Τετάρτη 11 Απριλίου 2012

ΣΑΛΕΜΕΝΟΣ

Μούχει περάσει πολλές φορές απ το μυαλό η σκηνή. Πας στο γραφείο ενός τύπου που σ' έχει αρρωστήσει με τα καμώματα του κι αρχίζεις να κατεβάζεις βιβλία, φακέλλους  και ντοσιέ απ' τα ράφια. χαρτάκια αιωρούνται στον αέρα καλώδια ξηλώνονται ο τύπος σε κοιτά απολιθωμένος '' Μήπως είσαι τρελλός;'' - 'Έτσι λένε''.
Φεύγεις ταξιδάκι στην Αγγλία με τη δικιά σου, τρως στη μάπα τους Λονδρέζους και τις φακιδομύτες,στο μετρό κατεβαίνεις όλο και πιο βαθιά στη γη σκέφτεσαι '' από δω μέσα δε πρόκειται να βγούμε'', σ' ένα σταθμό σε πιάνουν γέλια δυνατά , όλοι γυρνάνε να δουν, σ' ένα μαγαζί κάποιος ανοίγει δεκάδες συσκευασίες, στις πάμπ το βράδι κάνουν ότι διασκεδάζουν μες στα σκοτεινά, γυρνάς επιτέλους  πίσω κι η δικιά σου λέει '' Ξέρεις ψάχνω σπίτι μόνη μου'' σούρχεται να ορμήξεις αλλά δε βαράμε γυναίκες, θες να βρίσεις αλλα δε βρίζουμε γυναίκες, μπορείς όμως ν' ανοίξεις τη πόρτα του μπάνιου όταν δεν το περιμένει και να σε κοιτά με μάτια γουρλωμένα.
Όλα όμως πρέπει να γίνουν σωστά να μη δώσεις λαβή στον αντίπαλο, να λυγίσεις να ηρεμήσεις, να υποχωρήσεις να κατέβεις χαμηλά , να διπλωθείς ως το πάτωμα, να γίνεις δυο κομάτια, με τα χρόνια μαθαίνεις κι αυτή τη τέχνη.
Πας στα Public να ξεχτυπήσεις λίγο, σε ρωτούν '' Θέλετε βοήθεια;'' όχι ρε μεγάλε δε θέλουμε βοήθεια άσε μας λίγο ήσυχους, κάθεσαι να δεις ένα λέυκωμα με φωτογραφίες τραβηγμένς από ψηλά. Κάτι χωράφια απέραντα με παπαρούνες στη Βεγορίτιδα, ξαπλώστρες με γυμνόστηθες  στη Σαντορίνη, πάνω στη μαύρη άμμο, νερά γαλάζια και πράσινα, βράχοι ασβεστολιθικοί κομένοι με το μαχαίρι στη Κεφαλονιά και στη Ζάκυνθο, τα τείχη των Μυκηναίων, εκεί όπου στα χαλάσματα βρήκαν τις χαραγμένες πλάκες με τις καταγραφές  των κρασιών και των λαδιών, κόκκκινες σκεπές μοναστηριών στο Άγιο Όρος, πάνω απ' το δέλτα του Αξιού που έχει πνιγεί στα νερά, πουλιά πετούν, μια γριά σ' ένα νησί σκάβει ένα περιβόλι φραγμένο  από πέτρες, το μοναστήρι της Αποκάλυψης στη Πάτμο με τα πανύψηλα τείχη, κάτι εκκλησάκια ασβεστωμένα, μαγικά δυο βήματα απ' το κύμα,  άνθρωποι επιπλέουν σε νερά διάφανα,δίπλα από ξερονήσια ακατοίκητα, ορυχεία μέσα σε καπνούς στην Κοζάνη, καμάρες γεφυριών πέτρινων στην  Ήπειρο, ομίχλη πάνω απ' τον  Παρνασσό, βουνά και πέτρες και νερά παντού σ΄αυτόν το τόπο.

Όπως βγαίνεις απ το βιβλιοπωλείο σε μια τζαμαρία κάποιος έχει κρεμάσει μια αρκούδα με την επιγραφή από κάτω ''Πεθερά'', ένας χαπακωμένος γράφει αργά με μαρκαδόρο σε μια στάση'' Ντου από παντού'', ένας άλλος έχει κολήσει πάνω στο πίσω τζάμι του αυτοκινήτου του  ένα χαρτί που γράφει ''Σαλεμένος''.
Σε κάποια εκκλησία το βράδι πρόσωπα παράξενα έχουν μαζευτεί γύρω από ένα αναλόγιο. Βλέματα αλοίθωρα, κεφάλια καραφλά, φωνές βραχνές κλαταρισμένες, αγκομαχητά, μπερδέματα , χασμωδίες προγούλια , κοιλιές, σκέφτεσαι ''Αν αυτοί κατάφεραν να επιβιώσουν πρέπει να είμαι πολύ άχρηστος για να μη καταφέρω τίποτα στη ζωή μου''.  Ένας  απ' αυτούς σ' έχει βάλει στο μάτι, θέλει να σου κάνει τη ζωή δύσκολη με κάθε τρόπο, να μη σ' αφήσει να πάρεις ανάσα, να σε στριμώξει στο τοίχο, να σου χαλάσει τη διάθεση, να σε φέρει στα όρια σου κι εκεί όπου η Κασσιανή λέει ότι φοβήθηκε σαν άκουσε τον ήχο στα σκαλιά  απ' τα σανδάλια του αυτοκράτορα - είχε καεί αυτή από αυτοκράτορες- και παράτησε το τροπάριο που έγραφε, σου τη δίνει, ξεχνάς τα λυγίσματα και τις τέχνες, παίρνεις σβάρνα το αναλόγιο, οι γυναίκες ουρλιάζουν, τα μικρά κλαίνε, όλοι γυρνούν να δουν τι γίνεται,πάει η κατανυκτική ατμόσφαιρα ο τύπος σε κοιτά κι έχει φρίξει ΄΄Μήπως είσαι τρελλός; ΄΄- ''Έτσι λένε''.

Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου

ΩΣΕΙ ΑΝΘΟΣ ΤΟΥ ΑΓΡΟΥ

«Ο οδηγός κλείνει τα μάτια όλη την ώρα !» του ψιθύρισε σκύβοντας η γυναίκα που καθόταν στο απέναντι κάθισμα, - « σοβαρά;»  είπε  αυτός και κ...