Κυριακή 30 Δεκεμβρίου 2012

ΡΟΔΙΑ

Mια γυναίκα δε θέλει να περνά από μια κατηφόρα  έξω απ΄ τη πόλη εκεί όπου είναι ένα σπίτι με μια ροδιά στην αυλή και  βλέπεις κόκκινα φρούτα νάχουν πέσει στο  πράσινο χορτάρι, φύλλα κίτρινα  έχουν παραμείνει πάνω στο δέντρο κι είναι όμορφο.
Σ' αυτό το σπίτι έζησε κοντά δέκα χρόνια ώσπου ένα μεσημέρι, παραμονή Πρωτοχρονιάς,  είδε μια ζακέτα πράσινη σε μια κρεμάστρα και κάτι γόβες - κάτι υποψιάζονταν από καιρό-  κι είχε ρωτήσει τότε τον άντρα της '' Ετοιμάζεσαι να ντυθείς τραβεστί και να κατέβεις στο Βαρδάρη ;''.

Όλα τούτες τις μέρες γίνονται, στη πολυκατοικία μας όλοι σχεδόν οι γέροι έχουν πάθει Αλτσχάϊμερ, παίρνουν τους δρόμους φορώντας μοναχά τη ρόμπα τους, η αστυνομία τους ψάχνει, ένας παππούς- αυτός που σακάτεψε τη μέση του όταν πήγε να σηκώσει μια ταφόπλακα μαζί με δυο τρεις ακόμα  στα νεκροταφεία της Ευαγγελίστριας κι όταν οι άλλοι την άφησαν απότομα απόμεινε  να τη κρατά μοναχός του και σακάτεψε τη μέση του-    σε κοιτά λοιπόν ο παππούς  στα σκαλιά ΄΄Ποιος είσαι εσύ;΄΄.

Ένας τύπος ζητά από ένα κορίτσι υπέροχο να χωρίσουν για μια βδομάδα κι αυτή κλαίει και μαραζώνει, ο αέρας φυσά στο δρόμο παρασέρνοντας χαρτιά και σακούλες μαύρες που ζωντανεύουν, τετράγωνα ολόκληρα σκοτεινά ούτε ένα φωτάκι για τις γιορτές, σκύλοι με όρθιες τρίχες φυλάνε μάντρες μες το κρύο κι άλλοι σέρνουν κόκαλα τεράστια από ζώα  προιστορικά, γάτες χασμουριούνται δείχνοντας τα κοφτερά σα μαχαιράκια δόντια τους , κάποιος κλέβει κέρματα από το δίσκο μιας εκκλησίας κοιτάζοντας δεξιά αριστερά,  στα μαγαζιά οι συναγερμοί χαλούν το κόσμο, σεκιουριτάδες ανοίγουν τσάντες ψάχνοντας μέσα, καρέκλες χάσκουν μοναχές τους πίσω από τζαμαρίες σκοτεινές, κάποιος λέει φυλάει το υπόγειο θησαυροφυλάκιο της Τράπεζας της Ελλάδας και κάθε τέταρτο χτυπά ένα κουδούνι μη τυχόν κι αποκοιμηθεί, στο σπίτι  το τηλέφωνο χτυπά κατα τις τεσσεράμιση το πρωί,  τινάζεσαι ξυπνώντας από ένα όνειρο, ανάσες κοφτές σα να βγαίνει η ψυχή σου, ένα πλάσμα τάχα πρασινωπό είχε μπει στο σπίτι και ψαχούλευε   το ψυγείο, φοβάσαι να πας στη κουζίνα, ήχοι περίεργοι μες την ησυχία της νύχτας, από τα διαμερίσματα αναδύεται ζέστη,  μέσα καίνε ξύλα, κούτσουρα, πόρτες, παράθυρα, πατώματα, όλα ρίχνονται στο πυρ το εξώτερον, νερά τρέχουν σε παλιούς σωλήνες, κάτι διαμερίσματα λέει έχουν πλημμυρίσει ταβάνια στάζουν, όλα τέτοιες μέρες γίνονται .

Σ' ένα μέρος κάποια σου λέει ''Πως τη κοιτάζεις έτσι ;'' ούτε που το πρόσεξα όμως μου άρεσε πολύ ,  ζακετούλα απαλή, κάτι κουμπιά που θυλήκωναν  μπροστά, φανελάκι άσπρο, από κάτω το στήθος πάλονταν, σκούρα επιδερμίδα μαλακή,  δάγκωνε τα χείλη του προσέχοντας αν την κοίταζα,  μαλιά φρεσκολουσμένα, έγερνε το κεφάλι πίσω κι  είχε κι ένα άρωμα που με ζάλιζε,  μούρχονταν να ακουμπήσω στον ώμο της,  να υσηχάσω για λίγο,  όμως αυτές τις μέρες είναι σα να έχει ανοίξει ένα αμπάρι με αναμνήσεις θαμένες και ξεχειλίζουν  και τρέχουν ασταμάτητα πράγματα ξεχασμένα.

Τέτοιες μέρες μ΄ έστελνε ο πατέρας μου να κόψω κάτι πουρνάρια με φύλλα μαλακά που τα καίγαμε στη φωτιά για το καλωσόρισμα του χρόνου και θυμιαζόμασταν λέγοντας ''Καλώς ήρθε ο Αϊ Βασίλης και του χρόνου με υγεία!'',  ύστερα ο  πατέρας μου πήγαινε να θυμιάσει τα ζώα στο στάβλο και μετά  έφευγε να παίξει χαρτιά κι εγώ έψαχνα το πρωί στις τσέπες του για καμιά γκοφρέτα που είχε κερδίσει και κατόπι τον καλούσαν οι παρέες να παίξει ακορντεόν στα σπίτια και κάτι τύποι ηλιοκαμένοι με μουστάκια χόρευαν γύρω από τραπέζια γεμάτα  φρούτα και ξηρούς καρπούς, στους τοίχους φωτογραφίες κυνηγών που γελούσαν γύρω απο ζώα σκοτωμένα,   στο τέλος έβγαιναν  σε αυλές πλακόστρωτες όπου ακούγονταν σαν ποδοβολητό τα χτυπήματα  από τα τακούνια των γυναικών.

Εγώ δοκίμαζα τα πλήκτρα σ ένα αρμόνιο που μου είχε αγοράσει όταν πήγαμε στη πόλη σε μια αγορά παλιά  όπου έβλεπα σούπες να κοχλάζουν  μέσα σε καζάνια μπακιρένια σε μαγειρεία, ρόδια σπασμένα στη μέση με σπόρους πορφυρούς, σταφύλια και λωτοί κι αλλα φρούτα του Χειμώνα, νταμιτζάνες με κρασιά κόκκινα και ροζ και  κρέατα και κεφάλια ζώων σφαγμένων να με κοιτάνε κρεμασμένα ψηλά και λεμόνια  ανάμεσα σε ψάρια ασημένια πάνω στο πάγο κι ανάμεσα τους πράσινα μαρουλόφυλλα και πιπεριές κόκκινες και κάποιοι είχαν ρίξει και γαρύφαλλα κι όλοι φώναζαν κι ένα ανθρωπομάνι κυλούσε μπροστά στα μάτια μου βουίζοντας κι είχα σηκώσει το κεφάλι,  ένα κοπάδι μαυροπούλια πετούσε ψηλά αλλάζοντας σχήμα σα ρευστό υγρό '' Κοίτα μπαμπά!!
 

Τετάρτη 26 Δεκεμβρίου 2012

ΒΕΛΟΥΔΙΝΟ ΠΟΡΤΟΚΑΛΙ

Tο πρωί των Χριστουγέννων ένας ήλιος τεράστιος, κατακόκκινος στο ύψος της Εγνατίας μας τύφλωνε,  δε βλέπαμε τη τύφλα μας.
Με το Νίκο είχαμε πεθάνει στα γέλια,  δε μπορούσαμε να σταματήσουμε, κάποιος ήθελε να πλακώσει έναν τύπο γιατί του είχε ποδοπατήσει το σακάκι κι ύστερα τόριξε στα σκουπίδια τρέχα γύρευε για ποιο λόγο, ο δικός μας ήταν έξαλλος, εμείς τον κουρντίζαμε κι ύστερα τον συγκρατούσαμε, γύρω ερημιά και κρύο, τα καφενεία όλα κλειστά, πάχνη στα πάρκα, σκυλιά ψάχνανε στους κάδους να φάνε τίποτα, κοράκια σκούπιζαν τα ράμφη τους στα χορτάρια κι ύστερα τσιμπούσαν σ ένα μέρος με πούπουλα όπου κείτονταν κάτι,     ζητιάνοι έβγαιναν από μαγαζιά με φρουτάκια,  ένα παιδί που ήταν στην Άνδρο από το καλοκαίρι μας έλεγε για τους βοριάδες που δε σταματούν κατα κει το Χειμώνα, υσηχία παντού, στα ΚΤΕΛ ένας γέρος μιλούσε σ΄ένα σκύλο και το ζώο τον κοίταζε στα μάτια, μπήκαμε σ' ένα πούλμαν, ένα κορίτσι με κάρφωσε με το βλέμα της, χρειαζόμουν μια δόση Εθνικής Οδού να ξεμπλοκάρω .

Περνούμε δίπλα από ποτάμια, ο Γαλικός ένας βάλτος με λασπόνερα όπου τσαλαβουτούν πουλιά με μακριά πόδια,  ο Αξιός κατεβάζει νερά από ψηλά από τη κοιλάδα που περνά ο  μανιασμένος Βαρδάρης, ο Λουδίας ένα κανάλι με νερά που αχνίζουν, μνήμες έρχονται στο μυαλό, είμαστε στο χωριό και λέμε τα κάλαντα, παραμονή Χριστουγέννων, κρύο, η Χριστοδουλιά μια γυναίκα που μας αγαπούσε πολύ  κι όλο γελούσε μας έδινε τα πιο πολλά, αυτή που είχε στο μπαξέ της  βιόλες σ ένα χρώμα πορτοκαλί βελούδινο κι έφερνε μπουκέτα στον επιτάφιο  το Πάσχα κι άλλες μνήμες, ανάβουμε φωτιές ρίχνοντας θάμνους κατάξερους που ξεριζώνουμε από κάπου , φλόγες ανεβαίνουν ψηλά, καμματάκια καψαλιασμένα αιωρούνται,   πρόσωπα φωτισμένα, είμαστε χαρούμενοι κι άλλες μνήμες έρχονται στο μυαλό όπως με χτυπά ο ήλιος, είμαι στο σχολείο,  το στήθος μου πονά για κάποιο λόγο και κάθομαι στο χώμα ακουμπισμένος σ ένα τοίχο,  οι ακτίνες σα να μαλακώνουν τον πόνο μου κι άλλες μνήμες, με τη μάνα μου πάμε σ' ένα κτήριο σε μια πόλη, κάτι κουμπιά στον τοίχο πατάμε κι εγώ περιμένω ν΄ ανοίξει το ντουβάρι και να δω μια σπηλιά σκοτεινή πίσω  του κι άλλες μνήμες πάω σχολείο ένα πρωϊ κι ο ήλιος βγαίνει λαμπρός πίσω από έναν λόφο κι άλλες μνήμες στο γυμνάσιο, κάποιος μιλά σε μιά αίθουσα κι εγώ βλέπω το φρύδι μιας οροσειράς που βάφεται πορφυρό στο ηλιοβασίλεμα εξαϋλώνοντας κάτι δέντρα που βρίσκονται αραδιασμένα εκεί πάνω.

Κάτι τύποι κλαδεύουν ροδακινιές με αεροψάλιδα σ ' ένα χωράφι,  απο πάνω μας περνούν αεροπλάνα ποιος ξέρει που πανε κι απο που έρχονται, αυτά δε σταματούν ούτε τα Χριστούγεννα, ένα  ανεβαίνει κάθετα σα να θέλει να φτάσει στον ήλιο, περνούμε απ τη Βέροια, κάτι γιορτές έχω περάσει εδώ  κοντά σε κάτι σπίτια παλιά αρχοντικά, στέγες κόκκινες, μπαλκόνια ξύλινα, λωτοί παγωμένοι στα κλαδιά,  κρύσταλλα κρέμονται απ' τα κεραμίδια, γεφύρια πέτρινα στενά, πίσω  στον κάμπο τα φορτηγά ρολάρουν στο δρόμο σα παιχνίδια παιδικά, χωριά σφηνωμένα στις πλαγιές, ο Αλιάκμονας κυλά ανάμεσα σε φαράγγια, μπαίνουμε σ ένα τούνελ ατέλειωτο, ενα βυτιοφόρο μας προσπερνά επικίνδυνα, σκέφτομαι σκηνές από ένα ατύχημα που είχε γίνει στις Άλπεις σε μια γαλαρία κι οι άνθρωποι έψαχναν τις εξόδους κινδύνου καθώς οι φλόγες και οι καπνοί απλώνονταν  παντού.

Μια άσπρη BMW βγαίνει  μπροστά μας, ''Ένα τέτοιο αμάξι θέλω'' λέει ο οδηγός, τον ρωτώ για ένα βουνό ολόασπρο, καταχιονισμένο, το Βίτσι σίγουρα, η Καστοριά πιο πίσω κι  η Φλώρινα βορειοδυτικά, τα Γιάννενα στην ευθεία και λίγο νότια, ο Νίκος  από δίπλα μου λέει ότι είχε οργώσει την Ελλλάδα οριζόντια κάθε Σαββατοκύριακο όταν σπούδαζε κάτω εκεί κι έρχονταν στη Σαλονίκη με το σαραβαλιασμένο αμάξι του,  τότε που μια τέτοια ΒMW σαν κι αυτή  τον είχε προσπεράσει τρέχοντας σαν κολασμένη και σε μια στιγμή  την είχε δει να απογειώνεται  όπως στα έργα στο σινεμά  πάνω από μια γέφυρα πάνω απ το χάος κι ύστερα να γκρεμίζεται  κάτω με φόρα παρασέρνοντας βράχια και πέτρες και κοτρώνια στην άβυσσο .

 Ο ήλιος ανεβαίνει και μεις συνεχίζουμε σα να τον ακολουθούμε στη πορεία του, μνήμες εξακολουθούν νάρχονται,  με τη  μάνα μου περπατάμε ένα βράδυ σκοτεινό,   σκιές φαίνονται σα να κινούνται απειλητικά πίσω από κάτι δέντρα, πάμε σ΄ ένα σπίτι να δούμε ένα γέρο άρρωστο, ''Έίναι πολύ  μακριά  ακόμα ;'' τη ρωτάω .......

Σάββατο 22 Δεκεμβρίου 2012

ΣΟΥΠΕΡ ΝΟΒΑ

Η παραμονή των Χριστουγέννων έλεγε ο πατέρας μου είναι σπουδαία βραδιά όπως καθόμασταν μες τη νύχτα να δούμε κάνα άστρο που γκρεμίζονταν και κατρακυλούσε στο άπειρο με φόρα.

Ο ουρανός λένε έχει αλλάξει ελάχιστα τα τελευταία δέκα χιλιάδες χρόνια παρόλο που δε μπορείς πια να δεις καθαρά τι γίνεται εκεί πάνω εξαιτίαςτων εκατομυρίων  προβολέων που θολώνουν την ατμόσφαιρα πάνω απ τις πόλεις.
Δε μπορείς να δεις πια τον 'Αλφα του Σκορπιού, τον πιο φωτεινό άστρο του αστερισμού, ούτε τον Αντάρη τον ανταγωνιστή του πολεμοχαρούς Άρη στον ουρανό, ούτε τον Ωρίωνα που φαίνεται να κρατά το σπαθίτου έτοιμος να χυμήξει σε κάποιον αιθέριο εχθρό, ούτε την Αδφροδίτη που ανατέλει πλάι στη Σελήνη κι είναι λέει τόσο όμορφο άστρο που οι αρχαίοι της έδωσαν το όνομα της θεάς του έρωτα.
Παλιά οι βοσκοι ξενυχτούσαν ψάχνοντας για σημάδια αλλαγής του καιρού εκεί ψηλά μιας και  τα βαρομετρικά είχαν πέσει  ήδη από την κατακόκκινη δύση όταν έπεφτε το μούχρωμα.
Σ' ένα τέτοιο ξενύχτι  όπως φύλαγαν τα πρόβατα με βάρδιες είχαν δει κι εκείνο  το λαμπρό θέαμα με το άστρο πάνω απ τη Βηθλεέμ  και τους αγγέλους ντυμένους στα λευκά  να ανεβοκατεβαίνουν τραγουδώντας ύμνους εξαίσιους.
Οι αστρολόγοι πάλι μελετούσαν τα δικά τους στην αρχαία Βαβυλώνα και στην Αίγυπτο παλεύοντας να μαντέψουν το μέλλον απ τις κινήσεις των ουράνιων σωμάτων, παρατηρώντας τις κινήσεις του ήλιου και της σελήνης-   αυτής που λέγανε ότι στη γέμιση αμολά όλα τα κακά και καταχθόνια στοιχεία στη γη να τρομάξουν το κόσμο- τον Πολικό αστέρα που μένει πάντα σταθερός κι οδηγά τους ναυτικούς σ' όλα τα μήκη και τα πλάτη της υδρογείου, το λυκόφως και το λυκαυγές και τα Ισημερινά σημεία,  τον Σείρριο που έφερνε πλημμύρες όταν ανέτειλε μαζί με το  φεγγάρι και τις πλειάδες που προανάγκελναν κυκλώνες  τροπικούς που σάρωναν τα πάντα μες το μάτι τους.

Έτσι είδαν κι αυτοί το άστρο πάνω απ τον Χριστό κι έτρεξαν να δούνε τι συμβαίνει τότε που ο Καίσαρας απέγραφε όλη τη Ρωμαϊκή οικουμένη κι όλοι έτρεχαν στα σημεία καταγραφής κι οι επιτήδειοι είχαν καταλύσει στα καλύτερα δωμάτια - έτσι γίνεται πάντα- κι έριξαν την Παναγία, κοριτσάκι  έγκυο τότε δεκάξι χρονών σ΄εκείνο το στάβλο να βγάλει  τη βραδιά.
Όνειρα έβλεπε ο Ιωσήφ όπου  άγγελοι τούλεγαν τι να κάνει καθώς ο σαλεμένος Ηρώδης έστελνε φονιάδες σκοτεινούς να μακελέψουν τα παιδιά κι άστραφταν μαχαίρια και μπαλτάδες τεράστιοι στο φως των αστεριών καθώς οι μάγοι αστρολόγοι κοίταζαν ψηλά με τους εξάντες τους,  σημειώνοντας τα ύψη των ουράνιων σφαιρών, προσεγγίζοντας τις γωνίες των ησιμερινών σημείων μες τον αχανή ορίζοντα.
Τώρα δε μπορείς να δεις τίποτα ο ουρανός σκεπάζεται απο αιθαλομίχλη και καπνούς που βγαίνουν σα μανιτάρια από γιγάντιες χοάνες τσιμεντένιες και μεταλικές, θολούρα πάνω απ τα πανεπιστήμια απ το καπνό που βγάζει καυστήρας της πρυτανείας, ντουμάνι κατά την Τριανδρία και κατά την Πυλαία απ' τα τζάκια που έπνιξαν το τόπο με τον καπνό τους.
Μονάχα δέντρα στολισμένα με φωτάκια χιλιάδες βλέπεις σα να έπεσε ο ουρανός ολος απάνω τους κι άλλα φωτάκια να αναβοσβήνουν σα καλοκαιρινές πυγολαμπίδες κι άλλα να αναβοσβήνουν παίζοντας μουσική. Τώρα μπορείς να δεις μονάχα κάποιες ακτίνες του ήλιου που τρυπούν τζάμια διυλίζοντας δαχτυλίδια καπνού και το φεγγάρι μισό να τρέχει μέρα μεσημέρι μαζί με τα σύννεφα όπως το βλέπεις μέσα από το αυτοκίνητο που κινείται.
Πυροτεχνήματα σκάνε ψηλά σκορπώντας λάμψεις τη Πρωτοχρονιά, λαμπατέρ ρίχνουν το χλωμό μοναχικό τους φως στα μαγαζιά με τα φωτιστικά,  λεωφορεία αραδιασμένα στην Εγνατία τρυπούν τον αέρα με τις ριπές φωτός απ' τα φανάρια τους.
Σε μια εκκλησιά ένας γέρος παππάς σου λέει για τον όσιο Δαυίδ που πήγε στον Ιουστινιανό κρατώντας ένα καρβουνάκι αναμένο  σε κάθε χέρι κι ο αυτοκράτορας έπαθε τη πλάκα του, κλείνεις τα μάτι μια στιγμή κι εκατομύρια φωτάκια λάμπουν στο μυαλό σα γαλάζια βιτρό τζαμάκια, σα να έπεσε το σύμπαν ολόκληρο, φλεγόμενο μες το μυαλό σου, σούπερ νόβα και μαύρες τρύπες κι εκρήξεις μπιγκ μπανγκ, όλα γίνονται στάχτη και σκόνη αστρική.

Πέμπτη 20 Δεκεμβρίου 2012

ZIMERA IME

Στον Ντ.

Και του είχα πει του βλάκα να προσέχει, να μη κάνει άλλες κουταμάρες.
 Κατά τις δέκα το βράδυ έξι αστυνομικοί μπούκαραν στο σπίτι κρατώντας τον δεμένο με χειροπέδες. Το ΄να μάτι μαυρισμένο κι ένα σημάδι κόκκινο στο μάγουλο. ''Μη πειράζετε τίποτα!!'' ούρλιαζαν οι αστυνόμοι ''Μη μιλάτε Αλβανικά!'', άρχισαν να ψάχνουν το διαμέρισμα τις ντουλάπες, ''....μόνο τρία παντελόνια έχεις;.... που το βρήκες καινούριο στρώμα,  πως αγόρασες το κινητο, τι είναι αυτές οι αποδείξεις, που έστειλες τα λεφτά; '', σ' ένα δωμάτιο δεν είχε φως, άναψαν ένα φακό, τάριξαν όλα στο πάτωμα,  αυτήν τη πήραν στη κουζίνα , ένας έρχονταν άλλος έφευγε, να μην τον αφήσουν μοναχό,'' Το ξέρεις ότι είχε γκόμενα; ''Ψέμματα,  αλλά δε με πειράζει΄΄ που τα βρήκες τα λεφτά που φαίνονται στη απόδειξη, γιατί δε σηκώνεστε να φύγετε στην Αλβανία;''.
Στο δωμάτιο αυτός έμοιαζε χαμένος, δε καταλάβαινε τι γινόταν, πως έγιναν όλα ξαφνικά σ' εκείνο το καφενείο, μόλις πήρε εκείνα τα χαρτονομίσματα ένα τσούρμο έπεσε απάνω του κι αρχισε να τον χτυπά, θυμήθηκε τη πρώτη φορά που τον πιάσανε, τότε που έκανε βάρη κι ήταν εκατόν είκοσι κιλά και πάλευε εκεί στο εξοχικό του όπου είχαν βρει ένα σακουλάκι και δε μπορούσαν να τον κάνουν κουμάντο κι είχαν ρίξει απάνω του μια παλέτα και χοροπηδουσαν απάνω του ώσπου του σακάτεψαν το θώρακα. Κι ύστερα τον έτρεχαν στα κρατητήρια και στις  φυλακές, στα Γιάννενα που έκανε ψοφόκρυο και στη Κρήτη και στην Κομοτηνή κι ήταν χαμένος και τότε και δεν ήξερε τι γίνονταν και  που πηγαινε κι είχε βάλει φωτιά στα στρώματα ένα βράδυ και πετούσε τα ντιβάνια  στα κιγκλιδώματα και τον είχαν ρίξει στη απομόνωση κι είχε σαλέψει για λίγες μέρες.
Έκανε πέντε χρόνια να βγει  ώσπου είδε εκείνον το στριφνό εισαγγελέα με τη τσιριχτή φωνή, αυτόν που τούκοβε όλες τις άδειες και τούχε πει ήρεμος πια''  Κάνε με ότι θες,  εσύ δεν είσαι πάνω από τους νόμους ούτε πάνω απ το θεό'' κι ο  στριφνός εισαγγελέαςα είχε μείνει κόκαλο.

Τίποτα δεν έλεγε τώρα μονάχα έκλαιγε σιγά και της έλεγε ''Καρδιά μου (zimera ime), ψυχή μου, πως σου τόκανα  αυτό, με συγχωρείς, πως θα κάνεις Χριστούγεννα μοναχή σου;''.
 Και να δεις που τα πήγαιναν καλά τελευταία, αυτός δούλευε στη λαϊκή τρες φορές τη βδομάδα , ούτε χέρι σήκωνε πια πάνω της και βγαίνανε για ψώνια κι είχαν πάρει  παπούτσια Camper που του άρεσαν κι ένα μπουφάν κίτρινο Columbia αντιανεμικό που δεν πήρε ούτε σταγόνα υγρασία τότε που κυλιόντουσαν στα χιόνια, στο χιονοδρομικό και πηγαναν μαζί στο Ρώσικο σούπερ μάρκετ με τα παστά  Κρακοβίας και τα συσκευασμένα κομάτια λίπους και τα εξωτικά τουρσιά και τις επιγραφές τις Κυριλικές,  εκεί όπου όλοι μιλούσαν Ρώσικα κι έβλεπες στις βιτρίνες πλευρά άλκης καπνιστά από ζώα που έβοσκαν κάποτε στις τούντρες και στις στέππες της Σιβηρίας,  εκεί ψηλά στον παγωμένο βορρά. Ούτε μαλωναν πια όταν   τους είχα δει και του σιδέρωνε τα ρούχα κι ήταν πεντακάθαρος, αυτό που του είχε λείψει πάνω απ' όλα και του μαγείρευε κρέατα από την Αλβανία τρυφερά και ποδαράκια σούπα με μπόλικο λεμόνι που του άρεσε, του είχε φτιάξει  και κρέας άλκης  εκείνη τη μέρα με δυο αυγά στο πλάι στο τηγάνι κι είχε πιει και λίγο ρακί και τής είπε ''Ευχαριστήθηκα σήμερα, καλά περνάμε κρίμα που δε μπόρεσες να μείνεις έγγυος  νά κάνουμε και κανα  παιδάκι''.

Αυτή πρόσεχε μια γριά σπαγγοραμένη που δεν της έδινε ούτε καφέ, έφερνε κι έψηνε τον δικό της και το καλοριφέρ πάντα στο χαμηλό, στο δεκαέξι και την είχε πρήξει με τις ίδιες και τις ίδιες ιστορίες για τον εμφύλιο και για τους Γερμανούς και τους Βουλγάρους και για τους συμμορίτες που σκότωναν κόσμο αβέρτα  κάπου στη Δράμα κι όταν της είχε ζητησσει ένα ρεπό να πάει να δει τη μάνα της στην Αλβανία-  φτώχεια καταραμένη και κατα κει, ούτε φάρμακα ούτε αλοιφές από τότε που κόπηκαν τα εμβάσματα απ την Ελλάδα, τα ψυγεία άδεια, πείνα και κακό -  η γριά αντί για ρεπό της είχε κατεβάσει  το μηνιάτικο.
Η αστυνομικίνα είχε χωθεί βαθειά στη πολυθρόνα,  ένας τύπος έγραφε συνέχεια σ' ένα χαρτί, σε μια στιγμή τον σήκωσαν να φύγουν  ''Φίλησε τον θα τον δεις ξανά  μετά από δεκάπέντε χρόνια'' κι αυτός ''Σ' έκαψα, zimera ime,  zimera ime''.
To βράδυ δε μπορούσε να κοιμηθεί στο κρύο κρεβάτι χωρίς αυτόν, της ερχόταν ζαλάδα και λιποθυμία, δε μπορούσε να ανασάνει, ήξερε ότι τώρα για ένα εικοσιτετράωρο θα τον σάπιζαν στο ξύλο ώσπου να περάσει το αυτόφωρο, πήγε να φάει κάτι και δε μπορούσε ''Τι θα τρώει τώρα εκεί μέσα'',  κοίταξε τη φωτογραφία στο κινητό αυτή που είχαν βγάλει το Καλοκαίρι στη Χαλκιδική, αυτή με το μαγιό αυτός με το άσπρο μπλουζάκι χαμογελούσε γλυκά, την  έπιασε σκοτοδίνη σωριάστηκε στο πάτωμα.

Κυριακή 16 Δεκεμβρίου 2012

SO THIS IS CHRISTMAS

Όλο το χρόνο περιμένω τις γιορτές,  έχω το νου μου νάμαι έτοιμος και τώρα που βλέπω στα πρακτορεία  και στους σταθμούς να στοιβάζονται σκέφτομαι ΄΄Άντε στο καλό παιδιά,  εγώ δε πάω πουθενά''.
Μπορεί να σου πάρει ένα αιώνα αλλά ρε φίλε κάποτε θα τους βρεις αυτούς που σε χρειάζονται πραγματικά, που σε ρωτάνε  ''Θα ρθεις αύριο;'' αχ θέ μου πόσο μου έλειψε αυτό,  ανθρώπους που μοιράζονται το ίδιο πάθος με σένα,  που μπορείς να ποντάρεις πάνω τους  όλα τα λεφτά κι όλες τις μάρκες σου, αυτούς που δε ζηλεύουν ρε μεγάλε άμα κάνεις κανα δυο βήματα μπροστά, όσο περνούν τα χρόνια ανακαλύπτεις ότι αυτό είναι ίσως το πιο βασικό.

Χρειάστηκε να ξεφορτωθώ πολύ μα πολύ σαβούρα, να βρεθώ μπροστά σε δρομους και μονοπάτια που διχάζονταν, φανάρια γκρεμισμένα από δίπλα λάμψεις και καπνοί μαύροι  και ντουμάνια,,  αλλά κάποια στιγμή ραγίζει  ο τοίχος και βλέπεις πίσω και το αισθάνεσαι ότι είσαι κοντά οπότε δε σε νοιάζουν ούτε τα  ρούχα  στις βιτρίνες, ούτε τα  φαγιά στις ταβέρνες όπου μαζεύονται οι παρέες  με το κρύο, ούτε   κορίτσια που ανεβαίνουν σε τραπέζια και κουνιούνται φορώντας καλτσόν δικτυωτά και κάτι τακούνια πανύψηλα που θα τις γκρεμίσουν καμιά ώρα και σορτσάκια τζιν πάνω απ΄ το καλτσόν και τιράντες σταυρωτές στη ράχη.
 Ξέρεις πια πως δουλεύει ο οργανισμός σου, δε σε νοιάζει  τίποτα , έχεις διανύσει δρόμο να πάρει ο δαίμονας, έχεις ξεφύγει μπροστά επιτέλους, δε γινόταν κάποια στιγμή έπρεπε να γίνει, δε μπορούν πια να σε αποδιοργανώσουν ότι και να κάνουν, στόχοι πρέπει να καταδιωχθούν,  το μομέντουμ και η φόρα να κρατηθούν οπωσδήποτε, με κάθε κόστος,  μαθαίνεις να προσαρμόζεσαι  ξανά και ξανα και ξανά, όσες φορές κι αν χρειαστεί, ότι και να παραουσιαστεί μπροστά σου, σου γίνεται δεύτερη φύση κι αντανακλαστικό όπως προχωράς διορθώνοντας δεξιά κι αριστερά ότι έχει ξεφύγει, χωρίς να χαλαρώνεις, κυνηγώντας σκοπούς αληλοκαλυπτόμενους, έναν βασικό κάθε φορά, άμα τον πετύχεις αυτόν όλα μπαίνουν στη θέση τους.

 Ο κόσμος γύρω στο κόσμο του ακολουθεί τροχιά αντίθετη ''Μην ανοίγετε σε κανέναν ουρλιάζει μια γριά  ''θα μας σκοτώσουν όλους ανάθεμα την ώρα που ήρθαν'' , όπως έβγαινε λέει σ ένα σκοτεινό διάδρομο της πολυκατοικίας της κάποιος με κουκούλα την άρπαξε και της πήρε τα λεφτά, Χριστούγεννα έρχονται, τραγούδια τριγύρω, And so this is Crhistmas,  στο σούπερ μάρκετ ΄΄Η Μόσχα στο Βαρδάρη αγοράζουν λουκάνικα και σαλάμια και βότκα Stolishnaya διάφανη, τηλεφωνικές εταιρείες πουλάνε γραμές και συνδέσεις, πωλητές αλαζόνες νομίζουν ότι σ΄εχουν στο χέρι, ένα παιδάκι που θέλει ένα παιχνίδια καταραμένο χαλάει το  τόπο με τις φωνές του, η μάνα του απελπισμένη δε ξέρει τι να το  κάνει, από ένα κορίτσι πέφτει το κινητό στην άσφαλτο,  θέλει να τρεξει να το μαζέψει, ένα αμάξι περνά με φόρα από πάνω του, ένα κρακ ακούγεται, το τηλεφωνάκι έχει γίνει κιμάς, μια πορτοκαλιά λάμψη απόμεινε, το κορίτσι κλαίει,  σε κάτι συσίτια άστεγοι έχουν αγριέψει, φωνάζουν ''Παππά φέρε μας φαί!'' άλλοι πάνε  στα ίντερνετ καφέ μ ένα κουτάκι μπύρα στο χέρι, κοιμούνται μπροστά στην οθόνη ψάχνοντας για ζεστασιά, οι ειδήσεις μιλούν για κάποιον στην Αμερική που μοιράζει εκατοδόλαρα, γυναίκες παίρνουν τα χαρτονομίσματα, δακρύζουν, άλλες ειδήσεις λένε για ένα τρελλαμένο πιτσιρικά που καθάρισε παιδιά και δασκάλες κι όποιον βρήκε στο διάβα του,  ο Ομπάμα συγκινημένος, γονείς και γείτονες ανάβουν κεριά, τρέχουν σε εκκλησιές και συναθροίσεις καθώς έρχονται γιορτές, πυροβολισμοί ακούγονται από κάπου  όπου δοκιμάζουν βεγγαλικά για τη πρωτοχρονιά, σκύλοι τρέχουν γαυγίζοντας  στα μπαλκόνια, οι εφημερίδες προαναγγέλουν το τέλος του κόσμου κάποιοι φοβούνται ότι θα πέσει ο ουρανός να τους πλακώσει, ότι και να γίνει όμως εγώ πρέπει να περάσω καλά, το θέλω, μου έλειψε πολύ , το χρειάζομαι.

Τετάρτη 12 Δεκεμβρίου 2012

ΚΟΚΚΙΝΟ ΠΟΤΑΜΙ

Στη μνήμη του πατέρα μου που έφυγε χτες

Με το που έφεραν το φέρετρο κάποιοι φοβούνταν να κοιτάξουν κι άλλοι δεν είχαν πρόβλημα, έμοιαζε σα μούμια με τα χαρακτηριστικά τραβηγμένα κι ένα ύφος γαλήνιο, οι γυναίκες άρχισαν να κλαίνε όπως θυμούνταν τους δικούς τους άντρες που τους έχασαν κατα καιρούς, άλλλον σα γύρισε από το αμπέλι κι έπεσε να κοιμηθεί για να μη ξυπνήσει ποτέ,  άλλον που πήγε γιατί δοκίμασε ένα χόρτο σα πιπεριά πάνω στο βουνό κι έμεινε στο τόπο, άλλον που υπέφερε χρόνια και πονούσε κι  έβαζε αναλγητικά αυτοκόλητα κι έπαιρνε κορτιζόνες των 25 και των 50 και των 100 ml και πάλι ο πόνος ήταν εκεί, λέγανε για τους άντρες τους που γηροκομήσανε κι είχαν καρκίνους διάφορους, στο έντερο, στη κοιλιά, στο λαιμό στον εγκέφαλο, άλλες φοβούνταν να πούνε τη λέξη κι έλεγαν για το κακό που αρχίζει από κάπα, κι ελεγαν και για νέους που πήγαν προτού  την ώρα τους ΄΄Ο μπαξές του άδη θέλει τα λουλούδια του,  αγόρια και κορίτσια στη νιότη τους''.

Στο κάτω όροφο οι άντρες τόχαν κάνει καφενείο, λέγανε αυτοί για το καιρό που πήγαιναν σχολείο κι ένας δάσκαλος  τους έδινε από εβδομήντα βεργιές γιατί δεν έιχαν γράψει τη τιμωρία τους  κι έπαιρνε τα παιδιά και βαρούσε το κεφάλια τους στο πίνακα μέ δύναμη ώσπου μια φορά έπεσε απ το χτύπημα η εικόνα του Χριστού που ήταν κρεμασμένη στο τοίχο και τρόμαξε. Ένας γέρος είπε'' Έτσι μαθαίνουν τα παιδια γράμματα'' κι άλλος θυμήθηκε την αδερφή του που στη πρώτη δημοτικού ο ίδιος δάσκαλος της είχε ξεκολήσει το αυτί και το κοριτσάκι φοβούνταν να πάει στο σχολείο κι ο πατέρας της   είχε σαλτάρει τον είχε στριμώξει άσχημα εκείνον το δάσκαλο κι ήθελε να τον ξεκοιλιάσει .
Λέγανε και για το μακαρίτη που είχε περπατήσει κάμπους και βουνά βόσκωντας άλογα και γελάδια γιατί πάντα αγαπούσε τα ζώα κι είχε στο σπίτι του κότες και κατσίκες και γουρούνια ένα απο τα οποία ,θυληκό, το είχε χρόνια κι είχε γίνει τεράστιο γιατί το τάιζε το καλύτερο καλαμπόκι κι άλλες τροφές και το πρόσεχε πολύ  κι όταν  έμεινε στείρο ήρθε να το σφάξει εκείνος ο γέρος που του άρεσε ο σαδιστής δάσκαλος, κουβαλώντας τα καλα ακονισμένα μαχαίρια του κι άλλα σύνεργα φονικά και τα παιδιά φεύγανε μακριά κι ακούγανε τα στριγκλίσμτα του ζώου που πέθαινε . Ήταν αδύνατο να το σηκώσουν εκείνο το ζώο ζύγιζε κοντά τετρακόσια κιλά κι έφεραν ένα γερανάκι μα και κείνο λύγισε και παραλίγο να σπάσει.

Κάποιος είπε πως είχε δει τελευταία τον μακαρίτη κι ο τελευταίος τον είχε αναγνωρίσει μες τη θολούρα του και του είπε βαθειά βαθειά  με μια φωνή σα ρόγχο ''Εσύ είσαι Μήτσο΄΄.
Άρχισαν νάρχονται αδερφές και ξαδέρφια κι άλλοι συγγενείς γερασμένοι με μπαστούνια και πόδια σακατεμένα κι έλεγαν κι άλλες ιστορίες για κλέφτες που ξεφύτρωναν παντού στα χωριά κι έκλεβαν καμπάνες από εκκλησιές και ξωκλήσια κι απ' τους τάφους έπαιρναν το λάδι και ξύλωναν κάγκελα να τα λιώσουν στα χυτήρια κι άλλα τρομερά.
Ήρθε ένα παπαδάκι και διάβασε κάτι ευχές και δυο άνθρωποι πήραν  να σηκώσουν το φέρετρο και τότε η γυναίκα του έσπασε γιατί της έπαιρναν τον άντρα που πέρασε μαζί του μια ζωή κι έκανε παιδιά με πεθερικά και καυγάδες και στιγμές γαλήνιες κι όμορφες κι όλα πέρασαν σαν αστραπή κι ο χρόνος είχε τρέξει με φρένο χαλασμένο κι ηρθε το τέλος.

Μια πομπή απο αυτοκίνητα κυλούσε αργά στο δρόμο, στα νεκροταφεία ο νεκροθάφτης είχε σκάψει ένα λάκο κι είχε βγάλει ένα σωρό κοτρώνια, τον απόθεσαν μαλακά κι εκείνη τη στιγμή ήταν σα να είδε για μια τελευταία φορά τα βουνά γύρω  και τα χωράφια που περπατούσε κάποτε κι ο νεκροθάφτης άρχισε να ρίχνει φτυαριές γεματες χώμα και πέτρες πάνω στο κλειστό καπάκι και τα ρέματα έτρεχαν τριγύρω κι  είχαν κοκκινίσει ξαφνικά για κάποιον λόγο κι έπεφταν σε μια τρύπα  γεμάτη βούρκο, τεράστια που κατάπινε κλαδιά και δέντρα ολόκληρα κι ήταν σα να περίμενε τη ψυχή να περάσει απ το χώμα σ εκείνη τη τρύπα περνώντας απο ένα  κόκκινο ποτάμι,  σαν αυτό στη τοιχογραφία ψηλά σ΄έναν θόλο στην εκκλησιά του χωριού  όπου έψελνε ο μακαρίτης, αυτό που κυλούσε κατα τον άλλο κόσμο κουβαλώντας σώματα και ψυχές για το μεγάλο ταξίδι.

Κυριακή 9 Δεκεμβρίου 2012

ΓΙΑ ΠΑΝΤΑ

''Έλα να καθήσεις μαζί μας '' μου είπε  κι εγώ που έκανα ότι δεν την είχα δει, αν κι ένιωσα τη καρδιά μου να κλωτσάει με το που την έκοψα από μακριά, σκέφτηκα '' Τώρα τη κάτσαμε''.
 
Γιατί δεν ήμουν προετοιμασμένος , δεν ένιωθα άνετα, κάτι με ενοχλούσε, αποδείχτηκε ότι δεν την είχα ξεπεράσει εντελώς, ένα κομάτι της συνέχιζε να με επηρεάζει, έπρεπε να σκεφτώ γρήγορα, να βρω τι με ενοχλούσε, να μη δείξω αμηχανία, να προλάβω να αναλύσω τα δεδομένα, να ξεθολώσω, να βάλω σε σειρά τις σκέψεις μου, να συμπεριφερθώ σωστά  προτού πάρει χαμπάρι πως  αισθανόμουν, όλα έπρεπε να γίνουν γρήγορα.
Κάτι δε μου άρεσε απάνω της μα δε μπορούσα να το προσδιορίσω, ήταν όμορφη πάντα, έπρεπε να το παραδεχτώ, μ'  εκείνα τα καθαρά χαρακτηριστικά στο πρόσωπο, τα τονισμένα ζυγωματικά όπως τα θυμόμουν, το μαντήλι στο λαιμό, τα γαλάζια αθλητικά, τον δείκτη να σέρνεται πάνω στο κινητό ανεβοκατεβάζοντας τη μπάρα με τα ονόματα, μια κίνηση που θυμόμουν από παλιά,   αυτή  με κοίταζε εξεταστικά, έψαχνε μέσα μου,  ήξερα πως δουλεύει το δικό της το μυαλό,  ότι αναρωτιόταν πως θα ήταν  τα πραγματα αν συνέχιζε μαζί μου, σίγουρα της έλειπε ο ενθουσιασμός που της μετέδιδα, ήξερε   ότι μαζί μου ότι και να έκανε θα έτρεχε πιο γρήγορα, αυτό δε μπορούσε να  μου το αρνηθεί, της είπα συγχαρητήρια για ότι έιχε κάνει - αυτό είναι κανόνας όπως κι αν αισθάνεσαι μέσα σου - ήθελα να ' μαι αντικειμενικός,  όταν την είχα γνωρίσει δεν τις ήξερα τις γυναίκες, θα φερόμουν αλλιώς αν ξαναγύριζα πίσω, αλλα κάποια πράγματα δεν αλλάζουν  όσο κι αν πονάνε σαν τα ξαναφέρνεις στη μνήμη.

 Θυμήθηκα τότε που μου ζήτησε τα κλειδιά από το διαμέρισμα της, τέτοια εποχή, παραμονές γιορτών, ένα Σάββατο απόγευμα που οι γυναίκες έκαναν τα τελευταία τους ψώνια από τα σούπερ μάρκετ, τότε που σχολούσαν οι λαϊκές κι έβλεπες σωρούς απο σκουπίδια και φρούτα σαπισμένα και γάτες να ψάχνουν στα απομεινάρια και τα οχήματα του δήμου να ρίχνουν νερό στο βρώμικο δρόμο καθώς μούχρωνε κι εγώ έβλεπα τα λαμπάκια να αναβοσβήνουν  κι ήταν σα να έτρεχε το φως απάνω τους, τότε που ήξερα ότι περίμενε τηλέφωνο μα είχα ορκιστεί να μου κοπέι το χέρι αν πληκτρολογούσα εκείνο το νούμερο, τότε που με έιχε ξελασπώσει ένα CD από τα Public που τόλιωσα, το σάπισα, δε παίζει πια τίποτα, τότε που έβλεπα το ανθρωπομάνι στη Τσιμισκή να προχωρά βουίζοντας, πρόσωπα καπέλα, παλτά, φωνές κι ήταν σα να κυμάτιζε όλο εκείνο το παράξενο σύνολο και μια αχτίνα φωτός που έμπαινε από κάπου έκανε τα σωματίδια της ύλης να αιωρούνται στον αέρα και να ίπτανται και να διαλύονται  και γω γύρισα για να αντικρύσω μια γυναίκα με μαύρα γυαλιά και μαύρα ρούχα να στέκεται απο πάνω μου κι είχα ανατριχιάσει.Τότε που έβλεπα τους άστεγους να τραβούν στρώματα απάνω τους στο κεφαλοσκαλο της Παναγίας Δεξιάς κι άλλους να μπαίνουν στο αστικό  τα ξημερώμωτα για να ζεσταθούν κι απο κάποιον είχε αδειάσει μια σακούλα μανταρίνια κι εγώ τα μάζευα και κάποιος  τα πήρε μουρμουρίζοντας κάτι.

Αλλά αυτά όλα είχαν περάσει, την έβλεπα τώρα μπροστά μου και δε μπορούσα να νιώσω κατι κακό, το ήξερα ότι κι αυτή μ' αγαπούσε, το καταλάβαινες στη θέρμη που απέπνεε η φωνή της και στο κάτω κάτω της όφειλα πράγματα, έπρεπε να το παραδεχτώ κι αυτό.

Ζήτησα ένα τσαϊ, έβαλα τέσσερις πέντε κουταλιές ζάχαρη να πάρει το μυαλό γλυκόζη και να στροφάρει καλύτερα, άνοιξα τη τσάντα μου και είδα ότι είχε αδειάσει ένα μπλάνκο κι έιχε πλημμυρίσει το τόπο βάφοντας τα όλα άσπρα, βιβλία, σημειώσεις, Mp3, καλώδια, τα χέρια μου, το τζιν, αλλά ποιος νοιάζονταν, της έριξα μια τελευταία ματιά, μια θλίψη άρχισε να απλώνεται μέσα μου,  σηκώθηκα να φύγω, στην ουσία την είχα αφήσει πίσω μου για πάντα.

Πέμπτη 6 Δεκεμβρίου 2012

ΣΩΣ ΒΙΝΕΓΚΡΕΤ

Κανονικά θα έπρεπε να κανονίζω που θα περάσω τα Χριστούγεννα καθώς νιώθω την ατμόσφαιρα των γιορτών να πλησιάζει, έξω απ την Έκθεση στοίβες τα κομένα  έλατα, μουσικοί στην Αριστοτέλους με τρομπέτες και σαξόφωνα  και τύμπανα,  κόσμος κοντοστέκεται ν' ακούσει,  χοντροί με βλέμα θολό πίνουν ούζα   κι αλλού πίνουν ρετσίνες ακούγοντας παλιά λαϊκά  ''Τόξερα πως θα μου φύγεις...'' στους πάγκους πορτοκάλια μέρλιν Χανίων, φιρίκια από το Βόλο, ρόδια απ' την Πέλλα λεμόνια Ναυπλίου, φράουλες Μανωλάδος, πεπόνια Ισραήλ, τσουκνίδες Ημαθίας, κυδώνια Χαλκιδικής, φυστίκια Κίνας, ρολόγια μέσα σε ποτήρια με νερό που δε σκουριάζουν υποτίθεται, χιόνια ως τους πρόποδες στα βουνά τριγύρω απ'  τη   Σαλονίκη,  η στάθμη της θάλασσας έχει ανέβει απ' τις αλεπάληλες βροχές, φώτα κρεμασμένα, φώτα σε σειρές, μπάλλες από φώτα, νύφες δοκιμάζουν μπροστά σε καθρέφτες νυφικά, τυρόπιτες κερνάνε έξω από φούρνους, παιδιά βάφουν τις στάσεις κόκκινες και πράσινες, ζωγραφίζουν σχέδια χρωματιστά πάνω στο σίδερο, στη κατακόμβη του Αγίου Δημητρίου η εικόνα του χριστού σε μια σπηλιά από βράχους, τσομπάνηδες με προβιές τριγύρω, ένα κοριτσάκι παίζει μ' ένα μαντήλι ροζ, το τυλίγει στο λαιμό του, ένα αγοράκι μ ένα κερί μπροστά στο πρόσωπο σαν αγγελούδι ξανθό, μεγάφωνα σκιές ,  χάθηκα στους θαλάμους χάθηκα στα περάσματα.
Έπρεπε να κάνω σχέδια τέτοιον καιρό με κάνα μωρό απ' αυτά με τα γυαλιστερά σα χάντρες μάτια που με κοιτάζουν όταν νομίζουν ότι δεν τα βλέπω, αυτά που με φιλούν στον ύπνο μου και στον ξύπνιο μου,  να κανονίσω καμιά εκδρομή με την Αγγελική σε κάνα χιονοδρομικό, στη Φλώρινα λέει ανάβουν φωτιές πελώριες, πάντα έχει χιόνια και κρύο και φοιτήτριες ωραίες κατά κει, κανονικά θα έπρεπε...

Αλλά δε προλαβαίνω τίποτα τρέχω σα παλαβός με τις εξετάσεις των παιδιών, τέτοια εποχή πάντα χάνω τη μπάλα,  βγαίνω στη στάση και σκέφτομαι σε ποια κατεύθυνση πάω, κοιμάμαι το βράδυ και ξεχνώ τη εξώπορτα ανοιχτή,  η γειτόνισσα μ΄ έχει μάθει και παίρνει το κλειδί, πάλι καλά που δε με κλειδώνει μέσα, αέρας  λυσσομανά, κλαδιά ξεριζώνονται από σφενδάμια κι ακακίες, απλώστρες ολόκληρες φεύγουν από μπαλκόνια και προσγειώνονται πάνω σε παρμπρίζ αυτοκινήτων, πουλιά  σκυλιά, γατιά που κοιμούνται πάνω σε σωρούς φύλλων τρέχουν να κρυφτούν, πως θα τους ξημερώσει μες στη παγωνιά, κάδρα πέφτουν από  τους τοίχους,  το πρωί τα βλέπω ξηλωμένα δε προλαβαίνω να τα σηκώσω,  στέκονται πεσμένα και με κοιτάνε.

Δε προλαβαίνω πρέπει να τρέξω, στα σπίτια παιδιά μπλοκαρισμένα, κομπλαρισμένα, μαμάδες τρομαγμένες, πατεράδες κρυμένοι, σκύλοι με καρτερούν στα μπακλκόνια να τους πάω καμιά βόλτα, κανείς δε νοιάζεται γι αυτούς, τρώω ότι νάναι, ξηρούς καρπούς από  ένα μπωλ,   φράουλες από  το κτήμα στη Κατερίνη, πίνω χυμούς, λαχταρώ καμιά σούπα να στανιάρω,  ένας πιτσιρικάς μου δείχνει τη γαλάζια  βελούδινη θήκη απ το βιολί του, παίζει κάλαντα Ποντιακά ''...οψές γεννέθεν ουράνο στάθεν...''' στο κεφαλόσκαλο ντομάτες απο το κτήμα τους, ο μπαμπάς του τον αφήνει να ρίξει με τη καραμπίνα, πρέπει λέει να τη στερεώσεις γερά στον ώμο για να μη σε χτυπά το τράνταγμα, ιδρώνω όπως τον ακούω, με πιάνει ρίγος, το κρύωμα περνά στο πόδι, δε προλαβαίνω.

 Στα αστικά κάποια λέει '' Αν βρεις αυτόν που ψάχνεις μη τον χάσεις''  ένας άλλος ''...βάλε σος βινεγκρέ με μπαλσάμικο, κρουτόν, κουκουνάρι,  ρόκα και λιαστή ντομάτα κοματάκια..'',   ο οδηγός δίνει ένα υπολογισμένο χτύπημα σ΄ένα αμάξι ενός προκλητικού πιτσιρικά και το στέλνει τρία μέτρα μακριά,  ντελιβεράδες σα δαίμονες βγαίνουν απο τα στενά με κουκούλες στο κεφάλι, γλυστρούν στην  άσφαλτο, πέφτουν,  πίτσες σκορπούν στο δρόμο.

Στη γωνία Τρίτης Σεπτεμβρίου με Στρατού ένας φορτωτής  τεράστιος, τρομαχτικός,  με τον κουβά να χάσκει προτεταμένος στον αέρα. Δοκιμάζω να περάσω με κόκκινο, ούτε που σκέφτομαι τι κάνω, φώτα αναβοσβήνουν, κόρνες στριγκλίζουν, ''Πέρνα ιλίθιε!!΄΄ φωνάζουν κάποιοι, κάτι έχω πάθει όπως στα άσχημα όνειρα, δε μπορώ να κουνηθώ όπως στον ύπνο σου που βλέπεις το κακό να έρχεται κι έχεις παραλύσει, το σώμα δε σε υπακούει πρέπει να το υποστείς.

Σάββατο 1 Δεκεμβρίου 2012

ΟΙΝΟΠΝΕΥΜΑ

Tα Σαββατοκύριακα κάτι μας έπιανε και παίρναμε τους δρόμους να μη σκεφτόμαστε τίποτα να μη καταποντιστούμε να μη βουλιάξουμε, μια τάση φυγής φοβερή, θέλαμε να κινούμαστε πάντα φοβόμασταν τα κενά, τις άδειες μέρες που σε καταπίνουν.

Σε κάτι μέρη πηγαίναμε όπου έφτιαχναν ούζο, όλος ο τόπος γύρω μύριζε αλκοόλ και κρέατα ψημένα, φωτιές έκαιγαν κάτω από καζάνια της κόλασης, υγρά κυλούσαν σε σωλήνες μεταλικούς κι ύστερα άδειαζαν μέσα σε δοχεία μπρούτζινα, φλόγες έβγαιναν πάνω από ψησταριές, όλα γίνονταν παρανάλωμα,  το μέρος ντουμάνιαζε από καπνούς, κάποιοι χόρευαν με τα μάτια κλειστά κάνοντας φιγούρες, τουμπερλέκια χτυπιούνταν με μανία απο κάτι ξερακιανούς γύφτους, αρμόνια έπαιζαν στο φουλ, κλαρίνα αντηχούσαν μαζί με κιθάρες ηλεκτρικές ως πέρα μακριά. Στα τραπέζια έβλεπες κοψίδια και σαλάτες πράσινες από ραδίκια πικρά και μπρόκολα πράσινα και παντζάρια κόκκινα ανάμεσα σε κηλίδες λαδιού και ξυδιού, πιο πολύ τα χρώματα κοίταζα τότε, ποτέ δε κατάλαβα τίποτα από φαγητά και ποτά μονάχα εκπομπές μαγειρικής βλέπω όλη την ώρα, ο άλλος ήξερε απ όλα,  τα φρέσκα και τα μαλακά και τα καλοψημένα και τους συνδυασμούς και τα πιοτά και τ' άλλα κόλπα.  Κορίτσια ωραία τριγύρω υπήρχαν κι άλλα βαμένα σα ξωτικά και μαμάδες με τα παιδια τους ωραίες καθρεφτίζονταν σε τζαμαρίες. Ύστερα παίρναμε γλυκά, ραβανί από τη Βέροια και γαλακτομπούρεκα μια φορά είχα φάει όλο το κουτί,  είχα λυσσάξει, ο άλλος με κοιτούσε.

Σαν χιόνιζε πηγαίναμε σε κάτι άλλα μέρη με λωρίδες άσπρες  στα μονοπάτια δίπλα, σε κάτι κέντρα από όπου έβλεπες τα φορτηγά της Εγνατίας οδού, κοντά σε κάτι ξέφωτα με πρασινάδες όπου φύτρωναν στο τέλος του χειμώνα κρόκοι μαβιοί και κίτρινοι,   φύτρωναν απο βολβούς υπόγειους, κάτι χρώματα γλυκά πολύ,   νερά κυλούσαν κάτω από γέφυρες,  υγρασία παντού . Εκεί μια φορά μας έφεραν ένα βουνό από κρέας και κατευθείαν μου κόπηκε η όρεξη, δε το μπορώ αυτό το πράγμα.

Όπως γυρνούσαμε ένα βράδυ κι  ήμουν ζαλισμένος κοίταζα θολωμένος τριγύρω ταμπέλες για παρακάμψεις και εκτροπές,  μια διαροή υδάτων  υπήρχε κάπου, νερά σκόρπια στο δρόμο,  λασπωμένοι εργάτες έσκαβαν,  αστυνομικοί περνούσαν με μοτοσυκλέτες σαν αυτή του δικαστή Ντρεντ συνοδεύοντας ένα αμάξι γυαλιστερό, η άσφαλτος έμοιαζε να κυματίζει όπως ανεβοκατέβαινε κυρτώνοντας.
 Είχαμε  σταματήσει σ' ένα μέρος πάνω στην Εθνική οδό, μια γυναίκα που ήταν μαζί μας με ρωτούσε γιατί δε παντρεύομαι, την είχα ρωτήσει  με τη σειρά μου αν είχε απατήσει ποτέ τον άντρα της κι αν τον είχε  βαρεθεί,  μου είπε ναι και στα δύο δισταχτικά κάπως. ''Εγώ δεν έχω απατήσει αυτή που συζώ μαζί της -ήταν αλήθεια εν μέρει- κι ούτε την έχω βαρεθεί''  η γυναίκα με κοιτούσε  σα χαμένη πρέπει να είχα αγγίξει κάποιο νεύρο, κάποιο σημέιο αδύνατο, δεν έλεγε τίποτα, είχε ταραχτεί, άρχισε να τρέμει,  είχα σοκαριστεί.  
Υπήρχαν καθρέφτες παντού σ' εκείνο το μέρος, στην οροφή, στους τοίχους, κορίτσια έβγαιναν φωτογραφίες με κάτι κινητά σα πλακέτες μεγάλα, φλάς άστραφταν και μας στράβωναν, άλλα παραμιλούσαν σε συσκευές ασύρματες και νόμιζες ότι είναι σαλεμένα, ανθρωπάκια πράσινα έτρεχαν σε ταμπελίτσες κατα την έξοδο κινδύνου, βρύσες στο χρώμα του ασημιού, πλακάκια φιδωτά,  σχάρες στο πάτωμα έχασκαν,  μηχανήματα έβγαζαν αέρα  να στεγνώσεις τα χέρια σου, κόσμος πηγαινοέρχονταν,  έβλεπες παπούτσια καστόρινα, φούξια και γαλάζια κάτι χρώματα απαλά ,  βουή που σε ζάλιζε,  κρήνες λευκές, μπλοκάκια στους τοίχους σημείωναν τις βάρδιες, θυμάμαι ότι είχα αγοράσει κάτι  κουτιά μουσικά που κουδούνιζαν κάτι μελωδίες περίεργες, είχα πιει κι έναν καφέ γαλικό που με είχε σμπαραλιάσει, δεν αντέχω τα διεγερτικά καθόλου,  ένας σκορπιός υπήρχε ζωγραφισμένος κάπου σ' ένα τοίχο που με τρόμαζε.

 Τα ξημερώματα φτάσαμε σ΄ένα σπίτι, ένας σκύλος  τεράστιος αμολήθηκε απο μια πόρτα ανοιχτή και σκέφτηκα  ότι αυτό ήταν όμως σαν είδε τη γυναίκα που είχαμε μαζί μας υσήχασε.
Ανεβήκαμε τα σκαλιά ανοίξαμε την πόρτα και είδαμε ένα χάος μπροστά μας, κάποιος είχε αφήσει τις βρύσες ανοιχτές βιβλία κι αντικείμενα κολυμπούσαν στο νερό, σπινθήρ έβγαιναν από κάτι καλώδια όλο το μέρος μπορούσε να πάρει φωτιά ανά πάσα στιγμή, η γυναίκα είχε αρχίσει να τσιρίζει, η ανάσα της μύριζε οινόπνευμα,  την πήραν τα κλάματα, προσπαθούσαμε να την ηρεμήσουμε......

ΑΛΟΓΑ ΤΗΣ ΣΤΕΠΑΣ

Στην είσοδο του ασανσέρ υπήρχε κάτι που  δεν άφηνε την πόρτα να κλείσει,  η γάτα έτρεξε  κατά κει και σταμάτησε  απότομα μπροστά σ’ ένα σώμα...