είχε σώσει η κιθάρα που έπαιξε στους κρατουμένους, τα βράδια κοιμόταν δίπλα σε κάτι ψυγεία,  ο ήχος των μηχανών που συνδυάζονταν παράξενα με το βουητό από το νερό των καταρρακτών τον ηρεμούσε βοηθώντας τον να τραγουδά. Μετά από κείνο το πρόγραμμα είχα ηρεμήσει κι εγώ και κοιμήθηκα λίγο βλέποντας όνειρα με φυλακές, φοβόμουν πολύ τις χώρες της Λατινικής Αμερικής εκείνο το διάστημα,  η γυναίκα μου είχε φύγει κατά κει κι εγώ αγωνιούσα μη την απαγάγουν, μη την σκοτώσουν,  μήπως χρειαστεί να ταξιδέψω κι εγώ  μέχρι την άλλη άκρη της γης...

Στο αεροδρόμιο κάθισα σ έναν πάγκο χαζεύοντας τα αεροπλάνα που σηκώνονταν μες το σκοτάδι, σε λίγο ήρθε ο φίλος που θα έφευγε αμέσως, είχε αργήσει, αποχαιρετιστήκαμε κι εγώ σκεφτόμουν ότι θ’ αργούσα να τον ξαναδώ, επειδή τα λεωφορεία αργούσαν πολύ είπα να περπατήσω λίγο, τελικά σταμάτησα σε μια στάση που είχε διαλυθεί όταν μια γυναίκα  είχε καρφωθεί  με το αυτοκίνητο πάνω της και σκότωσε κάποιον που περίμενε, το είχε δείξει κι η τηλεόραση.  Τα διαλυμένα κάγκελα από ένα διπλανό φράχτη και τα σμπαραλιασμένα σίδερα της κατασκευής φαίνονταν ακόμα, όποτε περίμενα σ’ εκείνη τη στάση κοιτούσα τα αυτοκίνητα με τα φώτα τους αναμμένα να περνούν σα δαιμονισμένα και  σκεφτόμουν,  ''Δεν μπορεί,  κάποιο θα ξεστρατίσει και θα καρφωθεί πάνω μου...''

Όλη μέρα στη δουλειά σερνόμουν, προσπαθούσα να ξεκλέψω λίγο χρόνο να ξεκουραστώ,  είχε αρχίσει να χειμωνιάζει  και βράδιαζε γρήγορα, σχολώντας δεν υπήρχε περίπτωση να βρω κάτι να με πάρει οπότε κίνησα με τα πόδια. Η εταιρία που δούλευα βρίσκονταν κάπου στα προάστια σ’ ένα ύψωμα κοντά σ’ ένα παλιό νταμάρι, για να κόψω δρόμο πέρασα μέσα από κάτι σκοτεινά μονοπάτια κι έπεσα πάνω σ’ έναν  γέρικο σκύλο που κοιμόταν αμέριμνος και τρόμαξε πιο πολύ από μένα ενώ κάτι άλλοι ελεεινοί  που είχαν κατά κει το γιατάκι τους γαύγιζαν δείχνοντας τα δόντια τους.  Αλλά φίλε μου αυτοί δεν ήταν σκύλοι σωστοί, σκύλοι κανονικοί ήταν αυτοί στα μαντριά στο χωριό μου που κάποτε σκότωσαν έναν δύστυχο γιατί πέρασε από κει πηγαίνοντας στα χωράφια με το κάρο του, τα τσοπανόσκυλα τρόμαξαν το άλογό του που πανικοβλήθηκε κι άρχισε να τρέχει μες τη νύχτα ρίχνοντας κάτω τον οδηγό του κοντά σε μια γέφυρα όπου λένε κάποιοι ότι τον έχουν δει τα βράδια να περνά με το κάρο του καθισμένος στη θέση του οδηγού, φαίνεται απαράλλαχτος  μοναχά που του λείπει το κεφάλι του…

Είχα βαρεθεί  να περπατώ μετά από ώρα επιτέλους έφτασα στο κέντρο,  οι  ταξιτζήδες είχαν σταματήσει την απεργία  και είχαν βγει προς  άγραν πελατών,  πολλοί απ’  αυτούς  αραδιάζονταν κάτω από μια αρχαία πύλη με  σκαλισμένους  καβαλάρηδες και άλογα  φαγωμένα απ’ τους καπνούς και την  μόλυνση, πιο κάτω στο μουσείο,  τα φυλαγμένα πέτρινα αγάλματα πρέπει να περνούν καλύτερα, τις νύχτες που όλοι κοιμούνται μπορούν να βολτάρουν στους σκοτεινούς διαδρόμους.  Αποφάσισα να πάρω ταξί, σταμάτησα ένα,  άνοιξα την πίσω πόρτα και μπήκα μέσα,  μια γυναίκα καθισμένη δίπλα  μου κρατούσε μια τσάντα κάπως βαριά, όπως κοίταξα μια στιγμή μου φάνηκε σαν να είχε μέσα κάτι χέρια κι ένα κεφάλι ξανθό που σάλευε, αυθόρμητα μου ήρθε στο νου εκείνη η επιγραφή στην είσοδο της φυλακής που είχα δει στο  ντοκιμαντέρ ''Salva nos domine vigilantes!''

Τετάρτη 5 Οκτωβρίου 2016

ΥΠΕΡΘΕΡΜΑΝΣΗ ΚΙΝΗΤΗΡΩΝ

Όπως προσπέρασε μια κλούβα φορτωμένη με ζώα και βγήκε στον ανοιχτό δρόμο ένιωσε κάτι πολύ δυνατό να τον σπρώχνει στην άκρη κατά τις μεταλλικές μπάρες, πανικοβλήθηκε, ενστικτωδώς αρπάχτηκε γερά γερά από την μηχανή όμως ένας παλιός του είχε πει ότι ακριβώς στις πιο επικίνδυνες στιγμές χαλαρώνεις, δεν κάνεις σπασμωδικές κινήσεις, φρενάρισε όσο πιο μαλακά μπορούσε, η μηχανή έμοιαζε να σταθεροποιείται και να ισορροπεί, νόμιζε ότι τη γλύτωσε όμως απότομα η πισινή ρόδα ντεραπάρισε και τον έριξε στην άσφαλτο.

Εκείνη τη στιγμή πρέπει να έτρεχε κοντά στα διακόσια χιλιόμετρα, στην ανοιχτή ευθεία χτυπούσε και διακόσια πενήντα, μια φορά είχε πιάσει και πάνω από τριακόσια αλλά φοβήθηκε, σ αυτές τις ταχύτητες όλα συμβαίνουν τόσο γρήγορα που το μυαλό δεν προλαβαίνει να σκεφτεί ούτε ν’ αναλύσει τίποτα, γίνεσαι σκόνη και κομμάτια δίχως να προλάβεις να καταλάβεις τι έγινε, είναι μια άλλη διάσταση...

Πλησίαζε στην έξοδο για τον επαρχιακό δρόμο, λίγα οχήματα κινούνταν που τα περνούσε γέρνοντας από τη μια κι από την άλλη μεριά, όταν οδηγούσε δίπλα από νταλίκες ήταν το πιο επικίνδυνο, δημιουργούνταν ένα ρεύμα ισχυρό που μπορούσε να σε πετάξει έξω απ’ το δρόμο δίχως να το καταλάβεις, κάποιος του είχε μιλήσει για ένα σημείο κατά κει όπου φυσούν αέρηδες πολύ δυνατοί κι άμα δεν έχεις το νου σου μπορούν να σε στείλουν στις μπάρες, δεν είχε δώσει σημασία τότε...

Άφησε τη βαριά μηχανή να κυλά στο οδόστρωμα κι αφέθηκε να τον παρασύρει η αδράνεια, το κράνος και το χοντρό μπουφάν τον προστάτευαν, στα πόδια φορούσε πάντα επιγονατίδες όμως δεν ήξερε που θα κατέληγε αυτό το σύρσιμο, εκείνη τη στιγμή δε τον ένοιαζε τίποτα, σκέφτονταν ότι γλιστρώντας στο δρόμο βλέπεις τα πράγματα από μια άλλη οπτική γωνία, από χαμηλή σκοπιά, από άλλη οπτική γωνία, όλα είχαν γίνει τόσο γρήγορα, αισθάνθηκε το σώμα του να κατρακυλά στο χορτάρι που υπήρχε στην άκρη του δρόμου και τελικά βρέθηκε πεσμένος σ ένα χαντάκι σκοτεινό. Μια λάμπα σε μια κολώνα ψηλά έριχνε φως και μπορούσε να δει ένα φυτό ανθισμένο, άσπρο που απλώνονταν μες το χαντάκι, δοκίμασε να κουνήσει το χέρι του κι ένωσε μια υγρασία που πρέπει να είχε πέσει στη διάρκεια της νύχτας, έβγαλε προσεχτικά το κράνος του, δεν πονούσε πουθενά, σηκώθηκε αργά αργά να δει που βρίσκονταν, όλως παραδόξως όλο αυτό το διάστημα δεν είχε περάσει ούτε ένα αυτοκίνητο, γύρω δεν υπήρχε ψυχή, αναζήτησε τη μηχανή του,την βρήκε καμιά διακοσαριά μέτρα παρακάτω να κείτεται βουβή, την σήκωσε και την δοκίμασε, πήρε μπρος με το πρώτο, δεν είχε τίποτα σοβαρό. Μια ζαλάδα αισθάνονταν, δεν μπορούσε να πατήσει καλά σα να περπατούσε πάνω σε μπάλες στρωμένες παντού, μουδιασμένος όπως ήταν σταμάτησε σ’ ένα μαγαζί που παρέμενε ανοιχτό να πιει λίγο καφέ, δυο παιδιά ξενυχτισμένα έδιναν τυρόπιτες και νερά στους ταξιδιώτες, έριξε λίγο νερό στο πρόσωπο και μετά ξεκίνησε πάλι για τον φίλο του, όπως είχε συνηθίσει στην φαρδιά λεωφόρο με το που μπήκε στο χωριό τα στενά που ήταν γεμάτα χαλίκια και τα μικρά σπιτάκια του φάνηκαν άλλος κόσμος …

Μετά από κείνο το συμβάν δίχως να το καταλάβει άλλαξε, άρχισε να τα βλέπει όλα διαφορετικά σα να συνειδητοποίησε ότι ο χρόνος του σ’ αυτόν τον κόσμο ήταν μετρημένος, παλιά τα σχετικά με τη θρησκεία τον άφηναν αδιάφορο εντελώς όμως τώρα ήταν αλλιώς, είχε ανακαλύψει κάποιον καλόγερο που είχε το χάρισμα, σε ενέπνεε. Το πιο φοβερό ήταν ότι ο καλόγερος ήξερε από μηχανές, ποτέ δεν του είπε από που τα είχε μάθει αλλά καθόντουσαν μαζί και συζητούσαν ώρες για θέματα όπως οι φυσαλίδες στο σύστημα ψύξης, οι θερμοκρασίες των κυλινδροκεφαλών, η υπερθέρμανση κινητηρων, οι πληκτροφορείς και οι εκκεντροφόροι, τα αμφικόχλια, οι δονήσεις, οι κρούσεις κι άλλα τέτοια κουφά.

Μαζί είχαν κάνει ένα σωρό δουλειές στο μοναστήρι όπου ασκήτευε ο μοναχός, ξαναέφτιαχναν κάτι παλιά ξωκλήσια που τα είχαν κάψει οι Τούρκοι έναν καιρό και είχαν απομείνει για αιώνες ερείπια, κάποτε το μοναστήρι όπου έμενε ο καλόγερος ήταν κέντρο σημαντικό, είχε ένα σωρό κτήρια από τα οποία δεν σώζονταν παρά μόνο χαλάσματα, μαγειρεία, ξενώνες, αποθήκες, ακόμα κι ένα σχολείο. Προσπαθούσαν να αναστηλώσουν ότι μπορούσαν, τα είχαν φτιάξει πολύ ωραία, είχε ξοδέψει εκεί σχεδόν όλο το καλοκαίρι, όλη μέρα δούλευε στο μοναστήρι και τη νύχτα πήγαινε στο φούρνο που είχε να ετοιμάσει τα ψωμιά, όταν δεν άντεχε άλλο ξάπλωνε λίγο σε μια γωνιά περιμένοντας τη ζύμη να φουσκώσει. Ο φούρνος δούλευε καλά, του πατέρα του ήτανε, τον κρατούσε μαζί με τ’ αδέρφια του, δεν υπήρχε άλλος στο χωριό, έβγαζε λεφτά, είχε αγοράσει κι εκείνη τη μηχανή τη μεγάλη που πάντα ήθελε, μ’ αυτήν είχε οργώσει όλη την Ελλάδα, στο εξωτερικό δεν γούσταρε να πάει, δε τον ενδιέφερε, κατέβαινε ταχτικά στην Αθήνα, το έκανε σε τρεις ώρες με τρεις στάσεις για να γεμίσει το ντεπόζιτο και να ξεπιαστεί λίγο…

Εκείνος ο καλόγερος του είχε πει να κάνει ένα προσκύνημα στον Άθω,στην κορυφή του βουνού την γιορτή της Μεταμόρφωσης, στην καρδιά του καλοκαιριού ‘’Πήγαινε εκεί πάνω και θα γαληνέψεις, θα τα ξεχάσεις όλα!’’ του είχε πει και τελικά αποφάσισε να πάει μ έναν φίλο. Έφτασαν στο όρος, κοιμήθηκαν σ ένα μοναστήρι και το πρωί ξεκίνησαν, στην αρχή υπήρχε δάσος και μπορούσες να περπατήσεις στη σκιά, αυτό ήταν το καλύτερο, τα φυλλώματα σκέπαζαν το μονοπάτι κι οι ακτίνες που έφταναν μέχρι το χώμα έμοιαζαν να παίζουν, περπατούσαν άνετα αλλά μετά όσο ανέβαιναν το τοπίο γίνονταν γυμνό, μόνο πέτρες ξέθωρες, ξασπρισμένες και πουρνάρια έβλεπες, ο ήλιος έκαιγε τα βράχια κι ήταν ανυπόφορο να περπατάς εκεί πέρα, λέγανε ότι οι πιο έμπειροι ξεκινούσαν τη νύχτα πολύ προτού χαράξει ώστε να κάνουν το πιο δύσκολο δρομολόγιο με τη δροσιά, προτού πιάσει η ζέστη και πυρώσει ο τόπος, πριν το μεσημέρι ήταν κιόλας στην κορυφή και ξεκουράζονταν.

Όπως ανέβαιναν συναντούσαν κι άλλους προσκυνητές, μερικοί είχαν τρόφιμα μαζί τους και τους πρόσφεραν, ξηρούς καρπούς, παξιμάδια, μέλι για ενέργεια, νερό, υπήρχε μια ωραία διάθεση, απαντούσες εκεί πέρα κόσμο απ’ όλη την Ελλάδα και ξένους μαζί να κουβεντιάζουν για ότι να ναι κάνοντας την πεζοπορία λιγότερο βαρετή, κατά καιρούς σταματούσαν να πάρουν μια ανάσα ατενίζοντας την θέα από κάτω που όσο ψηλότερα ανέβαιναν τόσο πιο μαγευτική γίνονταν, κάποιοι παλιοί τους εξηγούσαν ποια νησιά ήταν εκείνα που διακρίνονταν μέσα στη θολούρα της θάλασσας, γελούσαν, όλοι είχαν γίνει μια παρέα, καλά δεν υπήρχε περίπτωση να μην το ξανακάνει του χρόνου.

Σε κάποια φάση είχε μείνει μόνος του, ο φίλος του είχε φύγει λίγο μπροστά, όπως έστριβε σ ένα μονοπάτι κι ήταν χαμένος στις σκέψεις του ξαφνικά ένας μαύρος σκύλος πετάχτηκε μέσα απ’ τα χόρτα, μιλάμε του κόπηκε η αναπνοή, από που είχε εμφανιστεί εκείνο το πράγμα, ευτυχώς ξοπίσω του έτρεξε το αφεντικό του, ένα μεσόκοπος με μουστάκι και τον περιμάζεψε, τελικά δεν ήταν άγριος ο σκύλος μόνο το παρουσιαστικό του ήταν τρομαχτικό και θύμιζε δαίμονα. Όπως πλησίαζαν στην κορυφή σκέφτονταν ότι είχε αφήσει πίσω τη φυσική του κατάσταση, δεν περπατούσε και τώρα όλο το σώμα του πονούσε, είχε σακατευτεί μιλάμε, οι ξασπρισμένες πέτρες που υπήρχαν παντού γύρω θόλωναν τα μάτια του, σ ένα σημείο είδε λίγο πράσινο, μερικά λουλούδια κόκκινα κίτρινα κι άσπρα φύτρωναν ανάμεσα σε κάτι χαλάσματα, σκήτες καλόγερων πρέπει να ήτανε κάποτε, όπως έστεφε πίσω ο βλέμμα του κοίταζε μερικά πεύκα είχαν φυτρώσει στους γκρεμούς και κρέμονταν στο κενό, από κάτω τους η θάλασσα στραφτάλιζε φτιάχνοντας ένα θέαμα ήταν μαγευτικό.

Το πρωινό πάνω στην κορφή του βουνού ήταν πραγματικά εντυπωσιακό, όλοι σχεδόν είχαν σηκωθεί αγουροξυπνημένοι να δουν το θέαμα κι αυτός μαζί τους, κάτι καλόγεροι ετοίμαζαν τα καζάνια για το φαγητό κι άλλοι έφερναν τα σκεύη για την λειτουργία που θα γίνοταν. Ανακάθισε στο στρώμα του, όλη τη νύχτα είχε παγώσει, δεν μπόρεσε να κοιμηθεί μια στιγμή, χωμένος μες το σλίπινγκ μπαγκ τουρτούριζε μέχρι το πρωί, άλλοι βέβαια που το είχαν κάνει πολλές φορές του έλεγαν ότι ήταν από τις λιγότερο κρύες νύχτες, ‘’Φίλε, δεν έχεις δει τίποτα!’’. Του χρόνου θα ερχόταν πολύ καλύτερα προετοιμασμένος, δε χρειαζόταν να κουβαλά τόσο νερό μαζί του, κοντά στην κορφή υπήρχε πηγή με νερό παγωμένο, τέλειο μιλάμε, μπορούσες να πιεις όσο ήθελες, μόνο κάνα μπουκάλι για το δρόμο θα έπαιρνε και φυσικά μια χοντρή φόρμα για να μην ξυλιάζει το βράδυ.

Το απόγευμα αργά είχαν φτάσει στον προορισμό τους κι απόθεσαν τους σάκους σ ένα πλάτωμα, τριγύρω υπήρχαν εκατοντάδες επισκέπτες ξαπλωμένοι και καθισμένοι γύρω από μια εκκλησία πέτρινη, όλοι είχαν αφήσει τα πράγματα τους κι αναπαύονταν, μερικοί δοκίμαζαν να ανεβούν λίγο πιο ψηλά, σ ένα σημείο όπου είχε στηθεί ένας σταυρός ξύλινος σημάδι ότι εκείνο ήταν το πιο ψηλό μέρος του όρους, αυτός με το που ξάπλωσε στο χώμα ένιωσε μια γαλήνη και μια ηρεμία απίστευτη σα να ήταν αυτό που ήθελε από πάντα να κάνει. Όταν έδυσε ο ήλιος κι άρχισε να νυχτώνει ένα αεράκι κρύο πήρε να φυσά κι έπεσε μια τέτοια παγωνιά που έλεγες ότι χειμώνιασε απότομα παρ’ όλα αυτά μέχρι αργά εξακολουθούσαν να καταφτάνουν προσκυνητές με τα φαναράκια και τους φακούς μες τα σκοτεινά, καλά αυτό ήταν πολύ επικίνδυνο, μερικά μονοπάτια ήταν τόσο απόκρημνα που καλύτερα να μην έβλεπες κάτω πόσο μάλλον να περπατάς με το σκοτάδι όμως ένιωθες ότι μια δύναμη μυστήρια σε προστάτευε. Πλάγιασε για λίγο, γύρω στα μεσάνυχτα τον ξύπνησαν κάτι μουρμουρητά και φωνές, μερικοί σκληροπυρηνικοί έκαναν αγρυπνία, είχαν ανάψει κεριά που έφεγγαν απόκοσμα μες την ερημιά, όλη τη νύχτα δε μπορούσε να κοιμηθεί απ'  το κρύο,  κοντά στην αυγή σφάλισαν για λίγο τα μάτια του  και είδε ένα όνειρο  που του φάνηκε απίστευτα αστείο,  γελούσε συνέχεια, ο φίλος του που κοιμόταν από δίπλα καθόταν και τον άκουγε απορημένος...

Με το που ξημέρωσε έψαχνε τον ήλιο να ζεστάνει λίγο τα κόκαλα του, μια ανησυχία παντού επικρατούσε, κάτι γενειοφόροι με ράσα άναβαν φωτιά να κάψουν τα καζάνια για το μεσημεριανό, άλλοι κουβαλούσαn  κούτσουρα και κλαδιά  κι άλλοι κάρφωναν λαμπάδες πάνω σε πρόσφορα για να διαβαστούν, η σκιά του ήλιου που ανέτειλε άρχισε να πέφτει μέχρι πέρα μακριά στη θάλασσα σκεπάζοντας εκείνο το νησί που πήρε και το όνομα Σκιάθος από το φαινόμενο, όλοι εκστασιασμένοι έβγαλαν τα κινητά να αποθανατίσουν τη σκηνή, ένα αεροπλάνο που περνούσε από πάνω ζωγραφίζοντας άσπρες γραμμές στον γαλανό ουρανό...

Σάββατο 24 Σεπτεμβρίου 2016

ΣΤΟ ΖΕΝΙΘ ΤΟΥ ΛΥΚΟΦΩΤΟΣ

Ένα πρωί όπως ξύπνησε πρόσεξε ότι στην κουζίνα τα πράγματα δεν βρίσκονταν εκεί που τα είχε αφήσει, τα ποτήρια αντί για πάνω στο τραπέζι ήταν στον πάγκο, από το ψυγείο έλειπαν τρόφιμα, ένα ντουλάπι ήταν ανοιχτό ενώ ήταν σίγουρος ότι το είχε κλείσει.

Δεν ήταν η πρώτη φορά που συνέβαινε, στην αρχή δεν έδωσε σημασία, είχε τόσο πολλά στο μυαλό του που δεν προλάβαινε να σκεφτεί τίποτα, κοιμόταν βαριά, σαν κούτσουρο όμως τώρα άρχισε να βάζει πράγματα στο μυαλό του. Κάτι γίνονταν, όλα εκείνα τα αντικείμενα δεν μετακινούνταν από μόνα τους, κάποιος ή κάτι έμπαινε στο σπίτι του τα βράδια, όταν το συνειδητοποίησε του κόπηκαν τα πόδια, μόνο στη σκέψη ότι δεν το είχε πάρει είδηση τόσον καιρό ανατρίχιαζε, ήθελε να σηκωθεί και να φύγει την ίδια στιγμή από κείνο το σπίτι.

Πρώτη φορά ένιωθε αυτό το αίσθημα, να μπαίνει κάποιος στον προσωπικό σου χώρο απρόσκλητος και να σκαλίζει τα πράγματα σου και μάλιστα την ώρα που κοιμάσαι, αυτό κι αν ήταν το πιο τρομακτικό. Αν ήταν κανένας κοινός διαρρήκτης τότε γιατί δεν έψαχνε για χρήματα η κάτι πολύτιμο, κι αν είχε συμβεί πάνω από μια φορά τι έπρεπε να κάνει τώρα; Η πρώτη σκέψη ήταν να εξαφανιστεί αμέσως από κείνο το καταραμένο μέρος, ύστερα αφού ηρέμησε λίγο άλλες λύσεις πιθανές γυρόφερνε στο μυαλό, θα μπορούσε να βάλει συναγερμό ή καμιά κάμερα, ένας φίλος του είχε μαγαζί με τέτοια μαραφέτια, ίσως ένας σκύλος, σκέφτηκε να πάει στην αστυνομία αλλά τι θα τους έλεγε, ότι εισέβαλαν στο σπίτι του για να πιουν τους χυμούς και να φάνε το σαλάμι του; Aπό την άλλη δεν είναι και το πιο συνηθισμένο να έχεις τα βράδια κάποιον στο σπίτι σου απρόσκλητο που κάποια στιγμή μπορεί να ήθελε να ψάξει και τ’ άλλα δωμάτια…

Το συζήτησε με κάτι φίλες του που έδειξαν ενθουσιασμένες , ήταν σίγουρες ότι το σπίτι του ήταν στοιχειωμένο, τον ρώτησαν αν ήξερε ποιοι ήταν οι προηγούμενοι ένοικοι, μήπως ήταν καμιά γιαγιά που είχε πεθάνει ή κανένα παιδί που είχε εξαφανιστεί, ιδέα δεν είχε, έπρεπε να ρωτήσει τον ιδιοκτήτη, έναν γέρο ξερακιανό που τον είχε δει μια φορά όλο κι όλο. Οι φίλες του άρχισαν να αραδιάζουν ιστορίες με φαντάσματα που μπαίνουν σε σπίτια και τα κάνουν όλα άνω κάτω, λέγανε ότι πολλά απ’ αυτά τα είχαν δει ακόμα και σε κάμερες σαν σκιές να σουλατσάρουν στα σκοτεινά χωρίς να μπορεί να τις αντιληφτεί κανένας τρομάζοντας όποιον έβρισκαν μπροστά τους, μια απ’ τις φίλες του μάλιστα που τρελαίνονταν για κάτι τέτοια προσφέρθηκε να κοιμηθεί ένα βράδυ στο σπίτι του για να δει το περίεργο φαινόμενο.

Δεν μπορούσε να δεχτεί ότι επρόκειτο για κάτι εξωπραγματικό, θα έπρεπε να εξηγούνται λογικά όλα αυτά, αν υπήρχε κάποιος εισβολέας αληθινός το πιο πιθανό ήταν να είναι ένοικος της πολυκατοικίας, κάποιος που έμενε κοντά του, το διαμέρισμα του ήταν στον πρώτο όροφο, καθώς ήταν καλοκαίρι ένας τρόπος θα ήταν να μπει κάποιος από το παράθυρο που έβλεπε προς την πρασιά, εδώ και καιρό η ασφάλεια της μπαλκονόπορτας ήταν χαλασμένη και βαριόταν να τη διορθώσει οπότε από εκεί μπορούσαν να μπουν όσο αυτός κοιμόταν στο απέναντι δωμάτιο.

Άρχισε να αραδιάζει νοερά τους ενοίκους, ο πρώτος ύποπτος ήταν εκείνη η κοπελίτσα που είχε νοικιάσει στο διπλανό διαμέρισμα, πολύ εύκολα θα μπορούσε να περάσει τη νύχτα στο δικό του το μπαλκόνι ιδίως τώρα το καλοκαίρι που έλειπαν όλοι και η πρασιά στο πίσω μέρος της πολυκατοικίας έμοιαζε έρημη. Εκτός αυτού υπήρχε κι εκείνο το πανύψηλο το δέντρο που απλώνονταν μέχρι την ταράτσα σύριζα στο κτίριο και κάποιος θα μπορούσε να σκαρφαλώσει και από κει.

Τώρα που το σκέφτονταν πράγματι εκείνο το κορίτσι που έμενε στο διπλανό διαμέρισμα δεν έμοιαζε και πολύ νορμάλ, από το δωμάτιο της ακούγονταν ομιλίες και γέλια τρανταχτά αλλά ποτέ δεν είχε δει κάποιον να φεύγει, μια φορά το είχε δει στην είσοδο να στέκεται στα σκοτεινά με τα φώτα σβηστά, κάπνιζε κι ακούγονταν να τραγουδά σιγανά, όταν πλησίασε ανάβοντας τη λάμπα το κορίτσι δεν είπε τίποτα σα να έκανε το πιο φυσικό πράγμα του κόσμου μονάχα χαμογέλασε παράξενα. Μια άλλη φορά το είχε δει στο ασανσέρ, αυτός έρχονταν από το βάθος του διαδρόμου και το είδε να μπαινοβγαίνει στο θάλαμο του ανελκυστήρα σα να έπαιζε, σα να μιλούσε σε κάποιον αόρατο που μόνο εκείνο έβλεπε, είχε πλησιάσει τότε να δει τι κάνει και το είδε να παίζει με τα κουμπιά, να τα ζαλίζει, να πληκτρολογεί πάνω κάτω νευρωτικά. Εκείνη τη μέρα φυσικά το ασανσέρ χάλασε και φώναξαν ειδικό τεχνικό, η διαχειρίστρια που τα είχε μάθει όλα της είχε βάλει μια κατσάδα γερή, το κοριτσάκι έκλαιγε με αναφιλητά, όταν το είδε ήταν σε κακό χάλι, το παρηγόρησε, ‘’Μη κλαις, δε πειράζει!’’

Εκείνη η φίλη του που ήθελε να κοιμηθεί στο διαμέρισμα για να δει τι γίνεται ήταν σίγουρη όταν της το είπε ότι κάτι έτρεχε μ εκείνο το κορίτσι, έπρεπε να ψάξουν να δουν τι ρόλο βαρούσε, από πού έρχονταν, τι έκανε, έμοιαζε πολύ ύποπτο, όλη αυτή η συμπεριφορά του δεν ήταν τυχαία, τι ήθελε εκεί πέρα;

Ο καιρός περνούσε, το φθινόπωρο είχε μπει για τα καλά, έβρεχε, στα πάρκα που είχαν πρασινίσει παιδιά μικρά κυνηγούσαν περιστέρια που κάθονταν στο χορτάρι , η θάλασσα γίνονταν όλο και πιο όμορφη. Επειδή είχε χαλάσει το αμάξι του πήγαινε με τα πόδια στη δουλειά, τόσα χρόνια με το αυτοκίνητο δεν είχε προσέξει ποτέ τη διαδρομή, όταν περπατάς είναι άλλο πράγμα, έχεις χρόνο να σκεφτείς. Του έκανε εντύπωση ότι κοντά στο σπίτι του υπήρχαν νεκροταφεία, πως δεν τα είχε προσέξει, ένας τοίχος ψηλός υψώνονταν γύρω τους και πάνω του είχαν χτιστεί ένα σωρό σπιτάκια μικρά, αυθαίρετα σίγουρα, o τοίχος πρέπει να ήταν παλιός κι εκείνα τα σπιτάκια ήταν περίεργα, μερικά πολύ όμορφα με λουλούδια κι αυλές κι άλλα εγκαταλειμμένα, σαραβαλιασμένα εντελώς, όσοι έμεναν εκεί έμοιαζαν κάπως μελαχρινοί, κάπως μαυριδεροί , όπως ήταν πρωί μερικοί άνοιγαν τις πόρτες και μπορούσες να δεις μέσα το εσωτερικό τους, ένα δωμάτιο όλο κι όλο είχανε, κάτι παιδιά μικρά ξυπνούσαν εκείνη την ώρα με τα μαλλιά τους ανακατεμένα. Για να κόψει δρόμο διάλεξε μια ανηφόρα, όταν έφτασε στην κορυφή του υψώματος αντίκρισε από κάτω μια θέα μαγευτική, καράβια φαίνονταν κάτω μακριά στη θάλασσα, σπίτια γκρίζα απλώνονταν σ’ όλο το μήκος της πόλης, οι κεραίες στις στέγες σχημάτιζαν ένα απέραντο δάσος μεταλλικό, αυτοκίνητα έμοιαζαν να γλιστρούν στους βρεγμένους δρόμους, του άρεσε τόσο πολύ εκείνη η διαδρομή που αποφάσισε να την κάνει οπωσδήποτε κάθε μέρα.

Σε μια από κείνες τις διαδρομές καθώς περνούσε έξω απ’ τα νεκροταφεία αποφάσισε να παραφυλάξει το βράδυ για να ανακαλύψει τι στο διάβολο γίνονταν τη νύχτα, ετοίμασε έναν καφέ δυνατό, ξάπλωσε πίσω από έναν καναπέ και περίμενε, οι ώρες περνούσαν, κείτονταν στο πάτωμα άβολα στριφογυρίζοντας αδιάκοπα πάνω σ’ ένα παλιό στρώμα. Κατά το ξημέρωμα άκουσε ένα θόρυβο πολύ ελαφρύ, μες το σκοτάδι διέκρινε την φιγούρα ενός κοριτσιού να σέρνει με προσοχή την συρταρωτή πόρτα του μπαλκονιού, η φιγούρα κοντοστάθηκε μια στιγμή κι έπειτα μπήκε στην κουζίνα και κάθισε σε μια καρέκλα, μετά άνοιξε το ψυγείο, ήπιε από ένα κουτί, έριξε μια ματιά γύρω, ύστερα πήγε πίσω στην καρέκλα κι έμεινε καθισμένο εκεί για πολύ ώρα.

Όλο το σκηνικό ήταν πολύ περίεργο, έμοιαζε σαν όνειρο, σαν οπτασία φευγαλέα. Στο λιγοστό φως προσπάθησε να δει την νεαρή κοπέλα λίγο καλύτερα, κάτι πιτζάμες ανοιχτόχρωμες, φαρδιές, φορούσε, αθλητικά άσπρα, την παρακολουθούσε να ανοίγει αθόρυβα ένα μπουκάλι κόκα κόλα, ένα τέτοιο θέαμα δεν το βλέπεις κάθε μέρα, είναι κάπως αλλόκοτο για κάποιον λόγο όμως δεν φοβόταν. Η κοπέλα πρέπει να είχε πολύ θράσος αλλά και ταλέντο για να κάνει κάτι τέτοιο, προφανώς της άρεσε να μπαίνει σε ξένο χώρο κρυφά χωρίς να το καταλαβαίνει κανείς προκαλώντας αναστάτωση και κάποιον φόβο, την εξιτάριζε, πρέπει να ήταν και λίγο παλαβή, διασκέδαζε να κάνει κάτι παράνομο, κάποιοι άνθρωποι είναι πραγματικά περίεργοι, δεν ξέρεις τι θα τους μπει στο μυαλό και τι θα κάνουν.

Όπως ήταν ξαπλωμένος σκεφτόταν τι να κάνει, να την πιάσει όπως ήτανε και να την ταρακουνήσει άσχημα που τον είχε κατατρομάξει, να καλέσει την αστυνομία, να της μιλήσει, όπως και αν είχε δεν υπήρχε περίπτωση να του προβάλει αντίσταση εγκλωβισμένη εκεί μέσα, σκέφτονταν ένα σωρό πράγματα, δεν μπορούσε να αποφασίσει, σε λίγο θα ξημέρωνε, ξαφνικά το κορίτσι σηκώθηκε προσεχτικά κι άρχισε να κινείται αδιόρατα όπως ήρθε, σαν οπτασία, σαν αερικό. Πραγματικά οι κινήσεις της ήταν αιθέριες καθώς δρασκέλιζε το χώρο και τραβούσε μαλακά την συρόμενη πόρτα, περίμενε λίγο και μετά πήγε προς το μπαλκόνι, την είδε να σκαρφαλώνει στο δέντρο κι από κει να περνά στο μπαλκόνι της και να χάνεται...

Όταν έμεινε μόνος του ένιωθε παράξενα, το φεγγάρι ψηλά φαίνονταν να διαγράφει την αέναη κυκλική τροχιά του σκορπώντας μια λάμψη στον ουρανό, ήταν εκείνη η ώρα που το λυκόφως βρισκόταν στο απώτατο σημείο του καθώς άρχιζε η μυστήρια διαδικασία μετασχηματισμού του σκοταδιού σε φως, στο βάθος μακριά οι γραμμές από μια κορυφή άρχισαν να βάφονται κόκκινες σε μια λωρίδα πολύ στενή που απλώνονταν ως πέρα μακριά χρωματίζοντας τον ορίζοντα.

Σκεφτόταν αυτό που είχε συμβεί, το ασυνήθιστο του πράγματος τον είχε γεμίσει μ’ ένα συναίσθημα βαθύ, θα έλεγε κανείς ότι του άρεσε όλο αυτό. Γύρισε στην κουζίνα κι άγγιξε την καρέκλα όπου κάθονταν το κορίτσι, έφερε στο νου του όλο το περιστατικό και πιο πολύ τον τρόπο που είχε φύγει η κοπέλα σα να γλιστρούσε στο χώρο, σκέφτονταν ότι ευχαρίστως θα το ξαναζούσε, ένα σωρό σκέψεις πλημμύριζαν το μυαλό του, μια πνευματικότητα και μια ηρεμία τον είχε κατακλύσει. Ήταν ώρα να κοιμηθεί πια, καθώς περπατούσε προς το δωμάτιο του άκουσε όπως κι άλλες φορές ομιλίες και γέλια πίσω πίσω από τον τοίχο, ασυναίσθητα ακούμπησε τις παλάμες του στα τοιχώματα και τότε τα γέλια κι οι φωνές με κόπηκαν απότομα ενώ με μιας όλες οι λάμπες του διαμερίσματος άρχισαν ν’ αναβοσβήνουν σαν παλαβές , αυτό πρέπει να κράτησε για κάμποσα δευτερόλεπτα.

Τρίτη 13 Σεπτεμβρίου 2016

Ο ΚΥΡΙΟΣ ΤΗΣ ΓΑΛΑΖΟΠΕΤΡΑΣ

‘’Βλέπεις εκείνη την καρυδιά εκεί απέναντι στο δάσος !’’ μου είπε ο τυφλός δείχνοντας ένα δέντρο με παχύ πράσινο φύλλωμα ‘’Από κάτω της έγινε ένα φονικό κάποτε, κάποιος σκότωσε μια κοπέλα, τότε τα ζευγαράκια έρχονταν κατά δω, ήταν έρημα, ήσυχα, δεν υπήρχε ούτε αυτός ο δρόμος που βλέπεις ούτε τίποτα, ερημιά, κάτι συνέβηκε μ εκείνο το ζευγάρι, έπειτα από καιρό έπιασαν έναν στρατιώτη, είπαν ότι εκείνος τη σκότωσε, άλλη όμως ήταν η αλήθεια...’’

Κάπου τα είχα ξανακούσει αυτά, κάπου την είχα διαβάσει την ιστορία που διηγούνταν εκείνος ο τυφλός σ ένα περιβόλι στην άκρη της πόλης, είχαμε πάει να μαζέψουμε σταφύλια από το κτήμα του, δεν έβλεπε σχεδόν καθόλου όσο περνούσαν τα χρόνια, είχε αρχίσει να τυφλώνεται εντελώς, μόνο το φως του ήλιου όταν τον χτυπούσε στα μάτια ένιωθε. Χρειαζόταν κάποιον να του δείχνει το μονοπάτι που έβγαζε στο χωράφι του, τα σταφύλια είχαν ωριμάσει, είχαν γίνει γλυκά παίρνοντας ένα χρώμα βαθύ κόκκινο, μπροστά στην είσοδο του κτήματος υπήρχε μια τεράστια σανσιβιέρια με πλοκάμια πελώρια που απλώνονταν σα χταπόδι, ροδιές με καρπούς που κρέμονταν είχε φυτέψει ο τυφλός στις γωνιές τότε που μπορούσε να δει, το μέρος πρέπει να ήταν πολύ όμορφο κάποτε…

Πολύ μου άρεσε εκείνο το μέρος, ένα κοφίνι σταφύλια μαζέψαμε με τον τυφλό , τα κουβάλησα σπίτι του, φεύγοντας σκεφτόμουν εκείνη την ιστορία με τον στρατιώτη που σκότωσε το κορίτσι, μου είχε κάνει εντύπωση, κάπου την είχα ξανακούσει, κάτι είχα διαβάσει, κάτι μου θύμιζε, έπρεπε να ψάξω. Το βράδυ σκαλίζοντας τη βιβλιοθήκη μου το βρήκα, είχα ένα βιβλίο γι αυτήν την υπόθεση, το είχα αγοράσει απ’ τα παλιατζίδικα όταν ήμουν φοιτητής, ήταν το μόνο που είχα κρατήσει από τότε, όλα τ’ άλλα τα πέταξα, δεν κράτησα κανένα, για κάποιο λόγο αυτό είχε ξεμείνει.

Ένας δημοσιογράφος παλιός το είχε γράψει, έλεγε για τον στρατιώτη ότι είχε σχέσεις με το κορίτσι που βρήκαν στο δάσος όμως δεν ήταν αυτός ο φονιάς, του τα φόρτωσαν όλα, το έγκλημα το είχε κάνει κάποιος άλλος, ο γιος ενός πλούσιου βιομήχανου που ήταν παντρεμένος και είχε σχέση με την κοπέλα, είχε κάνει κι ένα παιδί μαζί της, τον εκβίαζε ότι θα τα καρφώσει όλα στη γυναίκα του, ο βιομήχανος με το γιο του είχαν κλέψει το εξώγαμο και το έκρυβαν κάπου, υπήρχε μια φήμη ότι κρατούσαν για μέρες το παιδί σ ένα υπόγειο, ακούγονταν πολλά για απαγωγές παιδιών τότε, λέγανε ότι μια ομάδα που είχε και μια γρια πολύ πονηρή ανάμεσα τους τα άρπαζε και τα εξαφάνιζε, αφού είχαν πάρει το μωρό μετά με κάποιο τρόπο η κοπέλα βρέθηκε νεκρή στο δάσος κάτω απ’ την καρυδιά όπου ο στρατιώτης τη συναντούσε, εκεί τη βρήκαν οι αστυνομικοί...

Η ιστορία ήταν πολύ γνωστή, ολόκληρη η πόλη είχε αναστατωθεί έναν καιρό με όσα είχαν συμβεί, ήταν και το γεγονός ότι είχα δει και το μέρος όπου βρήκαν το σώμα κι ήταν σα να ζωντανεύανε όλα, στο βιβλίο περιγράφονταν κι άλλα ανατριχιαστικά, λεπτομέρειες που δε μπορούσες να πιστέψεις.

Είχα καιρό να διαβάσω μια τόσο καλή ιστορία, με είχε επηρεάσει βαθιά, έπαιρνα το βιβλίο παντού, στον καφέ, στο λεωφορείο, στο πάρκο που πήγαινα καμιά φορά, γύρω το φθινόπωρο είχε μπει για τα καλά, τις νύχτες έβρεχε δυνατά, η γη χόρτασε νερό, πόσο καιρό είχε να βρέξει, στέγνωσε ο τόπος, οι θάμνοι στα πάρκα μαράθηκαν, τα φύλα πάνω στα δέντρα ξερά, στην τηλεόραση έδειχνε πλημμύρες, καταστροφές, υδατοστρόβιλους να βγαίνουν απ’ την θάλασσα σαν στήλες μαύρες που κατέβαιναν απ’ τον ουρανό. Η πόλη είχε γεμίσει αυτοκίνητα ξανά, τα φύλλα στα δέντρα έγινα γυαλιστερά σα να ξανάνιωσαν, στις γειτονιές γάμοι γινόντουσαν, μπαλκόνια στολισμένα με τούλια άσπρα, τα βράδια στις πλατείες κόκκινα και γαλάζια σιντριβάνια έβλεπες, ιβίσκοι λευκοί άνθιζαν στα πεζοδρόμια. Πότε τελείωσε το καλοκαίρι, σαν χτες ήταν που την είδα μες το πλήθος να κατεβαίνει απ’ το αστικό, έψαχνε τα μάτια μου να δει πως είμαι, θε μου πως ήμουν εκείνη τη μέρα, τι ζέστη έκανε, πόσο την ήθελα! Σαν χτες ήταν που είχαμε πάει , σ ένα χωριό ορεινό, δροσερό, με νερά και τον άνεμο να φυσά στο πρόσωπο, σαν χτες ήταν που την έβλεπα να γυρίζει απ’ τη θάλασσα μ ένα τουρκουάζ μπλουζάκι, τα σγουρά μαλλιά να κυματίζουν καθώς είχαν στεγνώσει απ’ τον αέρα, το πρόσωπο κόκκινο απ’ τον ήλιο, μια μυρουδιά αρμύρας στο σώμα...

Στη δουλειά επικρατούσε πανικός, έπρεπε να κάνουμε ανακαίνιση στο μαγαζί οπωσδήποτε, τόσον καιρό το καθυστερούσαμε, δεν πήγαινε άλλο, είχαμε βγάλει έξω ένα βουνό σαβούρες και σκουπίδια απ’ το υπόγειο, οι γείτονες διαμαρτύρονταν, μας έλεγαν να φωνάξουμε τον δήμο, τελικά τα μοιράσαμε σ’ όλους τους κάδους που υπήρχαν στο τετράγωνο, εγώ όποτε μπορούσα έριχνα μια ματιά στο βιβλίο που κουβαλούσα μαζί μου, κάποια στιγμή το είχα αφήσει πάνω σ ένα τραπέζι , o πατέρας του αφεντικού, ένας δύστροπος γέρος με μεγάλα φρύδια που τον φοβόμασταν όλοι όποτε έρχονταν, πέρασε από κει, το πρόσεξε ‘’Ποιανού είναι αυτό;’’ ρώτησε, το ξεφύλισσε λίγο, δεν είπε τίποτα…

Φοβόμουν ότι θα τά κουγα όμως επικρατούσε χάος, κανείς δεν έμοιαζε να ασχολείται μαζί μου, φοβόμασταν ότι εκείνοι που είχαν έρθει να μας επιθεωρήσουν θα έκλειναν το μαγαζί και μετά τι θα γίνονταν, το αφεντικό ήταν πεθαμένο, αγχωμένο, τσακισμένο, πολλές φορές κοιμόταν στην καρέκλα, καθόταν εκεί πέρα και τον έπαιρνε ο ύπνος, πως το έκανε δεν μπορούσαμε να καταλάβουμε, όποτε ξυπνούσε ερχόταν πανικόβλητος με τα μάτια πρησμένα, έριχνε λίγο νερό στο πρόσωπο να συνέλθει και μετά έπαιρνε μπρος , σε κάποια στιγμή ένιωσε ότι πεινούσε, εμείς είχαμε παραγγείλει μια μακαρονάδα με φέτα, με το που την είδε έπεσε με τα μούτρα, την καταβρόχθισε όλη, δε μας άφησε τίποτα, είχε λυσσάξει, πάνε τα μακαρονάκια μας, μετά ζήτησε ένα τσιγάρο κι έναν καφέ να στανιάρει, εγώ έτρεχα να του τα βρω, ήμουν το παιδί για όλες τις δουλειές.

Όταν ανακαλύφθηκαν στο υπόγειο ένα σωρό μπουκάλια μπύρας άδεια έπρεπε να γυρίσω όλα τα σούπερ μάρκετ της γειτονιά για να τα επιστρέψω, γυρνώντας πίσω άκουσα φωνές, στο υπόγειο του μαγαζιού ο πατέρας του αφεντικού, εκείνος ο γέρος με τα σμιχτά φρύδια που φοβόμασταν, πάλευε μες τις παλιατζούρες να ξεχωρίσει αν άξιζε τίποτα για να μας το στείλει απάνω, εμάς κάτι μας είχε πιάσει και γελούσαμε συνέχεια, στεκόμασταν στην κορυφή του ανοικτού ασανσέρ και βλέπαμε από κάτω το γέρο που καθάριζε στα σκοτεινά, έβριζε όλη την ώρα και καταριόταν, προσπαθούσαμε να διακρίνουμε τις παλιές πόρτες που υπήρχαν δεξιά κι αριστερά του υπογείου, λέγανε ότι έβγαζαν σ’ άλλα μαγαζιά, γειτονικά, έλεγαν μάλιστα ότι κάποια πόρτα θα μπορούσε να βγάζει στο υπόγειο μιας τράπεζας που ήταν λίγο πιο κάτω στη γωνία, άμα ήθελε κάποιος να κλέψει θα μπορούσε να κινηθεί από κει κάτω σκάβοντας όπως στις ταινίες…

Όπως στεκόμασταν από ψηλά και γελούσαμε κοιτάζοντας κάτω με φώναξε, ‘’Έλα εδώ λίγο εσύ, σε θέλω!’’ δεν είχα πάει ποτέ στο υπόγειο, κατέβηκα αργά αργά, το ασανσέρ έτριζε, ήταν σκοτεινά, μια λάμπα μόνο που κρέμονταν από μια κολώνα έριχνε λίγο φως, ‘’Έλα κάτι να σου δείξω!’’ μου είπε. Προχώρησε στο βάθος ανάμεσα σε έπιπλα που μύριζαν μούχλα, τον ακολούθησα, έβγαλε ένα κλειδί απ’ την τσέπη, το δοκίμασε σε μια πόρτα μεταλλική, ‘’ Ξέρεις που οδηγεί από δω κάτω; Μπορείς να βγεις μέχρι τη θάλασσα, όταν νοίκιασα το μαγαζί ο παλιός ιδιοκτήτης μου έδειξε αυτό το πέρασμα, αυτό που βλέπεις φτάνει μέχρι το εργοστάσιο εκείνου του πλούσιου βιομήχανου, αυτουνού που λέγανε ότι ο γιος είχε κλέψει το παιδί στο βιβλίο που διαβάζεις, πολλές νύχτες άκουγαν ένα κλάμα κι αναρωτιούνταν από που προέρχονταν, ο παλιός ιδιοκτήτης είχε δοκιμάσει μια φορά να δει τι υπήρχε, πέρασε όλο το τούνελ και βγήκε σε μια αποθήκη αχανή, κι εκεί, το λέω κι ανατριχιάζω τώρα…’’ έκανε ο γέρος ΄΄….εκεί είδε το παιδί καθισμένο στα σκοτεινά, καθόταν εκεί τρομαγμένο με τα ματάκια του να χάσκουν σα χάντρες, τρελάθηκε, έβαλε τις φωνές φώναξε τη γυναίκα του, πήγαν αμέσως στην ασφάλεια, όμως όταν ήρθαν οι αστυνόμοι δεν βρήκαν τίποτα...

Καλά τώρα ήταν που εκείνη η καταραμένη υπόθεση έμπαινε μέσα μου εντελώς, πήγα στο σπίτι και διάβασα όλες τις λεπτομέρειες, είχε αρχίσει να μου τη δίνει εκείνη η ιστορία, τη νύχτα δε κοιμήθηκα καλά, στα όνειρα μου έβλεπα μωρά, υπόγεια, δέντρα, δάση, πεθαμένους, δε μπορούσα να καταλάβω πως είναι δυνατόν να θέλεις να κάνεις κακό σ’ ένα παιδί μικρό που δεν έχει ιδέα τι γίνεται γύρω του, κι έπειτα πως μπορείς να προστατέψεις αυτά τα πλασματάκια από τον κάθε μοχθηρό τύπο που παραμονεύει για να βρει ευκαιρία να σου τ’ αρπάξει μέσα απ’ τα χέρια, κι εκείνη η γριά η διαβολική τι τέρας ήτανε ρε φίλε, άμα έχεις παιδί μ’ όλους αυτούς τριγύρω δεν πρέπει να κοιμάσαι ποτέ !

Την Κυριακή είχα ιδιαίτερα μ’ ένα κοριτσάκι , θε μου τόσο μικρό που ήτανε, όλο μου έδειχνε το δωμάτιο του που ήταν βαμμένο ροζ, η μάνα του μου είπε ότι πρόσφατα το είχαν φτιάξει για το μικρό της το χαϊδεμένο, μέχρι τότε κοιμόταν με τα αδερφάκια του, μπορούσε να ζωγραφίσει ένα σωρό πράγματα, ένα λουλούδι, ένα δέντρο, ένα σπίτι, ένα λιοντάρι - αυτό το έκανε λίγο σαν πρόβατο. Είχα ξεχάσει πως κάνουν μάθημα σε τόσο μικρά, έπρεπε να της πω την άλφα βήτα αλλά δεν θυμόμουν τη σειρά των γραμμάτων, ποτέ δεν την έμαθα, ευτυχώς το μικρό δεν το κατάλαβε, ‘’’Κοιτάξτε την κασετίνα μου! ‘’ είπε ‘’Έχει τρία δωμάτια!’’ ανοιγόκλεισε τα φερμουάρ ‘’Το πρώτο το σαλόνι, το δεύτερο η κουζίνα, το τρίτο η κρεβατοκάμαρα!’’

Όπως τό βλεπα τόσο μικρό σκεφτόμουν εκείνο το παιδί που το είχαν κλεισμένο στο υπόγειο , το κοριτσάκι συνέχιζε απτόητο σα να ήθελε κάποιον να μιλήσει και να του πει ένα σωρό πράγματα που είχε στο μυαλουδάκι του, ‘’Θέλετε να σας διαβάσω μια ιστορία λέγεται ‘’Ο κύριος της γαλαζόπετρας’’ λέει για κάποιον που είχε ένα φυλαχτό από γαλάζιο πετράδι και μ αυτό έβρισκε όλους τος θησαυρούς που ήταν κρυμμένοι κάτω απ το χώμα, ήταν πολύ θαυματουργή η πέτρα, όλοι την φοβόντουσαν, ακόμα κι οι γριές μάγισσες που ήθελαν να του κάνουν κακό, μια απ αυτές την πιο κακιά, την είχε θάψει μέσα σ ένα βράχο που τον άνοιξέ με κείνη τη μαγική γαλαζόπετρα, την έκλεισε μέσα για πάντα, άμα περάσεις από κείνο το μέρος ο βράχος βουίζει, μπορείς να τον ακούσεις ...

Δευτέρα 29 Αυγούστου 2016

ΒΑΝ ΝΤΑΜ

Με το που κατέβηκε από το αμάξι ένιωσε ότι ένας Πακιστανός την ακολουθούσε, πρόσεξε ότι κοντοστάθηκε μια στιγμή κι έπειτα συνέχισε να περπατά πίσω της, όπως γύρισε απότομα της φάνηκε ότι μια λεπίδα γυάλιζε στο χέρι του, ανατρίχιασε, τώρα που το σκεφτόταν από κάπου τον ήξερε, την κοίταζε σ’ ένα μαγαζί με καφέδες, αυτός ήτανε, ένας μυώδης με γενειάδα, κάπως σκοτεινός, ποιος ξέρει τι είχε στο μυαλό του, κι αν κουβαλούσε καμιά λεπίδα ο Ασιάτης αυτή θα κατέληγε φέτες σαν μορταδέλα, τόσα βλέπεις ρε φίλε στην τηλεόραση να γίνονται !

Σε μια στροφή προσπάθησε να κρυφτεί όμως ο ξένος την είχε πάρει από κοντά, είχε αρχίσει να αγχώνεται άσχημα, της έρχονταν να φωνάξει ‘’Τι θέλεις άνθρωπε μου, σήκω φύγε από δω!’’ αλλά πάλι τέτοια ώρα ποιος θα ασχολούνταν μαζί της, τα μπαλκόνια φαίνονταν άδεια, οι πόρτες κλειστές. Δεν θα ξεκινούσε με τίποτα για κείνη τη γειτονιά τέτοια ώρα αν δεν την έπρηζε το αφεντικό της, εκείνη η βλαμμένη η γυναίκα που της είχε βγάλει την πίστη, τόση ώρα είχε που σχόλασε και της τηλεφώνησε να πάει στον λογιστή για κάτι επείγον, έπρεπε να του παραδώσει έναν πάκο τιμολόγια, εκείνος καθόταν μέχρι αργά της είπε, δεν θα είχε πρόβλημα, ξεκίνησε λοιπόν νυχτιάτικα .

Ένας θόρυβος την έκανε να τιναχτεί, τα ποτιστικά του πάρκου που γειτόνευε με τα τείχη είχαν ανοίξει αυτόματα εξαπολύοντας νερό στους διψασμένους θάμνους και στα αναρριχητικά χόρτα που φύτρωναν στις ξερολιθιές, μικρά σιντριβάνια άρχισαν ν εξαπολύουν νερό. Σκιάχτηκε για τα καλά, δεν υπήρχε περίπτωση να ξεκινήσει τέτοια ώρα κατά κει αν δεν ήξερε καλά το μέρος, ένα διάστημα δούλευε σ’ εκείνη την περιοχή αλλά τα τελευταία χρόνια τα πράγματα είχαν αγριέψει αγριέψει, περνούσε τακτικά από κει κατεβαίνοντας στο κέντρο, το σπίτι της δεν απείχε και πολύ, έπρεπε να κατέβει κάτι σκαλοπάτια πέτρινα, αριστερά μια μονοκατοικία που είχε για τοίχο σαρκοφάγους στρωμένες η μια πάνω στην άλλη σαν τεράστια τούβλα μαρμάρινα, μια απ’ αυτές ήταν γεμάτη με γράμματα σκαλιστά, κάποτε τις είχαν ενσωματώσει στα τείχη της παλιάς πόλης κι αργότερα κάποιοι με τη σειρά τους έκαναν το τείχος και τις σαρκοφάγους μέρος του δικού τους σπιτιού, ήταν λίγο κουφό, φαντάσου να μένεις σ ένα σπίτι που είχε για τοίχο τρεις τέσσερις τάφους! Μετά τα τείχη έπρεπε να περπατήσει δίπλα από ένα παλιό τσιμεντένιο υδραγωγείο γεμάτο γκράφιτι, εκεί κοντά μαζεύονταν τα απογεύματα ένα μωσαϊκό από Αλβανούς, γύφτους, Πακιστανούς, Ρώσους, η πόλη είχε γεμίσει από ξένους, τους συναντούσες σε κάθε βήμα, μερικοί ήταν προκλητικοί, επιθετικοί, είχε αρχίσει να γίνεται σπαστικό, σου την έδινε όλο εκείνο το μωσαϊκό που κουβέντιαζε τα απομεσήμερα σε γλώσσες μυστήριες ψάχνοντας για το αεράκι που διαπερνούσε τα σοκάκια....

Κι αυτός ο λογιστής ήταν ανάγκη να πάει να χώσει το γραφείο του σε κείνα τα καταραμένα τα στενά όπου οι Ρώσοι κι οι Αλβανοί κάθονταν ανακούρκουδα καπνίζοντας κάτι τσιγάρα βαριά, ‘’Μα τι ηλίθιος !΄΄ σκεφτόταν μέσα της. Όμως για να είμαστε ειλικρινείς ακόμα και τώρα που είχαν μαζευτεί όλες οι φυλές της γης εκεί πέρα και είχαν κάνει το μέρος μαχαλά του τρίτου κόσμου πολύ της άρεσε η τοποθεσία ψηλά πάνω απ’ την πόλη στον αυχένα ενός λόφου που δέσποζε στο χώρο. Τα βραδάκια οι γριές έβγαιναν στα μπαλκόνια να χαζέψουν τη θέα καθώς ολόκληρη η πόλη ήταν από κάτω στο πιάτο τους, οι γέροι πάλι καθόντουσαν σ’ ένα μέρος σαν εξέδρα κοντά σε μια εκκλησιά και χάζευαν με τις ώρες τρώγοντας μαύρα σπόρια, αριστερά ξεχώριζαν οι γιγάντιοι προβολείς ενός γηπέδου που υψώνονταν πάνω απ’ τα σπίτια κι απ’ την άλλη μεριά ένας γερανός σα γίγαντας τεράστιος άπλωνε τους μακριούς βραχίονες του, φορτηγά πλοία άραζαν στη θάλασσα περιμένοντας να φορτώσουν, άμα σήκωνες το κεφάλι μπορούσες να δεις από πάνω σου να υψώνονται αεροπλάνα που ήταν σα να έβγαιναν ανάμεσα από τις πολεμίστρες, καλά το μέρος δεν παίζονταν !

Με το που θα έφτανε στο γραφείο του λογιστή θα ξεσπούσε απάνω του, ο Μπαμπής (έτσι τον λέγανε) θα κάπνιζε σκαλίζοντας χαρτιά σ εκείνο το δωμάτιο που θύμιζε τους παρακμιακούς χώρους των ταινιών του πενήντα με τον Ρόμπερτ Μίτσαμ και τον Χάμφρεϊ Μπόγκαρτ γεμάτο σκόνη και μια μυρουδιά κλεισούρας και τσιγάρου που μπορούσε να σε πεθάνει! Ο λογιστής βαριόταν να καθαρίσει, κατά καιρούς έπαιρνε μια Γεωργιανή γυναίκα που συμμάζευε λίγο αλλά σύντομα όλα επανερχόταν στο αρχικό χάος, το μόνο καθαρό μέρος εκεί μέσα ήταν το ψυγείο όπου έβρισκες μοναχά ένα κάρο μπουκαλάκια νερού στοιβαγμένα στα ράφια.

Δεν ήταν πάντα έτσι ο Μπάμπης, πιο παλιά ήταν άψογος, όταν έιχε ξεκινήσει να δουλεύει τα είχε πάρει όλα σβάρνα, δούλευε μέρα νύχτα αλλά όσο περνούσαν τα χρόνια τα άφηνε όλα για την τελευταία στιγμή, μιλούσε άσχημα στους πελάτες, τους παρατούσε, έκανε ότι να ναι, τους έστελνε στο διάολο! Λέγανε ότι ήταν μανιοκαταθλιπτικός, εκεί που μιλούσε μαζί σου πετούσε κάτι άσχετο εντελώς, μια φορά στα καλά καθούμενα της είχε πει : ‘’Έχεις ένα ευρώ, δεν κουβαλώ μαζί μου καθόλου λεφτά, είναι επικίνδυνο, το θέλω για το λεωφορείο!’’ Καλά ήταν πολύ τρελός, μπορούσε να αρπαχτεί μαζί σου έτσι χωρίς να το καταλάβεις, εκεί που ήταν καλά αγρίευε και γίνονταν επιθετικός, κακός, βέβαια στη δουλειά του ήταν καλός, γατόνι, όσοι τον ήξεραν από παλιά είχαν να λένε, κρατούσε τα βιβλία από κάτι επιχειρήσεις κάτσε καλά, κονομούσε για καιρό αλλά τελευταία βαριόταν ρε φίλε, κάτι είχε πάθει, όλη την ώρα έμοιαζε χαμένος, δεν έβγαινε από το γραφείο, κάπνιζε συνέχεια, είχε ένα βλέμμα απλανές …

Γύρισε ξανά πίσω να δει, ο άλλος ήταν πάντα πίσω της σκέφτηκε να τον μπερδέψει πηγαίνοντας από ένα δρομάκι αλλά αυτός επέμενε σαν κυνηγόσκυλο, την βρήκε ‘’Τι βλακεία έκανα!’’ σκέφτηκε η γυναίκα, μέσα της ο φόβος μετατρέπονταν σιγά σιγά σε θυμό, τώρα ήταν έξαλλη μ’ εκείνο το τούβλο την αφεντικίνα της, καλά θα τ' άκουγε χοντρά, θα την έλουζε άσχημα! Όχι δεν θα τάχωνε σ αυτήν, ο Μπάμπης θα τ’ άκουγε ''Ρε βλαμμένε!’’ θα του φώναζε ‘’Που στο δαίμονα βρήκες και χώθηκες εδώ μες τους γκάγκστερ και τους μαχαιροβγάλτες !’’ τον φαντάζονταν ήδη να την κοιτά σα χάνος.

Τον ήξερε καλά, ένα φεγγάρι τα είχαν κιόλας, εκείνος δούλευε γκαρσόνι σ ένα μαγαζί νυχτερινό, αυτή ξεσάλωνε κάθε νύχτα με τις φιλενάδες της, ήταν ερωτευμένη μαζί του και πως θα μπορούσε να μην είναι, ήταν ψηλός, όμορφος, φτυστός ο Βαν Νταμ, έχεις δει ταινίες του, ένα τέτοιο πράγμα ακριβώς, ωραίος με κάτι άγριο και λίγο βίαιο στο πρόσωπο του, οι γυναίκες τρελαίνονταν για κείνον, πάντοτε έπαιρνε τα περισσότερα φιλοδωρήματα, όλες από κείνον προτιμούσαν να σερβιριστούν, μιλάμε ότι μάζευε πολλά λεφτά, δεν μπορείς να φανταστείς τι χρήμα κυκλοφορούσε στα μαγαζιά τη νύχτα τότε. Τον περίμενε μέχρι να σχολάσει κι ύστερα καθόντουσαν οι δυο τους σ ένα παγκάκι και μιλούσαν μέχρι το ξημέρωμα, τον αγαπούσε πολύ όμως εκείνος είχε μπλέξει με κάτι παρέες ύποπτες, με κάτι υποθέσεις όχι πολύ νόμιμες, έβγαζε πολύ χρήμα, ταξίδευε στο εξωτερικό, στην Ιταλία πιο πολύ, δεν της έλεγε ποτέ τι έκανε εκεί πέρα μόνο φωτογραφίες της έστελνε από τα καλύτερα εστιατόρια της Ρώμης, του Μιλάνου, της Φλωρεντίας, μετά είχε άρχισε να της φέρεται άσχημα, τη ζήλευε, της έκανε σκηνές, της έσπαγε τα νεύρα, μα τι βλάκας, τελικά τον έστειλε στο διάολο και ησύχασε...

Με το που έφτασε στην πολυκατοικία και διέσχισε την πυλωτή χαλάρωσε λίγο, χτύπησε δέκα φορές το κουδούνι και περίμενε, ο Μπάμπης τώρα θα καθάριζε, σιγά μη μασούσε τόσα χρόνια στη νύχτα, ένα τσιγάρο χρειαζόταν οπωσδήποτε να στανιάρει, άνοιξε τη τσάντα της ψάχνοντας το πακέτο και το μόνο που πρόλαβε να δει ήταν τα μάτια του που γυαλοκοπούσαν, ήταν πολύ δυνατός, το μυαλό της δούλευε σαν παλαβό, τι διάβολο θα της έκανε, που θα την πήγαινε, θε μου μόνο το πρόσωπο της δεν ήθελε να πειράξει, όλα τ’ αλλά μπορούσε να τα κρύψει, ήταν νέα ακόμα, πως θα κυκλοφορούσε με καμιά χαρακιά στο μάγουλο σα βαρυποινίτισσα, το χέρι της πονούσε έτσι όπως της το έστριβε, μια μελαγχολία έπιανε να την κυριεύει, έκανε μια προσπάθεια να ξεκολλήσει από πάνω του, δεν είχε καμιά ελπίδα, ο άλλος ήταν πέντε φορές πιο δυνατός.

Και ρε φίλε η μέρα της είχε ξεκινήσει τόσο ωραία. Το σαββατοκύριακο είχε πάει για μπάνιο, ο καιρός είχε γυρίσει, το καλοκαίρι ανήκε στο παρελθόν επιτέλους, το βράδυ της Κυριακής με το που γύρισε έβρεχε και μπουμπούνιζε, επιστρέφοντας πέρασε με το αμάξι της ακριβώς από κείνα τα στενά, που να το φανταζόταν! Έκανε ένα ντους και κάθισε στο μπαλκόνι κοιτάζοντας τις σταγόνες να πέφτουν πυκνές στα φύλα ενός πλατάνου αντίκρυ απ’ το σπίτι της, χείμαρροι κατέβαζαν νερό στο δρόμο κάτω από την πολυκατοικία, τη νύχτα έκανε και λίγο κρύο, έπρεπε να σκεπαστεί με το σεντόνι, τι ωραία που ήτανε!

Το τέλος του καλοκαιριού ήταν γλυκό σ εκείνη τη γειτονιά όπου έμενε καμιά εικοσαριά χρόνια τώρα και δεν είχε σκοπό να φύγει για κανένα λόγο, είχε συνηθίσει, όλα της φαίνονταν ευχάριστα, τα μεσημέρια μοτοσικλέτες κυκλοφορούσαν σα φαντάσματα στα στενά, στα καφενεία ποτά αεριούχα κι ανθρακούχα ανέδυαν φυσαλίδες στην επιφάνεια των ποτηριών, έλικες από κλιματιστικά στριφογύριζαν βουίζοντας, από κάποιο ανοιχτό παράθυρο μπορούσες να δεις σε μια τηλεόραση αγώνες της φόρμουλα ένα, αυτοκίνητα τρακάριζαν, αμάξια καίγονταν, λάστιχα έμοιαζαν πυρπολημένα…

Όχι δεν είχε καμιά δουλειά να έρθει βραδιάτικα κατά κει, κι αυτοί όλοι οι μαυριδεροί από που είχαν ξεσηκωθεί να ρθουν κατά δω, ποιο κάθαρμα τους είχε διώξει από τις πατρίδες τους και τους έβαλε να περπατούν μήνες και χρόνια μέσα από βουνά και λαγκάδια, γιατί δε κάθονταν στα καταραμένα τ’ αυγά τους, τι ήθελαν, τι ζητούσαν, που θα χωρούσαν, τι θ’ απογίνονταν, γιατί έπρεπε να την πληρώσει αυτήν για όλες τις αδικίες της γης, αυτή το μόνο που ήθελε ήταν να πάει στο σπιτάκι της και να πέσει ξερή για ύπνο, εκείνος ο λογιστής έφταιγε για όλα που είχε ξεκουφαθεί και δεν άκουγε το κουδούνι, όταν τελείωνε όλο αυτό θα τον τακτοποιούσε καλά, της έρχονταν να ουρλιάξει από όλο αυτό που την έπνιγε, και που ήταν Μπάμπης ο Βαν Νταμ να του καταφέρει του άλλου καμιά ξεγυρισμένη κλωτσιά με θεαματικό φλιπ στον αέρα σαν ιπτάμενος Ολλανδός, ένα κόλπο που έκανε ο ηθοποιός για να δώσει στα χτυπήματα του περισσότερη ισχύ, που ήταν ο φίλος της να του καταφέρει του Πακιστανού μερικά άπερκατ, μερικά κροσέ, να παλέψει με τον ξένο και να κυλιστούν στο χώμα όπως στα έργα, που στο διάβολο ήταν αναρωτιόταν όταν μια χερούκλα τεράστια εμφανίστηκε απ’ το σκοτάδι, έπιασε τον τύπο απ’ το λαιμό και τον στρίμωξε στο τσιμεντένιο τοίχο, ΄Άντε ρε Μπάμπη!’’ φώναξε.

ΑΛΟΓΑ ΤΗΣ ΣΤΕΠΑΣ

Στην είσοδο του ασανσέρ υπήρχε κάτι που  δεν άφηνε την πόρτα να κλείσει,  η γάτα έτρεξε  κατά κει και σταμάτησε  απότομα μπροστά σ’ ένα σώμα...