Σάββατο 28 Απριλίου 2012

ΠΥΡΟΤΕΧΝΗΜΑΤΑ

Έβλεπα την Αντζελίνα Τζολί  να πέφτει και να σηκώνεται, να την κυνηγούν μέσα σε τούνελ όπου δεν μπορούσε να πάρει  αέρα, ν' ανεβαίνει σκάλες σιδερένιες σφίγγοντας τα δόντια , να λυσσάει και να σκυλιάζει , να τα δίνει όλα, να αναδύεται μέσα από λάμψεις πορτοκαλιές, να πηδά πάνω σε φορτηγά, να πληγώνεται, να πονά,  και να σώζεται τη τελευταία στιγμή, έτσι είναι φίλε άμα δε  ματώσεις δεν κερδίζεις.
Κατέβαινα κάτι σκάλες κάποτε κι όπως κοίταζα τη φάτσα μου σ' έναν καθρέφτη μούρχονταν να ουρλιάξω γιατί με έιχαν παρει σε μια δουλειά αφού με είχαν σουτάρει από εκατό άλλες και το ήθελα πολύ  -  πρέπει να φαίνεται στο βλέμα όταν νιώθεις έτσι.
Κάποια μου είχε πει  ''Εγώ σε βλέπω σα φίλο'' κι όταν πήγα σέρνοντας στο σπίτι άνοιξα τη τηλεόραση και  σκέφτηκα ΄΄'Αμα κερδίσει αυτή η ομάδα τη γλίτωσες,  άν χάσει ετοιμάσου για καταποντισμό στα τάρταρα''  κι όταν μπήκε γκολ πετούσα στον αέρα τις κουβέρτες και τα σκεπάσματα.
Κάτι καταραμένες εξετάσεις με είχαν στοιχειώσει κι όταν ήταν να ρωτήσω τα αποτελέσματα έτρεμα αλλά ένα κορίτσι πίσω από ένα τζάμι μου είπε χαμογελώντας ''Περάσατε'' κι ήθελα να πηδήξω τον πάγκο και να τη φιλήσω.
Άλλοτε πάλι περίμενα νέα από μια γυναίκα κι  όλοι μου λέγανε ''Είσαι βλάκας, ξέχνα την'' όμως μέσα μου βαθιά ήξερα πως θα γύριζε κι έτσι έγινε.
 Ασήμαντα γεγονότα μπορεί να σ' ανεβάσουν.  Ένα μωρό  στέκεται σ' ένα λεωφορείο ακουμπώντας όρθιο σ' ένα τζάμι, μπλουζάκι στο χρώμα της σάρκας , παντελόνι τζιν εφαρμοστό, ξανθά μαλλιά, στέκεται σα την Μπριζίτ Μπαρντό με βλέμα που λέει'' Πάρε με'' και θες να της  πεις ΄΄Μαζί σου και στη κόλαση΄΄ κι ένας φίλος σε φτιάχνει καθώς σου λέει για τότε που δούλευε με δυο παιδιά   σ' ένα εστιατόριο κι αυτοί τρώγανε από άλλο μαγαζί κι ύστερα πήγαν στις παραλίες της Νάξου όπου  οι Ιταλίδες τους σνομπάριζαν γιατί είχαν κάνει κοιλιές,  αλλά οι μάγκες είχαν ξεσκιστεί στο γέλιο με τα λέσια τους Ιταλούς που την έπεφταν σε όποια νάναι.
Κάπου στην Άνω Πόλη  τα φώτα σβήνουν ξαφνικά και  χάνεσαι στα στενά, τηλεοράσεις φωτίζουν κάμαρες σκοτεινές, σκύλοι ουρλιάζουν, η πόλη βουτηγμένη στα μαύρα, μονάχα κάτι λάμψεις μικρούτσικες σαν αστεράκια φέγγουν σ' ένα σημείο.
Στο κέντρο, σε μια στάση, αστικά πάνε κι΄ έρχονται ασταμάτητα στους φωτεινούς πίνακες και τα ηχεία δονούνται από τον Republic που παίζει σ' ένα μαγαζί βρώμικο,  του θανατά. Ένας πατριώτης τόχει ανάθεμά τον και  λες μέσα σου ''Άστο καλύτερα γι απόψε'' νιώθωντας το σώμα να ιδρώνει και να μουσκεύει από τη γρίππη που περνά αργά από πάνω σου. 
Άλλη μια  φορά έχεις βγει ζωντανός διαβαίνοντας  τη στενωπό, κινούμενος στο όριο πάντα, εκεί που όλα κρέμονται από μια κλωστή, κρατώντας το μομέντουμ και τη φλόγα αναμένη. Κι όλα αυτά χάρη σ' αυτό το υπέροχο όργανο, το μυαλό  που γυρόφερε ένα πρόβλημα, το οσμίστηκε, βρήκε τα αδύνατα σημεία του, τις ρωγμές, τα ανοίγματα  και τις εσοχές του και μετά πήρε φόρα, διείσδυσε μέχρι την καρδιά της κατάρας που σε βασάνισε για χρόνια, βρήκε τον πυρήνα της και τον ανατίναξε σε εκατομύρια μικρά κοματάκια μέσα σε ορυμαγδό από κρότους, και  σπίθες , φώτα, λάμψεις και πυροτεχνήματα.

Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου

ΩΣΕΙ ΑΝΘΟΣ ΤΟΥ ΑΓΡΟΥ

«Ο οδηγός κλείνει τα μάτια όλη την ώρα !» του ψιθύρισε σκύβοντας η γυναίκα που καθόταν στο απέναντι κάθισμα, - « σοβαρά;»  είπε  αυτός και κ...