Τρίτη 20 Δεκεμβρίου 2022

ΚΑΙ ΤΟΝ ΚΑΘΑΡΙΟ ΑΥΓΕΡΙΝΟ

 Όπως έτρεχε με τη μηχανή την παραμονή των Χριστουγέννων μια γυναίκα πετάχτηκε κι έπεσε πάνω του, ένας γδούπος ακούστηκε και το σώμα της γκρεμίστηκε στην άσφαλτο ενώ εκείνος έχασε την ισορροπία του και σύρθηκε στο οδόστρωμα για μερικά μέτρα. Σηκώθηκε αμέσως και δοκίμασε να τρέξει να δει τι έπαθε η γυναίκα όμως δεν μπορούσε να πατήσει καλά στα πόδια του, κλονίστηκε και γονάτισε ασυναίσθητα όμως αμέσως σηκώθηκε ξανά, έβγαλε το κράνος του και πήγε να βοηθήσει την κοπέλα που σάλευε, «είσαι καλά;» τη ρώτησε, εκείνη μουρμούρισε κάτι κι αυτό τον έκανε ν’ ανασάνει. Δοκίμασε να τεντωθεί λίγο ενώ το μυαλό του δούλευε γρήγορα, που είχε βρεθεί εκείνη η γυναίκα, τι γύρευε στη μέση του δρόμου, πως δεν την είχε δει αναρωτιόταν ενώ δυο αμάξια σταμάτησαν κι ήρθαν να δουν τι συμβαίνει. Πλησίασαν την πεσμένη γυναίκα όμως εκείνη σηκώθηκε χωρίς καμιά βοήθεια και είπε «είμαι καλά, συγγνώμη, εγώ φταίω, βιαζόμουν να πάω σπίτι, το παιδί μου είναι άρρωστο, πρέπει να φύγω» - « μα κοπέλα μου δεν θα πας στο νοσοκομείο να κάνεις μια ακτινογραφία;» της είπε κάποιος, « όχι σας παρακαλώ, αφήστε με, είναι απόλυτη ανάγκη» επέμεινε εκείνη κι όλοι απορούσαν με τη στάση της, ένας νεαρός της έδωσε την τσάντα της, τον ευχαρίστησε κι ύστερα περπατώντας γρήγορα σα να μην είχε συμβεί τίποτα εξαφανίστηκε, δεν έδωσε ούτε καν τα στοιχεία της, ήταν πολύ παράξενο.

«Φίλε είσαι πολύ τυχερός, μπορούσες να βρεις χοντρό μπελά Χριστουγεννιάτικα » του είπε ο νεαρός κι εκείνος σκέφτηκε ότι μάλλον είχε δίκιο, σήκωσε το μηχανάκι του και το είδε απ’ όλες τις μεριές, δεν έμοιαζε να έχει πάθει κάποια ζημιά, λίγο η λαμαρίνα απ’ το ντεπόζιτο είχε τριφτεί αλλά αυτό δεν ήταν τίποτα, ο φίλος του που είχε συνεργείο θα το ταχτοποιούσε, έβαλε μπρος να δει αν όλα δούλευαν, δεν άκουσε κάτι ύποπτο , «φτηνά τη γλύτωσες αδερφέ» είπε φωναχτά, σκούπισε μ’ ένα μαντήλι το γόνατο του που είχε ματώσει λίγο και βιάστηκε να φύγει από κει πέρα. Τώρα οδηγούσε προσέχοντας κάθε ίσκιο γύρω του, νόμιζε ότι κάτι θα πεταχτεί πάλι μπροστά του, άφησε τα τελευταία φανάρια κι έστριψε δεξιά κατά το χωριό της μάνας του που βρίσκονταν κάπου σ ένα ορεινό φαράγγι κοντά σε κάτι αρχαία λουτρά, μια ώρα έξω από την πόλη. Γύρω υπήρχε μια υγρασία που σε τρυπούσε και βιάζονταν ν’ ανέβει κατά το βουνό όπου ο καιρός ήταν πιο στεγνός εκεί θα περνούσε τα Χριστούγεννα.

Τον τελευταίο χρόνο έμενε εκεί πάνω μαζί με τη γριά μητέρα του, είχε βγει στη σύνταξη έπειτα από ένα καρδιακό επεισόδιο και τη φρόντιζε, επειδή εκείνη δεν μπορούσε να κάνει τίποτα, είχε αρχίσει να το χάνει και πολλές φορές ούτε που τον γνώριζε. Στην αρχή την είχε στο σπίτι του αλλά η μάνα του ήθελε να βρίσκεται στο δικό της μέρος, στο χώρο που ήξερε, εκεί όπου είχε ζήσει όλη τη ζωή της και της έκανε το χατίρι. Τον πρώτο καιρό το έβλεπε σαν αγγαρεία ύστερα όμως διαπίστωσε ότι του άρεσε να μένει μαζί της εκεί ψηλά. Έτσι κι αλλιώς μια ζωή ήταν λίγο μονόχνοτος, δεν ήθελε να βγαίνει κι ούτε είχε πολλές παρέες. Μπορούσε να καθίσει σπίτι ώρες ατέλειωτες βλέποντας τηλεόραση ή ψάχνοντας το διαδίκτυο χωρίς να βαριέται κι οι δουλειές που έκανε ήταν αυτής της φύσης. Για δεκαετίες δούλευε νυχτερινός σε ξενοδοχεία, κανείς δεν ήθελε τη βραδινή βάρδια όμως εκείνος δεν είχε πρόβλημα, το βράδυ δεν έχει ποτέ πολύ δουλειά. Ρέμβαζε, έβλεπε ταινίες, ή πιο συχνά άκουγε μουσικές περίεργες, μεσαιωνικές από χορωδίες και τρομπέτες, τρομπόνια κι άλλα πνευστά, όσοι τύχαινε να ακούσουν εκείνες τις μουσικές τον ρωτούσαν τι το ωραίο έβρισκε σε τέτοια πεθαμενατζίδικα ακούσματα όπως τα έλεγαν όμως εκείνος ούτε που τους έδινε σημασία, μ’ εκείνα κοιμόταν το πρωί που όλοι ξυπνούσαν κι αν δεν τον έπιανε ο ύπνος έβαζε στο κινητό ήχους βροχής και καταιγίδας, αυτό ήταν το καλύτερο νανούρισμα του.

Πήγε στο μπάνιο και καθάρισε την πληγή στο γόνατο που του είχε αφήσει η πτώση, δεν ήταν τίποτα σοβαρό, πάλι καλά, θα μπορούσε να είχε χτυπήσει άσχημα. θυμήθηκε τη γυναίκα που είχε ρίξει στο δρόμο, έμοιαζε με ξένη όμως μιλούσε καθαρά τα ελληνικά, ήταν μελαχρινή και κάπως ψηλή, έφτανε μέχρι το σαγόνι του όπως είχε σηκωθεί όρθια.Ποτέ του δεν ξεχνούσε πρόσωπα κι ήταν σίγουρος ότι άμα την έβλεπε ξανά στο δρόμο θα την αναγνώριζε αμέσως. Τώρα έπρεπε να φροντίσει τη γριά μάνα του, να την αλλάξει, να την ταΐσει αν της δώσει τα χάπια της. Το άλλαγμα δεν τον ενοχλούσε καθόλου, της έβαλε μια καινούρια πάνα, τη σήκωσε αγκαλιά -είχε ελαφρύνει πολύ πια- και την έβαλε στο κρεβάτι με τα καθαρά σεντόνια, «καληνύχτα» της είπε κι εκείνη του είπε σα να τον έβλεπε πρώτη φορά «είσαι καλός άνθρωπος» .

Άνοιξε τον υπολογιστή κι έβαλε κάτι μουσικές γιορτινές από άλλες εποχές που οι άνθρωποι γιόρταζαν αληθινά τέτοιες μέρες, το πιο ενδιαφέρον εκεί στο χωριό κι ένας λόγος που είχε αποφασίσει να εγκατασταθεί εκεί πέρα ήταν ένας τύπος που κάποτε έπαιζε τρομπέτα σε μια ορχήστρα, συζητώντας είχαν ανακαλύψει ότι τους άρεσαν οι ίδιες μουσικές κι αυτό ήταν απίστευτο σ’ εκείνη την ερημιά. Πολλές φορές πήγαιναν μαζί στο χώρο των λουτρών, σ’ ένα σημείο κάτω από μια μεγάλη, τοξωτή γέφυρα, κι εκεί ο φίλος του έπαιζε την τρομπέτα χρησιμοποιώντας σαν ηχείο τον θόλο της γέφυρας που αναπαρήγαγε τον ήχο και του έδινε βάθος. Καθόταν εκεί ακούγοντας το χάλκινο πνευστό κι ο βαθύς ήχος άδειαζε το μυαλό του από κάθε σκέψη, κάτι χρυσάνθεμα που είχαν φυτρώσει μόνα τους στις όχθες των λουτρών αποκτούσαν στα μάτια του άλλη υπόσταση, μια μαύρη γάτα που τους ακολουθούσε συχνά στους περίπατους κάτω από τη γέφυρα μεταμορφώνονταν σε κάτι παραμυθένιο και τα κοράκια που τους παρατηρούσαν ψηλά από τα δέντρα έμοιαζαν με πλάσματα του κακού που τους παραμόνευαν. Όλα γύρω έπαιρναν ένα χρώμα μαγικό καθώς η μουσική αφαιρούσε την υλική υπόσταση των πραγμάτων. Μια άλλη φορά είχαν πάει σε μια πισίνα που χρησιμοποιούνταν το καλοκαίρι, ο χώρος είχε αδειάσει από το νερό δημιουργώντας ένα ηχείο καταπληκτικό, ο φίλος του άρχισε να παίζει στοχεύοντας με την τρομπέτα συγκεκριμένα σημεία που δημιουργούσαν αντήχηση, όλος ο χώρος, η άδεια δεξαμενή, οι κερκίδες, το ταβάνι απόκτησαν με μιας άλλη υπόσταση, ένας φύλακας που είχε βρεθεί εκεί πέρα σε μια γωνιά τους κοίταζε εκστατικός.

Γύρω στα μεσάνυχτα τον πήρε ο ύπνος, ξύπνησε από τη μάνα του που έμοιαζε να παραμιλά «απόψε είναι Χριστούγεννα, άμα προσέξεις μπορεί να δεις τον ουρανό ν’ ανοίγει σε μια στιγμή, είναι μεγάλη βραδιά απόψε» φαίνεται ότι είχε ακούσει κάτι στην τηλεόραση κι είχε αντιληφτεί ότι ήταν το βράδυ της παραμονής και το μυαλό της άρχισε να λειτουργεί ξανά, μερικές φορές είχε μια διαύγεια που τον τρόμαζε, «να βγεις έξω» την άκουσε να λέει σα να του έδινε κάποια εντολή, «ο πατέρας σου πάντα σηκωνόταν τέτοια νύχτα και χάζευε τον ουρανό και τ’ αστέρια, ότι ευχή κάνεις αυτό το βράδυ πιάνει». Υπάκουσε όπως τότε που ήταν παιδί και βγήκε έξω να δει ψηλά τον ουρανό και τα άστρα όμως παντού γύρω υπήρχε μια ομίχλη τόσο πυκνή που δεν μπορούσες να διακρίνεις τίποτα.

Γύρισε στο δωμάτιο της μάνας του, τη βρήκε να κοιτάζει το ταβάνι και να τραγουδά κάτι: « βάζεις τον ήλιο πρόσωπο και το φεγγάρι αγκάλη, και τον καθάριο Αυγερινό τον βάζεις δαχτυλίδι» στράφηκε προς τα μέρος του μ’ ένα βλέμμα σα να έλεγε «ποιος είσαι συ πάλι ;» είχε αρχίσει να χάνεται ξανά «κοιμήσου» της είπε ήσυχα ενώ σκεφτόταν ότι κάποτε δεν ήθελε ούτε να τη βλέπει. Ποτέ της δεν τον είχε πιστέψει, πάντα νόμιζε ότι δεν θα έκανε τίποτα στη ζωή του και την είχε ακούσει να το συζητά με τον πατέρα του «δεν είναι καλός σε τίποτα, ούτε στο χωράφι ούτε στο εργοστάσιο, από παντού τον διώχνουν, είναι σα χαμένος, συνέχεια είναι τον κόσμο του» δε τον είχε πιστέψει όμως δεν μπορούσε να της κρατήσει κακία και τώρα στα τελευταία της την είχε αναλάβει εξ’ ολόκληρου. Δεν ήθελε να την κλείσει στο ίδρυμα, δεν το άντεχε, ότι και να είχε κάνει ήταν η μάνα του δεν ήταν σωστό να την αφήσει κι ύστερα δεν είχε να κάνει κάτι πιο σημαντικό στη ζωή του, την σκέπασε, έσβησε το φως κι έμεινε μόνος του μέσα στην απόλυτη ηρεμία της νύχτας να συλλογίζεται την πορεία του, για κάμποση ώρα σκεφτόταν τα παλιά, ύστερα κοιμήθηκε βαθιά

Προτού ξημερώσει ακούστηκαν οι καμπάνες από το χωριό κι αμέσως φάνηκαν μερικοί άνθρωποι που πήγαιναν κατά την εκκλησία, ετοιμάστηκε γρήγορα και πήγε να βρει το φίλο του τον τρομπετίστα που τον περίμενε, «σήμερα θα σου δείξω κάτι άλλο» του είπε εκείνος που αυτή τη φορά δεν κρατούσε την τρομπέτα αλλά μια κιθάρα σε μια θήκη δερμάτινη «θα πάμε λίγο ψηλά, σε μια κορυφή όπου ο αέρας καθώς φυσά φτιάχνει μελωδίες». Βγήκαν από το χωριό καθώς άρχισε να χαράζει, περπάτησαν αρκετή ώρα μέσα στην ομίχλη ενώ δυο κοράκια γκρίζα έμοιαζαν να τους παρακολουθούν από ψηλά κρώζοντας. Βρέθηκαν στην κορυφή από πού μπορούσαν να δουν την ομίχλη που απλώνονταν. Ο φίλος του έβγαλε την κιθάρα από τη θήκη της κι έπαιξε με τα δάχτυλα μια συγχορδία που ακούστηκε πολύ όμορφα στη σιγαλιά του τοπίου, έπειτα έστρεψε το ηχείο του οργάνου σε διαφορετικές κατευθύνσεις ψάχνοντας τη φορά του ανέμου που έπαιρνε τα μαλλιά του κι όταν τη βρήκε γρατζούνισε απαλά τις χορδές κουνώντας το όργανο. Ο αέρας που μπαινόβγαινε από το ηχείο δημιουργούσε δικές του μελωδίες κι οι δυο τους στέκονταν ασάλευτοι, αυτό ήταν κάτι που δεν είχε ακούσει ποτέ στη ζωή του, ο φίλος του χαμογελούσε ευτυχισμένος κι έπαιζε πολύ μαλακά με τις χορδές, το τάστο και το καπάκι της κιθάρας ενώ ο αέρας αμέσως έπαιρνε τη μουσική και την ταξίδευε σα να τραγουδούσε κι εκείνος, κοιτάχτηκαν μεταξύ τους και χαμογέλασαν πλατιά, κάτω στο φαράγγι με τα λουτρά η ομίχλη είχε καθαρίσει κι ο ήλιος εμφανίστηκε λαμπρός ρίχνοντας τις πορτοκαλιές του ακτίνες πάνω στα χωράφια ενώ οι καμπάνες από μακριά χτυπούσαν δυνατά δονώντας την ατμόσφαιρα.   

Παρασκευή 25 Νοεμβρίου 2022

ΣΤΑ ΧΙΛΙΑΔΕΣ ΧΡΩΜΑΤΑ

Εκείνη τη στιγμή ένιωσε να τη χτυπούν από δυο μεριές, είχε τον πόνο της από τη μια καθώς την άφηνε ο άντρας της κι από την άλλη ο αδελφός της πανηγύριζε, «πάρτα τώρα, σου το είχα πει, σε είχα προειδοποιήσει !» αντί να της πει μια κουβέντα παρηγοριάς γελούσε, αυτό δεν το περίμενε. Ενστικτωδώς αμύνθηκε κι άρχισε να φωνάζει ότι δεν ήταν σωστό ο αδερφός της να υποστηρίζει ανοιχτά έναν ξένο, καλά αυτό ήταν πολύ τρελό, σχεδόν γελοίο, καθόταν εκεί στο μαγαζί δίπλα στη θάλασσα και το μυαλό της βούιζε, «πας καλά; » του φώναξε, «υποστηρίζεις αυτόν τον ηλίθιο, νόμιζα ότι ο αδελφός μου θα ήταν μαζί μου !»

Ήταν πολύ δεμένη με τον αδερφό της, τον είχε πρότυπο επειδή ήταν μεγαλύτερος. Όταν ήταν μικρή άκουγε τις κασέτες του με κάτι τραγούδια γερμανικά κι αμερικάνικα, έβλεπε τις φωτογραφίες του από κάτι κέντρα νυχτερινά της επαρχίας όπου χαμογελούσε με κάτι άλλους μουστακαλήδες με παντελόνια καμπάνες και κάτι μπότες χοντροκομμένες, είχαν και κάτι κοπέλες μαζί τους, κάτι κορίτσια όμορφα που γελούσαν κι εκείνα. Αργότερα, όταν παντρεύτηκε και πήγε να μείνει σε μια πόλη μακριά από το χωριό τους, τον επισκέπτονταν τα καλοκαίρια, εκεί είχε δει για πρώτη φορά μπάνιο κανονικό και της είχε κάνει μεγάλη εντύπωση, το χειμώνα που είχε παγωνιά έμπαινε εκεί μέσα και χανόταν μέσα στους ατμούς και το ζεστό νερό, πρώτη φορά έκανε ντους σε τέτοιο μέρος. Ένα βράδυ είχε πάει με τον πατέρα της, η νύφη τους είχε μόλις σαραντίσει κι ήταν κάπως περίεργη, ο πατέρας της έφυγε την άλλη μέρα αλλά εκείνη έμεινε λίγο ακόμα, στο σπίτι εκείνο υπήρχε ένα παράθυρο απ’ όπου περνούσε στη διπλανή μονοκατοικία κι εκεί έπαιζε ώρες πολλές μ' ένα κορίτσι που είχε την ίδια ηλικία…

Πάντα τον είχε πρότυπο τον αδερφό της και δεν μπορούσε να καταλάβει τη στάση του, ήταν τόσο οφθαλμοφανές ότι δεν ήταν δικό της σφάλμα, ο άλλος την είχε αφήσει για μια βλαμμένη, είχε φερθεί ελεεινά, οποιοιδήποτε θα ήταν μαζί της όμως ο δικός της άνθρωπος γελούσε εκεί μπροστά της σα να έβλεπε κάτι αστείο, δεν μπορούσε να το χωρέσει το μυαλό της, «κοίτα» του είπε, «θα χρειαστώ λίγο καιρό να το ξεπεράσω, μπορώ να μένω μερικά σαββατοκύριακα στο σπίτι σου; Θα με βοηθήσει να ηρεμήσω, έχω τόσες αναμνήσεις από κει, μπορείς να μου δώσεις το κλειδί;»- «Όχι!» απάντησε εκείνος αποφασιστικά, κάθετα, «αυτό δε γίνεται, δε σου το δίνω, θα με ειδοποιείς και θα το κανονίζουμε» . Ίσως να είχε δίκιο, ίσως να είχε τους λόγους του όμως η ουσία ήταν ότι δεν τη βοηθούσε, γελούσε και την κατηγορούσε που δε πρόσεχε ενώ την ίδια στιγμή της έβαζε εμπόδια σε μια στιγμή δύσκολη, δεν μπορούσε να το δεχτεί, τον παρακάλεσε, τον ικέτεψε, σχεδόν έπεσε στα πόδια του αλλά ήταν σα να βρισκόταν απέναντι σε τοίχο, ήταν ανένδοτος.

Και να σκεφτείς ότι τον θεωρούσε τον πιο κοντινό της άνθρωπο μέσα στην οικογένεια και σ’ όλον τον κόσμο, όταν έχτιζε το δικό του σπίτι τον βοηθούσε να το στήσουν, είχε ρίξει δουλειά απίστευτη, έβαφαν και σοβάντιζαν ώρες ατελείωτες για να γλυτώσουν λεφτά κι όταν τέλειωσαν της άρεσε πολύ, πήγαινε συχνά και καθόταν κάνα δυο μέρες. Το πιο ωραίο πού είχε ήταν ένα παράθυρο μεγάλο που έβλεπε κατά τη θάλασσα αν καθόσουν στον καναπέ μπορούσες να δεις πέρα μακριά ένα νησί κι ακόμα πιο πίσω όταν ο καιρός ήταν καλός ένα άλλο χαμένο μέσα στα σύννεφα και την ομίχλη. Στο σπίτι εκείνο είχε δει μια ταινία που τη θυμόταν για χρόνια, έπαιζαν ο Ρίτσαρντ Μπάρτον και η Τατούμ ο Νηλ, εκείνος ήταν ζωγράφος κι εκείνη ένα κοριτσάκι κι είχαν ερωτευτεί κι είχε πάει να τον βρει σε κάποια πόλη, της είχε κάνει μεγάλη εντύπωση εκείνη ταινία. Εκεί είχε ακούσει και κάτι τραγούδια που της είχαν αποτυπωθεί, «Αυτή η νύχτα μένει» με τη Γιώτα Λύδια, ένα άλλο του Μητσιά, «Ποτέ ξανά, τα μάτια σου τα φωτεινά δε θα με ντύσουν γιορτινά», κι ένα ακόμα «στα χιλιάδες χρώματα, ας ήταν να βρεθώ» της είχαν μείνει εκείνα τα τραγούδια…

Δεν ήταν η πρώτη φορά που την απογοήτευε, κάποια στιγμή ήθελε να ξεκινήσει κάτι, μια δουλειά, και του είχε ζητήσει βοήθεια, εκείνος ήταν προσηνής κι ευπροσήγορος όπως πάντα αλλά δεν έκανε και πολλά, κάτι αόριστες υποσχέσεις και κάτι ψιλά μόνο της έδωσε για το θεαθήναι περισσότερο, όλο το λούκι μόνη της το πέρασε. Κι όταν πέθανε ο πατέρας τους διαπίστωσε ότι είχε σηκώσει όλα τα λεφτά από τον οικογενειακό λογαριασμό χωρίς να της πει κουβέντα, όταν το έμαθε την έπιασε μια υστερία κι άρχισε να φωνάζει μπροστά στη μάνα της και σ’ όλο το σόι, περίμενε ότι θα συντάσσονταν κάποιος μαζί της όμως κανένας δεν τη στήριξε, κανένας δεν πήρε το μέρος της, ένιωσε ότι την είχαν προδώσει μέχρι το μεδούλι. Δεν την ένοιαζαν τα λεφτά, εκείνο που την πλήγωνε ήταν που δεν τη ρώτησε, δε νοιάστηκε για τη γνώμη της, την αγνόησε εντελώς σα να μην υπήρχε και κανείς δεν έβλεπε το οφθαλμοφανές, όλοι έμοιαζαν τυφλοί κι ασυγκίνητοι, από τότε έκανε πέρα το σόι, δεν το υπολόγιζε, όλοι είχαν αποδειχτεί άχρηστοι, ήταν σα να άλλαζε ο κόσμος γύρω της.

Νάτος πάλι λοιπόν να γελά μαζί της την ώρα που καίγονταν , δεν είχε αλλάξει ούτε εκατοστό κι ήταν εξωφρενικό, οι παλιές ιστορίες της ήρθαν στο μυαλό και την έκαναν έξαλλη, πήρε φόρα και του τα έχωσε άγρια, τον πήρε παραμάζωμα, όταν θύμωνε δε καταλάβαινε τίποτα, τα λόγια έβγαιναν από μέσα της σαν ποτάμι, όλη της η πίκρα ξεχείλιζε, «καλά είσαι βλάκας, επίτηδες το κάνεις, νομίζεις ότι δεν καταλαβαίνω, μα πόσο χαζός είσαι, πόσο ξεροκέφαλος, πόσο αλήτης, αν είναι να έχω αδέλφια σαν και σένα χίλιες φορές καλύτεροι οι εχθροί μου!» Τον είχε στήσει εκεί πέρα και τον κοπανούσε ανελέητα, εκείνος είχε μαζευτεί σε μια γωνιά και δε μιλούσε μονάχα την κοίταγε σα χαμένος, δεν έβρισκε να πει τίποτα, του τα θύμισε όλα και τον περιέλουσε με κάτι τέτοιες κουβέντες που όλοι γύρισαν και τους κοιτούσαν.

Ποτέ της δε φανταζόταν ότι θα έρχονταν έτσι τα πράγματα, ότι η ζωή θα γύριζε έτσι και το πρόσωπο που ήταν το πιο αγαπημένο της θα έφευγε τόσο μακριά, θα της έκανε τόσο κακό. Θυμήθηκε μια άλλη κουβέντα που της είχε πει κάποτε και δεν είχε δώσει σημασία τότε, « ξέρεις τι είπε ο δάσκαλος στο δημοτικό όταν πήγε ο πατέρας να ρωτήσει για μένα; είπε ‘’αυτό το άλλο το παιδί σου είναι απίστευτο, καμιά σχέση με τον αδερφό της !’’ ». Όπως το σκεφτόταν ήταν αγκάθι για κείνον, δε δεχόταν ότι η μικρή ήταν καλύτερη σε κάποια πράγματα, δεν μπορούσε να το χωνέψει. Από τότε που ήταν παιδιά το είχε βάλει στο μυαλό του κι έτσι ρίζωσε ο σπόρος της ζήλιας βαθειά και τον ακολουθούσε πάντα σ’ όλη τους τη ζωή . Όποτε βρίσκονταν σε καλή φάση εκείνος ήταν απόμακρος, όλο γκρίνιαζε, ποτέ δεν της είχε πει μια καλή κουβέντα. Μόνη της τα έβγαλε πέρα, μόνη της είχε κάνει καριέρα, σπίτι, οικογένεια κι ότι μπόρεσε τέλος πάντων. Όποτε είχε προβλήματα βέβαια ήταν κοντά της, έτρεχε, σκίζονταν ήταν στο στοιχείο του σα να ήθελε αυτή να είναι η μόνιμη κατάσταση, όμως αυτό δεν είναι υγειές έτσι δεν είναι; Δε γίνεται όποτε είμαι στα κάτω μου να είσαι εντάξει και μόλις πάω να χαρώ να φρίττεις, δεν είναι έτσι η φύση, δεν είναι λογικό, κάτι δεν πάει καλά. Τέτοια σενάρια έβλεπε μόνο στην τηλεόραση, αδέλφια που σκοτώνονταν, που βρίζονταν που έκαναν πράγματα τρελά και να τώρα εδώ μπροστά στα μάτια της τον έχανε, ένοιωθε ότι απομακρύνονταν, έφευγε μακριά, δεν μπορούσε να κάνει τίποτα κι ούτε ήθελε, είχε βαρεθεί τα καμώματα του «άι στο διάλο πια» έλεγε μέσα της, ήθελε την ησυχία της.

Από τότε που είχε αδειάσει τον λογαριασμό ήθελε να του τα πει χοντρά μα δεν έβρισκε την ευκαιρία. Τελευταία φορά είχαν συναντηθεί στο κέντρο της πόλης, σ’ ένα μέρος με καμάρες ψηλές κάτω από κάτι κολώνες, Νοέμβριος ήταν κι έβρεχε καταρρακτωδώς , είχαν καιρό να μιλήσουν, έπεσε πάνω του κατά τύχη και για λίγο ένιωσε όπως παλιά, πόσο της είχε λείψει! Ότι και να είχε γίνει ήταν ο άνθρωπος της για πολλά χρόνια, τον πονούσε, απ’ τι είχε μάθει τελευταία είχε κάνει κάτι ατασθαλίες, είχε διοριστεί κάπου και είχε κάνει κάτι λαμογιές, πάντα ήξερε ότι δεν ήταν και τόσο αθώος όμως τώρα επιπλέον είχε κι ένα πρόβλημα υγείας σοβαρό. « Δεν εξηγήθηκες καλά αλλά δε σου κρατώ κακία, να προσέχεις και μη φοβάσαι, θα σε γηροκομήσουν οι κόρες σου αν χρειαστεί, είναι καλά παιδιά» του είχε πει κι εκείνος σαν να παρεξηγήθηκε και της απάντησε με το γνωστό του ειρωνικό ύφος, «βιάζεσαι να με γεράσεις, ωραία είσαι κι εσύ !» Στεναχωρήθηκε τότε που τον είδε έτσι σε κακό χάλι, είχε αδυνατίσει, έκοψε και το τσιγάρο, χαμογελούσε σα να μην το έπαιρνε όλο αυτό στα σοβαρά, έτσι ήταν πάντα άλλωστε…

Όμως δεν είχε αλλάξει, η ζήλεια μέσα του δεν είχε φύγει ποτέ και το απέδειξε τώρα που τον χρειαζόταν, ήταν σα να της έλεγε «πάλι στα χέρια μου έπεσες, πάλι από μένα εξαρτάται, χωρίς εμένα δεν μπορείς!» αλλά όλο αυτό έπρεπε να τελειώσει, δε γινόταν να πάει έτσι, του τα είπε και ξεθύμανε κι εκείνος σηκώθηκε κι έφυγε χωρίς να πει τίποτα, τι να πει άλλωστε. Έμεινε μόνη της και βιάστηκε να φύγει από κείνο το καταραμένο μέρος, περπάτησε κατά την τεράστια τσιμεντένια προβλήτα που έκλεινε το λιμάνι στην είσοδο της πόλης, ανέβηκε κάτι σκαλιά και περπάτησε κατά μήκος του τσιμεντένιου φράγματος κοιτάζοντας τα ιστιοπλοϊκά, τις βάρκες και το νησί που διαγράφονταν πέρα στον ορίζοντα πίσω απ'  τα ρεύματα της θάλασσας, στο μυαλό της γυρνούσε ένα τραγούδι που άκουγε τότε που κοιμόταν στο σπίτι του αδελφού της,  « ποτέ ξανά, οι γειτονιές και τα στενά, δε θα μας δουν ποτέ ξανά» .

Τρίτη 18 Οκτωβρίου 2022

PAC-MAN

Μια μέρα όπως έβλεπε το είδωλο της στον καθρέφτη του μπάνιου της φάνηκε ότι είδε τον εαυτό της να γελά και να κάνει μορφασμούς μέσα από το γυαλί, αμέσως σκέφτηκε ότι αυτό δεν ήταν σημάδι για καλό, «να προσέχεις» είπε στον άντρα της το βράδυ που έφευγε για τη δουλειά και του εξήγησε τι είχε δει στον καθρέφτη , εκείνος την αποπήρε, «μα τι βλακείες κάθεσαι και λες!» όμως η καρδιά του φτερούγησε, όποτε η γυναίκα του έλεγε κάτι τέτοιο συνήθως έπεφτε μέσα, είχε μια μεταφυσική αντίληψη για τα πράγματα, πρόσεχε κάθε σημάδι είτε ήταν όνειρο, είτε κάποιο δόντι που έσπαγε και τον τελευταίο καιρό ήταν σίγουρη ότι η οπτασία της μάνας της που είχε πεθάνει από χρόνια, περιφέρονταν στο σπίτι, ένα βράδυ μάλιστα αισθάνθηκε ότι αιωρούνταν πάνω από το κρεβάτι που κοιμόταν, την είχε νιώσει τόσο κοντά που μύριζε την ανάσα της , όταν ξύπνησε είχε τη μυρουδιά της στη μύτη της για ώρα πολύ, ήταν σίγουρη ότι ήρθε να τη δει εκείνο το βράδυ.

Όταν δεν τον έβλεπε έκανε το σταυρό του και ξεκίνησε για τη νυχτερινή βάρδια σ’ ένα φούρνο που έβγαζε ψωμιά κι ένα σωρό αρτοποιήματα, ο φούρνος ήταν κοντά στο σπίτι του κι έτσι πήγαινε περπατώντας, για να γλυτώσει δρόμο περνούσε από ένα στενό όπου είχαν κατασκηνώσει κάτι μετανάστες περίεργοι, είχαν μάλιστα βγάλει κι ένα κρεβάτι και κοιμόταν στο δρόμο, ήταν ένα αλλόκοτο θέαμα. Πρόσεχε μη πεταχτεί κανένας από το παλιόσπιτο όπου φύλαγαν την πραμάτεια τους όταν ένα μηχανάκι εμφανίστηκε απ’ το πουθενά και τον χτύπησε με φόρα, ο τύπος που το οδηγούσε σταμάτησε μια στιγμή και πρόλαβε να δει το πρόσωπο του, ένας σκουρόχρωμος με ξυρισμένο κεφάλι και τεράστιους ώμους, μόλις τον είδε να σηκώνεται ξανά στα πόδια του γκάζωσε το καταραμένο μηχανάκι του κι εξαφανίστηκε στη νύχτα. Έμεινε μόνος του μέσα στα σκοτάδια προσπαθώντας να καταλάβει τι συνέβη, το πόδι του πονούσε λίγο αλλά μπορούσε να το πατήσει κανονικά «διάβολε, παραλίγο να βγει σωστή!» σκέφτηκε ξεσκονίζοντας το παντελόνι του και βιάστηκε να φτάσει στην ώρα του.

Όσο δούλευε δεν μπορούσε να βγάλει από το μυαλό του την προειδοποίηση της γυναίκας του, ένας γνωστός του την είχε πάθει κάπως έτσι, είχαν χτυπήσει το αυτοκίνητο του, καθυστέρησε να πάει στη δουλειά και τον είχαν απολύσει. Στο καπάκι ξεκίνησε να δουλεύει οδηγός σ’ ένα ταξί και καθώς δεν ήξερε το πρώτο βράδυ κιόλας πήρε κάτι πρεζόνια που μόλις μπήκαν στο αυτοκίνητο του ζήτησαν τα λεφτά του, εκείνος αρνήθηκε να τους δώσει το πορτοφόλι και τον μαχαίρωσαν εν ψυχρώ . Ήταν μια αλυσίδα γεγονότων που η γυναίκα του ήταν σίγουρη ότι δεν συνέβησαν τυχαία, ήταν σα να είχε συνωμοτήσει η τύχη για να τον αποτελειώσει, σαν κάποιος να είχε οδηγήσει το άλλο αυτοκίνητο να τον χτυπήσει για να καθυστερήσει, κι ύστερα βρέθηκε το ταξί που τον πήγε στους ναρκομανείς οι οποίοι τον φάγανε , ήταν σαν κάποιο χέρι αόρατο καθοδηγούσε τις κινήσεις του και κανόνιζε την πορεία του, και στη δική του περίπτωση θα μπορούσε να έχει την ίδια εξέλιξη.

Έτσι περίεργη ήταν πάντα η γυναίκα του, είχε μεγαλώσει σε μια περιοχή έξω από την πόλη όπου είχαν εγκατασταθεί οι γονείς της τότε που ήρθαν από μια χώρα που βρίσκονταν κάπου στα βάθη της Ασίας, κι όλα όσα πέρασε την είχαν κάνει κάπως παράξενη . Όταν ήταν μικρή δεν είχαν άδεια, ούτε ρεύμα κι εκείνη καθόταν μοναχή καθώς οι γονείς της έτρεχαν στη δουλειά. Το σπίτι της φαίνονταν τρομακτικά μεγάλο κι έπρεπε να περάσει ώρες ατελείωτες εκεί μέσα χωρίς να ξέρει τι να κάνει, μια φορά κάποιος είχε καρφώσει στην αστυνομία ότι ήταν παράνομοι κι ένας χωροφύλακας ήρθε να ελέγξει, δεν τρόμαξε καθόλου παρόλο που ήταν μόνη σ’ ένα χώρο απέραντο, του είπε μόνο ότι περίμενε τον μπαμπά της να σχολάσει, ο αστυνομικός την κοίταζε με δέος .

Όσο παράξενη κι αν ήταν την αγαπούσε και της είχε φτιάξει ένα σωρό πράγματα επειδή τα χέρια του έπιαναν. Της είχε στήσει ένα κρεβάτι πολύ ωραίο, ξύλινο γύρω- γύρω μ’ ένα στρώμα ανατομικό, το καλύτερο που υπήρχε. Είχε στερεώσει στον τοίχο ψηλά μια μπάρα για να γυμνάζεται, της άρεσε πολύ, αν και είχε μεγαλώσει πια διατηρούσε ακόμα την ευλυγισία της επειδή έκανε χρόνια γυμναστική, είχε πάρει μάλιστα μέρος και σε κάτι αγώνες και διακρίθηκε. Όσο εκείνη σκάλωνε τα πόδια της και κρεμιόταν ανάποδα αυτός καθόταν εκεί και την έβλεπε , «πρόσεχε!» της φώναζε καθώς την κοιτούσε να κάνει μια τούμπα στον αέρα και να προσγειώνεται στο πάτωμα, εκείνες τις στιγμές την αγαπούσε πολύ κι ήθελε πάντα να είναι μαζί της.

Εκείνη ήταν καλή στη γυμναστική αυτός όμως πήγαινε χρόνια σε μια ομάδα πυγμαχίας, κάποτε ήθελε να γίνει επαγγελματίας κι όλοι έλεγαν ότι είχε φοβερό ταλέντο, ο προπονητής του τον φώναζε Pacman επειδή το επίθετο ήταν Καπάκης, κάποιος τον έχε βαφτίσει έτσι κι από τότε του έμεινε. Ετοιμάζονταν να υπογράψει συμβόλαιο με κάτι πράκτορες όμως ο πατέρας του δεν τον άφησε να συνεχίσει και το είχε απωθημένο αν και με τα χρόνια καταλάβαινε ότι είχε δίκιο ο πατέρας του. Εξακολουθούσε όμως να εξασκείται, είχε πάρει κι ένα σάκο του μποξ που τον είχε κρεμάσει από το ταβάνι κι όποτε μάλωνε με τη γυναίκα του ξεσπούσε εκεί πέρα, καμιά φορά ερχόταν κι εκείνη να δοκιμάσει και της εξηγούσε πώς να χτυπά για να μη πληγώνει τα δάχτυλα της και να μην πονούν οι ώμοι της, πώς να δίνει ώθηση μ’ όλο της το σώμα ξεκινώντας από τα πόδια, πώς να συγχρονίζει τις κινήσεις της, πώς να σφίγγει τη γροθιά της σωστά, κι αφού την άφηνε να χτυπηθεί εκεί πέρα έπαιρνε φόρα και κοπανούσε τον σάκο τόσο δυνατά που μια φορά τον είχε ξηλώσει…

Στο φούρνο ήταν καλά τώρα που οι θερμοκρασίες έπεφταν, το καλοκαίρι ήταν ζόρικα κι ίδρωνε όλη την ώρα αλλά καθώς ερχόταν ο χειμώνας η ζέστη που έβγαινε μαζί με τις μυρωδιές από τα ψωμιά που ψήνονταν σου έφτιαχναν τη διάθεση. Έκανε χρόνια τούτη τη δουλειά και του άρεσε αλλά ποτέ δεν είχε χορτάσει τη μέρα. Στα ρεπό του σηκώνονταν επίτηδες νωρίς να δει τον κόσμο που έβγαινε για ψώνια, τις μαμάδες που έσπρωχναν τα καροτσάκια, τα μαγαζιά που άνοιγαν ξεπλένοντας τις εισόδους τους, ήταν σκηνές που ποτέ δεν μπορούσε να χαρεί. Ξεκινούσε τη βάρδια ζεσταίνοντας τις μηχανές κι έπειτα έπρεπε να ετοιμάσει τα κουλούρια και τα τσουρέκια, όλα ήταν συγχρονισμένα ώστε κατά το ξημέρωμα να είναι έτοιμες οι πρώτες φουρνιές, εκείνη την ώρα το αφεντικό του πήγαινε σ’ ένα δωματιάκι πάνω απ’ το φούρνο και κοιμόταν λίγο, πολύ τον ζήλευε που είχε αυτή την πολυτέλεια ενώ εκείνος έπρεπε να κουβαλά τα ταψιά με τα ζεστά ψωμιά καθώς ο κόσμος άρχιζε να έρχεται.

Μαζί με τα αρτοσκευάσματα έβγαζαν και γλυκά φουρνιστά, κάτι σιροπιαστά που γίνονταν ανάρπαστα, εκείνη τη μέρα είχαν δοκιμάσει μια καινούρια συνταγή κι ανυπομονούσαν να δουν πως θα πάει, όπως απίθωνε το ταψί στον πάγκο είδε να μπαίνει στο μαγαζί εκείνος ο τύπος με τους τετράγωνους ώμους που τον είχε χτυπήσει, ζήτησε μια τυρόπιτα κι όταν την έβαλαν μπροστά του έβγαλε ένα μαχαίρι κι άρπαξε το κορίτσι που ήταν πίσω από το ταμείο και της είπε να του δώσει ότι χρήματα είχε, η κοπέλα πανικοβλήθηκε κι απ’ το τρέμουλο έριξε κάτω το συρτάρι με τα χρήματα. Άφησε το ταψί με τα γλυκά κι έσκυψε να μαζέψει τα χαρτονομίσματα, καθώς τα έδινε στον τύπο με το ξυρισμένο κεφάλι τον έκοβε, είδε ότι κρατούσε το μαχαίρι με το αριστερό του χέρι άρα εκείνη η μεριά του ήταν η πιο δυνατή, τον ζύγισε μια στιγμή κι έπειτα του κοπάνησε μια γροθιά στο στέρνο. Ο άλλος ξαφνιάστηκε κι όρμησε να τον χτυπήσει με το μαχαίρι, έκανε ένα βήμα πίσω κι ένιωσε όπως τότε που ήταν στο ρινγκ μόνο που εδώ ο άλλος είχε το μαχαίρι αλλά ήταν τόσο αργός που δεν τον φοβόταν. Απέφυγε μια σειρά από επιθέσεις φέρνοντας τις γροθιές στο πρόσωπο του και πηδώντας δεξιά αριστερά παρόλο που το χτυπημένο πόδι του τον δυσκόλευε -κάποτε έκανε πολλές ώρες σκοινάκι για να έχει καλό συντονισμό των χεριών και των ποδιών. Βλέποντας τον άλλον να αγκομαχά άρχισε να τον χτυπά στο πρόσωπο μια, δυο, τρεις, τέσσερις, πέντε, έξι, εφτά φορές τόσο γρήγορα που άλλος άρχισε να ζαλίζεται και να γέρνει, τότε τον πλησίασε κι άρχισε να τον κοπανά πολύ δυνατά κι όταν ο άλλος γονάτισε δεν σταμάτησε αλλά συνέχισε να τον χτυπά μέχρι που τον ξάπλωσε στο πάτωμα, οι κοπέλες πίσω απ’ τα ταμεία κοιτούσαν σαν χαζές .

Από τη φασαρία ξύπνησε το αφεντικό κι έτρεξε εκεί πέρα την ώρα που ερχόταν η αστυνομία που κάποιος την είχε ειδοποιήσει, «τι έγινε εδώ πέρα;» ρώτησε ένας νεαρός με στολή «παλέψαμε λίγο» τους είπε «καλά και μόνος σου τον ξάπλωσες, αυτός είναι διπλάσιος από σένα» του είπε «ε να έχω κάνει λίγο πάλη» απάντησε εκείνος.

Την ώρα ακριβώς που σχολούσε ο ήλιος εμφανίζονταν πίσω απ’ τα βουνά και τα φώτα του δρόμου έσβησαν όλα μαζί σα να είχαν συνεννοηθεί. Για κάποιο λόγο αισθάνονταν μια ευφορία μέσα του, είχε χρόνια να κάνει έναν τέτοιο καλό αγώνα κι έφερνε στο νου μία- μία τις κινήσεις του, τελικά δεν είχε χάσει τη φόρμα του, έπρεπε να δουλέψει λίγο περισσότερο το δεξί αλλά και πάλι ήταν εντάξει . Μια γυναίκα έτρεξε να προλάβει το λεωφορείο κι ένα γέρος σήκωνε το στόρι από κάποιο κατάστημα, ένα κοπάδι πουλιών πετούσε σε σχηματισμό κάπου πέρα μακριά στον ορίζοντα, οι υδροφόρες του δήμου έβρεχαν την άσφαλτο, ξημέρωνε ο θεός, κι ο κόσμος ξεκινούσε τη μέρα του, ήταν μια στιγμή μαγική.

Πέμπτη 25 Αυγούστου 2022

ΔΙΣΚΟΕΙΔΗΣ ΑΣΤΕΡΑΣ

 

 Δοκίμασε να μπει στο φαρμακείο μα η πόρτα ήταν κλειδωμένη, την έσπρωξε με δύναμη όμως πάλι δεν άνοιξε, τότε έπεσε ολόκληρος πάνω της κι η πόρτα υποχώρησε, δεν υπήρχε κανένας εκεί πέρα μονάχα ράφια αραχνιασμένα και μπουκαλάκια αραδιασμένα στους πάγκους, ανέβηκε τρέχοντας τις ξύλινες σκάλες και βρήκε στο ανώγειο το φαρμακοποιό ξαπλωμένο στο κρεβάτι. Φοβήθηκε να τον πλησιάσει καθώς παντού γύρω θέριζε η πανούκλα, το πρόσωπο του φαρμακοτρίφτη ήταν γεμάτο σημάδια, οι ώρες του ήταν μετρημένες, έβαλε τη δεξιά μπότα στο λαιμό του και τον ρώτησε άγρια «πούλησες κανένα δηλητήριο τελευταία; » ο γέρος τον κοίταξε μ’ ένα βλέμμα σκοτεινό και φοβισμένο, «όχι» είπε ξεψυχισμένα «δεν έχω πουλήσει κάτι τέτοιο εδώ και χρόνια», έμοιαζε να λέει την αλήθεια και τον άφησε να πεθάνει ήσυχος .

Στάθηκε κάτω από ένα μπαλκόνι κι έβγαλε το δερμάτινο ασκί του να πιει λίγο νερό , είχε άλλα δυο μαγαζιά με φάρμακα να ψάξει για να βρει από πού προήλθε το δηλητήριο που σκότωσε το διάδοχο, ήταν μια αποστολή πολύ δύσκολη κι ο καινούριος βασιλιάς μόνο αυτόν εμπιστεύονταν να τη φέρει σε πέρας. Το αγοράκι είχε δηλητηριαστεί πριν μια βδομάδα από κάποια τροφή κι όλοι οι γιατροί έπεσαν πάνω του να το σώσουν, δοκίμασαν ένα σωρό βότανα, η μάνα του ξαγρυπνούσε αλλάζοντας πανιά στο μέτωπο του για να το κρατά δροσερό στην κάψα του καλοκαιριού, κι εκεί που έδειχνε ότι θα το περνούσε ένα πρωινό ξεψύχησε μέσα σε σπασμούς βυθίζοντας σε θλίψη όλο το παλάτι.

Τον δεύτερο φαρμακοποιό που ήταν κι ο πιο παλιός , τον βρήκε να ποτίζει τον κήπο του, δρασκέλισε έναν πέτρινο χαμηλό τοίχο και βρέθηκε ακριβώς πίσω του, ο φαρμακοποιός τον κατάλαβε την τελευταία στιγμή «ποιος είσαι;», τον ρώτησε δοκιμάζοντας να κατεβάσει την κουκούλα του Καστροφύλακα, «εγώ κάνω τις ερωτήσεις!» του φώναξε αρπάζοντας το χέρι του κι ο φαρμακοτρίφτης μαζεύτηκε πίσω τρομαγμένος, «θα σου πω, θα σου πω!» έγνεψε, «άκουσα τι έγινε, δεν το πούλησα εγώ αλλά ξέρω τι σκότωσε το παιδάκι, μίλησα μ’ ένα γιατρό που το είδε και είμαι σίγουρος ότι έφαγε μανιτάρια δηλητηριασμένα, αυτά προκαλούν σπασμούς, μπορώ να σου δείξω και πιο μανιτάρι ήτανε».

Επιτέλους είχε ένα στοιχείο, η δουλειά είχε γίνει λοιπόν στην κουζίνα, εκεί έπρεπε να ψάξει, κάποιος μάγειρας ίσως ή κάποια γυναίκα που βοηθούσε είχε ρίξει το μανιτάρι, ένα σωρό κόσμος έμπαινε στα μαγειρεία, δε θα ήταν εύκολο να βρει άκρη όμως τουλάχιστον ήξερε που να ψάξει. Όπως κάλπαζε δίπλα σε κάτι κολώνες αρχαίες που στήριζαν τα αυλάκια ενός υδραγωγείου, σκεφτόταν εκείνο το παιδάκι που όλοι το αγαπούσαν, δεν έμοιαζε καθόλου στον πατέρα του όμως εκείνος το λάτρευε και του είχε στοιχίσει πολύ η απώλεια του, για πολλές μέρες δεν έτρωγε σχεδόν τίποτα, είχε αποτραβηχτεί σ’ ένα κελί εντελώς αποκαρδιωμένος.

Έπρεπε τώρα να ψάξει όλους όσους έμπαιναν στο μαγειρείο, είχε πολύ δουλειά και βιάζονταν να γυρίσει στο παλάτι, καθώς πλησίαζε τον έπιασε μια βροχή τόσο δυνατή που δεν έβλεπε μπροστά του, ευτυχώς ο δρόμος σ’ εκείνο το σημείο ήταν σκυροστρωμένος και το άλογό του δεν κινδύνευε να γλιστρήσει στις λάσπες . Γυρνώντας στο κάστρο πήγε κατευθείαν στα λουτρά να πλυθεί και μετά συνάντησε το βασιλιά στην αυλή, κάτω από ένα υπόστεγο, όπου εξασκούνταν στο σπαθί με κάνα δυο ακόμα άνδρες, όλοι ήταν ιδρωμένοι και τον χαιρέτησαν μόλις τον είδαν, «Έλα να με βρεις στο τραπέζι» του είπε ο βασιλιάς σκυθρωπός καθώς έδινε το ξίφος του για να το βάλει στην οπλοθήκη, εκείνος το χάζεψε για λίγο δοκιμάζοντας με το δάχτυλο την κόψη του που έμοιαζε στομωμένη, «θέλει ακόνισμα» είπε μέσα του .

Στη μεγάλη τραπεζαρία με τις βαριές πορφυρές κουρτίνες ο βασιλιάς έστεκε μόνος δίπλα στο τζάκι όπου έτριζε ένας καρβουνιασμένος κορμός, «Έλα να στεγνώσεις » του είπε «πιες λίγο κρασί, είναι πολύ καλό!», σήκωσε μια κούπα ξύλινη κι ήπιε λαίμαργα «πολύ ωραίο!» είπε καταπίνοντας μερικές γουλιές, ύστερα άρχισε να του εξηγεί τι του είπε ο φαρμακοποιός στην πόλη, ο βασιλιάς έδειχνε σκεφτικός . Προτού καθίσει στο δείπνο όπου μαζεύονταν όλη η ακολουθία του παλατιού, πέρασε μια στιγμή από το μαγειρείο, του άρεσε πάντα να βλέπει τις ετοιμασίες, τα καζάνια που έβραζαν τους ζωμούς, τους υπηρέτες που γέμιζαν τα βαρέλια με νερό και κρασί, τους χασάπηδες που κρεμούσαν τα κυνήγια σε τσιγκέλια μπηγμένα ψηλά στον τοίχο, τις φρουτιέρες που γέμιζαν με ροδάκινα και κεράσια. Έφερε μια βόλτα σ’ όλο το χώρο με το βλέμμα του προσπαθώντας να διακρίνει κάτι ύποπτο, εκείνος που είχε βάλει το δηλητηριασμένο μανιτάρι ήξερε σίγουρα τη δουλειά του πολύ καλά, μπορούσε να επιλέξει μόνο ένα θύμα, το πιο αδύνατο που ήταν το παιδάκι, στους άντρες και στις γυναίκες δε θα είχε την ίδια επίδραση, άρα έψαχνε για κάποιον ικανό κι επιτήδειο.

«Μπήκε κανένας ξένος στην κουζίνα τον τελευταίο καιρό;» ρώτησε τη γριά μαγείρισσα που επέβλεπε όλες τις ετοιμασίες, «όχι άρχοντα μου! » απάντησε εκείνη με τη βαριά μπάσα φωνή της, « κανείς δεν επιτρέπεται να βρίσκεται εδώ όταν ετοιμάζουμε τα φαγητά, κόβω το χέρι μου για όλους εδώ μέσα, όλοι είναι τίμιοι κι ευλογημένοι από τον επίσκοπο που έρχεται καμιά φορά να δοκιμάσει τα κρασιά, έχει πολύ λεπτεπίλεπτη κράση και τον πειράζουν, λέει ότι το στομάχι του είναι ο καλύτερος δοκιμαστής, αν δε νιώσει ενοχλήσει σημαίνει ότι το κρασί είναι άριστο !». Ώστε λοιπόν υπήρχε κάποιος που έμπαινε στην κουζίνα, ο επίσκοπος έχαιρε μεγάλου σεβασμού κι ο βασιλιάς τον είχε σε μεγάλη υπόληψη οπότε δεν μπορούσε να του πει τίποτα προτού σιγουρευτεί όμως έπρεπε να τον εξετάσει κι εκείνον.

Στο δείπνο παρατηρούσε το αφεντικό του που δεν έτρωγε καθόλου μονάχα κάτι μουρμούριζε και σε μια στιγμή φώναξε «θα τον βρω το φονιά και θα τον κάνω να μετανιώσει, θα φτύσει το γάλα της μάνας του !» -«μη λες τέτοια λόγια !» του είπε η γυναίκα του κι ο βασιλιάς έξαλλος σα να του έφταιγε εκείνη της είπε «κλείσε το καταραμένο στόμα σου! » κι από τη φούρια του τράβηξε πρώτα το τραπεζομάντηλο κι έπειτα αναποδογύρισε το τεράστιο τραπέζι, παντού γύρω σκόρπισαν κρέατα και κρασιά, ένας σκύλος έτρεξε ν’ αρπάξει ένα κοτόπουλο κι ο βασιλιάς τον κλώτσησε άσχημα, το ζώο εξαφανίστηκε κλαίγοντας, η ατμόσφαιρα βάρυνε πολύ κι όλοι σηκώθηκαν να φύγουν .Ο Καστροφύλακας πρόλαβε να αρπάξει μια γαβάθα με λίγο κρέας, δεν είχε προλάβει να φάει τίποτα, και τράβηξε για την κάμαρα του, ήξερε ότι ο βασιλιάς είχε μια σκοτεινή πλευρά, τον είχε δει να σκοτώνει δίχως έλεος πολλούς αιχμαλώτους που του φιλούσαν τα πόδια, κι αν έχανε τον έλεγχο θα ήταν πολύ επικίνδυνο, κάτι συνέβαινε στην αυλή του παλατιού κι έπρεπε να βρει οπωσδήποτε ποιος κρύβονταν πίσω απ’ όλα αυτά, ήταν η σειρά του επισκόπου, έπρεπε να μάθει τι ρόλο έπαιζε…

Δυο ψηλά κυπαρίσσια φυτεμένα στις δυο μεριές σαν φρουροί ακίνητοι υψώνονταν μπροστά στο επισκοπείο , πέρασε ανάμεσα τους κι έφτασε στην είσοδο όπου υπήρχε ένα φρουρός , του έριξε δυο νομίσματα που κι εκείνος τα κουδούνισε πολλές φορές στη χούφτα του, ύστερα χαμογέλασε πονηρά και τον άφησε να περάσει . Στον καθεδρικό ναό που βρισκόταν στο κέντρο του συγκροτήματος, μερικά κεριά έριχναν λιγοστό φως ενώ οι σκιές από τις μαρμάρινες κολώνες γέμιζαν απόκοσμα όλο το χώρο. Ο επίσκοπος προσεύχονταν γονατισμένος κάτω από μια εικόνα, γονάτισε δίπλα του κι ο ιερωμένος σα να σκίρτησε μόλις αντιλήφθηκε την παρουσία του, « σήμερα δεν εξομολογώ» του είπε «δεν θέλω εξομολόγηση» ψιθύρισε ο Καστροφύλακας, θέλω μόνο να σε ρωτήσω αν είδες κάτι ύποπτο στην κουζίνα του παλατιού, είσαι σοφός άνθρωπος και μπορείς να διακρίνεις αν κάτι δεν πάει καλά.

Όσο μιλούσε προσπαθούσε να βρει τα μάτια του μέσα στο σκοτάδι για να καταλάβει αν του έλεγε ψέματα όμως εκείνα τα καταραμένα κεριά δεν βοηθούσαν κι ο επίσκοπος έμοιαζε να κομπιάζει, έπρεπε με κάποιο τρόπο να τον στριμώξει όμως φοβούνταν το σκάνδαλο, ο δεσπότης ήταν πρόσωπο ισχυρό, είχε μεγάλη ισχύ, δεν ήξερε τι να κάνει, έπαιζε το κεφάλι του εκεί πέρα, το σκέφτηκε λίγο κι αποφάσισε να τα παίξει όλα για όλα , έπιασε το δεσπότη από τη μακριά γενειάδα του, τον ξάπλωσε στο μαρμάρινο δάπεδο κι έβγαλε από τη θήκη της πλάτης το τεράστιο σπαθί του , «πες μου παππά, έκανες τίποτα εκεί μέσα στην κουζίνα, πες μου γιατί σε σκοτώνω τώρα!» φώναξε κολλώντας τη λάμα στο λαιμό, είχε σκάσει επειδή δεν μπορούσε να δει τα μάτια, για μια στιγμή ταλαντεύτηκε σα να μετάνιωσε γι αυτό που έκανε όμως τότε ακούστηκε μια φοβερή έκρηξη στον ουρανό που φωτίστηκε σα να βγήκε ξαφνικά ο ήλιος, κοίταξε ψηλά από τα παράθυρα και είδε έναν τεράστιο μετεωρίτη σε σχήμα δίσκου να κατρακυλά σκίζοντας τον ουράνιο θόλο και προκαλώντας απίστευτο κρότο. Το φαινόμενο πρέπει να διήρκεσε περίπου πέντε λεπτά όμως ο επίσκοπος είχε γίνει κάτωχρος από τούτο το σημάδι του θεού που έμοιαζε να τον απειλεί, ο Καστροφύλακας σκιάχτηκε όμως μπορούσε επιτέλους να δει καθαρά το πρόσωπο του και κατάλαβε ότι είχε λερωμένη τη φωλιά του, αυτό του έδωσε θάρρος κι όταν ο μετεωρίτης εξαφανίστηκε έσυρε προσεχτικά το σπαθί στο πλάι του λαιμού, «εκείνος φταίει, ο Βάρδας, μου ορκίστηκε ότι θα με έκανε αντιβασιλιά, εκείνος μου έδωσε τα μανιτάρια και τα έριξα στο πιάτο του παιδιού !» ψέλλισε τρέμοντας ο δεσπότης που δεν έδειχνε και τόσο γενναίος.

Ώστε λοιπόν ο Βάρδας ήταν πίσω απ’ όλα, εκείνος ο αιμοβόρος θείος του βασιλιά που είχε κτήματα κοντά στα σύνορα, είχε κάνει μια περιουσία απίστευτη στην άκρη της αυτοκρατορίας και ποιος ξέρει πως συνωμοτούσε από κει πέρα μαζί με τον επίσκοπο, τώρα μπορούσε να μιλήσει στο βασιλιά, άφησε τη γενειάδα του δεσπότη σκουπίζοντας μερικές τρίχες άσπρες που είχαν μείνει στη παλάμη του, «έχε χάρη που δεν θα μπορούσα ν’ αντικρίσω τη μάνα μου!» του είπε και τον άφησε εκεί πέρα σωριασμένο να ανασαίνει βαριά την ώρα που μερικοί καλόγεροι έτρεχαν προς την εκκλησία να δουν τι συνέβαινε .

Μόλις έμεινε μόνος του ο δεσπότης κατάλαβε ότι δεν είχε καιρό, σέλωσε τ’ άλογο του κι έφυγε μες τη νύχτα από το επισκοπείο, θα πήγαινε να βρει το Βάρδα εκεί κάτω στα σύνορα, μόνο εκεί ήταν ασφαλής. Το ξημέρωμα τον βρήκε μακριά από το παλάτι, κάλπαζε μέσα από τα χωράφια που πρασίνιζαν και σείονταν στον άνεμο ενώ μερικά άρχιζαν να γίνονται ξανθά, πλησίαζε ο θερισμός. Στην αριστερή μεριά του δρόμου υπήρχε μια μακριά σειρά από δέντρα που τα είχαν φυτέψει για να έχουν ίσκιο οι οδοιπόροι, όλη η διαδρομή ήταν ευχάριστη και κατά το μεσημέρι σταμάτησε κάτω από κάτι δέντρα να ξεκουραστεί, όπως σήκωνε το παγούρι για να πιει λίγο νερό ένα ξίφος γυαλιστερό καρφώθηκε στην κοιλιά και του έκοψε την αναπνοή, ύστερα ακούστηκαν βήματα κι από παντού εμφανίστηκαν στρατιώτες με σπαθιά που καρφώνονταν στο σώμα του, ο χρόνος γύρω κι όλη η πλάση μπροστά του πάγωσαν όπως έκλεινε τα μάτια του. 

Παρασκευή 5 Αυγούστου 2022

ΔΑΝΙΗΛ

 Ένα κινητό πεσμένο κάτω από το παγκάκι κουδούνιζε , χωρίς να σκεφτεί το πήρε στα χέρια του, πάτησε το πλήκτρο της απάντησης κι άκουσε μια φωνή γυναικεία που του φάνηκε γνωστή «έλα γρήγορα εκείνος είναι πάλι εδώ !», μόνο αυτό, γύρισε να δει γύρω, δε φαινόταν κανείς, ήθελε να ρωτήσει «τίνος είναι αυτό ρε παιδιά, ποιος το ξέχασε ;» όμως κανένας δεν περνούσε εκείνη την ώρα, ήταν εντελώς μόνος, περίμενε μήπως χτυπήσει ξανά όμως εκείνο στεκόταν βουβό, το περιεργάστηκε για λίγο «καλό φαίνεται» είπε μέσα του, μπορεί να είχε γλιστρήσει από κάποιον που δεν το αντιλήφθηκε, κανένα μεθυσμένο ίσως, στην παραλία μαζεύονταν το ξημέρωμα κάθε λογής τύποι, ποιος ξέρει τίνος ήτανε.

Αμέσως σκέφτηκε τη γυναίκα του, άμα ήταν εκεί θα του φώναζε, «μη πιάνεις ότι βρωμερό βρίσκεις μπροστά σου, ξέπλυνε με υγρό μαντηλάκι τα χέρια σου, πόσες φορές θα σ’ το πω!», ασυναίσθητα έβγαλε από τη τσέπη το πακέτο με τα μαντηλάκια και καθάρισε τα δάχτυλα του, σκούπισε και το κινητό προσέχοντας μη βρέξει το μηχανισμό του. Τώρα που το πρόσεχε έβλεπε ότι ήταν πολύ καλό, από κείνα τα καινούρια, τα λεπτά, που είχαν οι πιτσιρικάδες, στην οθόνη υπήρχαν ένα κάρο εικονίδια κι αντί για φωτογραφία είχε μια εικόνα που του έκανε τρομερή εντύπωση, έδειχνε έναν άντρα αρχαίο σ’ ένα χώρο σκοτεινό σαν πηγάδι, μπροστά του βρίσκονταν κάτι λιοντάρια πελώρια, άλλα άνοιγαν το στόμα δείχνοντας τα δόντια τους, άλλα έσκυβαν φοβισμένα, άλλα τον κοίταζαν με δέος ενώ εκείνος στεκόταν εκεί αγέρωχος και τα ατένιζε έχοντας τα χέρια δεμένα πίσω από την πλάτη, ήταν μια εικόνα πολύ δυνατή.

Η εικόνα εκείνη η βιβλική γέμισε ξανά με σκέψεις το άδειο μυαλό του, έγειρε πίσω το κεφάλι και το ρεύμα του πρωινού αέρα χάιδεψε αναζωογονητικά το πρόσωπο του, ποιος μπορεί να είχε παρατήσει εκείνο το τηλέφωνο, αν χτυπούσε ξανά θα δοκίμαζε να ρωτήσει αλλά προς το παρόν ήθελε να χαζέψει τη θάλασσα. Κάθε πρωί ερχόταν σ’ εκείνο το παγκάκι και το μάτι του απλώνονταν στο βάθος του ορίζοντα, αμέσως χαλάρωνε, αυτό ήταν που αναζητούσε πάντα, το βάθος του ορίζοντα, δεν άντεχε τον περιορισμό, τους κλειστούς χώρους, τη φραγή της όρασης , το στένεμα της φαντασίας, το κλείσιμο των ονείρων του. Άραζε εκεί πέρα κοιτάζοντας την επιφάνεια του νερού που ήταν γεμάτη φύκια από τη νυχτερινή τρικυμία, προσπαθώντας να μαζέψει λίγη δροσιά προτού ο ήλιος ξεκινήσει το καυτό του ταξίδι στον ουρανό καίγοντας το σύμπαν. Το ξημέρωμα ήταν η μοναδική ώρα που είχε δροσιά έξω και μπορούσε να περπατήσει με την άνεση του χωρίς να δυσφορεί από την υγρασία. Στο μισοσκόταδο συναντούσε κάτι αλβανούς με τις φόρμες τους γεμάτες μπογιές και σοβάδες, περίμεναν το αμάξι που τους έπαιρνε κάθε πρωί, πιο κάτω, στο γυράδικο της γειτονιάς, τα κορίτσια καθάριζαν τα λίπη από τις σχάρες ακούγοντας μουσική από ένα ραδιόφωνο, στο ξενοδοχείο πιο πέρα, ο χοντρός υπάλληλος κοιμόταν ως συνήθως στην καρέκλα του.

Ένα καράβι έφευγε απ’ το λιμάνι γεμίζοντας αφρούς τον τόπο, «ωραίο πράγμα το ταξίδι!» σκέφτηκε κι άρχισε να περιεργάζεται πάλι το κινητό, δεν μπορούσε να βρει πως ανοίγει, ούτε ήξερε από τέτοια, έβλεπε τις γειτόνισσες του, δυο νεαρές αδελφές λίγο παλαβές, να παίζουν όλη την ώρα μ’ αυτά και να χασκογελούν, τις άκουγε από το διπλανό διαμέρισμα να μιλούν με τις ώρες και τις είχε ένα άχτι, αυτές σίγουρα είχαν κλειδώσει την εξώπορτα το πρωί και δεν μπορούσε να βγει έξω. Η είσοδος της πολυκατοικίας έμενε ανοιχτή, ο διαχειριστής φοβόταν τους κλέφτες και καθώς δεν μπορούσε να βρει κλειδαρά μες το κατακαλόκαιρο είχε γυρίσει το μύλο ανάποδα. Αυτό σήμαινε ότι μπορούσες να κλειδώσεις απ’ έξω αλλά όχι από μέσα, εκείνες λοιπόν οι αδελφές είχαν κλειδώσει την είσοδο και δεν μπορούσε να βγει, γύριζε το κλειδί κανένα δεκάλεπτο μέχρι να στρίψει.

Τη νύχτα είχε ακούσει φασαρίες και φωνές, εκείνες ήταν σίγουρα όμως δεν ήθελε να τους πει τίποτα γιατί του μιλούσαν πάντα ευγενικά, μια φορά είχε μπει στο διαμέρισμα τους να δει μια βρύση χαλασμένη, δεν ήταν τίποτα, ένα λαστιχάκι έπρεπε ν’ αλλαχτεί, τέλειωσε γρήγορα ρίχνοντας μια ματιά τριγύρω. Εκείνο που του είχε κάνει μεγάλη εντύπωση ήταν ένα μωρό που είχαν στο διαμέρισμα, ένα μικρούτσικο μελαχρινό τυλιγμένο σ’ ένα σεντόνι που έσφιγγε τις γροθίτσες του, ήθελε να ρωτήσει για τον πατέρα όμως δίσταζε και είπε μόνο «έχετε αποφασίσει για το όνομα του;» - «ναι» είπε η πιο μεγάλη από τις αδελφές, « θα το πούμε Δανιήλ!» παράξενο όνομα σκέφτηκε αλλά δίστασε να το πει φωναχτά, χάζευε μονάχα την πιο μικρή που πρέπει να ήταν η μητέρα του μωρού, φαινόταν να το αγαπά πολύ, το κρατούσε τρυφερά και το φιλούσε όλη την ώρα κι εκείνο την κοιτούσε με τα μικρά μάτια του κι ήταν σα να γελούσε, «σου μοιάζει πολύ!» της είπε ...

Σο βάθος του ορίζοντα, εκεί κατά τη δύση, ο ουρανός είχε πάρει ένα χρώμα κόκκινο, σημάδι ότι ο καιρός θα άλλαζε, καρφωμένος στα σκόρπια σύννεφα προσπαθούσε ν’ αδειάσει ξανά το μυαλό του από κάθε σκέψη όταν το τηλέφωνο που είχε βρει χτύπησε πάλι κι η φωνή είπε τα ίδια λόγια: « έλα γρήγορα εκείνος είναι εδώ πάλι!» αυτή τη φορά θα ορκίζονταν ότι την ήξερε εκείνη τη φωνή, την άκουγε κάπου, μα ναι, έμοιαζε με τη φωνή μιας από κείνες τις φοιτήτριες με το μωρό, όμως πάλι πως γίνονταν να είχε αφήσει το κινητό της κάτω από το παγκάκι του, πως ήξερε ότι εκείνος διάλεγε πάντα το ίδιο μέρος για να καθίσει, πως το είχε κανονίσει, έμοιαζε πολύ σατανικό, μόνο στα έργα γίνονται αυτά. Τώρα πια οι σκέψεις είχαν κατακλύσει τον εγκέφαλο του, αδυνατούσε να βρει μια εξήγηση για κι ύστερα ήταν η ώρα να γυρίσει πίσω προτού η θερμοκρασία αρχίσει να ανεβαίνει, έχωσε το ξένο κινητό στην τσέπη και σηκώθηκε βιαστικά.

Στην επιστροφή έπαιρνε πάντα λεωφορείο επειδή βαριόταν τη διαδρομή, είχε φέξει πια κι έρχονταν στην επιφάνεια η ασχήμια της πόλης που κρύβονταν στο σκοτάδι. Φτάνοντας στο σπίτι δοκίμασε το κλειδί που απέξω άνοιγε κανονικά, έριξε μια ματιά στους λογαριασμούς που ξεχείλιζαν τα γραμματοκιβώτια και μετά κάλεσε το ασανσέρ, είχε αποφασίσει να ρωτήσει τις γειτόνισσες του για το κινητό, ήξερε ότι ξυπνούσαν νωρίς να ταΐσουν το μωρό οπότε δεν θα τις ενοχλούσε. Πάτησε το νούμερο του ορόφου τους κι άκουσε τα συρματόσκοινα να τεντώνονται όπως σήκωναν ψηλά το κουβούκλιο, θα πρέπει να είχε περάσει ένα -δυο ορόφους όταν απότομα το ασανσέρ σταμάτησε και τα φώτα έσβησαν, αμέσως ένιωσε όλο του το σώμα να γίνεται μούσκεμα κι έβγαλε τη μπλούζα του.

Αυτός ήταν ο μόνιμος εφιάλτης του, να κλειστεί στο ασανσέρ σε μια ώρα δύσκολη, ήταν η πρώτη φορά που του συνέβαινε, η καρδιά του άρχισε να χτυπά και το μυαλό του δούλευε γρήγορα, γιατί άραγε είχε κοπεί το ρεύμα, το πιο πιθανό ήταν ότι το δίκτυο είχε παραφορτωθεί όλο το διάστημα καθώς όλοι έκαιγαν τα κλιματιστικά τους μέρα νύχτα προσπαθώντας να ζήσουν σαν τα ποντίκια κλεισμένοι στα διαμερίσματα τους. Δεν ένιωθε κάποιου είδους πανικό κι αυτό ήταν καλό, είχε ακούσει για ανθρώπους που έμπαιναν σ’ εκείνον τον καταραμένο θάλαμο του αξονικού τομογράφου και τους έπιανε κλειστοφοβία, έβαζαν τις φωνές και τους έβγαζαν αμέσως έξω όμως αυτός παρόλο που είχε αγχωθεί δεν ένιωθε φόβο, με κάποιον τρόπο θα έβγαινε από κει μέσα ότι και να γίνονταν.

Άναψε το φακό του κινητού κι έψαξε για κάποιο τηλέφωνο του τεχνίτη που υπάρχει πάντα στους ανελκυστήρες, σε μια γωνία υπήρχε μια μεταλλική ταμπελίτσα και δοκίμασε να καλέσει το νούμερο όμως το κινητό του δεν είχε σήμα εκεί μέσα, αυτό δεν το είχε σκεφτεί. Δεν μπορούσε να ειδοποιήσει ούτε τη γυναίκα του, ούτε κάποιον φίλο κι ούτε είχε όρεξη να βάλει τις φωνές πρωινιάτικα και να τους αναστατώσει όλους, τι στο δαίμονα θα έκανε, πόσες ώρες θα έμενε κλεισμένος εκεί μέσα; Κοίταξε πάλι το κινητό του και είδε ότι δεν ήταν εντελώς φορτισμένο, η ισχύς του ήταν κάπου στο 40% κι ήταν το μόνο του όπλο εκεί μέσα, κάποια στιγμή ασφαλώς θα άρχιζαν να τον ψάχνουν αν και γι αυτό δεν ήταν σίγουρος, όταν θα χρειάζονταν το ασανσέρ σίγουρα θα έβρισκαν ότι κάτι δεν πήγαινε καλά και θα επικοινωνούσαν μαζί του όμως πόση ώρα θα έπαιρνε αυτό, καλά αν του την έδινε θα έβαζε τις φωνές κι ότι ήθελε ας γίνονταν . Ένα άλλο πρόβλημα ήταν το νερό και η αφυδάτωση όπως έλεγαν στις ειδήσεις και στα ντοκιμαντέρ, μπορούσες να πάθεις ζημιά, αν είχε ένα μπουκάλι νερό θα ήταν μια παρηγοριά, πολλές φορές έπαιρνε μαζί του ένα μπουκαλάκι αλλά εκείνο το πρωί δεν ένιωθε καμιά ιδιαίτερη δίψα, καθώς η πολυκατοικία ήταν σχεδόν άδεια μπορεί να έμενε εκεί μέσα για ώρες.

Ανάσανε βαριά γεμίζοντας τα πνευμόνια του με αέρα και κάθισε στο πάτωμα του ασανσέρ δίχως να ξέρει τι να κάνει, η γάμπα του ακουμπούσε στο πάτωμα κι αισθάνθηκε κάτι να σαλεύει, ήταν το κινητό που είχε βρει, πως γινόταν να δουλεύει εκεί μέσα ενώ το δικό του ήταν μπλοκαρισμένο, το έβγαλε, το έφερε μπροστά στα μάτια και του φάνηκε ότι η οθόνη έμοιαζε να σαλεύει, ο άντρας στο πηγάδι σα να κινούνταν μπρος πίσω και τα λιοντάρια σα να έστεφαν ελαφρά το κεφάλι τους, την ίδια στιγμή τα φώτα άναψαν, το βελάκι στο καντράν έδειξε προς τα κάτω κι ο ανελκυστήρας κινήθηκε αυτόματα προς το ισόγειο, όταν έφτασε εκεί σταμάτησε και η πόρτα άνοιξε μόνη της, όλο αυτό δεν πρέπει να είχε κρατήσει περισσότερο από πέντε λεπτά όμως του είχε φανεί ολόκληρη αιωνιότητα, έσπρωξε με δύναμη την πόρτα και βγήκε έξω.


 

Πέμπτη 23 Ιουνίου 2022

ΦΩΤΟΣΠΑΘΑ

«Τον είδα να στέκεται εκεί πέρα ολόγυμνος με τα χέρια απλωμένα σα να ετοιμάζονταν να πετάξει, ειδοποίησα την αστυνομία που ήρθε σε λίγο και τον μάζεψε», τα κορίτσια που δούλευαν στο διπλανό γραφείο μιλούσαν σιγανά αλλά εκείνος μπορούσε να τις ακούσει, το ένα από αυτά έλεγε ότι το πρωί καθώς πάρκαρε το αμάξι του είχε δει έναν τύπο χωρίς ρούχα και είχε τρομάξει στην αρχή έπειτα όμως τον πλησίασε και του μίλησε αλλά εκείνος δεν κινήθηκε, στεκόταν εκεί ολόγυμνος, σίγουρα είχε θέμα ο τύπος αλλά η κοπέλα παρόλο που αιφνιδιάστηκε δε φαίνονταν να είχε ενοχληθεί, ψιθύριζε και χασκογελούσε λέγοντας ότι δεν ήταν και τόσο άσχημο θέαμα τελικά .

Σήκωσε λίγο το βλέμμα να δει αυτή που μιλούσε, ήταν καινούρια στη δουλειά και φαινόταν να βαριέται όμως την κρατούσαν επειδή ήταν η μόνη που ήξερε ένα δύσκολο πρόγραμμα, αυτός ήταν ο λόγος που δεν έφευγε. Εκείνη τη μέρα φορούσε μια χακί φαρδιά μπλούζα , ανοιχτή κάτω από τα μπράτσα και μπορούσες να δεις τον μαύρο ενισχυμένο στηθόδεσμο που τύλιγε το σώμα της, είχε δει κι άλλα κορίτσια να φορούν τέτοιες μπλούζες, φαίνεται ότι ήταν κάποια μόδα.

Έσκυψε πάλι στα χαρτιά του κι άρχισε να σημειώνει ενώ φαντάζονταν την εικόνα του άντρα χωρίς ρούχα, τον τελευταίο καιρό πλήθαιναν τα παράξενα που συνέβαιναν στην πόλη όμως το μυαλό του ήταν αλλού τώρα. Tον τελευταίο καιρό τα πράγματα είχαν δυσκολέψει στην εταιρεία κι είχε αγχωθεί πολύ, έπρεπε να βρει για ποιο λόγο οι πωλήσεις έπεφταν, ήταν σίγουρο ότι αρκετοί εκεί μέσα λούφαραν όμως ο αλγόριθμος που έλεγχε την απόδοση τους δεν τον βοηθούσε, δεν  μπορούσε να καταλάβει τι συνέβαινε, είχαν βρει σίγουρα κάποια τρύπα στο σύστημα και πληρώνονταν χωρίς να κάνουν τίποτα αλλά δεν μπορούσε να το αποδείξει, έπρεπε να πιάσει όλα τα αρχεία και τις αξιολογήσεις για να βρει τι πήγαινε στραβά κι αυτή η έρευνα του έτρωγε πολλές ώρες κάθε μέρα.

Ευτυχώς ο καιρός είχε δροσίσει εξαιτίας των βροχών, εκείνες οι βροχές κυριολεκτικά τον είχαν σώσει, ήταν η καλύτερη ανακούφιση για το άγχος που τον είχε πιάσει, όταν τον κυρίευε η ένταση είχε θέμα , όταν ξεκινούσε εκείνο το πράγμα δεν μπορούσε να ησυχάσει, καμιά φορά μπορεί να πήγαινε και για ένα μήνα ολόκληρο κι αν έκανε και ζέστη ήταν αφόρητο, δεν ήξερε τι να κάνει, όμως τώρα με τις βροχές που κρύωναν την ατμόσφαιρα οι μέρες περνούσαν μια χαρά, μπορούσε να συγκεντρωθεί στη δουλειά του, μονάχα τις νύχτες δεν τον έπιανε ύπνος από την υπερένταση. Καθώς ο κύκλος εργασιών μειώνονταν ένιωθε ότι το μέλλον του δεν ήταν σίγουρο αν και ήταν από τους πιο παλιούς εκεί μέσα. Είχε στείλει βιογραφικά και κάνα δυο εταιρίες έδειξαν ενδιαφέρον, μια απ’ αυτές μάλιστα που ήταν κι ανταγωνίστρια και τους είχε φάει πολλούς πελάτες- έδειχνε πολύ δυνατή-  και του είχε ζητήσει να απαντήσει γρήγορα όμως εκείνος το είχε αφήσει, δεν ήταν ακόμα έτοιμος να φύγει…

Είχε κλείσει μια δεκαετία εκεί πέρα, ήταν από τους πρώτους που είχαν στήσει τα μαγαζιά και τα γραφεία , κανονικά θα ήταν προϊστάμενος όμως ο κουμπάρος του ιδιοκτήτη, ένας γλοιώδης χοντρός με άσπρα μαλλιά, εμφανίστηκε από το πουθενά και τα είχε κάνει μαντάρα όλα . Από την πρώτη στιγμή κατάλαβε ότι θα σκοτώνονταν, ο άλλος ήταν ένα άχρηστο κοπρόσκυλο που ήξερε μόνο να δίνει διαταγές και να φορά φανταχτερά κουστούμια ενώ εκείνος ξημεροβραδιάζονταν μελετώντας στοιχεία, ψάχνοντας λύσεις,  εξετάζοντας σχεδιαγράμματα, παλεύοντας με τους καταραμένους αλγόριθμους την ώρα που τα αφεντικά βρίσκονταν στον κόσμο τους.

Αν δεν είχε αλλάξει η ατμόσφαιρα θα ζητούσε άδεια, δεν υπήρχε περίπτωση ν’ αντέξει τόση πίεση όμως τώρα ένιωθε ωραία, κάθε απόγευμα που άνοιγαν οι καταρράκτες του ουρανού ποτάμια κατέβαιναν από τις συνοικίες που βρίσκονταν στο πιο ψηλό μέρος της πόλης και ήταν αδύνατο να περάσεις το δρόμο, χείμαρροι ορμητικοί σχηματίζονταν ξαφνικά κουβαλώντας ογκώδη αντικείμενα, κάδους ολόκληρους κι ότι μπορείς να φανταστείς, μια φορά είχε δει έναν τεράστιο καναπέ να επιπλέει σε μια λίμνη νερού κάπου κοντά στην παραλία. Η στάθμη της θάλασσας ανέβαινε, η ατμόσφαιρα καθάριζε κι οι σιλουέτες των πλοίων διαγράφονταν καθαρά στον ορίζοντα, η πόλη γινόταν πιο όμορφη, οι βροχές φούντωναν το πράσινο μέσα στα στενά και στα πάρκα κρύβοντας την ασχήμια κι όλο εκείνο το γκρίζο χρώμα που έβλεπες γύρω σου κάθε μέρα και σου μαύριζε την ψυχή…

Όταν άνοιξε τον υπολογιστή να δει τις αξιολογήσεις και τις αποδόσεις το πρώτο όνομα που βγήκε ήταν εκείνης της κοπέλας με τον ενισχυμένο στηθόδεσμο, τα σχόλια για την επίδοση της ήταν πολύ χάλια, κάποιος την είχε δει να παίζει παιχνίδια στο κινητό την ώρα της δουλειάς, σίγουρα δε θα έμενε για πολύ εκεί πέρα. Άνοιξε για λίγο τα προσωπικά του μηνύματα «Περιμένουμε την απάντηση σας μέχρι τις 20 Ιουνίου» έλεγε το μήνυμα από κείνη την εταιρία που τον ζητούσε, είδε το ημερολόγιο, ο μήνας είχε φτάσει ακριβώς στην εικοστή του μέρα, διάβολε είχε καθυστερήσει, σκέφτηκε να τους γράψει όμως δίσταζε, «άσε δεν απαντώ» είπε μέσα του όταν χτύπησε η πόρτα και μπήκε η χαμογελώντας εκείνη η κοπέλα λέγαμε,  «σας θέλει ο διευθυντής» του είπε τραγουδιστά κι όπως έφευγε πέταξε πάνω στο γραφεία του ένα χαρτάκι διπλωμένο εκείνος το πήρε και διάβασε: «σας στέλνουν στο λογιστήριο, το άκουσα να το συζητούν όταν πήγα τους καφέδες», του κόπηκαν τα πόδια, « πόσο ηλίθιος είμαι!» φώναξε τόσο δυνατά που από το διπλανό γραφείο γύρισαν να δουν τι συμβαίνει. Τους είχε εμπιστευτεί και τον είχαν πουλήσει, ήθελε όπως ήταν να τρέξει στο γραφείο του διευθυντή που δεν είχε δουλέψει ποτέ πραγματικά στη ζωή του και να του χώσει μια μπουνιά στα μούτρα, έπρεπε να ξεσπάσει οπωσδήποτε κάπου, έπρεπε να βρει μια λύση, να αντιδράσει, δεν μπορούσε να το αφήσει έτσι όμως η μόνη επιλογή του ήταν να απαντήσει στην άλλη εταιρεία, είχε καθυστερήσει πολύ όμως δεν έχανε και τίποτα, πήγε στον υπολογιστή και τους έγραψε ότι δεχόταν την προσφορά τους.

«Θέλω να πας στο λογιστήριο για κάποιο διάστημα μήπως συμμαζέψεις τα ασυμμάζευτα, ο μισθός σου δε θα μειωθεί φυσικά» του πέταξε δήθεν αδιάφορα ο διευθυντής που μασουλούσε μια τυρόπιτα και τον κοίταζε μες τα μάτια για να δει τις αντιδράσεις του, ένιωσε το αίμα απ’ όλο το σώμα του να μαζεύεται στο κεφάλι ενώ ταυτόχρονα τον κυρίευσε μια απογοήτευση φοβερή, αν ήταν μόνος του σίγουρα θα έκλαιγε, αυτό το είδε αμέσως ο άλλος και τα μάτια του γυάλισαν όμως δεν μπορούσε να το κρύψει. Είχε δουλέψει εκεί πέρα τόσα χρόνια, είχε δώσει τη ψυχή του, μαζί με τον ιδιοκτήτη τα είχαν στήσει όλα από την αρχή και με πολύ δουλειά είχε ανέβει στην ιεραρχία, αισθανόταν ότι είχε λόγο, ότι τον άκουγαν, ότι ανήκε στη διοίκηση, αλλά αποδείχτηκε ότι τον είχαν γραμμένο παίζοντας παιχνίδια την ώρα που η εταιρεία κατέρρεε. Ο χοντρός στέκονταν αντίκρυ του ικανοποιημένος καθώς χαλάρωνε τη γραβάτα του, τον είχε μειώσει, είχε δείξει ότι εκείνος έκανε κουμάντο εκεί πέρα, δεν τον έστελνε τυχαία στο λογιστήριο, ήταν η πιο βαρετή δουλειά, ένα σκέτο χαμαλίκι,  να υπολογίζεις όλη την ώρα μισθούς,  επιδόματα, κρατήσεις, δεν υπήρχε τίποτα πιο αηδιαστικό.

Πήγε να πει κάτι όμως ο άλλος τον διέκοψε απότομα, «περίμενε μια στιγμή» του είπε σηκώνοντας το τηλέφωνο που χτυπούσε κι εκείνος ενστικτωδώς κοίταξε στο κινητό όπου υπήρχε ένα μέιλ, η άλλη εταιρία του είχε απαντήσει αμέσως, πότε είχαν προλάβει ρε φίλε να δουν ότι ενδιαφέρονταν, τον ήθελαν λοιπόν πολύ!

Ξαφνικά το μυαλό του άρχισε να παίρνει χιλιάδες στροφές σα να είχε πατηθεί ένα αόρατο γκάζι, ο άλλος είχε τελειώσει τη συνομιλία και στράφηκε προς το μέρος του «τα παιδιά στο λογιστήριο θα σ’ ενημερώσουν, ότι βοήθεια χρειαστείς μου λες» - «Ρε άχρηστε!» ξέσπασε και τα λόγια έβγαιναν από το στόμα του πολύ γρήγορα «από τότε που ήρθες εδώ πέρα όλα πάνε κατά διαόλου, δεν έχεις ιδέα από επιχειρήσεις, δεν καταλαβαίνεις την τύφλα σου από δουλειές, δεν μπορείς να διαβάσεις ένα στατιστικό της πλάκας και μου το παίζεις διευθυντής, νομίζεις ότι είναι τόσο απλό να κρατήσεις δέκα μαγαζιά κι εκατό υπαλλήλους, νομίζεις ότι είναι τόσο εύκολο να διατηρήσεις την πελατεία, να κρατήσεις ψηλά την ποιότητα, να πολεμήσεις τους ανταγωνιστές, να παλέψεις με το κράτος που σε περιμένει κάθε στιγμή στη γωνία, δεν έχεις ιδέα, δε σε κόβει, δεν κάνεις, δεν το χεις, εγώ φεύγω, να βρεις άλλον για το λογιστήριο σου!» του είπε και βγήκε από την αίθουσα έξαλλος μα ευχαριστημένος.

Μάζευε τα πράγματα στο γραφείο του όταν ήρθε ο ιδιοκτήτης, το μεγάλο αφεντικό που τον ήξερε από παλιά, όπως τον είδε να μπαίνει του φάνηκε ότι ξαφνικά ο άλλος είχε κοντύνει κι αυτός τον κοίταζε από ψηλά, «σε παρακαλώ μη φύγεις, σε θέλουμε, δε μπορείς να πας στους άλλους» του είπε κι εκείνος έμεινε κάγκελο, πως το είχαν μάθει, πότε είχε προλάβει να κυκλοφορήσει, τι είχε συμβεί, σκέφτηκε για λίγα δευτερόλεπτα κι έπειτα του είπε: « πολύ αργά, έπρεπε να είχες έρθει νωρίτερα, μ’ άφησες εντελώς απροστάτευτο, λυπάμαι».

Τώρα έπρεπε να κινηθεί γρήγορα, τηλεφώνησε στην άλλη εταιρία και κανόνισε ραντεβού την ίδια μέρα, προτού φύγει άνοιξε τον φάκελο με τις αξιολογήσεις κι έγραψε κάτω απ’ το όνομα εκείνης της κοπέλας που τον είχε σώσει: « Δεν είναι τέλεια όμως μαθαίνει γρήγορα, με λίγη βοήθεια μπορεί να εξελιχτεί όσο δε φανταζόμαστε». Στην έξοδο του καταστήματος σταμάτησε απότομα από ένα τρομερό μπουμπουνητό, έναν κρότο μεταλλικό σα να είχε κομματιαστεί με πάταγο το καπάκι του ουράνιου θόλου, « έμαθα ότι φεύγετε» ακούστηκε η τραγουδιστή φωνή της κοπέλας με το ενισχυμένο σουτιέν, έκανε διάλειμμα και πήγαινε να τσιμπήσει κανένα σάντουιτς από ένα διπλανό μαγαζί, «μ’ έσωσες σήμερα,  ευχαριστώ, θες να σε κεράσω κάτι;» « αμέ!». Κάθισαν σ' ένα καφενείο κάπου κοντά στη θάλασσα, τα κορίτσια πίσω από τον πάγκο ανεβοκατέβαζαν κι ανοιγόκλειναν τις συσκευές, στον αέρα ακούγονταν μουσικές μελαγχολικές, στα παγκάκια εκεί μπροστά στην προκυμαία, οι πιτσιρικάδες έπαιζαν με τα κινητά τους κι άλλοι έβγαζαν φωτογραφίες τα βουνά απέναντι.

«Ξέρετε…» είπε το κορίτσι πίνοντας ένα εσπρεσάκι, « ...σκέφτομαι ότι άμα συνεχίσει να βρέχει έτσι για μεγάλο διάστημα θα πρασινίσει όλη η πόλη, στο στενό που μένω δεν μπορείς να περάσεις, δε βλέπεις το δρόμο μπροστά σου, άμα πάει έτσι όλο το μέρος θα μπορούσε να μετατραπεί σε ζούγκλα, τα φυτά θα μπορούσαν να κατακλύσουν το χώρο, να καταπιούν το τσιμέντο, ν’ αλλάξουν το τοπίο, δε θα ήταν ωραίο;» Έφερε στο μυαλό του την εικόνα που περιέγραφε η κοπέλα και του φάνηκε ωραία πραγματικά, φυτά και δέντρα να ξεφυτρώνουν από παντού πνίγοντας τους τοίχους και την άσφαλτο, απλώνοντας τα κλαδιά τους πάνω από τα κτήρια, πνίγοντας τις καταραμένες κεραίες που φύτρωναν όπου έστεφες το βλέμμα, «ά, πολύ θα μ’ άρεσε!» συνέχισε το κορίτσι κι εκείνη τη στιγμή μια απότομη βροντή ακούστηκε και μια αστραπή σα γιγάντιο φωτόσπαθο έκοψε στα δυο τον ορίζοντα.


Δευτέρα 9 Μαΐου 2022

ΤΩΝ ΜΥΡΟΦΟΡΩΝ

 

 


Ένα ζευγάρι τσαλαπετεινών φτεροκοπούσε στην αυλή του πατρικού του σπιτιού, αυτό δεν το περίμενε, τα πουλιά χοροπηδούσαν φλερτάροντας ανάμεσα στα χόρτα σαν να πανηγύριζαν για τον ερχομό της άνοιξης κι εκείνος τα χάζευε από το παράθυρο μη πιστεύοντας στα μάτια του, όλες τις μέρες που βρίσκονταν στο χωριό έβλεπε παντού πουλιά όλων των ειδών να φτεροκοπούν και να κουρνιάζουν στα καλώδια της ΔΕΗ αλλά δεν περίμενε ότι θα έβλεπε τσαλαπετεινούς μέσα στο χωράφι της αυλής του πατρικού του σπιτιού ! Μια άλλη μέρα που είχε πάει στα νεκροταφεία είδε μια αλεπού μέσα σ’ ένα ρέμα να τον κοιτά για ώρα από μακριά κι ύστερα να χάνεται ανάμεσα στα πουρνάρια , δεν μπορούσε να το πιστέψει, κάποτε όλα αυτά τα πουλιά και τα ζώα τα έβλεπες στα χωράφια κάτω στον κάμπο ή στις πηγές που έβγαζαν νερό τώρα την άνοιξη κι εκείνα κατέβαιναν απ’ τα βουνά και τις κρυψώνες τους να πιουν, τώρα δε φοβούνταν να μπουν μέχρι μέσα στο χωριό. Ένα άλλο που του έκανε εντύπωση ήταν τα σαλιγκάρια που είχαν πολλαπλασιαστεί, κάνοντας μια μικρή βόλτα σ’ ένα μέρος γεμάτο πέτρες και βράχους εκεί κοντά στα νεκροταφεία , είχε βρει πολύ εύκολα καμιά δεκαριά από κείνα τα όμορφα άσπρα που έψαχναν κάποτε, έναν καιρό τα είχαν σχεδόν εξαφανίσει καθώς τα μάζευαν με τα τσουβάλια όποτε έβρεχε τέτοια εποχή αλλά τώρα φαίνεται ότι είχαν αρχίσει ν’ αυξάνονται πάλι, αυτό ήταν πολύ ενδιαφέρον. Καθώς οι άνθρωποι λιγόστευαν στην ύπαιθρο τα ζώα και τα φυτά γέμιζαν το κενό κι έρχονταν να εγκατασταθούν μέχρι μέσα στα σπίτια χωρίς να φοβούνται, αυτή η αλλαγή του άρεσε πολύ, όπως λένε η φύση αντιπαθεί το κενό, ότι αδειάζει από κάτι θα γεμίσει με κάτι άλλο, όπως και να είχε ήταν ωραίο να βλέπεις εκείνα τα πουλιά και τα ζώα να έρχονται δίπλα σου, σ’ έκαναν να νιώθεις ότι ανήκες κι εσύ στο τοπίο, σε ηρεμούσαν.


Όπως προσπαθούσε να κοιμηθεί το βράδυ σκεφτόταν όλα όσα είχε δει, πιο πολύ τους τσαλαπετεινούς , ήταν αρκετά μεγάλα πουλιά μ’ εκείνο το εντυπωσιακό λοφίο, από που είχαν έρθει άραγε; Στριφογυρνώντας στο στρώμα άκουσε τ’ αηδόνια που τραγουδούσαν μέσα στη νύχτα, εκείνα που λέει κι ο ποιητής ότι δε σ’ αφήνουν να κοιμηθείς , το είχε ξεχάσει εντελώς αυτό, «καλά δεν κοιμούνται;» σκέφτηκε φωναχτά όμως εκείνα πανηγύριζαν που επιτέλους είχε ζεστάνει ο καιρός, είχε φύγει ο αντιπαθητικός χειμώνας και δε θα υπέφεραν άλλο απ’ τις παγωνιές και τα χαλάζια. Οι βροχές που έπεφταν συνέχεια είχαν προκαλέσει έναν οργασμό βλάστησης, στη βόλτα που είχε κάνει είδε δει ένα χαλί από άγρια τριφύλλια με τα κίτρινα ανθάκια τους που ήταν τόσο ζωηρά σα να πανηγύριζαν κι εκείνα πνιγμένα στις δροσοσταλίδες της βροχής, η τροφή γύρω ήταν άφθονη, είχε γεμίσει ο τόπος από χορτάρια, ζουζούνια και σπόρους για να τραφούν τα πουλιά γι αυτό δεν τα έπιανε ο ύπνος, έμοιαζε σα να ήθελαν να διαλαλήσουν παντού τον ερχομό του καλοκαιριού που πλησίαζε.

Όλα αυτά του είχαν φτιάξει τη διάθεση, ήδη από το δρόμο καθώς ερχόταν στο χωριό, έβλεπε όλη την ώρα έξω, ο καιρός ήταν θαυμάσιος, πάντα ήταν ωραίο να μετακινείσαι αυτές τις μέρες, να περνάς από χωριά κι από πολιτείες, να βλέπεις κόσμο, ν’ αλλάζεις παραστάσεις ακούγοντας μουσικές στο ραδιόφωνο, ήταν ο καλύτερος τρόπος για να ξεχνάς τα προβλήματα σου ή να βρίσκεις λύσεις στα πιο δύσκολα θέματα.

Την Κυριακή των Μυροφόρων μαζεύτηκαν στο πατρικό του όλοι οι συγγενείς που μιλούσαν δυνατά πίνοντας κρασί και τσιμπολογώντας κάτι ψητά, ποτέ δε τρελαίνονταν για το κρέας, το μόνο που του άρεσε ήταν το αρνί με τα χόρτα που μάζευε η μάνα του από τον μπαξέ, από κείνο έφαγε μπόλικο. Ύστερα από λίγη ώρα βαρέθηκε τα φαγητά και τα κρασιά κι αποφάσισε να πάει στο σπίτι ενός γέρου με τον οποίο έψελνε τότε που ήταν πιτσιρικάς, ο γέρος διατηρούσε τη φωνή του και πάντα χαίρονταν να τον βλέπει, τον έβαλε εκεί να του πει ένα τροπάριο κι ο γέρος αναγάλλιασε, άρχισε να κουνά τα χέρια του καθώς έψαλε σημάδι ότι είχε βρει το στοιχείο του, η μουσική τον κυρίευε, οι ακτίνες του ήλιου έμπαιναν πίσω από τις κουρτίνες πλημυρίζοντας με φως το δωμάτιο κι εκείνος καθόταν κι άκουγε την καθαρή φωνή του γέροντα που δεν είχε αλλοιωθεί στο ελάχιστο, ήταν μια στιγμή μαγική.

«Χριστός Ανέστη!» ακούστηκε κάποιος και γυρνώντας είδε το αδερφό του γέρου που κρατούσε το μοναδικό μαγαζί του χωριού, είχε σκεβρώσει με τα χρόνια, μόνο τα μάτια του ξεχώριζαν πίσω από μια άσπρη γενειάδα που έφτανε μέχρι το στήθος. «Δεν έχουν καμιά σχέση οι δυο τους !» είπε μέσα του, τούτος εδώ ήταν πολύ παράξενος , τον θυμόταν από παλιά, όλα του έφταιγαν, με κανέναν δεν τα είχε καλά, ακόμα και τα παιδιά του ούτε που πατούσαν να τον δουν, έλειπαν κάπου σε μια χώρα πολύ μακρινή, όμως ήταν ο πιο πλούσιος κι ο πιο έξυπνος σε ακτίνα δεκάδων χιλιομέτρων, μπορούσες να μιλήσεις μαζί του για ένα σωρό πράγματα και σε κείνο το χωριό που είχε αδειάσει από ανθρώπους ήταν μια όαση για τη σκέψη.

«Πως τα βλέπεις τα πράγματα με τον πόλεμο ;» τον ρώτησε ξέροντας ότι ο άλλος θα τσιμπήσει, «Εγώ ξέρεις όλη νύχτα βλέπω τις ειδήσεις» είπε ο γενειοφόρος, « παρακολουθώ όλα τα νέα, ξέρω ένα σωρό λεπτομέρειες, ένα θα σου πω, όλα τα κοσμοϊστορικά γεγονότα συμβαίνουν σε κάποιες σημαδιακές ημερομηνίες, αυτοί εκεί ψηλά που ορίζουν τον κόσμο έχουν μανία με τα νούμερα γι αυτό επιλέγουν ορισμένες χρονολογίες, από την αρχαιότητα συνέβαινε αυτό, τον Καίσαρα τον σκότωσαν στις 15 Μαρτίου, την ειδή του Μάρτη άμα ξέρεις, και μέχρι τώρα οι ημερομηνίες που διαλέγουν δεν είναι τυχαίες, δες για παράδειγμα την ημερομηνία που οι μουσουλμάνοι χτύπησαν τους δίδυμους πύργους ή την ημερομηνία που οι Ρώσοι εισέβαλαν στην Ουκρανία, τούτα δεν είναι τυχαία και να σου πω και κάτι , αυτά όλα είχαν προβλεφτεί»- «που είχαν προβλεφτεί ;» - «στα κινούμενα σχέδια τα αμερικάνικα» - «βλέπεις εσύ τέτοια πράγματα» - «κοίτα, δεν ξέρω και πολλά αγγλικά αλλά μπορούσα να τα καταλάβω, άμα θες μπες στο διαδίκτυο και δες το, το είχαν προβλέψει, όπως λένε οι βουδιστές ο θεός μπορεί να κάνει ότι θέλει, να προκαλέσει το πιο μεγάλο κακό αρκεί να στείλει κάποια προειδοποίηση, το ίδιο λέει κι ο Απόστολος Παύλος, «ότι σπείρεις θα θερίσεις» και τώρα φαίνεται ότι ήρθε η ώρα του θερισμού επειδή ο θεός έχει θυμώσει μ’ αυτά που γίνονται, όλα έχουν μια αιτία κι ένα αποτέλεσμα, ο θεός μεριμνά και στέλνει τα σημάδια των προθέσεων του, αν δε στείλει κάποιο προμήνυμα τότε χαλάει το κάρμα, πόσοι όμως μπορούν να δουν αυτή την προειδοποίηση; Να σου πω την αλήθεια εγώ περιμένω κάτι να συμβεί τις επόμενες μέρες που είναι κι αυτές σημαδιακές, νομίζω ότι θα ρίξουν μια βόμβα πυρηνική έστω και περιορισμένης χρήσης, το φοβάμαι πολύ! »

«Όλη την ώρα αυτά μου λέει!» είπε ο γερο- ψάλτης και σηκώθηκε να πιει ένα ποτήρι νερό όμως εκείνος δεν πίστευε στ’ αυτιά του, που είχε μάθει τόσα πράγματα ο τύπος με τη μακριά γενειάδα, πως ήξερε τι σημαίνει κάρμα, η σκέψη του αν και μπερδεμένη είχε μια φιλοσοφική απόχρωση που δεν την έβρισκες εύκολα , είχε διαβάσει αρχαίους, γνώριζε και για το βουδισμό, βέβαια τα περισσότερα απ’ όσα είχε πει ήταν μπαρούφες σίγουρα και θεωρίες συνωμοσίας όμως είχαν μια γοητεία. Τέτοιες θεωρίες που έβλεπαν παντού προσπάθειες σκοτεινών κύκλων να κάνουν τα πιο περίεργα πράγματα άκουγες με το κιλό κι αν έψαχνες λίγο στο διαδίκτυο τις έβρισκες σ ένα κάρο σελίδες , από παλιά οι άνθρωποι γοητεύονταν με τέτοιες εικασίες και δοξασίες οι οποίες μπορούσαν να εξηγήσουν τα πάντα κι έβλεπαν παντού σκοτεινούς κύκλους που απεργάζονταν όλα τα κακά ελέγχοντας τον πλανήτη μ’ έναν υπερφυσικό τρόπο.

Όλες τούτες οι αντιλήψεις πάντα έβρισκαν απήχηση, ήταν βολικές, δε χρειαζόταν να σκεφτείς πολύ, έβρισκες μια υπερφυσική αιτία που ήθελε να καταστρέψει τη γη και τα φόρτωνες όλα σ’ αυτήν, έτσι μπορούσες να απαλλαγείς από τις δικές σου ευθύνες, να κάνεις ότι βλακεία ήθελες στη ζωή σου και να μη φταις για τίποτα, ήταν πολύ βολικό. Οι άνθρωποι σ’ όλες τις εποχές γοητεύονται από θεωρίες συνωμοσίας και από προβλέψεις συντέλειας, παθαίνουν ένα είδους κόλλημα, ο φόβος τους τραβά, παγιδεύονται σ’ αυτόν και δεν μπορούν να ξεφύγουν, όσο πιο πολύ φοβούνται τόσο πιο πολύ τους αρέσει, είναι μια νοσηρή κατάσταση, σκέψου τους προφήτες της Παλαιάς Διαθήκης που προέβλεπαν όλη την ώρα εισβολές κι αποδεκατισμούς από τους βάρβαρους Βαβυλώνιους ή την Αποκάλυψη του Ιωάννη που σου μαυρίζει την ψυχή άμα τη διαβάσεις με όλες τις τρομερές εικόνες και τα τέρατα που φυτρώνουν σα μανιτάρια.

«Να δεις που ο άλλος θα τη μπουμπουνίσει τη μπόμπα» είπε ο μαγαζάτορας με τη γενειάδα και στα μάτια του φάνηκε μια λάμψη παράξενη σα να έβλεπε ήδη τη φλόγα της κι εκείνος σκέφτηκε ότι ο τύπος τα είχε χαμένα αλλά δεν ήταν ο μόνος. Είχαν γίνει τόσα πολλά τελευταία, πρώτα- πρώτα μια επιδημία που είχε να φανεί εκατό χρόνια κι έπειτα στο καπάκι ένας πόλεμος που πήγαινε για παγκόσμιος κι όπου έλεγαν ότι ίσως χρησιμοποιούνταν πυρηνικά τα οποία μπορούσαν ν’ ανατινάξουν τον πλανήτη, τι ήθελες να σκεφτεί ο καθένας; Η ατμόσφαιρα μύριζε μπαρούτι, υπήρχε μια σύγχυση γενικευμένη, πολλοί είχαν αρχίσει να χάνουν τη μπάλα, στο δρόμο σου επιτίθονταν χωρίς αιτία, στο λεωφορείο παραμιλούσαν , το περιβάλλον ήταν ιδανικό για ν’ ανθίσουν τέτοιες παλαβές θεωρίες.

«Να δεις που θα τη μπουμπουνίσει ο άλλος τη βόμβα!» επανέλαβε ο γενειοφόρος σα να χαίρονταν με μια τέτοια προοπτική, «ξέρεις τι είπε ο Αμερικανός πρόεδρος όταν είδε την πρώτη βόμβα να σκάει στην έρημο της Αμερικής ‘’μου φάνηκε ότι είδα το Θεό!’’, και τώρα ήρθε η ώρα να αποκαλυφθεί και πάλι το πρόσωπο το θεού γιατί οι άνθρωποι έχουν ξεφύγει, δες μόνο τι γίνεται εκεί έξω, δε ξεχωρίζεις το άνδρα από τη γυναίκα, όλοι οι ανώμαλοι κι οι εγκληματίες έχουν ξαμοληθεί κι ότι και να κάνουν δεν τιμωρούνται γιατί τους προστατεύει το ίδιο το κράτος και τα δικαστήρια, ποιος έβαλε να φτιάξουν τέτοιους νόμους νομίζεις αν όχι ο ίδιο ο διάβολος γι αυτό κι ο θεός αποφάσισε να δείξει ξανά το πρόσωπο του!»

Αισθάνθηκε κάτι να τον πλακώνει, ο άλλος είχε ξεφύγει όμως αυτά που έλεγε τα πίστευε πολύ βαθιά με όλο το είναι του και είχαν σπέρματα αλήθειας γι αυτό και φάνταζαν πιο απειλητικά. Βιάστηκε να χαιρετήσει και να φύγει όμως όλες εκείνες οι εικόνες για τις οποίες μιλούσε ο τύπος με τη γενειάδα γυρνούσαν επίμονα στο μυαλό του όλη τη μέρα, η καταστροφολογία του ερχόταν σε πλήρη αντίθεση με την ομορφιά της φύσης που αναγεννιούνταν τούτη την Κυριακή των Μυροφόρων κι αυτό ήταν το πιο αλλόκοτο. Σ’ έπιανε μια θλίψη άμα σκεφτόσουν ότι όλη τούτη η ομορφιά μπορούσε να χαθεί σε μια στιγμή, δε μπορούσε να το δεχτεί.

Με το που έπεσε η νύχτα τ’ αηδόνια άρχισαν πάλι να τραγουδούν, ξεκίνησε κάποιο από κάπου μακριά κι έπειτα τα άλλα σα να περίμεναν το σύνθημα πήραν τη σκυτάλη, κατά διαστήματα έκαναν μια παύση κι ύστερα άρχιζαν πάλι γεμίζοντας το σκοτεινό αέρα με το τραγούδι τους, ο ήχος από το κελάηδισμα τους τον νανούρισε, κοιμήθηκε πολύ βαθιά και δεν είδε ούτε ένα όνειρο. 


Κυριακή 3 Απριλίου 2022

ΚΡΑΣΙΑ ΦΡΟΥΤΩΔΗ

 

Κάπου το είχε διαβάσει ότι εκείνη την ώρα τη λέγανε  ώρα του διαβόλου  επειδή είναι η πιο επικίνδυνη,  το σώμα βρίσκεται σε απόλυτη ηρεμία κι όλοι οι κίνδυνοι που παραμονεύουν μπορούν να το πλήξουν, εκείνη την ώρα λέει δεν πρέπει να κάνεις τίποτα, καμιά δραστηριότητα, πρέπει να είσαι πλαγιασμένος, σ’  αυτή τη φάση άφησε κι ο χριστός την τελευταία του  πνοή  όπως λένε οι γραφές, εκεί γύρω στις τρεις με τέσσερις. Εκείνη την ώρα λέει οι παλμοί του σώματος και η θερμοκρασία του πέφτουν στο πιο χαμηλό σημείο,  η πίεση του αίματος γίνεται ακανόνιστη, κάποιοι νιώθουν παράλυση,  βλέπουν εφιάλτες,  τα μωρά δείχνουν μια ασυνήθιστη υπερδιέγερση. Σε κάποιες πόλεις της Αμερικής  λέει απαγορεύουν εντελώς την κυκλοφορία σ’  αυτό το διάστημα  επειδή τότε συμβαίνουν τα χειρότερα εγκλήματα, οι Κινέζοι πάλι τη λένε ώρα της τίγρης επειδή είναι το μόνο πλάσμα  που μπορεί να κυνηγήσει τους νυχτερινούς δαίμονες που βγαίνουν μετά τα μεσάνυχτα. Εκείνες τις  ώρες οι άνθρωποι παίρνουν τις χειρότερες αποφάσεις, γι αυτό και τα μεγάλα   χρηματιστήρια του κόσμου σταματούν να δουλεύουν ,  εκείνη την ώρα συμβαίνουν τα περισσότερα εγκλήματα κι όλες οι κακοτυχίες του σύμπαντος.

Όλα αυτά βέβαια είναι πιο πολύ προλήψεις παλιές που κανονικά δεν έχουν  καμιά αξία εκείνη όμως τα πίστευε πολύ  κάτι τέτοια,  τα όνειρα και τα σημάδια και τα κρυφά νοήματα,  δεν ήθελε ποτέ να της φέρνουν λουλούδια που είχαν μοβ χρώμα, αν έσπαγε κανείς κάποια  δόντι αυτό σήμαινε κακοτυχία ή και θάνατο,  τα έπαιρνε όλα αυτά πολύ σοβαρά κι ήταν πάντα σε επιφυλακή για πιθανούς σεισμούς,  είχε την εντύπωση ότι μπορούσε να τους αντιληφθεί όπου κι αν συνέβαιναν,  αν καμιά φορά της ξέφευγαν κι άκουγε από τις ειδήσεις ότι είχε γίνει κάποια δόνηση κάπου μακριά  της έκανε εντύπωση που δεν το είχε καταλάβει.

«Δεν κοιμάσαι;» άκουσε να της λέει ο άντρας της  ένα βράδυ που δεν την έπιανε ο ύπνος  και βιάστηκε να τον  παραμαζέψει, ήταν εκείνη η ώρα η δύσκολη υποτίθεται όμως αυτή το έβλεπε αλλιώς, περισσότερο την ενοχλούσε που διατάραζε  την ησυχία της  στιγμής,  «άσε με, πήγαινε να κοιμηθείς»  του είπε κι εκείνος που την ήξερε δεν το συνέχισε γιατί  θα είχαν ιστορίες. Μια φορά που είχε προσπαθήσει να της πει ότι δεν πρέπει να κάθεται τόσο αργά του άφησε ένα μήνυμα  γραμμένο στα πλακάκια του μπάνιου που τον τρόμαξε μόλις το είδε, έγραφε: «ΚΟΙΤΑ ΤΗ ΔΟΥΛΕΙΑ ΣΟΥ ΕΓΩ ΘΑ ΚΟΙΜΑΜΑΙ ΟΠΟΤΕ ΘΕΛΩ  !» Από τότε δεν της είχε μιλήσει ποτέ ξανά γι αυτό το θέμα.  Όπως λαγοκοιμόταν βλέποντας ένα σίριαλ  το αυτί της έπιανε κάτι  ήχους  παράξενους,  τριξίματα σαν να έσπαγε κάτι, συρσίματα  σαν να ψηλαφούσε κανείς την πόρτα,όλη την ώρα  πετάγονταν  και κοιτούσε από το ματάκι αλλά δεν έβλεπε τίποτα στον σκοτεινό διάδρομο.

Όταν δεν την έπιανε ο ύπνος είχε βρει κάτι κομμάτια  με ήχους  φυσικούς,  βροχή που έπεφτε στη στέγη,  νερό που έτρεχε κελαρυστά σε κάποιο ρυάκι και κάτι άλλες μουσικές μονότονες που συνέχιζαν στο ίδιο τέμπο για πολύ ώρα ενώ παράλληλα ακούγονταν ήχοι  που έμοιαζαν με χοντρές σταγόνες νερού να πέφτουν πάνω στα πλήκτρα ενός μεταλόφωνου,  αυτοί οι ήχοι την ηρεμούσαν κάθε φορά που είχε θέμα να αποκοιμηθεί. Οι μουσικές αυτές με τις επαναλαμβανόμενες μουσικές φράσεις,  τη βοηθούσαν κι όταν οδηγούσε για μεγάλες αποστάσεις τότε που δούλευε έξω από την πόλη και γυρνούσε νύχτα, την κρατούσαν συγκεντρωμένη  στο τιμόνι κι αυτό ήταν πολύ σημαντικό στη νυχτερινή οδήγηση.  Τα μάτια της είχαν κλείσει ενώ άκουγε μια τέτοια μουσική όταν  ένα σφύριγμα την έκανε  να ξυπνήσει,  ήταν η  βρύση της γυναίκας που έμενε από πάνω, το νερό βούιζε  καθώς κυλούσε μέσα στο σωλήνα, κι η γειτόνισσα λοιπόν  δεν κοιμόταν,  ήταν μια χοντρή γιαγιά κάπου εβδομήντα χρονών  που αγκομαχούσε ν’  ανέβει τις σκάλες μέχρι τον δεύτερο  όροφο όπου βρίσκονταν το διαμέρισμα της.

Δεν υπήρχε περίπτωση να ησυχάσει και βγήκε για λίγο στο μπαλκόνι  να κάνει ένα τσιγάρο, μια φίλη της είχε φέρει ένα κρασί από την Ιταλία  πολύ ωραίο,  δροσερό, σου άφηνε μια ελαφριά γεύση  μήλου στο στόμα,  κάπως δυνατό,  πολύ ευχάριστο. Κοίταξε τη σφραγίδα στο κρύο μπουκάλι,  έγραφε ότι προέρχονταν από τους κάμπους της Απουλίας εκεί στα νότια  της Ιταλικής χερσονήσου κι ότι ήταν ντελικάτο κι αρωματικό. Θυμήθηκε την εποχή που δούλευε σε κάποιο νησί,  ξαγρυπνούσε μέχρι το ξημέρωμα κι έπεφτε στο κρεβάτι τη στιγμή πού ανέτειλε  ο ήλιος πίνοντας ένα τέτοιο κρασί φρουτώδες, ήταν μαγικό όποτε γινόταν αυτό και της είχε λείψει πολύ.

 Ήπιε μια γουλιά καθώς κάπνιζε κι ένιωσε μια ηρεμία, ά, ότι και να λέγανε οι παλιές ιστορίες και οι προλήψεις αυτή   ήταν η καλύτερη ώρα μες το εικοσιτετράωρο. Καθώς απολάμβανε την απόλυτη ησυχία της νύχτας σκεφτόταν τα γεγονότα της ημέρας κι απορούσε γιατί είχε τέτοια κακή φήμη  εκείνη η ώρα, ίσως επειδή ο άνθρωπος  νιώθει αβοήθητος ενώ  βρίσκεται στη φάση του πιο βαθιού ύπνου,  κάποιοι λέει χαμογελούν ή παραμιλούν, αν τύχει και ξυπνήσουν νιώθουν χαμένοι και ζαλισμένοι, αισθάνονται  κρύα την ατμόσφαιρα γύρω τους,  δεν είναι σπάνιο το φαινόμενο πολλοί να πεθαίνουν  ταξιδεύοντας κατευθείαν από τον ύπνο στον θάνατο, λένε  ότι αυτό είναι το πιο ευχάριστο τέλος.

Όλα τούτα  βέβαια είναι προλήψεις αλλά τελευταία έμοιαζε σαν κάτι να συνέβαινε γύρω κι ήταν δύσκολο να μην κάνεις μαύρες σκέψεις,  στην τηλεόραση άκουγες ένα σωρό εγκλήματα να γίνονται σαν κάτι να είχαν πάθει οι άνθρωποι, είχε αρχίσει ν’ ανησυχεί. Ήθελε κάποιον να τα κουβεντιάσει όλα αυτά αλλά ο άντρας της ήταν στον κόσμο του,  καλά εκείνος ήταν αναίσθητος εντελώς,  δεν άλλαζε με τίποτα τις συνήθειες του, έπεφτε ξερός και κοιμόταν σαν κούτσουρο, έφταιγε βέβαια και η δουλειά  στο μηχανουργείο όπου έτρωγε τα νύχια του όλη μέρα αλλά ο ύπνος του ήταν άλλο πράγμα, πολύ βαρύς.   Το πρωί ξυπνούσε  μες τα μαύρα σκοτάδια κι έτρεχε να ακούσει τις ειδήσεις και να δει είχε συμβεί στον κόσμο την ώρα που κοιμόταν  σαν να είχε χάσει επεισόδια κι έπρεπε να τα προλάβει, δεν καταλάβαινε αυτήν την ηλίθια  φούρια του.

 Εκείνη  ήταν άλλη φάση, ποτέ δεν της  άρεσε να προκαθορίζει τα πράγματα όπως ο  άντρας της που πλάγιαζε κάθε βράδυ στις δέκα ακριβώς σαν να χτυπούσε κάρτα. Εκείνη κοιμόταν όποτε ένιωθε ότι ήταν η ώρα να πλαγιάσει,  πάντα έτσι έκανε, άφηνε τα πράγματα  να έρθουν όπως ήθελαν, τώρα τελευταία όμως σαν κάτι να συνέβαινε και δεν μπορούσε να ησυχάσει, είχε αλλάξει και η ώρα μπερδεύοντας  περισσότερο την κατάσταση, καθόταν όλη νύχτα βλέποντας κάτι σήριαλ χαζά και το πρωί λίγο πριν ξημερώσει έπεφτε να κοιμηθεί.

Όπως γέμιζε το ποτήρι της να πιει λίγο ακόμα από κείνο το δροσερό, φρουτώδες  κρασί άκουσε κάτι φωνές κάτω στο δρόμο κι έσκυψε να δει τι συνέβαινε,  ένα αμάξι προσπαθούσε να κινηθεί στην άσφαλτο όμως οι ρόδες του γλιστρούσαν σαν να υπήρχε κάτι υγρό  πάνω στο οδόστρωμα, κοίταξε κάτω από το μπαλκόνι και είδε έναν μαύρο τύπο με ράστα μαλλιά,  δοκίμαζε  να ξεκινήσει το αυτοκίνητο  του ενώ ακούγονταν φωνές ακατάληπτες,  προσπαθούσε να καταλάβει τι συνέβαινε, ήθελε να φωνάξει τον άντρα της αλλά εκείνος θα χρειαζόταν βαρούλκο για να σηκωθεί οπότε το άφησε. Ξανακοίταξε κάτω και είδε μια μαύρη γυναίκα μέσα στα αίματα που τρέκλιζε προσπαθώντας να απομακρυνθεί από το σημείο ενώ ένα μικρό  παιδί την  ακολουθούσε κλαίγοντας,  κάλεσε αμέσως την αστυνομία και τα επείγοντα,  φόρεσε τα παπούτσια της και κατέβηκε προσεχτικά.

Δίπλα στο αυτοκίνητο που είχε αναμμένη τη μηχανή   βρίσκονταν  αυτός με τα μαλλιά σαν σκοινιά   που τραβούσε από τον ώμο  το παιδάκι,  το  κοριτσάκι , φορούσε ροζ παπούτσια και ήταν πολύ όμορφο,  η καρδιά της χτύπησε δυνατά μόλις το πρόσεξε  και πήγε να πει κάτι όταν η μαύρη γυναίκα σηκώθηκε αγκομαχώντας μέσα από το αμάξι  κι  άρχισε να της λέει μιλώντας σπαστά  ότι ο  άντρας τη χτυπούσε κι ότι  φοβόταν για το παιδί της,  το βλέμμα της έμοιαζε πανικόβλητο,  δεν ήξερε τι να κάνει εκεί πέρα,   έβαλε τις φωνές στο μαύρο και τότε  εκείνος πήγε απότομα  κοντά της και την έσπρωξε τόσο δυνατά που την έριξε  κάτω στην άσφαλτο.

Ήταν μια δύσκολη στιγμή,  να λοιπόν  που συνέβαινε κάτι κακό  την ώρα του διαβόλου «μόνο πότε θα πεθάνω δεν ξέρω» είπε μέσα της και δοκίμασε  να σηκωθεί όμως ο μαύρος με τις κοτσίδες ήρθε  και στάθηκε απειλητικά από πάνω της «μανούλα έρχομαι να σε βρω» έκανε τη σκέψη κλείνοντας τα μάτια. Από κει χαμηλά που βρίσκονταν όλα τα πράγματα αποκτούσαν άλλη διάσταση  καθώς τα έβλεπε από άλλη οπτική γωνία,  κανονικά έπρεπε να είναι τρομοκρατημένη όμως ένιωθε πολύ ήρεμη «αν είναι να τελειώσω ας  τελειώσω αυτή την ώρα» ψιθύρισε παρατηρώντας τα χαρακτηριστικά του ανθρώπου που βρίσκονταν από πάνω της,  φαινόταν πολύ γεροδεμένος,  νευρώδης  σφιχτός,  σίγουρα αθλητής ή κάτι τέτοιο και  άσχημος σαν διάβολος  μ’ ένα βλέμμα τρελό,  φορούσε κάτι γυαλιά χοντρά που έκαναν  ακόμα πιο αλλόκοτη την όψη του, κάτι της θύμιζε  σαν να τον είχε δει κάπου ξανά,  στην τηλεόραση ίσως, δεν ήταν σίγουρη.

Όλα έμοιαζαν να είχαν ακινητοποιηθεί σαν κάποιος  να είχε  παγώσει τη σκηνή σε μια  ταινία,  η γυναίκα τσίριζε,  το παιδάκι έκλαιγε,  ο μαύρος είχε βγάλει την μπλούζα του σαν να βρίσκονταν στην πιο μεγάλη έξαψη,  όλα κρέμονταν από μια κλωστή,  ήταν θέμα χρόνου να συμβεί το χειρότερο  όταν από τα σκοτεινά βγήκε ο άντρας της κι έδωσε  μια μπουνιά τόσο δυνατή  στο μαύρο που τον έστειλε στο απέναντι πεζοδρόμιο.  Εκείνη τη στιγμή έφτασε κι ένα ασθενοφόρο με τα φώτα και τις σειρήνες  να τσιρίζουν  σαν παλαβές και στο ίδιο λεπτό, σαν να ήταν συνεννοημένοι,  ήρθε  στο σημείο  και μια μοτοσυκλέτα της αστυνομίας με δύο τύπους πολύ ψηλούς που φορούσαν  κάτι μπότες  μέχρι τα γόνατα,  κατέβηκαν βιαστικά από τις μηχανές,  ήρθαν κοντά τους , κι ένας απ’ αυτούς πήρε στην αγκαλιά του το κοριτσάκι που  έτρεμε,   «καλά πως ξύπνησες,  εσύ κοιμάσαι σαν βόδι;»  είπε στον άντρα της που ανάσαινε βαριά,   «παρακαλώ» της απάντησε αυτός και τη βοήθησε να σηκωθεί.

Δευτέρα 14 Μαρτίου 2022

OBI WAN KENOBI

 

OBI VAN KENOBI

«Ε γέρο μη με ζαλίζεις!» του φώναξε   ο γιος του, κανονικά θα έπρεπε  να τσατιστεί αλλά  είχε συνηθίσει να τον φωνάζει έτσι,  ήξερε ότι τον αγαπούσε και ήθελε να τον πικάρει όμως έβλεπε εκεί πέρα το μικρό να βασανίζεται και κατάλαβε ότι κάποια γυναικοδουλειά υπήρχε στη μέση, ήταν η πρώτη φορά που συζητούσαν για γυναίκες, ο μικρός ήταν άνω κάτω επειδή ένα κοριτσάκι  τον είχε στην τσίτα για μεγάλο διάστημα, του έδινε υποσχέσεις «θα σου απαντήσω, θα σου εξηγήσω, θα δούμε,  περίμενε, μη βιάζεσαι,  μέχρι την τρίτη θα έχω καταλήξει» όλο στο στήσιμο  τον είχε  κι ο γιος του ήταν μες  την αγωνία. «Μπαμπά τι γνώμη έχεις, τι πρέπει να κάνω ;» τον ρώτησε  κι  εκείνος του είπε «μικρέ αυτή θα σε βασανίσει,  θα σε πάει έτσι μέχρι να σε βαρεθεί και μετά θα σ’  αφήσει σα να μην έγινε τίποτα» ο γιος του δεν ήθελε με τίποτα να το δεχτεί «ρε μπαμπά είναι η καλύτερη μαθήτρια στην τάξη, είναι  η πρώτη της σχέση,  δεν ξέρει, πρέπει να της δώσω καιρό»  είχε δαγκώσει τη λαμαρίνα και  θα υπέφερε αλλά δεν υπήρχε άλλος τρόπος να μάθει.

Κανονικά ο μικρός έπρεπε να ήταν ευχαριστημένος,  ήταν δημοφιλής στο σχολείο  του,  ψηλός , ωραίος,  με αυτοπεποίθηση, φίλους,  μια χαρά παιδί. Εκείνος στην ηλικία του περνούσε σχεδόν απαρατήρητος,   ελάχιστοι ασχολούνταν μαζί του κι όσο για τις γυναίκες, σιγά μην του έδιναν σημασία, για να μάθει να τις πλησιάζει είχε φάει ένα κάρο χυλόπιτες , χρειάστηκε καιρό πολύ,  χρόνια,  δεκαετίες,  ίσως ήταν αργόστροφος,  ίσως δεν είχε ασχοληθεί με το σπορ,  πάντως του πήρε καιρό αλλά  πέντε πράγματα τα είχε μάθει.

«Πως είναι αυτή;»  τον ρώτησε «είναι όμορφη, προσέχει το  ντύσιμο της ;» - «μπαμπά έχω γνωρίσει και πιο ωραίες όμως αυτή έχει κάτι» καταλάβαινε ακριβώς τι εννοούσε το παιδί κι εκείνος με τον ίδιο τρόπο λειτουργούσε  άλλωστε, τον τραβούσαν πάντα οι τύπισσες που είχαν έντονο ταμπεραμέντο  κι ο γιος του ακολουθούσε τα βήματα του,  μπορεί να μην ήταν οι πιο εμφανίσιμες  όμως είχαν χαρακτήρα που ξεχώριζε,  ήταν έξυπνες, σπιρτόζες, το μυαλό τους δούλευε  μ’ έναν   τρόπο που τον τρέλαινε. Για να τις  μάθει είχε φάει πολλές  παπάρες, οι φίλοι του τον είχαν πείσει ν’ ασχοληθεί με  μια   σγουρομάλλα που δεν τη γούσταρε  κι εκείνος ο βλάκας είχε καταλήξει ερωτευμένος,    ήταν η πρώτη γυναίκα που φίλησε,  στα 22 παρακαλώ,  όχι σαν το γιο του που τα είχε κάνει σχεδόν όλα από τα δεκαέξι,  «μην έχεις τα χέρια σου έτσι  σαν κουλά !» του έλεγε η σγουρομάλλα  κι όταν εκείνος ανακοίνωσε πανηγυρίζοντας το επίτευγμα   στους φίλους του τον άφησε βέβαια γιατί είχε κι άλλη σχέση η τύπισσα και θα της δημιουργούσε πρόβλημα,  ένα φρεσκάρισμα ήθελε, κλασσική περίπτωση. 

Κι ύστερα ήταν  εκείνη η  μελαχρινή με τα σχιστά μάτια  που τον παίδευε  και περίμενε να δοκιμάσει να τη φιλήσει για να του πει «όχι,  δεν κάνω εγώ τέτοια πράγματα, ποια νομίζεις ότι είμαι; » αυτός όμως μπορεί να μην ήταν ο σούπερ γκόμενος ήξερε όμως να κρατιέται,  είχε μια αυτοκυριαρχία απίστευτη κι αυτό τις τρέλαινε,  αν έλεγε «όχι» αυτό ήταν,  θα έκοβε το κεφάλι του να το κάνει, ήταν θέμα αξιοπρέπειας σε τελική ανάλυση. Έτσι στο τέλος παρόλο που ήταν ερωτευμένος  της είχε ρίξει εκείνος χυλόπιτα κι η άλλη δεν το πίστευε, άκου να δεις τώρα, η γκόμενα είχε σκάσει και του είχε στείλει ένα μήνυμα ελεεινό στο οποίο φυσικά δεν της είχε απαντήσει,  του είχε φανεί πολύ δύσκολο αλλά ήταν μια ικανοποίηση τεράστια .

Η  άλλη πάλι με τον χρυσό  κρίκο στην κορυφή του αυτιού,  του είχε ψήσει ψάρι στα χείλη και τι έκανε νομίζεις στο τέλος, έβαλε τη  μάνα της να πάρει τηλέφωνο σε μια κοινή τους φίλη,  όταν το άκουσε του κόπηκαν τα πόδια  «είναι η μαμά της,  για σένα μιλάμε»  δεν το πίστευε, ήταν μια σκηνή που δε θα ξεχνούσε ποτέ,  γρήγορα όμως συνήλθε και την πήρε παραμάζωμα «τι θέλετε κυρία μου:»- «μπήκες στο δωμάτιο του κοριτσιού χωρίς να χτυπήσεις»- «όχι δεν μπήκα, λέει ψέματα» - « θα σε πάμε στα δικαστήρια» - « να με πάτε,  άι το διάβολο!» της είχε πει της γριάς  κι ύστερα από μέρες η φίλη του  τον πληροφόρησε ότι δεν τρέχει τίποτα και αν θέλουν να τα βρουν,  και να τον γνωρίσουν,  φαίνεται καλό παιδί κι άλλες τέτοιες αηδίες.

Τι να του πει του μικρού  για κείνη την άλλη,  την ξανθιά,  που είχε το μπαλκόνι της  μες τη βρωμιά,  από κει έπρεπε να το είχε καταλάβει,  κι όταν τη στρίμωξε άρχισε τα κόλπα σε συνεργασία με τον μπαμπά της φυσικά, κάθε μια έχει έναν συνένοχο , του έδωσε πόρτα  κι εκείνος τη διέγραψε αμέσως από το κινητό κι από παντού όπου αναφέρονταν το όνομα της ,  είχε τσατιστεί άσχημα η ξανθιά  και περίμενε μπλεξίματα με τον μπαμπά της όμως δεν έγινε τίποτε, όλο χαζά, πόσες ιστορίες.   Η γυναίκα του που είχε πάρει χαμπάρι τι γινόταν  του έλεγε «άσε το παιδί ήσυχο με τις εξυπνάδες σου, μην ανακατεύεσαι, θα του κάνεις χαλάστρα, θα βρει τι πρέπει να κάνει μόνος του»  όμως ο μικρός ήθελε τη γνώμη του «μπαμπά τι λες, θα τα βρούμε στο τέλος;»- «όχι δε θα τα βρείτε»  του έλεγε «δεν υπάρχει περίπτωση,  αν μια γυναίκα σε ζορίζει τόσο πολύ σημαίνει ότι δε θα βγει τίποτα».

Τι να του πει  του μικρού,  ότι παίζουν το παιχνίδι τους,  ότι από τα δεκαπέντε τους μπορούν να σε πουλούν και να σ’ αγοράζουν,  ήταν σίγουρος ότι αυτή εδώ που παίδευε το γιο του ήταν από κείνες,  αν η γυναίκα θέλει να σε κάνει ευτυχισμένο  της είναι πολύ εύκολο, σε δοκιμάζει λίγο κι ύστερα ξεκινά κάτι, τόσο απλό,   εδώ αυτή τον είχε ξεροψήσει  όμως εκείνος ο βλαμμένος είχε κολλήσει,  το είχε κάνει άνω κάτω το παιδί,  τον είχε βάλει να μαλώνει με τους φίλους του,  είχε αρρωστήσει πονούσε το κεφάλι του κι έπαιρνε ντεπόν,  μια μέρα που γύρισε από το σχολείο μες τα νεύρα άνοιξε το ψυγείο,  πήρε μια κανάτα  με νερό παγωμένο,  το ήπιε μονορούφι και την άλλη μέρα του πονούσαν τα λαιμά,  όλο βλακείες έκανε !

«Μπαμπά τα φτιάξαμε !» του φώναξε ένα μεσημέρι  «οι θεωρίες σου ήταν για τα μπάζα»  «οκ»  είπε αυτός «σε καλή μεριά φίλε, καλά να περνάτε»,  ίσως έκανα λάθος σκέφτηκε όμως την άλλη μέρα ο μικρός είχε πάλι νεύρα,  «η φίλη της είπε ότι εγώ αποκάλυψα τα μυστικά του Γιώργου,  εγώ που είμαι τάφος,  θα τη σκοτώσω!» - «  όχι τη φίλη μικρέ,  αυτή φταίει,  αυτή είναι από πίσω να ξέρεις»-  «μπαμπά αυτή είναι εντάξει,  το ξέρω, δεν έχει καμιά ανάμιξη»  τι να του πεις τώρα,  το κοριτσάκι τον δούλευε ψιλό γαζί κι αυτός ήταν στον κόσμο του μην τη θίξει «στο είπα βλάκα να προσέχεις,  έτσι θα σε πάει» «μπαμπά μπορεί να έχει δίκιο, η άλλη φταίει,   θα της δώσω μια ευκαιρία αλλά θα έχω το νου μου» - «καλά αλλά δε θέλω να τρέχεις από πίσω της βλάκα,  μην τις λυπάσαι, είναι πιο σκληρές από μας» - « τι βλακείες  λες στο παιδί!»  πετάχτηκε η γυναίκα του που τους άκουγε όμως ήξερε ότι κατά βάθος συμφωνούσε μαζί του.

Τα έλεγε στον γιο του αλλά τον καταλάβαινε, ο μικρός είχε πολύ μέλλον, χρειαζόταν να μάθει πολλά. Βρισκόταν ακόμα στην αρχή, δε θα ήθελε με τίποτα να βρίσκονταν στη θέση του. Τα είχε περάσει κι αυτός και τώρα μ’ αυτή την αφορμή του ερχόταν όλα στη μνήμη,  η πιο φοβερή του εμπειρία  αφορούσε  μια περίεργη που ήξερε πολλά χρόνια, αυτό ήταν το μεγάλο σοκ της ζωής του, είχαν σχέση κοντά δεκαπέντε χρόνια και   τον είχε αφήσει ξαφνικά με μια αποφασιστικότητα που δεν είχε ξαναδεί φεύγοντας  στο εξωτερικό,  σε μια χώρα πολύ μακρινή που του φαινόταν ότι βρίσκονταν στην άκρη της γης. Του είχε φανεί ακατανόητο, δεν το χωρούσε ο νους του, έμοιαζε μ’  ένα βουνό πανύψηλο που έπρεπε να ανεβεί όμως είχε στρωθεί τότε, το πάλεψε,   έκατσε διάβασε και κατάλαβε την ψυχολογία τους, το σκέφτηκε,  το ανέλυσε,  βρήκε προηγούμενα, κατάλαβε πως λειτουργούν αυτοί οι χαρακτήρες,  έφτιαξε θεωρία ολόκληρη, άλλαξε όλον τον τρόπο  που έβλεπε τα πράγματα,  εκείνη η εμπειρία του είχε αλλάξει τη ζωή!

 «Μικρέ είδες το Οbi Wan Kenobi, το καινούριο από τον Πόλεμο των Άστρων, βγαίνει το Μάιο  » του πέταξε ένα μεσημέρι που τον έβλεπε κατσούφη «που το βρήκες ρε μπαμπά;»  του είπε κι άνοιξε αμέσως το κινητό  να δει το τρέιλερ  «αφού ξέρεις ότι τα ψάχνω όλα»-  «μπαμπά είναι φοβερό!» του φώναξε «σε παραδέχομαι!» ο γιος του φαίνονταν να συνέρχεται, ξαναέβρισκε τον ενθουσιασμό του,  « μου έφτιαξες τη μέρα» επιτέλους τα παιδί έδειχνε να συνέρχεται και γελούσε «μπαμπά θα την περιμένω μέχρι την πέμπτη»- «κάνε ότι θες βλάκα όμως να προσέχεις,  ξέρεις πόσον καιρό  μας πήρε με τη μάνα σου να τα φτιάξουμε, τέσσερις μέρες, ένα βράδυ συναντηθήκαμε και είπα  μέσα μου  «τη θέλω»,  την άλλη μέρα βγήκαμε για καφέ,  την τρίτη βρεθήκαμε πάλι και την τέταρτη ήμασταν μαζί,  τόσο απλό» ο μικρός ούτε που τον άκουγε, είχε πέσει με τα μούτρα στο φιλμάκι,  «μπαμπά άκουσες τη μουσικάρα που παίζει, είναι από το αγαπημένο μου γιαπωνέζικο παιχνίδι»- « ναι την άκουσα αλλά δε μ’  αρέσει»- «μπαμπά δε ξέρεις τι σου γίνεται!»   «οκ ότι πεις,  τα κόμικς στην εποχή μου ήταν πολύ πιο ωραία »-«μπαμπά είσαι γέρος» καθόταν εκεί και καμάρωνε τον γιο του όμως δεν μπορούσε να καταλάβει τι έβρισκε σ’  εκείνα  τα ηλίθια  γιαπωνέζικα μάνγκα,  «μπαμπά είσαι τελείως άσχετος!»  

,

 

 

ΩΣΕΙ ΑΝΘΟΣ ΤΟΥ ΑΓΡΟΥ

«Ο οδηγός κλείνει τα μάτια όλη την ώρα !» του ψιθύρισε σκύβοντας η γυναίκα που καθόταν στο απέναντι κάθισμα, - « σοβαρά;»  είπε  αυτός και κ...