Κυριακή 4 Αυγούστου 2019

ΕΚΡΗΞΙΓΕΝΗ ΠΕΤΡΩΜΑΤΑ


Ένας τεράστιος βράχος κρέμονταν πάνω απ’  τη παραλία κι άμα πήγαινες να κολυμπήσεις εκεί πέρα φοβόσουν ότι θα ξεκολλούσε κάποια στιγμή  για να  καρφωθεί  με φόρα στην άμμο κι εσύ έπρεπε να τρέξεις σα παλαβός στη θάλασσα μπας και σωθείς. Όμως κι εκεί  μη νομίζεις ότι ήσουν ασφαλής,  κατ’  αρχάς ήταν πολύ βαθιά κι άμα δεν ήξερες καλό  κολύμπι  ήσουν χαμένος,  έπειτα ήταν εκείνα τα καταραμένα βότσαλα που δε σ’ άφηναν να περπατήσεις κανονικά,  ειδικά αν ήσουν ξυπόλυτος βούλιαζες μέσα τους και τα πόδια σου πονούσαν.  Ο καπετάνιος είχε πει να μη στήσουν τις πετσέτες τους στο πίσω μέρος της ακτής, κοντά στο βράχο που κρέμονταν, όμως οι πιο πολλοί πήγαν κατά κει γιατί   όπως βαρούσε ο ήλιος κατακέφαλα όλοι ήθελαν να φυλάξουν   το κεφάλι τους ενώ σκέφτονταν’’ Ρε φίλε τόσους αιώνες δεν έπεσε τώρα θα θυμηθεί ;’’  Όπως και να είχε ένα μπάνιο όλοι το χρειάζονταν και βούτηξαν γρήγορα, το μόνο ενοχλητικό ήταν το άλλο καράβι  που ήρθε κι άραξε στην  παραλία οπότε όλοι έπρεπε ν’ απομακρυνθούν για να μη τους διεμβολίσει, βλέπεις οι κρουαζιέρες εκεί πέρα  οργανώνονταν στα ίδια σημεία, υπήρχε ένας συνωστισμός κι ήταν πολύ σπαστικό .


Πάντως η διαδρομή με το καράβι ήταν πολύ ωραία,  υπήρχε ένα σύμπλεγμα νησιών στην περιοχή και μπορούσες να περάσεις ανάμεσα τους,  να σταματήσεις σε κάποια λιμάνια και κάποιες  ακτές, όποτε σταματούσε κάπου το καράβι οι πιτσιρικάδες κι άλλοι ριψοκίνδυνοι βουτούσαν  από βατήρες κι από  ψηλά απ’  το κατάστρωμα,  απ’ τα  τρία μέτρα,  μερικοί  είχαν ξεσαλώσει, έπεφταν στο νερό και χάνονταν για ν’ αναδυθούν  γρήγορα βγάζοντας  νερό απ’  το στόμα, ύστερα ανέβαιναν στο πλοίο και ξαναβουτούσαν.  Ήταν  ωραίο θέαμα πάντως και πιο πολύ εκεί στο νησάκι εκείνου το  εκατομμυριούχου   που το είχε φτιάξει όταν  ήταν παντοδύναμος, εκεί πέρα λέει ένας φωτογράφος είχε δει γυμνή τη γυναίκα του  να κολυμπά κι η φωτογραφία  που έβγαλε πουλήθηκε για εκατομμύρια, καλά πρέπει να ήταν πολύ φοβερός , δεν πήρε και τόσα πολλά για τις φωτογραφίες,  τριάντα εκατομμύρια  που ήταν  βέβαια τεράστιο ποσό εκείνη την εποχή όμως  τα πιο πολλά τα κονόμησε το περιοδικό που δημοσίευσε τις φωτογραφίες, το σχόλιο του εκατομμυριούχου ήτανε : ‘’Τουλάχιστον βγήκε καλή γιατί είναι κοκαλιάρα!’’

Είχαν σταματήσει σε τρία νησιά και είχε συνέχεια, το μεσημέρι ήταν ζεστό, ευτυχώς  ο αέρας φυσούσε στα πρόσωπα δροσερός, το πιο σπαστικό ήταν οι ξένοι,  κάτι βαλκάνιοι που είχαν πλημμυρίσει το πλοίο  και δε  μπορούσες να βρεις μέρος να σταθείς. Πήγε στην πίσω μεριά του σκάφους,  εκεί που άφριζαν τα νερά κι έπιασε κουβέντα μ’ έναν  Αλβανό που δούλευε   στο καράβι, ’’Από που είσαι;’’ τον ρώτησε ο ξένος, ’’Απ’  τη Θεσσαλονίκη’’-  ‘’Έχω έρθει εκεί, δούλεψα σ’ ένα χωριό, ήμουν δεκαέξι χρονών τότε,  είχα έρθει με τα πόδια απ’ τα βουνά χωρίς  χαρτιά, εκεί έβγαλα άδεια πρώτη φορά’’. Ο Αλβανός ήταν σωματώδης και μαυρισμένος,  από το Πάσχα ως τον Οκτώβριο  δούλευε στο καράβι κι ύστερα πίσω στην οικογένεια,  στους Αγίους Σαράντα, βλέποντας τον  σκέφτηκε αν θα μπορούσε να δουλέψει εκεί πέρα, πολλές ώρες ρε φίλε κι όταν γινόταν  πάρτι το βράδυ εν πλω ξενυχτούσαν περιμένοντας να φύγουν οι σουρωμένοι, πολλή  ταλαιπωρία. Σε κάποια στιγμή ο καπετάνιος ανακοίνωσε ότι   θα έμπαιναν  σε μια σπηλιά όπου άραζαν τα υποβρύχια στον πόλεμο για να κρυφτούν, το καράβι πλεύρισε τα βράχια,  πήρε θέση απέναντι στο άνοιγμα  κι έπειτα σιγά- σιγά μπήκε στο εσωτερικό, τα νερά εκεί μέσα  είχαν  ένα άλλο χρώμα,  περίεργο, πολύ εντυπωσιακό, όλοι μαζεύτηκαν μπροστά κι έβγαλαν τις φωτογραφίες, κάνα δυο βούτηξαν κιόλας …

Περνούσαν ωραία αλλά ήταν πολύ κουραστικά κι όλοι ήταν ψόφιοι, το βράδυ θα κατέλυαν  σε μια κωμόπολη παλιά, στις όχθες μιας μεγάλης   λιμνοθάλασσας. Απέθεσε τις βαλίτσες στο ξενοδοχείο και  βγήκε  μια βόλτα στην παραλία να δει λίγο το μέρος,  περπατώντας στην ακροθαλασσιά   διέκρινε  κάτι να κινείται κάτω απ’ το νερό, έσκυψε λίγο και είδε  μια χελώνα τεράστια που σάλευε κάτω  απ’ την επιφάνεια,  στη αρχή νόμιζε ότι ήταν  πεθαμένη όμως ύστερα πρόσεξε ότι  κουνούσε τα πτερύγια κι ανέβαινε προς τα πάνω,  σε κάποια στιγμή έβγαλε έξω το κεφάλι με το στόμα που είχε κάτι σαν ράμφος στην άκρη,  πήρε  μια ανάσα  ξεφυσώντας σαν άνθρωπος που αναπνέει κανονικά,  πρώτη φορά  έβλεπε τέτοιο πράγμα ,  ήταν πολύ εντυπωσιακό,  ύστερα η χελώνα  βυθίστηκε ξανά στο νερό ψηλαφώντας την προβλήτα  όπου μάλλον  έβρισκε κάποια τροφή κολλημένη  στο τσιμέντο. Πιο πέρα υπήρχαν κι άλλες , οι ντόπιοι δεν τις πρόσεχαν ιδιαίτερα, περνούσαν από κει ρίχνοντας καμιά ματιά κι ύστερα συνέχιζαν ατενίζοντας την ανοιχτή λιμνοθάλασσα που έμοιαζε αχανής και με τη θολούρα της ζέστης  που επικρατούσε δύσκολα μπορούσες να σχηματίσεις μια εικόνα για το μέγεθος της . Στην αντικρινή ακτή   υπήρχε μια στενή λουρίδα γης σα μονοπάτι απ’ όπου μπορούσες να πας μέχρι μακριά, σχεδόν  στο μέσο της λίμνης, καλά με  κανένα  ποδήλατο εκείνη η διαδρομή  πρέπει να ήταν φοβερή, καθόταν εκεί και χάζευε τα κύματα που έσκαγαν στις πέτρες ώσπου  βράδιασε.  

Τη  νύχτα   ξύπνησε από  φωνές έξω απ’ τη πόρτα του, κάποιοι επέστρεφαν από τα μαγαζιά μεθυσμένοι, αμέσως του ήρθε στο μυαλό η εικόνα εκείνης της χελώνας που ανέπνεε σαν άνθρωπος, πως ζούσε άραγε τόσες ώρες κάτω απ’ νερό, τι περίεργο πλάσμα που ήτανε ; Όπως δε τον έπιανε ο ύπνος συνέχιζε να κλωθογυρίζει στο μυαλό του όσα είχε δει σ’ εκείνα τα μέρη, όλη η περιοχή γύρω είχε κάτι  περίεργο,  υπήρχαν παντού ρηχά νερά κι η θάλασσα έμπαινε μέσα στη  στεριά σε πολλές μεριές δημιουργώντας ένα μπέρδεμα,  δε μπορούσες να καταλάβεις τι γινόταν γύρω. Το καράβι τους δεν είχε μπει στη λιμνοθάλασσα αλλά είχαν δει όπως αρμένιζαν τις οχυρώσεις στην είσοδό της παλιάς πόλης  όπου διανυκτέρευαν.  Εκτός από τείχη υπήρχαν εκεί και κάτι κανόνια σκουριασμένα και πύργοι πολύ ψηλοί , οι Βενετσιάνοι λέει  τα είχαν φτιάξει όλα αυτά όταν έδιωξαν  τους  Τούρκους που ήταν εκεί  καμιά διακοσαριά χρόνια, κάπου στ’ ανοιχτά τους είχε πει ο καπετάνιος ότι είχε γίνει και μια ναυμαχία τρομερή με τον στόλο της Κλεοπάτρας και του Αντώνιου που είχαν τσακιστεί απ’ τον Οκταβιανό,  μα πόσο βλαμμένη ήταν εκείνη η γυναίκα !


Μια βδομάδα θα κρατούσε το ταξίδι του όμως από τις πρώτες μέρες κιόλας ένιωθε σα να είχε χαθεί,  σα να είχε αφεθεί να τον παρασύρει ένα ρεύμα σε άγνωστη κατεύθυνση , αυτός άλλωστε ήταν ο σκοπός του όταν είχε κλείσει την εκδρομή, αυτό επιθυμούσε, να ξεχαστεί λίγο, ν’  αφήσει πίσω  όλα όσα βασάνιζαν το μυαλό του, να δει άλλα  πράγματα, να ξεκολλήσει.  Με  τόσα γύρω  το μυαλό του είχε ερεθιστεί κι όλο ήθελε να ρωτά και να μαθαίνει, σε μια εκκλησία  παρατηρούσε το τέμπλο όταν ήρθε ένας τύπος αδύνατος, πρέπει να ήταν επίτροπος εκεί πέρα ή κάτι τέτοιο,  τον σάπισε στις ερωτήσεις κι ο επίτροπος  χαιρόταν  ν’ απαντά, έδειχνε πολύ ορεξάτος,  του εξηγούσε ότι εκεί πέρα οι εκκλησίες ήταν πολύ διαφορετικές, είχαν ένα αναλόγιο για τους  ψάλτες μεγάλο που δεν είχε ξαναδεί με τέσσερις θέσεις κι έναν πάγκο επικλινή μπροστά τους, όλα έμοιαζαν  αλλιώτικα  οι  ζωγραφιές  στους τοίχους,  το ταβάνι δίχως τρούλο,   όμως ήταν ωραίες εκκλησίες με πέτρινα αρχαία πλακάκια στο πάτωμα και μάρμαρα σκαλιστά στη πρόσοψη.

Ο επίτροπος ήξερε πολλά κι είχε όρεξη για κουβέντα, περπατώντας βγήκαν ως την ακροθαλασσιά που   ήταν γεμάτη ιστιοφόρα, κάτι πανύψηλα, υπήρχαν εκατοντάδες απ’  αυτά με τα υψωμένα κατάρτια που θύμιζαν δάσος, πόσος κόσμος είχε τέτοια καράβια ρε φίλε! Άνθρωποι πάνω τους  έβαφαν τα σανίδια, άλλοι έπλεναν  κάποιο  εξάρτημα, μερικοί  ξάπλωναν στο κατάστρωμα, φαίνεται αυτό  ήταν  το σπίτι τους όλο το καλοκαίρι. Προχώρησαν ως την άκρη της παραλίας εκεί που τέλειωνε το δάσος με τα ιστιοφόρα και κάθισαν κάτω από ένα γεφύρι παλιό, φυσούσε ένας αέρας φοβερά δροσερός ‘’Βλέπεις πως φυσά εδώ;’’ του είπε ο επίτροπος,’’ Το μέρος είναι μυστήριο, όλη η πόλη  σκάει  απ’  τη ζέστη κι εδώ έχει πάντα  ρεύμα που δροσίζει,  τα σκαλιά εκεί απέναντι απ το τόξο της γέφυρας   ήταν κάποτε τα σύνορα της χώρας, εκεί γινόταν το λαθρεμπόριο ανάμεσα στους Έλληνες  και τους Τούρκους, πριν από πενήντα  χρόνια  περνούσαν  από πάνω του αυτοκίνητα κι  όλοι φοβόταν  ότι δε  θα άντεχε, μια χρονιά  που είχε πολλές βροχές είχε κινδυνέψει να γκρεμιστεί, τα νερά φαινόταν έτοιμα να το παρασύρουν,  όμως οι βάσεις του  ήταν πολύ γερές ,ακουμπούσαν στον πάτο  του ποταμού  που είναι από πετρώματα εκρηξιγενή, χαλαζία και τέτοια, αυτά τα αυλικά είναι αθάνατα!’’. Σήκωσε το κεφάλι να δει το παλιό κτίσμα με τα μεγάλα τόξα και τις κολώνες που βυθίζονταν στην άμμο και τις πέτρες, από χαμηλά όπως το κοιτούσε  του φάνηκε επιβλητικό, είχε διαβάσει γι αυτό, είχε δει και φωτογραφίες  αλλά  από κοντά φαίνονταν πιο μεγαλόπρεπο και κάπως μυστήριο.

Τη μέρα που θα έφευγαν ένιωθε πολύ καλύτερα, δεν είχε λύσει το πρόβλημα που τον βασάνιζε όμως ένιωθε αισιόδοξος, είχε πάρει μια καλή ανάσα  και μπορούσε να συνεχίσει τώρα με  πιο καλή διάθεση, μπορούσε να αναλύσει καλύτερα στο μυαλό του όλες τις παραμέτρους , να δει πιο καθαρά, αισθάνονταν ότι βρισκόταν κοντά  στην έξοδο από μια περίοδο σκοτεινή,  ήταν αποφασισμένος να μην εγκαταλείψει την προσπάθεια αλλά να πέσει με τα μούτρα πάλι σε ότι  έκανε,  όλα θα πήγαιναν καλά. Το πρωί  εκείνο ήταν το τελευταίο της εκδρομής και σηκώθηκε αχάραγα να δει μια τελευταία φορά τη πόλη, την ώρα εκείνη δε κυκλοφορούσε ψυχή στο δρόμο κι ήταν ακόμα δροσερά, στο φως του πρωινού το γεφύρι του φάνηκε ακόμα πιο όμορφο,  ανέβηκε  από τη χαμηλή μεριά  να βγάλει καμιά  φωτογραφία. Καθώς πλησίαζε στο πιο ψηλό σημείο  είδε μια φιγούρα να περπατά αργά και μετά χωρίς καμιά προειδοποίηση να σκαρφαλώνει  στο τοιχάκι και να κοιτάζει  τα νερά κάτω σα να ήθελε να βουτήξει στο κενό.  Έτρεξε δίχως να σκεφτεί και φώναξε  ‘’Τι κάνεις;’’  εκείνη γύρισε τρομαγμένη,  έκλαιγε, τα μάτια της ήταν κόκκινα,   άρχισε να της μιλά συνέχεια χωρίς  διακοπή , ήξερε ότι έπρεπε να κερδίσει χρόνο για να τη σώσει,  η κοπέλα  όλη την ώρα έκλαιγε  χωρίς να λέει τίποτα,  σε μια στιγμή ταλαντεύτηκε εκεί πάνω σα να έχανε την ισορροπία της  κι αυτός της είπε ‘’Σε παρακαλώ κατέβα για μένα !’’ κι όπως ήταν διστακτική  την άρπαξε  από τη μέση και την τράβηξε με δύναμη από κείνο το καταραμένο βάθρο. Η κοπέλα  τον κοίταξε μ’ ένα βλέμμα  σα να είχε φύγει από πάνω της ένα φορτηγό που πήγαινε να την ισοπεδώσει, έπειτα έσιαξε τα μαλλιά της κι άρχισε να περπατά κατά την αντίθετη μεριά, σε λίγο χάθηκε ανάμεσα στα δέντρα, αυτός απόμεινε να κοιτά τα νερά που κυλούσαν αέναα κάτω απ’  τα τόξα πάνω απ τα εκρηξιγενή πετρώματα του χαλαζία  που γυάλιζαν.  

Στην επιστροφή  όλες ο σκηνές που είχε δει περνούσαν από μπροστά του σα κινηματογραφική ταινία,  μάλιστα άκουγε και  τη μουσική,  λίγο θλιμμένη αλλά ωραία,  οι σκηνές εναλλάσσονταν,  μια χελώνα  έβγαζε το κεφάλι πάνω απ'  το νερό, ένα γεφύρι όπου φυσούσε ασταμάτητα, ένας βράχος  που κρέμονταν,  η θάλασσα  γυάλιζε, μια γυναίκα  τον κοιτούσε περίεργα,  ένα δάσος  από ιστιοφόρα, μια μελαγχολία  άρχισε ν'  απλώνεται μέσα του... 

Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου

ΩΣΕΙ ΑΝΘΟΣ ΤΟΥ ΑΓΡΟΥ

«Ο οδηγός κλείνει τα μάτια όλη την ώρα !» του ψιθύρισε σκύβοντας η γυναίκα που καθόταν στο απέναντι κάθισμα, - « σοβαρά;»  είπε  αυτός και κ...