Παρασκευή 6 Απριλίου 2012

MEΓΑΛΗ ΠΕΜΠΤΗ

Συζητούσα μαζί της και είμασταν σε πολύ καλό σημείο όταν με παίρνει η μάννα μου και μου λέει'' ξέρεις ο μπαμπάς μπαίνει χειρουργείο επειγόντως '' κι εγώ λέω ''τώρα τι κάνουμε'' κι ύστερα σκέφτομαι ''πατέρα εσύ τάχεις φάει τα ψωμιά σου άσε να δούμε και μεις τι μας γίνεται΄΄ και συνέχισα την κουβέντα μου με το κορίτσι σα να μη τρέχει τίποτα,  μη ρωτάς πως γίνεται τόχω κάνει πάντως και μόλις τελείωσε  η προσέγγιση με το πρόσωπο κατευθείαν τηλέφωνο για να μου πει η μάνα μου πως όλα τέλειωσαν κι οι γιατροί είπαν πως θα πονάει λίγο τον πρώτο καιρό.
Πολλές φορές χρειάστηκε να υποκριθώ πως όλα είναι εντάξει όταν μέσα μου γκρεμίζονταν το σύμπαν, εγώ έπρεπε να φορώ τη μάσκα του ατάραχου- τα μικρά παιδιά μόνο το καταλαβαίνουν και με κοιτούν περίεργα και κάποιες γυναίκες ίσως. Κάτι στραβοί και ψυχροί μαθητές σου κάνουν ερωτήσεις δύσκολες τότε που νιώθεις κοματιασμένος, γονείς δεν πιστεύουν στα παιδιά τους και πρέπει να τους πείσεις γι αυτά  κι όταν τα παιδιά  παίρνουν τα πτυχία το θεωρούν φυσικό απολύτως. Το μυαλό σου βαράει μπιέλλα, αρρώστιες, ιοί , βακτήρια, χτικιά σε περιτρυγυρίζουν, άμα χαλαρώσεις πάει τέλειωσε. Γυναίκες φίλοι κι αδέρφια σ' αφήνουν την πιο κρίσιμη στιγμή τότε που η πόλη αδειάζει, κάποιοι φεύγουν στα χωριά τους να ψήσουν κρέατα πλάι στο ποτάμι και να χορέψουν με το κασετόφωνο κάτω απ' τις ανθισμένες κερασιές, να μαζέψουν ζουμπούλια που μοσχοβολούν απ τους μπαξέδες και να ψάξουν για το κυνηγόσκυλό τους, το Ντίκο, που τόσκασε στο δάσος και τον σκότωσε ένας λύκος που γυρνά έξω απ τα χωριά.
Στη πόλη οι χασάπηδες ανεμίζουν μπαλτάδες τετράγωνους, πελώριους, φονικούς και τεμαχίζουν αρνιά απ' το Σοχό κι απ τα Σκόπια, στο Καπάνι, στους πάγκους πουλάνε άνιθο απ' τα Μέγαρα και ντομάτες απ' τα Χανιά,στις στοές  έχουν κλείσει τα μαγαζιά που πουλάνε γλυκά σουτζουκάκια και πιπεριές καυτερές μαζί με φέτες από ντομάτες ψημένες πάνω στη σχάρα για να τραβούν τσίπουρο. Τα πατσατζίδικα με τα γυάλινα μπολ γεμάτα σαλάτα λάχανο κι αγριόχορτα πράσινωπά , κλειστά κι αυτά, στα
 Λουλουδάδικα  το μάτι θαμπώνει απ τα πολλά χρώματα κι η μυρουδιά που αναδύεται σε ζαλίζει.
Μια άδεια που είναι να πάρεις χάνεται, λες '' Δε γίνεται'' τελικά κάποιος τη βρίσκει σ' ένα συρτάρι πεταμένη,  την αρπάζεις και τρέχεις πανικόβλητος να προλάβεις το λεωφορείο.  Ένα κορίτσι δίπλα σου , η ανάσα της μυρίζει μέντα, σε κοιτά για λίγο, δε θες και πολλά μπορείς να υσηχάσεις λίγο. Στα χωριά σούβλες στήνονται στις αυλές , εκεί όπου οι γυναίκες θα χορεύουν χαμογελώντας και  δείχνοντας τα χρυσά τους δόντια.
Στο πατρικό, ο Βασίλης βγάζει βόλτα τον παππού του να δει για τελευταία ίσως φορά τα μέρη που περπατούσε σαν ήταν παληκάρι, πλησιάζεις κι εσύ το γέρο σου που σου λέει για τότε που έψελνε ολομόναχος μια Μεγάλη Πέμπτη σ' ένα μοναστήρι πάνω στο βουνό και κόντεψε να λιποθυμίσει απ΄τα κεριά , τα θυμιάματα και τις αναθυμιάσεις. Σε κάποια στιγμή ο πατέρας σου κατεβαίνει απ' το αμάξι  φορά το πλαστικό πόδι που τούδωσαν αφού έκοψαν το δικό του στο χειρουργείο, στέκεται μια στιγμή στυλώνοντας το σώμα , βάζει την παλάμη πάνω απ΄το μέτωπο για να αγναντέψει κάτω μακριά τον κάμπο και σου λέει ''Ξέρεις στο χειρουργέιο όταν με νάρκωσαν ένας αέρας φύσηξε κι από κάπου  μπήκε μέσα η γιαγιά σου η πεθαμένη, μ' ένα τσεμπέρι μαύρο, σέρνοντας τα τσόκαρά της. Το πρόσωπό της δε φαίνονταν μονάχα δυο χέρια μελανιασμένα και κάτι γυάλιζε κάτω απ το τσεμπέρι εκεί όπου έπρεπε να  βρίσκονται τα μάτια. Με κοίταξε λίγο κι ύστερα είπε''θα τα πούμε σύντομα''.

Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου

ΩΣΕΙ ΑΝΘΟΣ ΤΟΥ ΑΓΡΟΥ

«Ο οδηγός κλείνει τα μάτια όλη την ώρα !» του ψιθύρισε σκύβοντας η γυναίκα που καθόταν στο απέναντι κάθισμα, - « σοβαρά;»  είπε  αυτός και κ...