Σάββατο 17 Μαρτίου 2012

ΠΥΛΗ ΑΞΙΟΥ

Μια φίλη πήγε  στην Κωνσταντινούπολη και πέρασε λέει τέλεια. Μια Τουρκάλα τραγουδίστρια απ 'τον Πόντο, έγγυος, τραγούδησε το '' Σουμέλα λεν την Παναγιά... '' κι όλοι έκλαψαν ,ήπιαν καφέ σε μια καφετέρια με θερμαινόμενη πισίνα βλέποντας το Βόσπορο όπου καράβια ανεβοκατέβαιναν κατά τον Εύξεινο Πόντο και κατά το Αιγαίο, τη νύχτα οι Τούρκοι φύτευαν λουλούδια , οι τοίχοι ήταν πεντακάθαροι, ο φίλος μου που γλεντά κάθε βράδυ τους τρέλλανε στα ανέκδοτα όλα ήταν τέλεια. Μου έφερε μια σοκολάτα πικρή με το νταμάρι της Ακρόπολης και τη Μύκονο απάνω, δεν πήρε τίποτα Τουρκικό απ' την αγορά του Μέρτε.
Με το που ήρθαν αυτή και η παρέα της  στην Ελλάδα οι παραστάσεις άλλαξαν.
 Στο δρόμο είδαν παιδιά  να σηκώνουν το κεφαλάκι απ ' το μπροστινό κάθισμα, άλλα να αγκαλιάζουν σφιχτά το μπαμπά όπως έπαιρνε μια στροφή με τη μηχανή, οι μαμάδες έσπρωχναν τα καροτσάκια με τα μωρά  ανάμεσα στα αμάξια, γάτες κι άνθρωποι σκάλιζαν μέσα σε κάδους, κάποιος πηδούσε τα κάγγελα στον Περιφερειακό, στη στροφή της Ανδιανουπόλεως που λένε πως έχει ανάποδη κλίση, ένα αυτοκίνητο καρφώνονταν στις μπάρες,  , η άσφαλτος κυμάτιζε σχηματίζοντας αυλάκια βαθιά, παντού υπήρχαν λακούβες ατέλειωτες, το  βάθρο του αγάλματος του βασιλιά ήταν λερωμένο με συνθήματα μαύρα και κόκκινα, Ρώσοι μιλούσαν στα Ελληνικά με Κινέζες, ένας γερανός στριφογύριζε σαν έλικα  πάνω απ ' τα κτήρια , κάτι εργάτες με κράνη κίτρινα  σκαρφάλωναν απειλητικά πάνω απ' τις διαχωριστικές λαμαρίνες του μετρό για να προπηλακίσουν έναν πολιτικό που κατέλυε στο ΚΑΨΗΣ, κάποιος ήταν έξαλλος μ' αυτούς που έχουν μοιράσει τις γειτονιές πουλώντας λαθραίο πετρέλαιο, άλλος πίστευε ότι χρειάζονταν ένα σύστημα κολχόζ για να στρώσουν τα πράγματα , η κ. Αλέκα απηυδησμένη έφευγε απ' το δημόσιο που δεν την εκτίμησε , μια άλλη γυναίκα που κάθονταν στον ήλιο περιμένοντας νάρθει το μεσημέρι σε κάποια υπηρεσία έβριζε το κράτος, ο κ. Άγγελος που έτρεχε για το ΠΑΣΟΚ το '80 τώρα ήθελε να το μαυρίσει γιατί ότι έκανε το έκανε με τα μπράτσα του και τώρα τον έχουν στριμώξει.
 Απ την ευθεία της Νέας Εγνατίας κοίταζαν τον πύργο του Π[αιδαγωγικού και πιο πίσω τον πύργο του Τριγωνίου, στο Λευκό Πύργο άνθρωποι κινούνταν ανύσηχα πίσω απ τις πολεμίστρες, στο Ναυαρίνο  νεαροί έσερναν τις αρβύλες τους, στα Λαδάδικα κορίτσια αμέριμνα έπιναν καφέ μιλώντας στα κινητά.

Το βράδυ στην ''Πύλη Αξιού'' τρεις χοντροί, ανάμεσά τους ένας πρώην παλαιστής, χόρευαν  βαριά, κάποιος τραγουδούσε ΄΄Σικέ όλα σικέ σικέ- σικέ και μιλημένα''  κάπου σε μια εκκλησιά γίνονταν μια αγρυπνία, ένας παππάς μιλούσε για τον δυτικόφιλο Βαρλαάμ και για τους ζηλωτές που ρήμαξαν τη πόλη, στον αέρα υπήρχε μια ανυσηχία κι ένας φόβος, οι σκύλοι σήκωναν τα κεφάλια κι ούρλιαζαν σπαραχτικά, πίσω από κουρτίνες που σάλευαν μάτια γυάλιζαν στο σκοτάδι.
 Κατά το Βόρρα αστραπές έκοβαν σα κρύσταλλο που σπάει τον ουρανό, κάπου στα Γιαννιτσά ο Μουράτ ο Β'  συγκέντρωνε τους γενίτσαρους,   τύποι άγριοι απ 'ολες τις γωνιές της γης αδημονούσαν για  τα λάφυρα και το χάος που θα ακολουθολούσε, φωτιές άναβαν παντού, τα άλογα χλιμίντριζαν μανιασμένα  κι ο Βαρδάρης έφερνε στ' αυτιά τον αχό απ' το ποδοβολητό των καβαλάρηδων που ετοιμάζονταν να γκρεμίσουν τις πύλες.

Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου

ΩΣΕΙ ΑΝΘΟΣ ΤΟΥ ΑΓΡΟΥ

«Ο οδηγός κλείνει τα μάτια όλη την ώρα !» του ψιθύρισε σκύβοντας η γυναίκα που καθόταν στο απέναντι κάθισμα, - « σοβαρά;»  είπε  αυτός και κ...