Δευτέρα 29 Αυγούστου 2016

ΒΑΝ ΝΤΑΜ

Με το που κατέβηκε από το αμάξι ένιωσε ότι ένας Πακιστανός την ακολουθούσε, πρόσεξε ότι κοντοστάθηκε μια στιγμή κι έπειτα συνέχισε να περπατά πίσω της, όπως γύρισε απότομα της φάνηκε ότι μια λεπίδα γυάλιζε στο χέρι του, ανατρίχιασε, τώρα που το σκεφτόταν από κάπου τον ήξερε, την κοίταζε σ’ ένα μαγαζί με καφέδες, αυτός ήτανε, ένας μυώδης με γενειάδα, κάπως σκοτεινός, ποιος ξέρει τι είχε στο μυαλό του, κι αν κουβαλούσε καμιά λεπίδα ο Ασιάτης αυτή θα κατέληγε φέτες σαν μορταδέλα, τόσα βλέπεις ρε φίλε στην τηλεόραση να γίνονται !

Σε μια στροφή προσπάθησε να κρυφτεί όμως ο ξένος την είχε πάρει από κοντά, είχε αρχίσει να αγχώνεται άσχημα, της έρχονταν να φωνάξει ‘’Τι θέλεις άνθρωπε μου, σήκω φύγε από δω!’’ αλλά πάλι τέτοια ώρα ποιος θα ασχολούνταν μαζί της, τα μπαλκόνια φαίνονταν άδεια, οι πόρτες κλειστές. Δεν θα ξεκινούσε με τίποτα για κείνη τη γειτονιά τέτοια ώρα αν δεν την έπρηζε το αφεντικό της, εκείνη η βλαμμένη η γυναίκα που της είχε βγάλει την πίστη, τόση ώρα είχε που σχόλασε και της τηλεφώνησε να πάει στον λογιστή για κάτι επείγον, έπρεπε να του παραδώσει έναν πάκο τιμολόγια, εκείνος καθόταν μέχρι αργά της είπε, δεν θα είχε πρόβλημα, ξεκίνησε λοιπόν νυχτιάτικα .

Ένας θόρυβος την έκανε να τιναχτεί, τα ποτιστικά του πάρκου που γειτόνευε με τα τείχη είχαν ανοίξει αυτόματα εξαπολύοντας νερό στους διψασμένους θάμνους και στα αναρριχητικά χόρτα που φύτρωναν στις ξερολιθιές, μικρά σιντριβάνια άρχισαν ν εξαπολύουν νερό. Σκιάχτηκε για τα καλά, δεν υπήρχε περίπτωση να ξεκινήσει τέτοια ώρα κατά κει αν δεν ήξερε καλά το μέρος, ένα διάστημα δούλευε σ’ εκείνη την περιοχή αλλά τα τελευταία χρόνια τα πράγματα είχαν αγριέψει αγριέψει, περνούσε τακτικά από κει κατεβαίνοντας στο κέντρο, το σπίτι της δεν απείχε και πολύ, έπρεπε να κατέβει κάτι σκαλοπάτια πέτρινα, αριστερά μια μονοκατοικία που είχε για τοίχο σαρκοφάγους στρωμένες η μια πάνω στην άλλη σαν τεράστια τούβλα μαρμάρινα, μια απ’ αυτές ήταν γεμάτη με γράμματα σκαλιστά, κάποτε τις είχαν ενσωματώσει στα τείχη της παλιάς πόλης κι αργότερα κάποιοι με τη σειρά τους έκαναν το τείχος και τις σαρκοφάγους μέρος του δικού τους σπιτιού, ήταν λίγο κουφό, φαντάσου να μένεις σ ένα σπίτι που είχε για τοίχο τρεις τέσσερις τάφους! Μετά τα τείχη έπρεπε να περπατήσει δίπλα από ένα παλιό τσιμεντένιο υδραγωγείο γεμάτο γκράφιτι, εκεί κοντά μαζεύονταν τα απογεύματα ένα μωσαϊκό από Αλβανούς, γύφτους, Πακιστανούς, Ρώσους, η πόλη είχε γεμίσει από ξένους, τους συναντούσες σε κάθε βήμα, μερικοί ήταν προκλητικοί, επιθετικοί, είχε αρχίσει να γίνεται σπαστικό, σου την έδινε όλο εκείνο το μωσαϊκό που κουβέντιαζε τα απομεσήμερα σε γλώσσες μυστήριες ψάχνοντας για το αεράκι που διαπερνούσε τα σοκάκια....

Κι αυτός ο λογιστής ήταν ανάγκη να πάει να χώσει το γραφείο του σε κείνα τα καταραμένα τα στενά όπου οι Ρώσοι κι οι Αλβανοί κάθονταν ανακούρκουδα καπνίζοντας κάτι τσιγάρα βαριά, ‘’Μα τι ηλίθιος !΄΄ σκεφτόταν μέσα της. Όμως για να είμαστε ειλικρινείς ακόμα και τώρα που είχαν μαζευτεί όλες οι φυλές της γης εκεί πέρα και είχαν κάνει το μέρος μαχαλά του τρίτου κόσμου πολύ της άρεσε η τοποθεσία ψηλά πάνω απ’ την πόλη στον αυχένα ενός λόφου που δέσποζε στο χώρο. Τα βραδάκια οι γριές έβγαιναν στα μπαλκόνια να χαζέψουν τη θέα καθώς ολόκληρη η πόλη ήταν από κάτω στο πιάτο τους, οι γέροι πάλι καθόντουσαν σ’ ένα μέρος σαν εξέδρα κοντά σε μια εκκλησιά και χάζευαν με τις ώρες τρώγοντας μαύρα σπόρια, αριστερά ξεχώριζαν οι γιγάντιοι προβολείς ενός γηπέδου που υψώνονταν πάνω απ’ τα σπίτια κι απ’ την άλλη μεριά ένας γερανός σα γίγαντας τεράστιος άπλωνε τους μακριούς βραχίονες του, φορτηγά πλοία άραζαν στη θάλασσα περιμένοντας να φορτώσουν, άμα σήκωνες το κεφάλι μπορούσες να δεις από πάνω σου να υψώνονται αεροπλάνα που ήταν σα να έβγαιναν ανάμεσα από τις πολεμίστρες, καλά το μέρος δεν παίζονταν !

Με το που θα έφτανε στο γραφείο του λογιστή θα ξεσπούσε απάνω του, ο Μπαμπής (έτσι τον λέγανε) θα κάπνιζε σκαλίζοντας χαρτιά σ εκείνο το δωμάτιο που θύμιζε τους παρακμιακούς χώρους των ταινιών του πενήντα με τον Ρόμπερτ Μίτσαμ και τον Χάμφρεϊ Μπόγκαρτ γεμάτο σκόνη και μια μυρουδιά κλεισούρας και τσιγάρου που μπορούσε να σε πεθάνει! Ο λογιστής βαριόταν να καθαρίσει, κατά καιρούς έπαιρνε μια Γεωργιανή γυναίκα που συμμάζευε λίγο αλλά σύντομα όλα επανερχόταν στο αρχικό χάος, το μόνο καθαρό μέρος εκεί μέσα ήταν το ψυγείο όπου έβρισκες μοναχά ένα κάρο μπουκαλάκια νερού στοιβαγμένα στα ράφια.

Δεν ήταν πάντα έτσι ο Μπάμπης, πιο παλιά ήταν άψογος, όταν έιχε ξεκινήσει να δουλεύει τα είχε πάρει όλα σβάρνα, δούλευε μέρα νύχτα αλλά όσο περνούσαν τα χρόνια τα άφηνε όλα για την τελευταία στιγμή, μιλούσε άσχημα στους πελάτες, τους παρατούσε, έκανε ότι να ναι, τους έστελνε στο διάολο! Λέγανε ότι ήταν μανιοκαταθλιπτικός, εκεί που μιλούσε μαζί σου πετούσε κάτι άσχετο εντελώς, μια φορά στα καλά καθούμενα της είχε πει : ‘’Έχεις ένα ευρώ, δεν κουβαλώ μαζί μου καθόλου λεφτά, είναι επικίνδυνο, το θέλω για το λεωφορείο!’’ Καλά ήταν πολύ τρελός, μπορούσε να αρπαχτεί μαζί σου έτσι χωρίς να το καταλάβεις, εκεί που ήταν καλά αγρίευε και γίνονταν επιθετικός, κακός, βέβαια στη δουλειά του ήταν καλός, γατόνι, όσοι τον ήξεραν από παλιά είχαν να λένε, κρατούσε τα βιβλία από κάτι επιχειρήσεις κάτσε καλά, κονομούσε για καιρό αλλά τελευταία βαριόταν ρε φίλε, κάτι είχε πάθει, όλη την ώρα έμοιαζε χαμένος, δεν έβγαινε από το γραφείο, κάπνιζε συνέχεια, είχε ένα βλέμμα απλανές …

Γύρισε ξανά πίσω να δει, ο άλλος ήταν πάντα πίσω της σκέφτηκε να τον μπερδέψει πηγαίνοντας από ένα δρομάκι αλλά αυτός επέμενε σαν κυνηγόσκυλο, την βρήκε ‘’Τι βλακεία έκανα!’’ σκέφτηκε η γυναίκα, μέσα της ο φόβος μετατρέπονταν σιγά σιγά σε θυμό, τώρα ήταν έξαλλη μ’ εκείνο το τούβλο την αφεντικίνα της, καλά θα τ' άκουγε χοντρά, θα την έλουζε άσχημα! Όχι δεν θα τάχωνε σ αυτήν, ο Μπάμπης θα τ’ άκουγε ''Ρε βλαμμένε!’’ θα του φώναζε ‘’Που στο δαίμονα βρήκες και χώθηκες εδώ μες τους γκάγκστερ και τους μαχαιροβγάλτες !’’ τον φαντάζονταν ήδη να την κοιτά σα χάνος.

Τον ήξερε καλά, ένα φεγγάρι τα είχαν κιόλας, εκείνος δούλευε γκαρσόνι σ ένα μαγαζί νυχτερινό, αυτή ξεσάλωνε κάθε νύχτα με τις φιλενάδες της, ήταν ερωτευμένη μαζί του και πως θα μπορούσε να μην είναι, ήταν ψηλός, όμορφος, φτυστός ο Βαν Νταμ, έχεις δει ταινίες του, ένα τέτοιο πράγμα ακριβώς, ωραίος με κάτι άγριο και λίγο βίαιο στο πρόσωπο του, οι γυναίκες τρελαίνονταν για κείνον, πάντοτε έπαιρνε τα περισσότερα φιλοδωρήματα, όλες από κείνον προτιμούσαν να σερβιριστούν, μιλάμε ότι μάζευε πολλά λεφτά, δεν μπορείς να φανταστείς τι χρήμα κυκλοφορούσε στα μαγαζιά τη νύχτα τότε. Τον περίμενε μέχρι να σχολάσει κι ύστερα καθόντουσαν οι δυο τους σ ένα παγκάκι και μιλούσαν μέχρι το ξημέρωμα, τον αγαπούσε πολύ όμως εκείνος είχε μπλέξει με κάτι παρέες ύποπτες, με κάτι υποθέσεις όχι πολύ νόμιμες, έβγαζε πολύ χρήμα, ταξίδευε στο εξωτερικό, στην Ιταλία πιο πολύ, δεν της έλεγε ποτέ τι έκανε εκεί πέρα μόνο φωτογραφίες της έστελνε από τα καλύτερα εστιατόρια της Ρώμης, του Μιλάνου, της Φλωρεντίας, μετά είχε άρχισε να της φέρεται άσχημα, τη ζήλευε, της έκανε σκηνές, της έσπαγε τα νεύρα, μα τι βλάκας, τελικά τον έστειλε στο διάολο και ησύχασε...

Με το που έφτασε στην πολυκατοικία και διέσχισε την πυλωτή χαλάρωσε λίγο, χτύπησε δέκα φορές το κουδούνι και περίμενε, ο Μπάμπης τώρα θα καθάριζε, σιγά μη μασούσε τόσα χρόνια στη νύχτα, ένα τσιγάρο χρειαζόταν οπωσδήποτε να στανιάρει, άνοιξε τη τσάντα της ψάχνοντας το πακέτο και το μόνο που πρόλαβε να δει ήταν τα μάτια του που γυαλοκοπούσαν, ήταν πολύ δυνατός, το μυαλό της δούλευε σαν παλαβό, τι διάβολο θα της έκανε, που θα την πήγαινε, θε μου μόνο το πρόσωπο της δεν ήθελε να πειράξει, όλα τ’ αλλά μπορούσε να τα κρύψει, ήταν νέα ακόμα, πως θα κυκλοφορούσε με καμιά χαρακιά στο μάγουλο σα βαρυποινίτισσα, το χέρι της πονούσε έτσι όπως της το έστριβε, μια μελαγχολία έπιανε να την κυριεύει, έκανε μια προσπάθεια να ξεκολλήσει από πάνω του, δεν είχε καμιά ελπίδα, ο άλλος ήταν πέντε φορές πιο δυνατός.

Και ρε φίλε η μέρα της είχε ξεκινήσει τόσο ωραία. Το σαββατοκύριακο είχε πάει για μπάνιο, ο καιρός είχε γυρίσει, το καλοκαίρι ανήκε στο παρελθόν επιτέλους, το βράδυ της Κυριακής με το που γύρισε έβρεχε και μπουμπούνιζε, επιστρέφοντας πέρασε με το αμάξι της ακριβώς από κείνα τα στενά, που να το φανταζόταν! Έκανε ένα ντους και κάθισε στο μπαλκόνι κοιτάζοντας τις σταγόνες να πέφτουν πυκνές στα φύλα ενός πλατάνου αντίκρυ απ’ το σπίτι της, χείμαρροι κατέβαζαν νερό στο δρόμο κάτω από την πολυκατοικία, τη νύχτα έκανε και λίγο κρύο, έπρεπε να σκεπαστεί με το σεντόνι, τι ωραία που ήτανε!

Το τέλος του καλοκαιριού ήταν γλυκό σ εκείνη τη γειτονιά όπου έμενε καμιά εικοσαριά χρόνια τώρα και δεν είχε σκοπό να φύγει για κανένα λόγο, είχε συνηθίσει, όλα της φαίνονταν ευχάριστα, τα μεσημέρια μοτοσικλέτες κυκλοφορούσαν σα φαντάσματα στα στενά, στα καφενεία ποτά αεριούχα κι ανθρακούχα ανέδυαν φυσαλίδες στην επιφάνεια των ποτηριών, έλικες από κλιματιστικά στριφογύριζαν βουίζοντας, από κάποιο ανοιχτό παράθυρο μπορούσες να δεις σε μια τηλεόραση αγώνες της φόρμουλα ένα, αυτοκίνητα τρακάριζαν, αμάξια καίγονταν, λάστιχα έμοιαζαν πυρπολημένα…

Όχι δεν είχε καμιά δουλειά να έρθει βραδιάτικα κατά κει, κι αυτοί όλοι οι μαυριδεροί από που είχαν ξεσηκωθεί να ρθουν κατά δω, ποιο κάθαρμα τους είχε διώξει από τις πατρίδες τους και τους έβαλε να περπατούν μήνες και χρόνια μέσα από βουνά και λαγκάδια, γιατί δε κάθονταν στα καταραμένα τ’ αυγά τους, τι ήθελαν, τι ζητούσαν, που θα χωρούσαν, τι θ’ απογίνονταν, γιατί έπρεπε να την πληρώσει αυτήν για όλες τις αδικίες της γης, αυτή το μόνο που ήθελε ήταν να πάει στο σπιτάκι της και να πέσει ξερή για ύπνο, εκείνος ο λογιστής έφταιγε για όλα που είχε ξεκουφαθεί και δεν άκουγε το κουδούνι, όταν τελείωνε όλο αυτό θα τον τακτοποιούσε καλά, της έρχονταν να ουρλιάξει από όλο αυτό που την έπνιγε, και που ήταν Μπάμπης ο Βαν Νταμ να του καταφέρει του άλλου καμιά ξεγυρισμένη κλωτσιά με θεαματικό φλιπ στον αέρα σαν ιπτάμενος Ολλανδός, ένα κόλπο που έκανε ο ηθοποιός για να δώσει στα χτυπήματα του περισσότερη ισχύ, που ήταν ο φίλος της να του καταφέρει του Πακιστανού μερικά άπερκατ, μερικά κροσέ, να παλέψει με τον ξένο και να κυλιστούν στο χώμα όπως στα έργα, που στο διάβολο ήταν αναρωτιόταν όταν μια χερούκλα τεράστια εμφανίστηκε απ’ το σκοτάδι, έπιασε τον τύπο απ’ το λαιμό και τον στρίμωξε στο τσιμεντένιο τοίχο, ΄Άντε ρε Μπάμπη!’’ φώναξε.

Παρασκευή 19 Αυγούστου 2016

Ο ΓΙΟΣ ΤΟΥ ΠΕΡΙΠΛΑΝΩΜΕΝΟΥ ΠΡΙΓΚΗΠΑ

Στα νεκροταφεία όλους που είχαν πεθάνει τους ήξερα, το μέρος μου φαίνονταν οικείο, ή μάνα μου μ’ είχε στείλει να καθαρίσω τον τάφο του πατέρα, ο αδερφός μου είχε αναλάβει το έργο για χρόνια κι έπρεπε να κάνω κι εγώ κάτι, η φωτογραφία στο μνήμα του μ’ έκανε να σκιαχτώ , ήταν απ’ το γάμο της αδερφής μου, ένα σακάκι φορούσε, ένα πουκάμισο άσπρο, όποτε πήγαινα στον τάφο του κάτι μ έπιανε, ήταν κι εκείνο το μνήμα μιας συμμαθήτριας που είχε πνιγεί όταν ήταν δεκαοχτώ χρονών που μ’ ανατρίχιαζε, καλά ήταν πολύ όμορφη, κουκλάρα πραγματική, σα να την έβλεπα μπροστά μου, είχε περάσει καιρός αλλά το μνήμα της έστεκε όπως το θυμόμουν, η γιαγιά της το φρόντιζε μέχρι που πέθανε κι εκείνη, έπειτα είχε αναλάβει μια θεία της που την υπεραγαπούσε, οι γονείς της είχαν φύγει κάπου στο εξωτερικό, δεν άντεξαν. Στο σχολείο όλοι τη γουστάραμε εκείνη την κοπέλα , τρελαινόμασταν, πεθαίναμε σου μιλάω για ένα πράγμα τρομερό, είχε κάτι που σε τραβούσε διαβολεμένα, κι ύστερα πήγε και πέθανε έτσι στα καλά καθούμενα, έφαγε μια πίτσα προτού κολυμπήσει και πάει, δε μπορούσαμε να το πιστέψουμε...

Χρειαζόμουν ένα βετέξ, αυτό που μου είχε δώσει η μάνα μου έλιωσε γρήγορα τρίβοντας τα κεριά που είχαν χυθεί, έψαξα σ’ ένα διπλανό μνήμα, βρήκα, ήμουν σίγουρος ότι η γυναίκα που ήταν θαμμένη εκεί δεν θα είχε πρόβλημα, ήταν τόσο καλή όσο ζούσε. Γύρω τάφοι περιποιημένοι, όμορφοι, ταχτοποιημένοι, κάποιοι είχαν ακόμα και μαρμάρινα ντουλαπάκια με κλειδαριές, κατά καιρούς λέει έρχονταν κλέφτες και παίρνανε το λάδι , αναπτήρες, απορρυπαντικά, ότι πολύτιμο έβρισκαν, έπιασα να καθαρίσω το μάρμαρο του τάφου, απόγευμα ήτανε μα έκανε ζέστη τρομερή, ξαφνικά εντελώς ένα κουνέλι ολόασπρο πετάχτηκε μέσα απ’ τα ξερόχορτα κι άρχισε να τρέχει τρομαγμένο, βρήκε ένα άνοιγμα στα κάγκελα του νεκροταφείου και την κοπάνησε, , δε μπορούσα αν καταλάβω τι γύρευε εκεί, τα νεκροταφεία βρίσκονταν μακριά απ’ το χωριό, καλά αυτό ήταν πολύ κουφό, κι αν ήταν σημάδι τι σήμαινε;

Μαζί μου είχα και τον Λορένζο, ξέχασα να στο πω, έναν Κύπριο χοντρούλη με μούσι πυκνό κι ένα δόντι πιο μακρύ στην άκρη του στόματος που θύμιζε βρικόλακα, δεν του άρεσαν καθόλου τα μνήματα, ήταν πολύ προληπτικός, με το που είδε το κουνέλι άρχισε να σταυροκοπιέται, βιαζόταν να φύγουμε. Εγώ ένιωσα παράξενα, όλες εκείνες τις μέρες μια αγωνία ανεξήγητη μ’ είχε πιάσει, μια ζαλάδα, το κεφάλι μου πονούσε, δε μπορούσα να καταλάβω από πού προέρχονταν, η θερμοκρασία είχε αρχίσει επιτέλους να πέφτει, φθινόπωρο μύριζε, η αγαπημένη μου εποχή, το στοιχείο μου, κανονικά θα έπρεπε να νιώθω καλά όμως είχα αγχωθεί, ήθελα να κλείσει καλά η περίοδος, να είμαι έτοιμος για την επόμενη, να μελετήσω και το καλοκαίρι, πως περνά ο κόσμος, πως περνώ εγώ, τι θέλω, να τα προλάβω όλα, έτσι όμως χάνεις το σήμερα, έτσι την πατάω πάντα!

Μέρες τώρα ήμουνα έτσι, στα intersport δεν μπορούσα να βρω τα παπούτσια που ήθελα, έχουν αλλάξει όλα τα μοντέλα, δε μου άρεσαν καθόλου, τουρίστες ξένοι μιλούσαν κάτι γλώσσες βαριές, ανατολίτικες, σε μια κάμερα στην είσοδο έβλεπα τη σκιά μου να περπατά. Στα λεωφορεία κοιμόμουν ξερός, έχανα τις στάσεις, κατέβαινα όπου να ναι, έπρεπε να περπατήσω κατόπι, μια μέρα όπως έβγαινα ένα κορίτσι με φώναξε ‘’Κύριε κάτι σας έπεσε!’’, μου έδωσε ένα τσαλακωμένο χαρτονόμισμα, το ευχαρίστησα, καλά έτσι που ήμουν όλο βλακείες έκανα! Το καλύτερο βέβαια ήταν με τα αστικά που είχαν κλιματισμό καλό, με το που έμπαινες μέσα το μυαλό κατευθείαν καθάριζε, η διάθεση ανέβαινε, μπορούσες να σκεφτείς, να δεις τι σου γίνεται…

Όπως καθάριζα το τζαμάκι του τάφου έπαιρνα μάτι τα γειτονικά μνήματα, όλους τους ήξερα, καλά ήταν πολύ τρελό, έλειπα καμιά τριανταριά χρόνια και ήταν σαν τους ξανάβλεπα μπροστά μου μετά από τόσον καιρό, ο Κύπριος έκανε χειρονομίες σπαστικές, είχε βαρεθεί, εγώ δεν βιαζόμουν καθόλου, δε πα να χτυπιόταν ο άλλος, άλλωστε πάντα έτσι σπαστικός ήτανε από τότε που τον είχα γνωρίσει στην Αντιγονιδών. Εκεί πέρα μια πιάτσα είχε γίνει, ένα φαγάδικο για όρθιους, ένα προποτζίδικο, όλη την ώρα τριγυρνούσε μήπως και πιάσει κάνα νούμερο ή κάναν αγώνα, μα τι τζογαδόρος που ήτανε, εκεί είχαμε γνωριστεί. Πολλές φορές πήγαινα στο ραφείο του κάπου στη Βενιζέλου, ήταν ράφτης και μάλιστα πολύ καλός, απ’ το μπαλκόνι του μπορούσες να δεις μέχρι κάτω τη θάλασσα που απλώνονταν πίσω απ’ τις φυλλωσιές, εκεί μαζεύονταν ένα σωρό αργόσχολοι μπροστά από τραπέζια με ουίσκι παίζοντας τάβλι και μασουλώντας καρπούς ξηρούς, καναρίνια κίτρινα και πορτοκαλιά στριφογύριζαν στα κλουβιά τους χαλώντας τον κόσμο, μια τηλεόραση έπαιζε από πάνω, μέσα σ εκείνον τον χαμό ο Κύπριος με το δόντι του δράκουλα κατάφερνε να ράψει, να μετρήσει, να γαζώσει πουκάμισα και παντελόνια σ ένα δωματιάκι σκοτεινό που είχε πιο πίσω, είχε φαγωθεί να έρθει μαζί μου στο χωριό, δεν είχε κανέναν συγγενή στην Ελλάδα, δεν ήξερε πώς να σκοτώσει την ώρα του τώρα το καλοκαίρι…

Αποδείχτηκε ότι τα σπίτια μας ήταν κοντά, κάθε βράδυ παίρναμε μαζί το τελευταίο αστικό, στη στάση κόσμος περίμενε χαζεύοντας βιτρίνες, λιγοστά αμάξια πήγαιναν κι ερχόντουσαν, η πόλη είχε αδειάσει, όλοι σχεδόν είχαν φύγει κι όσοι μείνανε έμοιαζαν να βαριούνται, θα ήθελαν κι αυτοί να είχαν φύγει με τους άλλους για κάπου, να προλάβουν έστω και λίγο, να φύγουν πριν απ’ το τέλος του καλοκαιριού όπου να ναι, μόνο να φύγουν ! Στις πολυκατοικίες τα συνεργεία καθαρισμού άφηναν σημειώματα καρφιτσωμένα, περίπτερα κατέβαζαν τα στόρια, στα καταστήματα με τα κινητά επιγραφές στα ελληνικά και στα αραβικά, γατιά μικρούτσικα, ελεεινά έβγαζαν τα κεφαλάκια τους κάτω απ’ τα σταματημένα αυτοκίνητα, το πρωί δεκοχτούρες κουρνιασμένες σε μια καρυδιά που κλαδέψανε έκρωζαν σπαστικά, η καρυδιά όμως ήταν όμορφη, δε σταμάτησε όλο το καλοκαίρι να βγάζει φύλλα και κλαδιά πράσινα, κάποια φλέβα θα βρήκε υπόγεια και τραβούσε νερό προς τα πάνω, μα πόσο είχαν μεγαλώσει ρε φίλε!

Η πόλη ήταν άδεια, στις στροφές των δρόμων κώνοι για να μη παρκάρεις στραπατσαρισμένοι, ισοπεδωμένοι, κάποια μαγαζιά εξακολουθούσαν πεισματικά να παραμένουν ανοιχτά σα να μην ήξεραν πως είναι να κλείνεις, άδειοι οι δρόμοι , μονάχα πρεζόνια και μετανάστες μελαψοί κυκλοφορούσαν σα φαντάσματα, πόσοι έχουν έρθει ρε φίλε, τι θ’ απογίνουν; Ερημιά παντού, όλοι την είχαν κοπανήσει, εγώ πάλι αντί για διακοπές είχα βρεθεί με τον χοντρούλη τον ράφτη να βολοδέρνω στις λαϊκές ψάχνοντας σύκα και σταφύλια κίτρινα και τώρα τον έσερνα στα νεκροταφεία ενώ ο μπαμπάς μου παρακολουθούσε άγρια μέσα απ τη φωτογραφία του, ήμουν σίγουρος ότι θα τον άκουγα από στιγμή σε στιγμή να λέει ‘Πρόσεχε τι κάνεις εκεί πέρα που να σε πάρει !’’ έτσι έκανε πάντοτε. Τελικά αφού παιδεύτηκα και τυραννήθηκα πόση ώρα δεν ξέρω είπα να τελειώσω, πήρα νερό από μια βρύση φτιαγμένη στη μνήμη του κοριτσιού που είχε πνιγεί, έδειχνε να είχε χτιστεί πρόσφατα, ξέπλυνα τα άσπρα μάρμαρα, όλα έδειχναν καθαρά, ο ράφτης ξεφύσησε σα να έλεγε ‘’Επιτέλους!’’

Κινήσαμε να φύγουμε ακολουθώντας ένα δρόμο παλιό, τώρα βιαζόμουν κι εγώ, είχα μια αγγαρεία τελευταία να κάνω, έπρεπε να ποτίσω τις γλάστρες σ’ ένα σπίτι κάποιου φίλου του αδερφού μου, ήταν ναυτικός λέει που είχε βαφτιστεί ιεχωβάς, έλειπε σε κάποιο νησί εκείνες τις μέρες. Στην τσέπη μου κουδούνιζαν τα κλειδιά από το σπίτι του ιεχωβά, αριστερά μια ρεματιά γεμάτη βάτα και βλάστηση πυκνή, το μονοπάτι ήταν στρωμένο με πλάκες, από κει περνούσαν άλογα και μουλάρια κάποτε, χρόνια πολλά είχα να δω εκείνο το μέρος, προσπαθούσα να προσανατολιστώ, βράχια αρχαία και πέτρες με σχήματα κουφά που τις θυμόμουν από τότε που ήμουν παιδί, ήταν περίεργος τόπος, κάτι αρχέγονο απέπνεε. Στον κάμπο πέρα μακριά τα μπεκ έριχναν στήλες νερού στα καλαμπόκια, ο ήλιος χαμήλωνε, περάσαμε από ένα περιφραγμένο οικόπεδο μ’ ένα τροχόσπιτο εγκατεστημένο στο κέντρο του ανάμεσα σε χόρτα ξεραμένα, κάποιος ερημίτης λέει το είχε αγοράσει και ζούσε εκεί.

Ο Λορένζο μου έδειξε ένα κτίριο που του έκανε εντύπωση, ήταν ψηλό πολύ, τρεις όροφοι, ξεχώριζε, στην αυλή του δέντρα διάφορα, φλαμουριές, συκιές κι ένα άλλο εξωτικό που όμοιο του δεν είχα ξαναδεί, είχε φύλλα πράσινα, γυαλιστερά και κάτι καρπούς τεράστιους. Τα παράθυρα ήταν σφραγισμένα, δοκίμασα ένα μεγάλο κλειδί, η βαριά πόρτα έτριξε κι άρχισε να υποχωρεί όπως την έσπρωχνα ελαφρά, μέσα ήταν σκοτεινά, μια αίσθηση παράξενη όταν μπαίνεις στον προσωπικό χώρο κάποιου άλλου, όλα φαίνονταν άθικτα, τακτοποιημένα, δεξιά κι αριστερά κάμαρες, φοβόμουν ότι κάποιος θα πετάγονταν και θα μ άρπαζε απ’ τον ώμο, όλα έδειχναν άθικτα, θα έλεγες ότι δεν κατοικούσε κανείς εκεί μέσα όμως στο βάθος ενός διαδρόμου ένας καναπές μ ένα σεντόνι τσαλακωμένο που σήμαινε ότι είχαν κοιμηθεί εκεί πρόσφατα, πίσω μου ο Λορέντζο χάιδευε το πυκνό του μούσι σημάδι ανησυχίας, και οι δυο νιώθαμε αλλόκοτα μετά απ’ την επίσκεψη στα νεκροταφεία, ο παραμικρός ήχος θα μπορούσε να μας κόψει τα ήπατα, ‘’Εγώ φεύγω!’’ ψιθύρισε ο Κύπριος.

Προχώρησα μόνος, άνοιξα μια πόρτα, το λιγοστό φως του ήλιου που ετοιμάζονταν να δύσει περνούσε από μια χαραμάδα της αλουμινένιας μπαλκονόπορτας κι αντανακλούσε πάνω σε ένα σωρό από αντικείμενα σαν γλυπτά, σαν κομψοτεχνήματα απ’ όλον τον κόσμο που είχε μαζέψει ο ναυτικός, έβλεπες εκεί ένα άλογο σε χρώμα πρασινωπό από την Κίνα να καλπάζει αγέρωχο με όλα τα πόδια του στον αέρα, ένα πράγμα υπέροχο, μια σχεδία χρυσαφένια που επέπλεε σε μια λίμνη από ασήμι, κι ένα μικρό αγαλματίδιο πολεμιστή σιδερένιο με μια φαρέτρα γεμάτη βέλη στον ώμο του, στη βάση αυτού του μικρού αγάλματος έγραφε με γράμματα σκαλιστά ‘’Ο ΓΙΟΣ ΤΟΥ ΠΕΡΙΠΛΑΝΩΜΕΝΟΥ ΠΡΙΓΚΗΠΑ’’. Άγγιξα το αγαλματάκι, το σήκωσα λίγο, παρόλο που ήταν πολύ μικρό στα χέρια μου έμοιαζε ασήκωτο, έτσι άγαρμπος που είμαι βέβαια έπρεπε να είμαι προσεχτικός, δεν ήθελε πολύ να γκρεμιστεί κάτω και μετά την είχα βαμμένη! Όπως το κρατούσα και το χάζευα, μα πόσο όμορφο ήταν, είδα στον τοίχο μια φωτογραφία κι αμέσως κλότσησε το στήθος μου, ρε φίλε ήταν το κορίτσι που είχαμε δει στα μνήματα, η κοπέλα που είχε πνιγεί, ώστε λοιπόν αυτό ήταν, ο πατέρας της ο Ιεχωβάς, ο ναυτικός, είχε αγοράσει εκείνο το σπίτι στην άκρη του χωριού γιατί μπορούσε να πετάγεται μέχρι τα νεκροταφεία όποτε ήθελε, δεν ήταν χριστιανός κανονικός βέβαια αλλά πάλι ήταν το παιδί του, το πονούσε πάντοτε, δεν μπορούσε να το αφήσει έτσι!

Είχα ξεχάσει γιατί ήρθα εκεί πέρα, μια περιέργεια μ’ έπιασε να ψάξω τι άλλο υπήρχε σ εκείνο το σπίτι το μυστήριο, έψαχνα τον διακόπτη να ρίξω λίγο φως, που στο διάβολο ήταν ο καταραμένος, καλύτερα ν’ άνοιγα κανένα παράθυρο ή οτιδήποτε, όπως σήκωνα την ασφάλεια της μπαλκονόπορτας είδα φευγαλέα μέσα απ’ τις τρύπες μια σκιά να περπατά ανάμεσα στα δέντρα στο φως το δειλινού, είχε μαλλιά μακριά που κυμάτιζαν στον αέρα, ένα πρόσωπο στιβαρό, πανέμορφο, ρε φίλε έπαιρνα όρκο ότι ήταν ο πολεμιστής με το τόξο και τα βέλη, ο γιος του περιπλανώμενου πρίγκηπα, ήμουν σίγουρος, μπορεί ξοπίσω του να έρχονταν και κανένας στρατός από μπρούτζινα άλογα που κάλπαζαν, νόμιζα ότι ήδη άκουγα το ποδοβολητό τους να τραντάζει τη γη, ‘’Τι γίνεται εδώ δικέ μου;’’ είπα από μέσα μου ‘’Που έχουμε βρεθεί, τι συμβαίνει, τι κάνουμε ;’’ ‘’Πάμε να φύγουμε γρήγορα βλάκα!’’ ούρλιαξε πίσω μου ο Λορέντζο.



Τετάρτη 3 Αυγούστου 2016

ΣΤΟΝ ΑΣΤΕΡΙΣΜΟ ΤΟΥ ΚΡΟΤΟΥ

Όταν έλειπε το αφεντικό κλέβαμε το ταμείο, έπρεπε να είσαι πολύ προσεκτικός αλλά δε γίνονταν διαφορετικά, μας είχε σκίσει, τρέχαμε σαν παλαβοί όλη μέρα κι αυτός ήταν όλο γλύκες μαζί μας, όμως όταν ερχόταν η ώρα να πάρουμε το μεροκάματο μας σάπιζε, μας έδινε ψίχουλα το καταλαβαίνεις, έτσι, δίχως να ντρέπεται, καθόσουνα εκεί πέρα λιώμα στην κούραση έχοντας εξυπηρετήσει ένα κάρο κόσμο κι αυτός ο κύριος αραχτός όλη μέρα ερχόταν το βράδυ, πήγαινε κατευθείαν στο ταμείο να πάρει το χρήμα και μετά μας έβαζε χέρι ότι ήμασταν άχρηστοι, ότι η επιχείρηση ήταν ολονών και αηδίες, ότι δεν μπορούσαμε να την κρατήσουμε χωρίς αυτόν, όπως τον έβλεπες να ωρύεται ήθελες να του στρίψεις το λαρύγγι επί τόπου, έτσι όποτε μας δίνονταν η ευκαιρία παίρναμε κάτι απ’ το ταμείο στη ζούλα ελπίζοντας ότι δεν θα το καταλάβαινε μες το χαμό.


Όλη την ώρα μας είχαν στη μπούκα, τη μια πλάκωνε το υγειονομικό και ζητούσε χαρτιά και βιβλιάρια, εμείς τρέχαμε να κρυφτούμε, δεν είχαμε καιρό να πάμε σε κάνα ιατρείο να πάρουμε χαρτιά ώσπου βγάλαμε κάποια στιγμή και ησυχάσαμε. Άλλοτε πάλι ερχόταν κάτι ντερέκια σαν τοίχοι, τους είχαν διαλέξει επίτηδες γιατί οι μαγαζάτορες τρελαίνονταν όποτε τους βλέπανε, έκαναν έλεγχο για τα καθίσματα, πρόστιμο κι από κει, άλλες φορές έρχονταν από το υπουργείο εμπορίου για έλεγχο στα τρόφιμα κι όλο και κάτι ανακάλυπταν, άλλη καμπάνα, δεν προλαβαίναμε να συνέλθουμε. Τελικά είχαμε αποκτήσει πείρα, τους καταλαβαίναμε από μακριά ότι ήταν ύποπτοι, μια βραδιά είχε πέσει βέβαια και μια καρφωτή και μας έριξαν καμπάνα για μια μπύρα που υπήρχε σ’ ένα τραπέζι δίχως απόδειξη, υποψιαζόμασταν ποιος μας κάρφωνε, εκείνος ο γλοιώδης τύπος με την άλλη τη μελαχρινή που έπινε, τά σπαγε κι έκανε ένα σωρό αηδίες, εκείνοι μας είχαν καρφώσει!


Το μαγαζί όπου δουλεύαμε ονομάζονταν ‘’Ο ΑΣΤΕΡΙΣΜΟΣ ΤΟΥ ΚΡΟΤΟΥ’’ από κείνο το παιδί που έπαιζε με τις μούσες στα βουνά κι όταν πέθανε μεταμορφώθηκε σε αστερισμό, όπως έμπαινες υπήρχε ένας στενός διάδρομος με ζωγραφιές στον τοίχο που έδειχναν τον Ηρακλή να πιάνει εκείνο το ελάφι με τα χρυσά κέρατα και τα χάλκινα ποδάρια που τον παίδευε ένα χρόνο, την Κερυνίτη Έλαφο, πρέπει να τον είχε ζορίσει πολύ ρε φίλε μέχρι που το πέτυχε να περνά το ποτάμι και τό πιασε ζωντανό, καλά πρέπει να ήταν πολύ όμορφο πλάσμα !

 
Το μέρος που ήμασταν ήταν παραθαλάσσιο, περίεργο, σ’ όλη την έκταση τριγύρω έβλεπες δέντρα και πράσινο, πολύ πράσινο, μερικά χιλιόμετρα πιο κάτω ένα ποτάμι άδειαζε τα νερά του, πιο πάνω υπήρχε ένα φράγμα υδροηλεκτρικό σε μια στροφή του ποταμιού, κάποιοι κολυμπούσαν σ εκείνο το ποτάμι, άλλοι ψάρευαν κιόλας , η παραλία πάντως όπου βρίσκονταν το εστιατόριο μας ήταν απέραντη, με το που έμπαινες μερικά βήματα μέσα στη θάλασσα τα νερά γίνονταν πολύ βαθιά, το χάος έχασκε κάτω απ’ τα πόδια σου, λέγανε ότι πολλοί είχαν πνιγεί εκεί πέρα, εμείς πάντως δεν είχαμε δει κανένα…


Τα βράδια κοιμόμασταν για οικονομία σ ένα γιαπί, σε κάτι κρεβάτια πρόχειρα, προηγουμένως είχαμε κάνει ένα ντους στην τεράστια κουζίνα του εστιατορίου με το λάστιχο της βρύσης που είχε και ζεστό νερό, με το που ξυπνούσαμε μια γάτα καταραμένη, γκρίζα, στρουμπουλή, πάρα πολύ όμορφη, έβγαινε στο μπαλκόνι του απέναντι σπιτιού κι άραζε στο πατάκι να τη φυσήξει ο αέρας, καθόταν εκεί και μας χάζευε μ’ ένα βλέμμα σα να μας κορόιδευε ‘’Μα τι ηλίθιοι που είστε να τρέχετε όλη μέρα, δεν σας κόβει καθόλου!’’ έμοιαζε ότι έλεγε από μέσα της...


Δε μ’ άρεσε η δουλειά, βαριόμουν, δεν το είχα, στα τραπέζια πήγαινα ότι να ναι, άδειαζα δίσκους πάνω στον κόσμο, έσπαγα ποτήρια και πιάτα, όλη την ώρα τα μπέρδευα, ούζο αντί νερό, μα γιατί τά βαζαν σε παρόμοια μπουκαλάκια δε μπορούσα να καταλάβω, ξεχνούσα τις παραγγελίες μετά από μερικά δευτερόλεπτα, οι πελάτες είχαν απαυδήσει ‘’Μη μας ξαναρωτήσεις!’’ μου λέγανε.

Καλά εκείνο το καλοκαίρι τα είχα δει όλα όμως είχα στριμωχτεί, έπρεπε να δουλέψω, δε γίνονταν, ο καιρός περνούσε, τα έξοδα μαζεύονταν, κάτι έπρεπε να κάνω και χωρίς να το καταλάβω κόλλησα εκεί πέρα και δεν μπορούσα να φύγω, δεν είχα κάτι καλύτερο, έπρεπε να κάνω υπομονή...


Δίπλα από μας ένα μαγαζί με φρουτάκια είχε ανοίξει όπου μαζεύονταν όλη η μαφία, κάτι γέροι, κάτι γριές με πρόσωπα ύποπτα, έμπαιναν μέσα και χάνονταν για ώρες, το βράδυ τους έβλεπα να φεύγουν με το μάτι να γυαλίζει επειδή είχαν χάσει. Μια μέρα δυο μούτρα που έβγαιναν από τα φρουτάκια, ο ένας με καπέλο σαν τραγιάσκα, ο άλλος σαν Αλβανός, παρήγγειλαν τ΄ άντερα τους, έφαγαν του σκασμού και μετά ρε φίλε αν έχεις το θεό σου σηκώθηκαν κι έφυγαν έτσι απλά, σαν να μη τρέχει τίποτα, ‘’ Ρε συ πλήρωσαν αυτοί; ‘’ με ρώτησε ο μάγειρας που έκοβε την κίνηση, ‘’Όχι !’’ του είπα κι έτρεξα, τους πρόλαβα λίγο παρακάτω, ‘’Παιδιά συγνώμη δεν πληρώσατε!’’ - ‘’Όχι κάνεις λάθος πληρώσαμε!’’ , έτρεξα πίσω, ‘’Ρε, αυτοί λένε ότι πλήρωσαν!’’- ‘’Σου είπα δεν πλήρωσαν!’’ μου απάντησε άγρια ο μάγειρας, έτρεξα πάλι να τους βρω, δεν φαίνονταν πουθενά, τα στενά άδεια, ένας λαχειοπώλης μονάχα γερμένος σ’ ένα σκαμπό λαγοκοιμόταν , τελικά τους ανακάλυψα σε μια στοά, κρύβονταν τα καθάρματα, ‘’Παιδιά δεν έχετε πληρώσει!’’, καλά άμα λέγανε τίποτα εκεί πέρα μπορεί να τους πλάκωνα, τελικά μου δώσανε κάτι χρήματα λειψά, ‘’Πάλι καλά !’’ σκεφτόμουν ...


Επειδή ήμουν λίγο της εκκλησίας το αφεντικό μ έβαζε κάθε φορά ν’ ανάβω το καντήλι που είχε στο πατάρι πάνω απ’ το μαγαζί, ήταν και θρήσκος τρομάρα του, εκεί πάνω επικρατούσε χάος, μια ζέστη τόσο αποπνικτική που μπορούσε να σε τρελάνει, ήθελες να φύγεις όπως ήσουνα, παντού υπήρχαν μπουκάλια νερού, κουτάκια αναψυκτικών, ποτήρια, ένας ανεμιστήρας στριφογύριζε αέναα, κάτω από ένα ράφι είχαν στοιβάξει ανταλλακτικά απ’ τα μηχανήματα για το κόψιμο του κρέατος, βίδες διάφορες μέσα σε κουτιά πλαστικά, καταψύκτες, αποδείξεις, χαρτάκια με σημειώσεις απ’ τις οποίες δεν έβγαζες άκρη, ζυγαριές και τιμολόγια παντού πεταμένα.


Κανείς δεν ήθελε να ανέβει σε εκείνο το πατάρι εξαιτίας της διαβολικής ζέστης που επικρατούσε εγώ όμως το επεδίωκα, ηρεμούσα λίγο από τον χαμό που επικρατούσε κάτω και κυρίως γιατί είχα ανακαλύψει κάτι συρτάρια από ένα έπιπλο σαραβαλιασμένο που αν τα σκάλιζες έβρισκες παντού χρήματα, ψιλά δηλαδή και κέρματα όμως αν τα άθροιζες σχημάτιζαν ένα ποσό καλό κι αυτό ήταν μια μικρή ικανοποίηση για την ταλαιπωρία που τραβούσα όλη μέρα. Όλο σκάλιζα κι όλο έβρισκα από κάτι, κάτω απ’ τα χαρτιά, μέσα σε μπλοκάκια και τετράδια, στα ράφια, παντού το αφεντικό άφηνε λεφτά τις εποχές που υπήρχαν άφθονα, ήταν ευχάριστο ν’ ανακαλύπτεις χρήματα χαμένα και ξεχασμένα, μια φορά που δεν έβρισκα κέρματα σήκωσα ολόκληρο το παλιό έπιπλο κι από κάτω του μάζεψα μερικά χαρτονομίσματα, βέβαια μ’ αυτόν τον τύπο έπρεπε να είσαι πολύ προσεκτικός, πολλές φορές το έκανε επίτηδες, άφηνε λεφτά όπου να ναι κι εσύ σκεφτόσουν ‘’Να τα πάρω τώρα ή όχι;’’ οι άλλοι δεν τα ακουμπούσαν, ήταν οφθαλμοφανής η παγίδα, όμως εγώ ρε φίλε τα έπαιρνα κι ότι ήθελε ας γίνονταν, τα έβαζα μες την τσέπη μου και ποτέ δε μου ζήτησε εξηγήσεις, ίσως ένιωθε τύψει που μας σάπιζε όλη μέρα και τ άφηνε για να ελαφρύνει τη συνείδηση του. Ανέβαινα λοιπόν στο πατάρι και καθόμουν εκεί χώνοντας το κεφάλι μου στο ψυγείο για να δροσιστώ μέχρι να μου βάλουν τις φωνές, τότε ξεκινούσα ν’ ανάβω το καντήλι , μια φορά μου είχε παραγγείλει το αφεντικό να θυμιάσω κιόλας κι όλη η πελατεία απορούσε από πού έρχονταν εκείνο το λιβάνι που διαχέονταν στην ατμόσφαιρα, εμένα όμως μου άρεσε όλο το πράγμα, να ανάβω το καντήλι, να το βάζω δίπλα στα εικονίσματα κι ύστερα ν’ ανάβω το καρβουνάκι και να τοποθετώ το θυμίαμα από πάνω, όλο αυτό το τελετουργικό με ηρεμούσε…


Ένα βράδυ έπρεπε εγώ να κλείσω το μαγαζί, το αφεντικό θα πήγαινε σε κάποια αγρυπνία σ ένα μοναστήρι κάπου εκεί κοντά. Μερικοί αργόσχολοι τύποι είχαν απομείνει και τους ξαπόστειλα στα γρήγορα, ΄΄Άντε παιδιά στα σπιτάκια σας!’’ ένας τύπος με κόκκινα μαλλιά μακριά σαν σκοινιά καθόταν μοναχός εκεί σε μια μεριά και με κοιτούσε όπως κουβαλούσα τις καρέκλες, πως μου την έδινε που αυτός ήταν αραχτός κι εγώ ίδρωνα σαν βλάκας μες τη βραδινή κάψα, ‘’Μπορείς να μου φέρεις μια μπύρα !’’ φώναξε σέρνοντας τα λόγια του‘’ Όχι!’’ όχι άκουσα τη φωνή μου να λέει.


Σηκώθηκε νωχελικά κι άρχισε να περπατά προς το μέρος μου ‘’ Φίλε γιατί δε μου φέρνεις μια μπύρα; ’’ επέμεινε, καλά το άτομο πήγαινε γυρεύοντας, είχα σχεδόν τελειώσει ρε φίλε, λίγο ακόμα ήθελα να ξεμπερδέψω και να πάω να τη πέσω όμως αυτός ο ηλίθιος δε μ’ άφηνε να φύγω, πλησίασε ακόμα περισσότερο και στήθηκε μπροστά μου σα μπάστακας, καλά ήμουν έξαλλος, είχα σαλτάρει, ποιος ήταν αυτός ο βλάκας που μου κολλούσε εκείνη την καταραμένη ώρα ενώ εγώ ήθελα να ξεκουμπιστώ, μα πόσα νεύρα είχα, το μόνο που επιθυμούσα ήταν να φύγει εκείνο το εμπόδιο που δε μ άφηνε να κάνω τη δουλειά μου, έπεσα μ’ όλη μου τη δύναμη πάνω του να τον ξεκουνήσω όμως ήταν σα να χτυπώ ντουβάρι, δεν κουνιόταν με τίποτα, ούτε εκατοστό σα να ήταν φυτεμένος στο δάπεδο, πρέπει να είχε πιει τόσο πολύ που είχε γίνει αναίσθητος, έριξα μια ματιά γύρω, κανείς δεν υπήρχε να βοηθήσει κι ο άλλος στεκόταν εκεί μπροστά μου, με είχε στριμώξει άσχημα, ήμουν σε δεινή θέση.


‘’Γιατί να τυχαίνουν όλα σε μένα;‘’ σκεφτόμουν απελπισμένος, τι καλοκαίρι ήταν εκείνο, γιατί τα καλοκαίρια να είναι πάντα ατελείωτα και να πρέπει να δουλεύεις λουσμένος στον ιδρώτα μέχρι να εξαντληθείς, καλοκαίρια στην πόλη μ’ όλους τους πειναλέους να ζητιανεύουν και να λιώνουν σαν παγωτά, καλοκαίρια σκληρά, ζόρικα, πως τα άντεξαν οι άλλες γενιές πιο παλιά δουλεύοντας στα χωράφια και στη σκόνη, τι άνθρωποι ήταν εκείνοι ; Θα μου πεις καλοκαίρι είναι κι όλα εκείνα τα φρούτα τα ατελείωτα και τα υπέροχα, οι θάλασσες με τα κρυστάλλινα νερά, τα χαλίκια και τα βότσαλα που ξασπρίζουν στον ήλιο,τα δελφίνια που γλιστρούν στην επιφάνεια κοπαδιαστά δείχνοντας τις γυαλιστερές τους ράχες, τα παιδιά που τρέχουν στην άμμο, οι πικροδάφνες στις άκρες των εθνικών δρόμων, τα παλιά σίριαλ στην τηλεόραση, αλλά γιατί να μη μπορείς να τα χαρείς όλα αυτά, ποιος στέκεται εμπόδιο και δε σ αφήνει;


Τελικά υποχώρησα κατά το μαγαζί, τράβηξα την πόρτα και κλείδωσα, όπως ήμουν κλεισμένος εκεί μέσα άκουγα τα ψυγεία να τρίζουν, μια μυρουδιά από θυμίαμα έρχονταν από το πατάρι, καθώς δεν έμπαινε αέρας από πουθενά το σώμα μου είχε αρχίσει να γίνεται μούσκεμα. Αφού πέρασε λίγη ώρα έριξα μια ματιά έξω , ένα μικρό φορτηγό ήταν σταματημένο στο δρόμο, δυο παιδιά φόρτωναν κάσες με άδεια μπουκάλια στην καρότσα, ο άλλος είχε εξαφανιστεί, το φορτηγάκι είχε το ραδιόφωνο ανοιχτό, μια αύρα θαλασσινή φυσούσε, μερικά άστρα φαίνονταν στον ουρανό, μάζεψα τις τελευταίες καρέκλες και πήγα για ύπνο.






ΑΛΟΓΑ ΤΗΣ ΣΤΕΠΑΣ

Στην είσοδο του ασανσέρ υπήρχε κάτι που  δεν άφηνε την πόρτα να κλείσει,  η γάτα έτρεξε  κατά κει και σταμάτησε  απότομα μπροστά σ’ ένα σώμα...