Πέμπτη 31 Μαΐου 2018

ΓΑΛΑΖΟΠΡΑΣΙΝΑ ΠΑΡΑΔΕΙΣΙΑ

Ένας κήπος τεράστιος γεμάτος  φυτά φυτά και δέντρα κύκλωνε την τεράστια  έπαυλη  κι όπως κανείς  δεν τα περιποιούνταν για χρόνια  είχαν πυκνώσει κι είχαν γίνει μια ζούγκλα αδιαπέραστη όπου δεν έμπαινε το φως κι όπου κατοικούσαν πουλιά περίεργα και ζωάκια όλων των ειδών που μπορείς να φανταστείς. Κάθε πρωί ο κηπουρός  στέκονταν μπροστά σ’ έναν τοίχο πανύψηλο που έκλεινε από παντού  τον αυλόγυρο και περίμενε να του ανοίξουν,  έπειτα  περνούσε την παλιά,  σιδερόφραχτη πόρτα φτιαγμένη από κάτι κάγκελα σα λόγχες που τρυπούν τον αέρα,  και τραβούσε για τα αποδυτήρια  κοιτάζοντας  ένα άσπρο άγαλμα με  κάποιον καβαλάρη ή κάτι τέτοιο,  δε μπορούσε να το δει καλά  γιατί το είχαν πνίξει  οι κισσοί και τα βάτα.

Αν και παλιά  η έπαυλη έμοιαζε μεγαλόπρεπη σαν αρχοντικό της αγγλικής υπαίθρου, είχε πουληθεί κι ο  καινούριος ιδιοκτήτης ήθελε να την ανακαινίσει  για να φτιάξει πολυτελή  οικήματα που θα τα νοίκιαζε σε πλούσιους το καλοκαίρι. Όποτε  έμπαινε εκεί μέσα ο κηπουρός  σήκωνε το κεφάλι να δει πόσο ψηλά έφταναν  τα δέντρα κι έπειτα  ξεκινούσε τη δουλειά του, αυτή η έπαυλη  έδειχνε καλή περίπτωση και θα χρειαζόταν καιρό μέχρι να τελειώσουν,  μπορούσε να βγάλει αρκετά λεφτά,   βρισκόταν κάπου κοντά στη θάλασσα, σ’ ένα θέρετρο όπου το καλοκαίρι γινόταν χαμός και μαζεύονταν εκεί πέρα κάθε καρυδιάς καρύδι. Φτάνοντας  έλεγε ‘’Καλημέρα!’’  στους κουστουμαρισμένους τύπους,  τους αρχιτέκτονες και τους μηχανικούς με τα σχέδια κάτω απ’  την  μασχάλη κι ύστερα   τους άκουγε  όλη την ώρα να συζητούν  για το πως θα έφτιαχναν το οίκημα  σύμφωνα με τις εντολές του  καινούριου  ιδιοκτήτη, αυτός  πρέπει να είχε πολύ χρήμα, μια φορά τον είχε δει πάνω από ένα δέντρο όπου ανέβηκε  με το αλυσοπρίονο να κόψει ένα κλωνάρι τεράστιο, ήταν  χοντρός και  κοντός  μ’ ένα μουστάκι μαύρο,  έμοιαζε με Λιβανέζο έμπορο,  καθώς επιθεωρούσε εξετάζοντας   την πορεία των εργασιών  μοίραζε διαταγές σα ναύαρχος και τίποτα δεν του άρεσε, ‘’ Τι ηλίθιος!’’ σκεφτόταν  όπως τον έβλεπε  από κει πάνω . 

Λέγανε ότι ο Λιβανέζος  σκόπευε να φέρει εκεί τη γυναίκα του, μια ξανθιά που ήταν κάποτε μοντέλο και τα είχε παρατήσει για να αφοσιωθεί στα παιδιά της,  σε μια μεριά θα έμενε αυτή  και το υπόλοιπο θα το διέθεταν  στους τουρίστες που ήταν κονομημένοι.  Ο Λιβανέζος όλη την ώρα μιλούσε στο καταραμένο τηλέφωνο του κλείνοντας  θέσεις, δεν έλεγε να το βουλώσει,  όλοι είχαν αγχωθεί.  Το συνεργείο είχε πιάσει να δουλεύει τους τοίχους και τα ξεχαρβαλωμένα μπαλκόνια κι αυτός είχε ξεκινήσει   να φτιάξει τον κήπο όσο καλύτερα γινόταν,  το πρώτο που χρειαζόταν  ήταν να κλαδέψει όλα εκείνα τα δέντρα που υψώνονταν μέχρι πάνω από τη σκεπή, αυτή τη δουλειά ήθελε να την κάνει μόνος του γιατί έπρεπε να γίνει σωστά,  υπήρχαν δέντρα που θα κόβονταν  από τη ρίζα επειδή  είχαν γεράσει κι ήταν  μισοξεραμένα κι επικίνδυνα να καταρρεύσουν, αυτά έπρεπε να εξαφανιστούν μαζί μ’ όλους του αγκαθωτούς θάμνους που είχαν γιγαντωθεί.  Με τις βροχές που έριχνε  τον τελευταίο καιρό,   όλα είχαν θεριέψει  κι έπνιγαν το σπίτι, με δυσκολία μπορούσες να φτάσεις στα σκαλιά της εισόδου,  η  αυλή του παλιού αρχοντικού είχε γίνει ζούγκλα κι ένα σωρό σαβούρα χρειαζόταν να πεταχτεί,  από κει ξεκίνησε όμως υπήρχαν δέντρα  ακμαία, γεμάτα πράσινο,  μια φλαμουριά πελώρια για παράδειγμα που έπρεπε να μείνει εκεί πέρα καθώς μοσχοβολούσε  σ’ ολόκληρη την περιοχή με τα εκατομμύρια πρασινοκίτρινα άνθη της γύρω απ’  τα οποία  βούιζαν δαιμονισμένα χιλιάδες  μέλισσες, του θύμιζε το δέντρο  που είχε φυτέψει κοντά  σε μια βρύση ο πατέρας του και σκαρφάλωνε κάθε άνοιξη  να μαζέψει τα άνθη για νάχουν τσάι το χειμώνα, εκείνο το ωραίο με το βαθύ,  κόκκινο χρώμα,  η μάνα του μάζευε  σωρούς χρυσαφένιους  πάνω σε σεντόνια,  στο ανώγι κι όλες οι κάμαρες μοσχοβολούσαν…

Ψηλά  σκαρφαλωμένος παρακολουθούσε όλη τη βαβούρα και τον πανικό που επικρατούσε, όλοι είχαν πέσει με τα μούτρα κι η δουλειά προχωρούσε καλά, οι τοίχοι είχαν βαφτεί, βουνά από μπάζα πετάχτηκαν , το μέρος καθαρίστηκε  και δεν είχε καμιά σχέση με τον αγριότοπο που είχανε βρει εκεί πέρα όταν πήγαν,  το πράγμα κυλούσε ομαλά κι όλοι βιάζονταν να προλάβουν προτού πλακώσουν οι τρομερές ζέστες κι οι ξένοι με τις γεμάτες τσέπες. Οι τεχνίτες  τα είχαν δώσει όλα δουλεύοντας υπερωρίες ατελείωτες,  ο Λιβανέζος με το μουστάκι  πρώτη φορά δεν γκρίνιαζε αν και πάντα είχε  να βρει μια έλλειψη και κάτι στραβό,   σε όλους  έριχνε μπινελίκια στην γλώσσα του κι ήθελαν να του χώσουν μπουνιά όμως για κάποιο λόγο στον κηπουρό δεν έλεγε τίποτα,  τον κοιτούσε μόνο  από χαμηλά όπως ήταν κοντός  με μια κοιλιά στρογγυλή,  και ρωτούσε καχύποπτα  τους ακόλουθους του να  εξηγήσουν τι σκόπευε να κάνει  σ’  εκείνη την μπερδεμένη ζούγκλα.

O κηπουρός  όμως είχε κάνει φοβερή δουλειά, είχε σακατευτεί να σκάβει, να κόβει,  να κουβαλά  κλαδιά, τα χέρια του είχαν ξεσκιστεί από τους  φοβερούς πυράγκαθους που είχαν θεριέψει σε βαθμό τερατώδη, ήταν εκεί  απ’  το πρωί μέχρι το βράδυ με τους  βοηθούς του  κι όπως δούλευε  μες το μυαλό του σκεφτόταν σιγά – σιγά  το σχέδιο που θα έπαιρνε ο κήπος ώστε να αναδεικνύει το κτίριο.  Πάντα έτσι έκανε, αυτή την αρχή ακολουθούσε  και στη ζωή του ακολουθώντας την πορεία των πραγμάτων που κάθε φορά έμοιαζαν να τον οδηγούν σε διαφορετική κατεύθυνση. Άφηνε τον χώρο να τον καθοδηγεί με την ιδιαίτερη  φυσιογνωμία του, όλο το κτίσμα πλαισιώνονταν από ψηλά δέντρα,  κυπαρίσσια,  ροδιές, μια καστανιά μ’  αγκαθωτούς αχινούς  και  φυσικά υπήρχε  η πελώρια  φλαμουριά   που δέσποζε   σ’ όλο το χώρο ,όλα αυτά έπρεπε να διατηρηθούν και να  φρεσκαριστούν,  έφτιαξε παρτέρια,  μονοπάτια ανάμεσα στους θάμνους,  σχηματισμούς  δέντρων που θύμιζαν περιβόλι, ξεπέρασε τον εαυτό του, ούτε κι ο ίδιος πίστευε ότι θα τα έφτιαχνε όλα τόσο όμορφα.

Το πιο εντυπωσιακό του δημιούργημα  ήταν μια γωνιά που θύμιζε ξέφωτο δάσους μ’ έναν ασύμμετρο μαύρο   βράχο τυλιγμένο στη βλάστηση και πλάι του μια λιμνούλα που περιβάλλονταν  από  χορτάρι κι άλλα φυτά και βότανα τα οποία  είχε σακατευτεί να  βρει παίρνοντας σβάρνα τα θερμοκήπια, ήταν  όλα διαλεγμένα προσεχτικά  ώστε να δένουν με το τοπίο.  Κι όταν φύτρωσε το γρασίδι που είχε φυτέψει και το πότισε ένα  πρωί όλα τα λουλούδια άστραψαν στην πρωινή δροσιά,  οι υδάτινες στάλες γυαλοκοπούσαν πάνω στα πέταλα τους, κι η λιμνούλα  στραφτάλιζε,  όλο το μέρος έμοιαζε πραγματικά παραμυθένιο.  Σαν ήρθε η γυναίκα του Λιβανέζου -μια ψηλή που κουβαλούσε πάντα μαζί της ένα κλουβί με κάτι πουλιά χρωματιστά-  κι αντίκρισε  το θέαμα ενθουσιάστηκε, τρελάθηκε, φώναζε τα μικρά της χοροπηδώντας και τους έδειχνε το ξέφωτο κι εκείνα πάλι   δεν μπορούσαν να ξεκολλήσουν  από κείνη τη γωνιά με τον βράχο,   τόσο ωραία ήτανε που απαίτησε να της φτιάξουν ένα περίπτερο για να κάθεται εκεί και να ρεμβάζει, ο Λιβανέζος που έδειχνε να την λατρεύει, ήταν πολύ όμορφη,  έδωσε διαταγή αμέσως και  τα μαστόρια τσακίστηκαν να το χτίσουν την άλλη μέρα.

Είχε μπει πια το καλοκαίρι κι οι πρώτοι τουρίστες, κάτι ξεπλυμένοι  ασπρουλιάρηδες,  άρχισαν να καταφτάνουν,  οι δουλειές στην έπαυλη είχαν σχεδόν τελειώσει κάτι συμπληρώματα έμεναν μονάχα. Ένα απόγευμα που όλοι λείπανε ο κηπουρός πήγε να ελέγξει τα αυτόματα ποτίσματα, είχε εγκαταστήσει έναν μηχανισμό  ώστε το σύστημα να συντηρείται από μόνο του χωρίς   να χρειάζεται αυτός να βρίσκεται εκεί όλη την ώρα, όπως βίδωνε κάτι σωλήνες το μάτι του έπεσε σ’ ένα ξύλο που είχε μείνει να κρέμεται σε μια καστανιά,   θα μπορούσε να πέσει σε κάποιο  παιδί σκέφτηκε κι ανέβηκε να το μαζέψει. Τοποθέτησε μια σκάλα  δίπλα στο κορμό και χάθηκε  μες τα φυλλώματα όταν είδε από κάτω την ξανθιά  γυναίκα με τα δυο παιδιά της να βγαίνουν βόλτα στον κήπο,   έμεινε εκεί πάνω και κοίταζε το υπέροχο θέαμα,  τη γυναίκα να κάθεται σε μια πολυθρόνα από μπαμπού έχοντας στα πόδια της το κλουβί με τα παραδείσια πουλιά,  κάποιο απ’  αυτά που είχε τα πιο ζωηρά χρώματα το ήξερε,  το είχε δει σε κάποιο ντοκιμαντέρ στη τηλεόραση μια νύχτα που δεν τον  έπαιρνε ο ύπνος. Η γυναίκα έδειχνε ν’ αδιαφορεί για τα πουλιά - ‘’Τότε διάβολε γιατί  τα κουβαλά  μαζί της!’’ σκέφτηκε μέσα του ο  κηπουρός,  όλη την ώρα έπαιζε με τα μικρά,  να τα χαϊδεύει, να τα μιλά,  έδειχνε ότι τα αγαπούσε κι αυτά πάλι έτρεχαν γύρω -γύρω όλη την ώρα κι ύστερα ερχόταν να  χωθούν στη αγκαλιά της μάνας  τους 


Σε κάποια στιγμή ένα απ’ απ’ αυτά όπως κινούνταν  απρόσεχτα βρέθηκε με την πλάτη στη λίμνη και χωρίς να το καταλάβει έπεσε μέσα  κι άρχισε να τσαλαβουτά,  η λιμνούλα δεν ήταν βαθιά όμως το παιδάκι έμοιαζε να βουλιάζει κάτω απ’  την επιφάνεια καθώς κουνούσε τα χεράκι του χωρίς να φωνάζει,  η γυναίκα δεν το έχε αντιληφθεί αμέσως όμως όταν άκουσε τον παφλασμό πετάχτηκε από τη θέση της,  έκανε δυο βήματα πάνω στο νερό χωρίς  να βουλιάζει,  σήκωσε το παιδάκι με μια αέρινη κίνηση κι ύστερα περπατώντας πάλι πάνω στην υδάτινη επιφάνεια σα να υπήρχε ένας αόρατος διάδρομος από κάτω,  βγήκε έξω από τη λίμνη κι έτρεξε κατά το σπίτι να περιποιηθεί το παιδάκι που έβηχε βγάζοντας νερό από το στόμα του.  

Όταν έφυγαν  ο κηπουρός κατέβηκε από το δέντρο και σκεφτόταν τι ήταν αυτό που μόλις είχε δει,  πλησίασε στη λιμνούλα κι άγγιξε με το δάχτυλο του το σημείο όπου είχε πατήσει  η γυναίκα  όμως δεν υπήρχε τίποτα, θα ορκιζόταν ότι η αλλόκοτη ξανθιά  πατούσε πάνω σ’ ένα κρύσταλλο διάφανο που δεν μπορούσες να το δεις από  μακριά,   πως διάβολο είχε περάσει σαν αέρας χωρίς  να βυθιστεί, τι κόλπο είχαν κάνει σε κείνη τη μικρή πισίνα,  όπως ετοιμαζόταν να σηκωθεί ένιωσε μια σκιά πάνω στο νερό και κάτι να κινείται  πίσω του, -γύρισε το κεφάλι και είδε δυο πόδια,  το ήξερε ότι ήταν εκείνη κι όμως τινάχτηκε μέχρι τον ουρανό από τον τρόμο του,  η γυναίκα ερχόταν κατά  απάνω του χωρίς να γελά,  χωρίς  να δείχνει αν ήταν εκεί για καλό ή για κακό,  ένα πουλί  παράξενο  πετούσε ακριβώς δίπλα από τον  ώμο της,  δεν είχε δει ποτέ του κάτι τέτοιο,  η τραχηλιά του είχε ένα βαθύ χρώμα πρασινωπό,  στο κεφάλι του σχηματίζονταν κάτι σαν κορώνα γαλαζοπράσινη,  ήταν πραγματικά  εξαίσιο.

Τετάρτη 16 Μαΐου 2018

SUPERNATURAL


Οι νοσοκόμοι έπρεπε να σπάσουν  την πόρτα  για να μπουν στο διαμέρισμα, δεν μπορούσε να σηκωθεί για να τους ανοίξει, μόνο τον κωδικό της εισόδου για το κτήριο τους είχε πει στο τηλέφωνο,   με το που ξύπνησε διπλώθηκε στα δύο, πήρε τηλέφωνο στο ΕΚΑΒ,  ‘’Ελάτε δεν είμαι καλά, πονάει η κοιλιά μου !’’  όμως  δεν μπορούσε να  ανοίξει την δική του πόρτα, είχε παραλύσει εντελώς,  τελικά  αφού την γκρέμισαν τον πρόλαβαν την τελευταία στιγμή.

Επόμενο ήταν να πάθει τέτοια ζημιά,  όλο το προηγούμενο   διάστημα  έπινε πολύ, έτρωγε ότι νάναι -ιδίως καυτερά και πικάντικα, ξενυχτούσε,   είχε χάσει τη μπάλα, στο τέλος  έπαθε ζημιά, γαστρορραγία. Όλα είχαν ξεκινήσει από τότε που πέθανε ο πατέρας του,  τον είχε πάρει από κάτω,  τα έχασε,  ο κόσμος του γκρεμίστηκε,  δεν ήξερε τι να κάνει, η  μάνα του είχε φύγει από χρόνια και τους είχε αφήσει παίρνοντας μαζί τον μικρότερο γιο της , καμιά φορά της τηλεφωνούσε αλλά  εκείνη δεν έδειχνε μεγάλη θέρμη, μια φορά  είχε δει και τον αδερφό του όμως  εκείνος του φάνηκε ψυχρός, απόμακρος,  δεν τόψαξε παραπέρα. Άρχισε να δουλεύει  στα ξενυχτάδικα σε ωράρια άσχημα,  όπως ήταν θολωμένος έμπλεξε με  κάτι μαφιόζους που τον έχωσαν σ’  ένα μαγαζί  με φρουτάκια, τον έκαναν συνεταίρο  και του φόρτωσαν όλο το χρέος τους.  Ούτε κατάλαβε τι είχε συμβεί, δε μπορούσε να σκεφτεί τίποτα κι ούτε είχε κάποιον να τον βοηθήσει,  η εφορία τον κυνηγούσε,  το χρέος  με τους τόκους  είχε ξεφύγει, τελικά η αστυνομία τον βρήκε,  έκανε και φυλακή σχεδόν ένα χρόνο κάπου στην  Χαλκιδική.  Δεν του φάνηκαν  και τόσο τρομερά τα πράγματα εκεί μέσα,  ήταν καλοκαίρι  και κοιμόταν κάθε βράδυ  δίπλα σ’ ένα τεράστιο ψυγείο,  ο βόμβος του τον ηρεμούσε,  ακουμπούσε το κεφάλι του στη βάση του μηχανήματος και σε λίγο αποκοιμόνταν. Κάτι φουσκωτοί  τον είχαν βάλει στο μάτι  έτσι μικροκαμωμένος που ήταν,  κοντός με  γαλανά μάτια κι ένα χαμόγελο σα μάσκα  κολλημένη στο πρόσωπό του,  έμοιαζε  με φιγούρα από καρτούν, σαν μεγάλη κούκλα που θα μπορούσες να την κουβαλήσεις και να τη βάλεις σε κάποια βιτρίνα. Έμαθε τα κόλπα και το πράγμα κύλησε ήρεμα, όταν βγήκε του είπαν ότι είχε τελειώσει με το  ποινικό μέρος,  το χρέος θα έμενε πάνω του.

Όταν βγήκε αναζήτησε έναν τύπο  που είχε γνωρίσει  μέσα κι εκείνος   τον  πήρε μαζί του σε μια δουλειά όπου έβγαζε κανένα χαρτζιλίκι, κανένα ξεροκόμματο, οι εποχές ήταν δύσκολες, δεν μπορούσες ν’ αφήσεις τίποτα να πέσει χάμω.  Καμιά φορά  του δάνειζε και λίγα χρήματα , τον λυπόταν  κι όποτε  πήγαινε να τον πειράξει ένα   βδελυρό υποκείμενο που έκανε τον επιστάτη,  ο πρώην τρόφιμος των φυλακών   πάντα του φώναζε  ν’ αφήσει το παιδί ήσυχο γιατί θα τον έπαιρνε ο διάβολος.

Για κάμποσο καιρό   κοιμόταν  στα παγκάκια,  το πρωί σηκωνόταν με τη μέση του πιασμένη  να πιει κανένα καφέ στο κοντινά φαγάδικα και να ετοιμαστεί όπως μπορούσε για δουλειά. Έβλεπε τους ξενύχτηδες να γυρνάνε στα σπίτια τους, τους φουρνάρηδες που ξεκουράζονταν  αφού είχαν βγάλει τα νυχτερινά ψωμιά,  τα καράβια  που είχαν αράξει στη μέση της θάλασσας να στέκονται αμέριμνα,  σκύλους  πίσω από τζάμια που περίμεναν  κάποιον να τους  να ξεκλειδώσει, γάτες χοντρές που προσπαθούσαν  να περάσουν  μέσα από κάτι κάγκελα, σουσουράδες  με ουρές κίτρινες να  σέρνονται ανάμεσα στα χορτάρια του πάρκου,  κάτι τέτοια τον έκαναν να γελά και να ξεχνιέται.

Ευτυχώς έκανε ζέστη εκείνο το διάστημα  κι ούτε  είχαν πιάσει εκείνες οι ζέστες οι καταραμένες που σε σακατεύουν, ήταν ο καιρός  που έπιαναν στην πόλη κάτι μπόρες δυνατές σέρνοντας ότι αντικείμενο έβρισκαν στο δρόμο τους κατά την προβλήτα. Έβλεπες εκεί πέρα κουβάδες, γλάστρες,  κάδους, ακόμα και καναπέδες να κυλάνε στο ρέμα που  είχε δημιουργηθεί ξαφνικά, το άφθονο νερό είχε ξαναζωντανέψει τα πεθαμένα λουλούδια και το γρασίδι των πάρκων, τα φύλλα των θάμνων είχαν  ξαναγίνει στιλπνά σα να τα είχε γυαλίσει κάποιος κι έλαμπαν στο δυνατό φως, τα λουλούδια έδειχναν  πιο φρέσκα,  τα χρώματα τους είχαν γίνει  πιο ζωηρά σα βελούδινα. Μια φορά  όπως κοιμόταν ξεθεωμένος ξύπνησε απότομα από αστραπές και βροντές,  αμέσως ξεκίνησε ένας  κατακλυσμός  που έριχνε καρέκλες και κομοδίνα απ’  τον ουρανό, έτρεξε να προφυλαχτεί κάτω από ένα υπόστεγο. Εκτός από νερό  έριχνε και κάτι κομματάκια παγωμένα σα καραμέλες, χαλάζι άσπρο,  που σκορπούσε σα χαλί στην άσφαλτο,  οι δρόμοι είχαν γίνει ποτάμι κι όλοι  τσαλαβουτούσαν μες τα λασπόνερα καθώς γύρω  άστραφτε και βροντούσε, καθόταν εκεί κάτω απ’ το υπόστεγο και χάζευε τους χείμαρρους που κυλούσαν προς  τη θάλασσα και τα κορίτσια με τα φορέματα γεμάτα φραμπαλάδες που προσπαθούσαν να φυλαχτούν απ’  την τρομερή  νεροποντή.

Ένα πρωί  όπως καθόταν στο παγκάκι πίνοντας τον καφέ του πρόσεξε  ένα αμαξάκι να κυλά αργά- αργά πάνω στις πλάκες σα να έφευγε ανεξέλεγκτο,  στην αρχή νόμιζε ότι κάποιος αστειεύονταν αλλά  μετά είδε το αμαξάκι να φεύγει καρφί για τη θάλασσα,  έτρεξε όπως ήτανε μήπως το προλάβει όμως  εκείνο σε λίγο αφού αιωρήθηκε μια στιγμή στον αέρα βούτηξε στο νερό κι άρχισε να βουλιάζει μέσα σε παφλασμούς. Έβγαλε γρήγορα τα παπούτσια του,  άφησε το κινητό στα πλακάκια  και βούτηξε  χωρίς να το σκεφτεί, από το τζάμι του αμαξιού που δεν είχε βυθιστεί ακόμα πρόσεξε ένα ξανθό κορίτσι να κάνει χειρονομίες απελπισμένες, ‘’Μα τι βλαμμένο!’’ είπε μέσα του,  δοκίμασε ν ανοίξει την πόρτα όμως εκείνη είχε φρακάρει,  πέρασε από την άλλη μεριά,  ούτε από κει μπορούσε να μπει,  τότε πήγε στην πίσω μεριά,  άνοιξε το πορτ μπαγκάζ  κι από κει μπήκε στο θάλαμο του οχήματος,  έπιασε το κορίτσι  απ’  τις μασχάλες και μέσα σ’ εκείνο τον απίστευτα στενάχωρο χώρο το τράβηξε προς το άνοιγμα και το έσυρε μέχρι κάτι σκαλοπάτια που είχανε χτιστεί στο τσιμέντο του λιμανιού.  Κανείς δεν είχε πάρει χαμπάρι τίποτα, όλα έιχαν συμβεί πολύ γρήγορα,   ήταν τέτοια η ώρα που γύρω επικρατούσε νέκρα,  μονάχα ένας γέρος μ’ αθλητική φόρμα και καπελάκι έτρεχε ιδρωμένος χωρίς  να νιώσει τίποτα  για το δράμα που εξελίσσονταν δίπλα του.  

Ένιωθε πτώμα,  δεν είχε κοιμηθεί καθόλου όλη νύχτα,  αναρωτιόταν πως θα πήγαινε στο μαγαζί και πως θα έβγαζε τη βάρδια του.  Το κορίτσι είχε γίνει μούσκεμα κι έτρεμε,  το πήρε εκεί σε μια άκρη να το στεγνώσει όπως- όπως  με μια πετσέτα που κουβαλούσε στο τσαντάκι του, ‘’Μα είσαι ηλίθιο,  τι πας να κάνεις!’’ του φώναξε,  εκείνο πάλι τον κοίταζε σα χαμένο και τότε  πρόσεξε ότι ήταν μια κοπέλα  πολύ όμορφη, ξανθιά, λεπτή,  μ’ ένα βλέμμα κάπως ντροπαλό. Σταμάτησαν ένα ταξί,  ο οδηγός  τους κοίταζε περίεργα αλλά δεν είπε τίποτα ‘’Ποιος ξέρει τι χαμένα είναι τούτα!’’ σκεφτόταν και προσπαθούσε να καταλάβει γιατί ήταν βρεγμένοι και οι δύο . Στο σπίτι του κοριτσιού που  οι γονείς του λείπανε στο εξοχικό,   του έδειξε ένα μπάνιο ν αλλάξει  κι αυτή πήγε σ’ ένα άλλο δωμάτιο να βγάλει τα ρούχα της. Έκανε ντους, φόρεσε ένα τζιν που του έδωσε η κοπέλα κι ένα φανελάκι άσπρο,  κι έπειτα ξάπλωσε σ’ ένα μεγάλο κρεβάτι που υπήρχε  εκεί χαλαρώνοντας ύστερα από πολλή  ώρα. Δεν είχε καμιά όρεξη να πάει στη δουλειά και τηλεφώνησε στο αφεντικό ότι δεν ήταν καλά κι ότι θα πήγαινε στο γιατρό για κάτι εξετάσεις.

Ξαπλωμένος εκεί πέρα  ένιωσε εκείνο για πρώτη φορά έπειτα από χρόνια  το είδος της άνεσης που αισθάνεσαι ζώντας με μια γυναίκα,  το είχε ξεχάσει αυτό το συναίσθημα, αυτή την γαλήνη που είχε τότε που ζούσε με τη μητέρα του. Το κορίτσι δε μιλούσε  πολύ, προσπαθούσε με κάθε τρόπο  να του δείξει την ευγνωμοσύνη της που την έσωσε, τις επόμενες μέρες έβγαιναν μαζί, συνήθως πήγαιναν σ’ ένα σημείο ψηλά πάνω απ’  την πόλη,  από κει μπορούσαν να δουν όλο τον ορίζοντα μέχρι πέρα μακριά,  από κει πάνω  μπορούσες  να  δεις  πολύ περισσότερα απ’  ότι κάτω στο λιμάνι όπου ξυπνούσε το πρωί βλέποντας το περίκλειστο  λιμάνι. Η  καρδιά του χτυπούσε  δυνατά όποτε την έβλεπε, αρχίσε να ελπίζει και να κάνει όνειρα παλαβά  όταν ένα βράδυ το κορίτσι του είπε πως έπρεπε να φύγει στο εξωτερικό όπου είχε ξεκινήσει κάτι σπουδές όμως θα ερχόταν σε κάνα μήνα μόλις τέλειωνε η εξεταστική, με το που το άκουσε έπεσε  σε βαθιά  μελαγχολία.

Θα περίμενε όσο χρειαζόταν, δεν είχε κι άλλη επιλογή, το κορίτσι πριν φύγει του είχε  βρει ένα σπίτι σε μια πολυκατοικία καινούρια της οποίας η εξώπορτα άνοιγε μ’ έναν συνδυασμό . Σαν μπήκε το καλοκαίρι μ’  εκείνες τις καταραμένες ζέστες άρχισε να τα παίζει,  έπρεπε να πάει και στην εφορία όπου τον καλούσαν ‘’Τι στο δαίμονα θέλουν πάλι!’’ σκεφτόταν καθώς έμπαινε στο κτίριο με τους βαρεμένους υπαλλήλους,  στο γραφείο του διευθυντή που τον φώναζε  κοροϊδευτικά ‘’Ωνάση’’ με τόσα χρέη που είχε μαζέψει κάθισε αποκαμωμένος σε μια καρέκλα  όμως αυτή τη φορά ο τύπος με τα γυαλιά πίσω από το γραφείο του είπε ότι όλα τα χρέη του είχαν πληρωθεί με κάποιο τρόπο  ‘’Ωνάση είσαι ελεύθερος!’’ του φώναξε, αυτό   κι αν ήταν κουφό,  τι στην οργή είχε συμβεί  !  

Προσπαθούσε να εξηγήσει τι ήταν όλα αυτά που γινόταν  ξαφνικά στη ζωή του, δεν μπορούσε να τα καταλάβει, ήταν πάρα πολλά για το φτωχό μυαλό του,  η κοπέλα είχε μέρες να του τηλεφωνήσει κι αυτός δεν μπορούσε να πάρει στο εξωτερικό, δεν την έβρισκε, ήθελε να τη ρωτήσει ένα εκατομμύριο πράγματα, παρ’  όλο που είχε ξεχρεώσει απ’  το πουθενά  και είχε φύγει από το στήθος του εκείνος ο βραχνάς ο αφόρητος δεν ένιωθε χαρούμενος,  δεν μπορούσε ν’ αντέξει διαφορετικά, είχε πέσει σε μελαγχολία κι ήθελε να φύγει κάπου μακριά, να ταξιδέψει πέρα από βουνά, χωράφια και θάλασσες, να ξεθολώσει με κάποιο τρόπο, είχε αφεθεί ξανά κι έπινε και τότε ήταν που  έπαθε τη ζημιά με το στομάχι του.

Όταν τον μάζεψαν οι τραυματιοφορείς και τον πήγαν στο νοσοκομείο τα είχε χαμένα,  η εγχείρηση του κράτησε ώρες,  πάνω του είχαν μαζευτεί ένα κάρο ειδικοί κα πάλευαν να τον κρατήσουν,  κάποια στιγμή ένοιωσαν ότι  τον χάνουν,  αργότερα  που τον ρωτούσαν είπε ότι ένιωθε όλη την  ώρα να ίπταται  στην οροφή του θαλάμου και να βλέπει από κει πάνω  όλα όσα γίνονταν  σα να μην είχε καμιά σχέση, ήταν μια εμπειρία εντελώς μεταφυσική.  Σε κάποια φάση είδε μες στο όραμα του το θάλαμο να μεγαλώνει και να γίνεται ένας χώρος τεράστιος σαν παλάτι με κάτι κουρτίνες πανύψηλες, κόκκινες που κρέμονταν από ένα τοίχο μαρμάρινο, το φως του ήλιου έμπαινε από χρωματιστά τζαμάκια κι  έπεφτε πάνω στο κορίτσι που είχε βγάλει από τη θάλασσα, στεκόταν σε μια μεριά και  του χαμογελούσε ενώ  τα ξανθά του μαλλιά έλαμπαν μαγικά κι ήταν μια οπτασία, μια μουσική  έπαιζε από κάπου, ο γιατρός του είπε  ότι όση ώρα τον έραβαν αυτός  χαμογελούσε…

ΑΛΟΓΑ ΤΗΣ ΣΤΕΠΑΣ

Στην είσοδο του ασανσέρ υπήρχε κάτι που  δεν άφηνε την πόρτα να κλείσει,  η γάτα έτρεξε  κατά κει και σταμάτησε  απότομα μπροστά σ’ ένα σώμα...