Πέμπτη 23 Μαΐου 2019

ΑΝΑΓΕΝΝΗΣΗ ΑΛΟΝΝΗΣΟΣ

Λέγανε ότι ήταν τοκογλύφος, ανακατεύονταν με κάτι δουλειές ύποπτες, δάνειζε χρήματα και δανείζονταν από άλλους,  ήταν λίγο σκοτεινός, το είχε κληρονομήσει  απ’ τον πατέρα του που κι εκείνος ανακατεύονταν με τέτοια,  είχε κάνει  λεφτά πολλά επί χούντας, τότε που το πετρέλαιο ανέβαινε  στα ύψη  εξαιτίας των πολέμων στην Αραβία, είχε ανοίξει ένα βενζινάδικο δίπλα στην εθνική οδό και οικονομούσε αβέρτα,  ερχόταν εκεί πέρα απ’ τ’ άγρια χαράματα κουβαλώντας πολλές φορές κι αυτόν που τότε ήταν  παιδί ακόμα,  τον έβαζε να γεμίζει τα ντεπόζιτα με την  αντλία, μια φορά ο πιτσιρικάς παρά λίγο να γίνει στάχτη,  κάποιος βλάκας είχε ανάψει τσιγάρο κι όπως τραβούσαν την αντλία τα σταγονίδια του καύσιμου  πήραν  φωτιά ,  έγινε μια έκρηξη  ευτυχώς όχι μεγάλη,  αυτός  είχε τιναχτεί πάνω από τ’ αμάξια κι έπεσε στο χώμα, από θαύμα δεν είχε σκοτωθεί ούτε είχε πάθει καμιά σοβαρή ζημιά όμως ο πατέρα του   είχε φοβηθεί πολύ.

 Από μικρός είχε μάθει να έχει τις τσέπες του γεμάτες , καθώς άλλαζαν λάστιχα και λιπαντικά είχαν φτιάξει και βουλκανιζατέρ,  βγάζανε πολύ χρήμα, λέγανε ότι ο πατέρας του έκανε λαθρεμπόριο κι έφερνε από κάπου τεράστιες ποσότητες πετρελαίου αφορολόγητες,  τις φύλαγε σ’ ένα παλιό πηγάδι που το είχε φτιάξει χτίζοντας μια  δεξαμενή  υπόγεια, μεγάλη, κανείς δεν ήξερε το μυστικό εκτός από κάτι εργάτες  παλαιστίνιους που  τους είχε μες τον ήλιο και μετά τους σούταρε, ήξερε ότι θα φεύγανε από τη χώρα.  Τελείωσε τη δουλειά  μαζί με το γιο του,  εκείνον  μονάχα εμπιστεύονταν,  πάνω απ’ τη δεξαμενή είχε φτιάξει μια μάντρα με διαλυμένα αυτοκίνητα , αυτό ήταν  το καμουφλάζ του,  στη δεξαμενή   φύλαγε όλη την ποσότητα του καύσιμου που την έλεγχε κατά καιρούς κατεβαίνοντας από μια σκάλα μυστική.  Όταν  η αστυνομία ψυλλιάστηκε ότι κάτι συνέβαινε εκεί πέρα  και κινδύνευε να φάει πολλά χρόνια φυλακή εξαφανίστηκε, έτσι κι αλλιώς  δεν είχε πολλά πάρε δώσε με την οικογένεια και τα σόγια του, η γυναίκα και τα παιδιά του-εκτός  απ τον αγαπημένο του γιο-   σπάνια τον έβλεπαν, όλη την ώρα ήταν στο γραφείο,  στα δικαστήρια, σε ταξίδια, κάποια στιγμή εξαφανίστηκε κι όλοι τον αναζητούσαν,  λέγανε ότι είχε φύγει στην Αθήνα, είχαν χαλάσει τον κόσμο όμως δεν τον έβρισκαν πουθενά,  ύστερα εμφανίστηκε αλλά η αστυνομία τον είχε βάλει στο μάτι και τότε  λέγανε ότι είχε σκηνοθετήσει το θάνατο του για να χαθούν τα ίχνη,  είχε κάνει και κανονική κηδεία όμως κανείς δεν είχε ανοίξει το φέρετρο,  κανείς δεν ήξερε ποιος ήταν εκεί μέσα,  λέγανε  ότι ζούσε  σ’ ένα νησί  όπου είχε ξαναρχίσει τη ζωή του κανείς όμως δεν ήταν σίγουρος, ο γιος του ήταν συντετριμμένος, δεν μπορούσε να το πιστέψει  ... 

 Όλα αυτά βέβαια μπορεί να ήταν απλά φήμες όμως ακούγονταν ότι ο βενζινάς ήταν ζωντανός , επικοινωνούσε με τους δικούς του και συνέχιζαν  τις δουλειές τους,  κάποιος γνωστός  μάλιστα ορκίζονταν ότι τον είχε πετύχει  σ’ ένα νησί να δουλεύει  σε μια ταβέρνα,  είχε μιλήσει μαζί του κι ο άλλος τον είχε παρακαλέσει να μη το πει σε κανένα γιατί κινδύνευε,  στο μεταξύ ο γιος ξεκίνησε να σπουδάζει  στην Ιταλία νομικά  όμως  είχε αποδειχτεί ανοικονόμητος  και ξόδευε όπου να ναι, σε στοιχήματα, σε γυναίκες,  σε καζίνο,  δεν πατούσε στη  σχολή  κι όταν τον διώξανε είχε βρεθεί στη Ρουμανία  κι εκεί με τα χίλια ζόρια-  πληρώνοντας βέβαια κι  όποιον καθηγητή έβρισκε, κατάφερε να πάρει το δίπλωμα .

 Γυρίζοντας στην Ελλάδα παντρεύτηκε κι αμέσως  άνοιξε πολυτελές  δικηγορικό γραφείο αναλαμβάνοντας  υποθέσεις μεγάλες,   μιας και το βενζινάδικο  τους είχε χρεοκοπήσει κανείς δεν ήξερε που είχε βρει τα μέσα ακούγονταν όμως ότι ο πατέρας του είχε αφήσει μια γερή μπάζα κρυμμένη κάπου  στο βουλκανιζατέρ  κι ο μόνος που ήξερε το μυστικό ήταν ο γιος του,  έτσι εξηγούνταν λοιπόν η γρήγορη ανέλιξη του.  Αν και νέος σχετικά  έγινε  γρήγορα γνωστός στη πιάτσα,  καθώς   είχε μάθει να κινείται σε κύκλους σκοτεινούς κατέληξε  γρήγορα   τοκογλύφος , έμαθε  τα κόλπα, συναναστρέφονταν  με τύπους περίεργους, δάνειζε  ανθρώπους  της νύχτας που έψαχναν  κάποιον να τους βολέψει ή να του φορτώσουν λεφτά ύποπτα.  Με την κρίση που  είχε πέσει  όλοι είχαν ανάγκη από ρευστό,  άλλος χρωστούσε το ρεύμα,  άλλος φοβόταν μη του πάρουν το σπίτι, άλλος ήθελε να παντρέψει το παιδί του, όλοι είχαν ένα λόγο που χρειάζονταν χρήματα επειγόντως χωρίς  πολλές διαδικασίες κι αυτός ήταν πάντα  εκεί  διαθέσιμος.  Κανείς δεν ήξερε πραγματικά που έβρισκε τα λεφτά αλλά δεν ήθελε πολύ μυαλό να καταλάβεις, ακόμα και σε δύσκολους καιρούς κάποιοι βρίσκουν τα μέσα  με κάποιον τρόπο, υπάρχει πάντα μαύρο χρήμα στην αγορά  κι όταν  αυτοί που το κατέχουν δεν μπορούν να το διακινήσουν κανονικά ψάχνουν κόλπα  να γλυτώσουν φόρους κι άλλα τέτοια ενοχλητικά, έτσι  λοιπόν γύρω απ’ τον δικηγόρο είχε στηθεί ένα παιχνίδι κι όλοι  αναρωτιόντουσαν  κι απορούσαν πως τα κατάφερνε …


Ήταν αρχές του καλοκαιριού,  εκεί γύρω στον Ιούνιο προτού αρχίσει η θερινή σεζόν κι οι μεγάλες ζέστες, τότε που ο καιρός είναι  μαλακός ακόμα κι οι μέρες δροσερές,  τότε μπορείς να κάνεις τα καλύτερα ταξίδια, μια  τέτοια μέρα κάποιος τριγυρνούσε ανάμεσα σε σκουριασμένα αμάξια κάπου στα προάστια,  δίπλα στην εθνική οδό, σ’ένα μέρος που έμοιαζε με νεκροταφείο.  Ήταν χαράματα  κι ο ήλιος μόλις έβγαζε το κεφάλι του στην ανατολή βάφοντας κόκκινες τις οροσειρές, ήταν ο δικηγόρος που δεν είχε κοιμηθεί όλη νύχτα , δυο φουσκωτοί είχαν έρθει στο γραφείο  του απειλώντας τον και είχε  φοβηθεί άσχημα , έπρεπε να βρει  ένα γερό ποσό γρήγορα γιατί διαφορετικά δεν ήξερε τι μπορούσε να συμβεί, σ’ αυτά τα κυκλώματα δεν υπάρχει έλεος, αν μπεις μια φορά δεν υπάρχει επιστροφή, θα σε κυνηγούν για πάντα. Γύρω επικρατούσε ερημιά,  απ’ τον δρόμο δεν μπορούσε να τον δει κανείς, τον  κάλυπτε μια συστάδα δέντρων που είχε φυτέψει γι αυτόν ακριβώς  το λόγο ο πατέρας του, τα δέντρα είχαν ψηλώσει με τα χρόνια κρύβοντας ότι έπρεπε  να κρυφτεί. Πήγε με τη μία σε μια γωνία της μάντρας όπου βρίσκονταν  ένα αυτοκίνητο τρακαρισμένο τόσο  δυνατά  ώστε  είχε γίνει ένας σωρός από λαμαρίνες και σίδερα, από κείνο το αμάξι έπρεπε να μετρήσει δέκα βήματα σε μια κατεύθυνση για να βρει την κρύπτη όπου ο πατέρας του ε φύλαγε  τα λεφτά κι άλλα πράγματα πολύτιμα που μάζευε κατά καιρούς όταν οι άλλοι δεν είχαν να  πληρώσουν σε μετρητά, του είχε εξηγήσει ακριβώς που ήτανε λίγο  προτού  γίνει εκείνη η μυστήρια κηδεία του, τον είχε φέρει  εκεί πέρα και του έχε δείξει  το σημείο και πώς να το βρίσκει σε περίπτωση που συμβεί κάτι.


Είχε περάσει καιρός πολύς κι όλα εκεί του φαινόταν  αλλιώτικα, διαπίστωσε ότι είχε μεγαλώσει πια και δεν θυμόταν καθαρά,  όπως ερχόταν ήταν σίγουρος αλλά τώρα είχε  αμφιβολίες, βρήκε το σαραβαλιασμένο  αυτοκίνητο,  μέτρησε δέκα βήματα προς την ανατολή όπως   του είχε πει ο πατέρας του και μετά άρχισε να σκάβει μ’ ένα μικρό κασμά που είχε μαζί του, υποτίθεται ότι η κρύπτη  δεν θα ήταν βαθιά, μετά από  τριάντα  πόντους θα έπρεπε να την βρει λογικά,  όταν όμως έσκαψε περίπου μισό μέτρο και δεν βρήκε τίποτα του κόπηκαν τα πόδια κι ένιωσε το σώμα του να ιδρώνει. Δεν μπορούσε να το πιστέψει, σ’ εκείνη την κρύπτη είχε ποντάρει, την είχε πάντα σαν τελευταία λύση όταν όλα θα πήγαινε στραβά και τώρα δεν μπορούσε να τη βρει,  έβρισε άσχημα   τόσο δυνατά που φοβήθηκα και κοίταξε γύρω του μήπως τον είχε  ακούσει κανείς όμως ερημιά βασίλευε εκεί πέρα,  μόνο κάτι πουλιά τσίριζαν σα να  χαίρονταν  που ξεκινούσε μια μέρα ακόμα. Καθώς η ώρα περνούσε η θερμοκρασία ανέβαινε  και με την αγωνία που τον έτρωγε  του έφταιγαν τα πάντα,  έβγαλε τη μπλούζα που φορούσε κι έμεινε με το φανελάκι,  έπρεπε να μείνει ψύχραιμος, δε χρειαζόταν πανικός,  ήπιε λίγο νερό απ’ το μπουκαλάκι που κουβαλούσε, έπλυνε  το πρόσωπο του και ηρέμησε,  έπρεπε να βάλει το μυαλό του να σκεφτεί, να δει καθαρά τι γινόταν,  δε μπορεί,  κάπου εκεί βρισκόταν η κρύπτη.

  ‘’Α ρε μπαμπά  πως στο διάβολο τα έκανες  έτσι!’’ μονολόγησε κοιτάζοντας γύρω σα χαμένος  κι όπως είπε αυτή τη κουβέντα τον έφερε ξανά μπροστά του να  περπατά ανάμεσα στ’ αμάξια νευρικά και γρήγορα όπως  το συνήθιζε, ά, ο ο πατέρας του ήταν ωραίος τύπος ότι και να λέγανε,  μελαχρινός με όμορφα χαρακτηριστικά όλο νεύρο και πάθος για ότι έκανε,  έμοιαζε με ηθοποιό,  μερικοί μάλιστα αναρωτιόντουσαν αν τον είχαν δει σε κάποιο έργο,  νάτος λοιπόν εδώ μπροστά του περπατούσε ολοζώντανος όπως παλιά  με μεγάλες δρασκελιές επιβλέποντας τους Παλαιστίνιους που σκάβανε την υπόγεια δεξαμενή  και τότε διάβολε θυμήθηκε  και του ήρθε να κλωτσήσει μ’  όλη του τη δύναμη  ένα μηχανάκι  αρχαίο, μα βέβαια,  μετά τα δέκα μέτρα έπρεπε να στρίψει δεξιά άλλα δέκα μέτρα, αυτό ήτανε αλλά το είχε ξεχάσει,  καμιά φορά είσαι σίγουρος για κάτι, παίρνεις όρκο, δε δίνεις ούτε μια πιθανότητα όμως το μυαλό  παίζει άσχημα παιχνίδια κι η μνήμη μπορεί να σε προδώσει. Έτρεξε γρήγορα στο σημείο που είχε σκάψει κι από κει μέτρησε άλλα δέκα μέτρα δεξιά σ’ έναν διάδρομο ανάμεσα στα σκουριασμένα αμάξια,  στο σημείο που σταμάτησε άνοιξε ένα μικρό λάκκο κι αμέσως  χτύπησε κάτι μεταλλικό, ήταν το χρηματοκιβώτιο !

Ήταν ένα κίτρινο   βαρύ κουτί,  το άνοιξε  ανυπόμονα  και μέσα τυλιγμένα σ’  ένα πανί βρήκε δεσμίδες από χιλιάρικα ολοκαίνουρια σα να  είχαν το τοποθετηθεί εκεί πριν από μια μέρα αλλά ήταν εντελώς άχρηστα,  αυτή πρέπει ήταν η μεγαλύτερη απογοήτευση της ζωής του,  πώς την είχαν πατήσει έτσι,  πόσο ηλίθιοι είχαν φανεί  αλλά που να ξέρει ο πατέρας του ότι θα άλλαζε το νόμισμα κι όλα εκείνα τα μασούρια  θα ήταν άχρηστα,  έπιασε το κεφάλι του που τόνιωθε να καίγεται και πέταξε μακριά   το καταραμένο χρηματοκιβώτιο,  τα άχρηστα χαρτονομίσματα  γέμισαν  τον αέρα τρομάζοντας τα πουλιά που άρχισαν πάλι να τσιρίζουν, έβλεπε εκεί πέρα τα άχρηστα λεφτά  να ανεμίζουν και   τότε μόνο πρόσεξε ένα χαρτάκι διπλωμένο   στον πάτο του κιβωτίου το άνοιξε και χαμογέλασε  πλατιά , μια φράση μόνο που ήταν γραμμένη  στο χαρτί :’’ ΑΝΑΓΕΝΝΗΣΗ ΑΛΟΝΝΗΣΟΣ’’ εντελώς απ’  το πουθενά μια μουσική πολύ δυνατή άρχισε να βουίζει στ’  αυτιά του.  

Τετάρτη 8 Μαΐου 2019

ΤΟΚΑΤΕΣ ΚΑΙ ΦΟΥΓΚΕΣ

Στην Αγκάθα Κρίστι

Τα φυλλώματα της κερασιάς έκρυβαν  έναν μπαξέ που πρασίνιζε  τέτοια εποχή κι εκεί μπροστά στην είσοδο  ήταν μια τριανταφυλλιά  κατακόκκινη,  όλοι φύτευαν  τριανταφυλλιές και γιασεμιά στα σπίτια τότε κι ύστερα έφευγαν για κάπου, Αθήνα,  Θεσσαλονίκη,  Γερμανία.  Τα καλοκαίρια ερχόντουσαν πίσω,  κάτι φάτσες άγνωστες που μόνο οι παλιοί ήξεραν, καθάριζαν τις αυλές τους,  διόρθωναν τις στέγες, έβαφαν τους τοίχους,  στα καφενεία εμφανίζονταν με κάτι ρούχα περίεργα που είχαν φέρει μαζί τους , καθόταν κανένα μήνα  κι ύστερα χανόντουσαν  διπλοκλειδώνοντας τα εξοχικά τους. Όλον το χειμώνα και την άνοιξη τα σπίτι εκείνα  ήταν χώροι μυστήριοι για τα παιδιά, μπορούσαν να παίζουν στις αυλές  με τα άφθονα  λουλούδια,  μερικά απ αυτά μάλιστα   είχαν ένα άρωμα πολύ δυνατό, πολύ όμορφο το είχε ακόμα στη μύτη του κάτι τριανταφυλλιές άσπρες και  πορτοκαλιές  ένα  χρώμα περίεργο, κάτι γιασεμιά λευκά  εκείνα τα σπίτια ήταν ένας κόσμο παράξενος που ήθελες να εξερευνήσεις κάθε φορά.

Ένα από κείνα τα σπίτια τα περίεργα ήταν κι αυτό με την μεγάλη κερασιά στην αυλή του, ο άνθρωπος  που το είχε  δεν ήταν  σαν τους άλλους , αυτός ερχόταν όχι  μόνο τα καλοκαίρια  αλλά κι άλλες φορές μαζί  με το γιο του, ένα νεαρό ψηλό,   ήταν   πολύ γλυκός  τύπος που πάντα τους  άφηνε  ν’ ανεβούν και να κόψουν κεράσια ενώ  η γυναίκα του,  μια παχουλή με αραιά μαλλιά ,  τους κερνούσε χυμό βύσσινο που έφτιαχνε μόνη της,  καθόταν  με τους φίλους του  στην κουζίνα της,  ένα δωμάτιο δροσερό με κάτι ράφια γεμάτα πιατάκια και φλιτζάνια,  κι εκεί πίνανε τη βυσσινάδα   που τους  φαινόταν  απίστευτα δροσιστική.  Με το που άκουγε φωνές ερχόταν εκεί πέρα προβάλλοντας  από  κάποιο δωματιάκι ένα σκαλοπάτι χαμηλά απ’ το πάτωμα της κουζίνας,  το άλλο παιδί τους ένα στρουμπουλό  κοριτσάκι με σύνδρομο ντάουν που γελούσε όποτε  βρισκόταν ανάμεσα σε  συνομηλίκους του, καθόταν λίγο μαζί τους κι έπειτα η μαμά του το πήγαινε  ξανά  στο δωματιάκι του όπου  υπήρχε ένα κρεβατάκι με κάγκελα γύρω του κι ένα αρμόνιο όπου ο ψηλός  αδερφός της έπαιζε κάτι μουσικές περίεργες,  μια φορά είχαν δει κι ένα  απ’  τα μυστήρια μουσικά  βιβλία του,  απ’ έξω  έγραφε :‘’Τοκάτες και φούγκες’’ .  Οι επισκέψεις σ’ εκείνο το σπίτι,  η μουσική απ’  το αρμόνιο  κι η βυσσινάδα   ήταν  απ’  τις καλύτερες αναμνήσεις του.

Είχε έρθει στο χωριό  για τις διακοπές του Πάσχα,  ήθελε να δει και τον αδερφό του που έλειπε χρόνια στη Γερμανία και κάθε χρόνο  ερχόταν να περάσει τις γιορτές στο χωριό. Μετά απ’ τα φαγητά  και τις μπύρες βγήκε μια βόλτα,  περπατώντας ανάμεσα στα σπίτια είδε ότι τα πιο πολλά ήταν ακατοίκητα κι εδώ λοιπόν γινόταν τα ίδια  όπως  και στην πόλη όπου ολόκληρες συνοικίες ένιωθες ότι είχαν ερημώσει,  ο κόσμος έφευγε  όλη την ώρα κι οι πολυκατοικίες βουβαίνονταν, δρόμοι που άλλοτε έσφυζαν από ζωή δεν είχαν πια ούτε περίπτερο,  για κάποιο λόγο βέβαια τα νοίκια έμεναν  ψηλά και κανείς  δεν μπορούσε να καταλάβει τι συνέβαινε,  ποιοι  αγόραζαν διαμερίσματα και τι τα έκαναν όμως όλοι όσοι έφευγαν δεν γυρνούσαν στα χωριά γιατί   και σ’   εκείνα είχαν απομείνει μοναχά οι  γέροι όλος, ο τόπος έμοιαζε να έχει αφεθεί  στο έλεος του θεού. Προς  το τέλος  του χωριού, εκεί όπου ξεκινούσε ένας δρόμος που έβγαζε στην Εθνική Οδό, πρόσεξε  την μεγάλη κερασιά, το θυμόταν από παλιά αυτό  το δέντρο μόνο  που τώρα φαινόταν πιο μικρό, όλα  του φαινόταν πιο μικρά  κι εκεί στον φράχτη  θα έπρεπε να υπάρχει  μια πόρτα  με  σιδερένια  σχέδια όμως την είχαν χτίσει φτιάχνοντας άνοιγμα σ’ ένα άλλο σημείο.  Μπροστά απ τον φράχτη υπήρχαν  κάτι κάγκελα όπου κάποτε  ισορροπούσε  περπατώντας πάνω τους με τα χέρια απλωμένα,  τώρα του φαινόταν πολύ χαμηλά, έναν καιρό  έπρεπε  να πηδήσει από ψηλά όταν κατέβαινε  από κει…

‘’ Άμα θες κόψε κανένα κεράσι !’’ ακούστηκε μια φωνή και γυρνώντας είδε εκείνον  τον τύπο  που  έμοιαζε να μην έχει αλλάξει καθόλου   όμως αυτό δεν ήταν δυνατό, πως  μπορούσε να μην είχε γεράσει   ούτε στο ελάχιστο,  είχαν περάσει σαράντα τόσα χρόνια από τότε που τον θυμόταν ,  θα έπρεπε  να ήταν τώρα πάνω από ενενήντα χρονών,  τον πρόσεξε  λίγο καλύτερα και τότε κατάλαβε, δεν ήταν ο γέρος ήταν ο γιος του που ήταν ολόιδιος,  έτσι εξηγούταν,  είχαν περάσει τόσα χρόνια,  δεν θα μπορούσε να ζει,  ‘’Ερχόμουν εδώ κι έκοβα κεράσια όταν ήμουν μικρός ‘’του είπε κι ο  γέρος  χαμογέλασε ακριβώς όπως θυμόταν τον πατέρα του να χαμογελά,  ύστερα έπιασε να σκάβει  ανάμεσα σε μια σειρά από κρεμμυδάκια τραβώντας χορτάρια που είχαν φυτρώσει ανάμεσα στα φυτά, αυτή  ήταν μια στιγμή λίγο παράξενη, λίγο μαγική και στάθηκε εκεί πέρα μια στιγμή αντίκρυ στον ήλιο  να χαζέψει το μέρος που είχε μικρύνει αλλά δεν είχε αλλάξει κι είχε μείνει το ίδιο όμορφο. 
Όμορφή ήταν όλη η περίοδος  γύρω στο Πάσχα, παλιά βέβαια ερχόταν  πολύς κόσμος στο χωριό και γέμιζε  την εκκλησία όμως πλέον  ο κόσμος άλλαζε, οι οικογένειες οι μεγάλες με τους συγγενείς  και τα ξαδέρφια  είχαν συρρικνωθεί, δεν μαζεύονταν όπως παλιά το Πάσχα και τα καλοκαίρια, εκείνα τα παλιά έμοιαζαν να έχουν πεθάνει όμως η άνοιξη έμοιαζε πάντα το ίδιο καινούρια  όπως κάποτε που όλα ξαναγεννιούνταν, τα πουλιά, τα χόρτα, όλη η φύση ήταν στο φόρτε της, σ’ ένα μαγαζί πάνω στο δρόμο όπου είχε σταματήσει καθώς ερχόταν είχε ακούσει  κάτι γυναίκες να λένε   ότι αυτός  ήταν ο καλύτερος καιρός για ταξίδια προτού πιάσουν οι ζέστες,  τέτοιον καιρό μπορούσες να πας όπου  ήθελες με την ησυχία σου χωρίς  να  σ’ ενοχλεί ο ήλιος, είναι η πιο καλή εποχή του χρόνου όλοι το ξέρουν !

Το προηγούμενο βράδυ  ενώ οι άλλοι έβγαζαν φωτογραφίες με τα κινητά αυτός έβλεπε από το παράθυρο τον ουρανό που είχε γεμίσει μαύρα σύννεφα,  ο καιρός  άλλαξε  απότομα  κι η βροχή άρχισε να πέφτει πάνω στα χορτάρια που πρασίνιζαν ακόμα περισσότερο,  όλα γύρω είχαν σκοτεινιάσει και τα σύννεφα έμοιαζαν να τρέχουν ψηλά. Απ’ το λοφάκι   όπου ήταν  χτισμένο το πατρικό του   μπορούσε να δει προς την Εθνική Οδό όπου κάθε τόσο περνούσαν φορτηγά μεγάλα γλιστρώντας πάνω στην άσφαλτο, από  μικρός τα παρακολουθούσε  τέτοιον καιρό να τρέχουν στους μεγάλους δρόμους, ήταν η εποχή που ο καιρός άνοιγε, οι παραλίες απλώνονταν απέραντες,  η θάλασσα στραφτάλιζε στον ήλιο, βάρκες έπλεαν στ ανοιχτά,  πέρα στον ορίζοντα χωράφια κόκκινα απ’  τις παπαρούνες,  άσπρα απ’  τα χαμομήλια,   δέντρα και θερμοκήπια,   σύννεφα σεργιάνιζαν  στον ουρανό, πλησίαζε εκείνη η εποχή που δεν μπορούσες να καθίσεις ήρεμος όλα γύρω σε καλούσαν να φύγεις μακριά χωρίς να ξέρεις που, εκείνες οι γυναίκες που μιλούσαν για ταξίδια τέτοιον καιρό κάτι ήξεραν…


Έκοψε κάνα δυο κεράσια, τα πιο ώριμα κι όταν τα δοκίμασε είχαν την ίδια γεύση όπως τη θυμόταν,  είχε αρχίσει να μεσημεριάζει και τα ποτά που ήπιε το πρωί βάραιναν  το κεφάλι του,   όταν έκλεινε λίγο τα μάτια κι ύστερα τα άνοιγε  έβλεπε σχήματα παράξενα να  εμφανίζονταν μπροστά του, χαιρέτησε τον άνθρωπο  που σαν τον πατέρα του είχε την ίδια γλύκα στο πρόσωπο και στους τρόπους κι απομακρύνονταν από κείνο το σπίτι όταν τον άκουσε να φωνάζει,   ‘’Βοήθεια, ζαλίζομαι!’’  γύρισε πίσω και τον είδε  ξαπλωμένο  στο χώμα ανάμεσα στα φυτά που σκάλιζε, πήδηξε τον φράχτη με τα κάγκελα κι έτρεξε κατά τη βρύση που υπήρχε σε μια γωνιά του μπαξέ, τράβηξε το λάστιχο κι έριξε με το χέρι λίγο νερό στο πρόσωπο του άλλου  που είχε ιδρώσει,  ‘’Είναι το ζάχαρο μου με πιάνει ξαφνικά!’’ είπε ξέπνοα κι αφού ήπιε μια γουλιά  φάνηκε να συνέρχεται,  ‘’ Αυτό ήταν πέρασε’’ είπε και κάθισε σε μια πέτρα στην άκρη του χωραφιού    όμως έδειχνε πάλι χλωμός.

‘’Τώρα τι γίνεται ; ’’ σκέφτηκε ο δικός μας,   ‘’Tι κάνουμε εδώ πέρα, ποιος τρέχει στα νοσοκομεία,  θα φάω όλη τη μέρα μου’’ όμως δεν μπορούσε να τον αφήσει έτσι,  γύρω δε φαινόταν ψυχή, έπρεπε να φωνάξει κανέναν  γείτονα,  κανένα συγγενή, κάποιο ασθενοφόρο ο άλλος  όμως φάνηκε να συνέρχεται και  του είπε ‘’Βοήθησε με να πάω μέχρι το σπίτι, έχω εκεί τα φάρμακα μου, πρέπει να πάρω ένα χάπι  τώρα στα γρήγορα’’.  Πέρασε   το χέρι του γέρου  γύρω από τον ώμο του και  τον πήγε σιγά- σιγά μέχρι το χαμηλοτάβανο σπίτι,  καθώς περνούσαν το κατώφλι  παρακαλούσε μέσα του να τελειώνει γρήγορα η υπόθεση, ότι  κι αν γινόταν βέβαια δεν μπορούσε να τον παρατήσει εκεί πέρα τον άνθρωπο. Ο γέρος άνοιξε ένα ντουλάπι,  πήρε κάτι κάψουλες και τις διέλυσε σ’ ένα  ποτήρι που το ήπιε μονορούφι,   φαινόταν καλύτερα κι ήταν ώρα να φύγει όμως  ένιωθε  το κεφάλι του βαρύ και τα μηνίγγια του άρχισαν να  βγάζουν  έναν  ήχο  σα σφύριγμα που διαπερνούσε  το μυαλό του,  ένιωθε  στεγνό το στόμα  κι ο γέρος που το κατάλαβε άνοιξε το ψυγείο,  έβγαλε ένα  μεγάλο μπουκάλι γυάλινο  και   γέμισε ένα κατοστάρι μπρούτζινο,  ‘’Πιες του είναι πολύ ωραίο!’’ του πρότεινε,   ‘’Θέ μου  τι ωραία βυσσινάδα!’’  σκέφτηκε γιατί η γεύση ήταν όπως παλιά όμως πως  γινόταν όλα  να είχαν μείνει τα ίδια ύστερα  από τόσες δεκαετίες, τι είχε συμβεί,  δεν μπορούσε να καταλάβει .

Γύρισε το βλέμμα  γύρω στο δωμάτιο  φαινόταν πολύ καθαρό πολύ τακτοποιημένο, κάποια γυναίκα έμπαινε εκεί και το συγύριζε σίγουρα,  ο γέρος είχε ήδη  πλαγιάσει   και τον άκουσε να μουρμουρίζει,  ‘’Κάτσε λίγο  ακόμα! ‘’ – ‘’ Τώρα θα κοιμηθεί και θα μπορέσω να φύγω ήσυχος’’ σκέφτηκε καθώς  περιεργαζόταν  το ντουλάπι με το τζαμάκι του ντουλαπιού της κουζίνας  που σε άφηνε να δεις τα κρύσταλλα  και τα ποτήρια πίσω του,  ο γέρος αποκοιμήθηκε γρήγορα  κι άρχισε να ροχαλίζει ελαφρά, ετοιμαζόταν να φύγει όταν  άκουσε έναν  ήχο περίεργο,  μα βέβαια,  ήταν το αρμόνιο όμως ποιος δαίμονας μπορεί να  έπαιζε, τι συνέβαινε σ’ εκείνο το δωμάτιο,  τι είχε πάθει το μυαλό του,  σε ποιον ακριβώς χρόνο βρισκόταν, τι σύγχυση ήταν  εκείνη;  Προσπαθούσε να καταλάβει τι συνέβαινε γύρω του κι όσο σκεφτόταν η  πορτούλα απ’ το δωματιάκι  όπου κάποτε υπήρχε το κρεβατάκι με τα κάγκελα   άνοιξε τρίζοντας ελαφρά, ένα άσπρο κεφάλι πρόβαλε και τον κοίταξε, ρίγος διαπέρασε το σώμα του,   δεν μπορούσε να το πιστέψει ότι εκείνο το κορίτσι  το στρουμπουλό είχε μεγαλώσει τόσο, τα χαρακτηριστικά του ήταν τα ίδια αν και είχαν ατονήσει κάπως όπως συμβαίνει σε μερικούς ανθρώπους  που νιώθεις ότι δεν γέρασαν ποτέ,  καθόταν εκεί και τον κοίταζε ήσυχα σαν του έλεγε ‘’Με θυμάσαι ;’’ ενώ  το αρμόνιο έπαιζε συνέχεια μια μουσική     περίεργη,  τι στο δαίμονα  συνέβαινε ;  

ΑΛΟΓΑ ΤΗΣ ΣΤΕΠΑΣ

Στην είσοδο του ασανσέρ υπήρχε κάτι που  δεν άφηνε την πόρτα να κλείσει,  η γάτα έτρεξε  κατά κει και σταμάτησε  απότομα μπροστά σ’ ένα σώμα...