Πέμπτη 19 Απριλίου 2012

ΣΕ ΜΙΑ ΣΤΟΙΒΑ ΚΑΛΑΜΙΕΣ

Κάποτε προσπαθούσα να μάθω οδήγηση μ' άνα μηχανάκι , μπέρδεψα το γκάζι με το φρένο, καρφώθηκα σε μια βιτρίνα, ένας φορτηγατζής χοντρός σταμάτησε και με ρώτησε ''Θες να το φωρτώσω;''.
Ποτέ δεν έμαθα να οδηγώ αλλά πάντα θέλω να είμαι σε κίνηση, δεν χαλαρώνω ποτέ παρά μόνο στον ύπνο μου εκτός κι αν με κυνηγάει και κει κανένα φάντασμα απ' τα παλιά. Έτσι όμως είσαι ζωντανός και  ζεστός κι άμα τύχει και χτυπήσεις κάνα πόδι , κάνα χέρι, κάνα γοφό ή  το κεφάλι - αυτό προπαντός- το ξεπερνάς και συνεχίζεις, σαν τα άγρια ζώα που είναι πάντα σε επιφυλακή για πιθανούς φονιάδες , αυτούς που βγαίνουν απ τις γωνιές κι απ' τα σκοτεινά φυλλώματα.
 Τους γιατρούς δεν τους πολυεμπιστεύομαι ούτε χάπια παίρνω, ειδικά κάτι αντιφλεγμονώδη που σε σακατεύουν και σε ρίχνουν κάτω. Ξέρω βέβαια πως στο τέλος τους γιατρούς δεν τους  γλυτώνω και κάποτε θα πέσω στα χέρια τους αλλά για την ώρα με σώζει η κίνηση , εν κινήσει τρώω, εν κινήσει σκέφτομαι, εν κινήσει γράφω κάπου στο Βαρδάρη ακουμπισμένος σ΄εναν τοίχο  κοιτάζοντας τις γυναίκες να πουλούν κόλιανδρο και πιπεριές καυτερές, έναν τύπο να σκίζει μια φραντζόλα για να φάει με τυρί και ντομάτα, κάποιος πουλά σφουγγαρίστρες κίτρινες, ένας άλλος εσώρουχα, γυναίκες με πρόσωπα γαζωμένα από ρυτίδες περνούν, άμα βρέχει τα αμάξια μας μουσκεύουν με νερά, ένας γέρος πετά ένα κουτι τσαλακωμένο από τσιγάρα,  καφέδες σε πλαστικά ποτήρια πεταμένοι στο δρόμο, βρώμικα καρτοτηλέφωνα, χαρτά και σακούλες και σκουπίδια,  όπου να κοιτάξει το μάτι σκουπίδια παντού.
 Στις οθόνες των μαγαζιών με τα ηλέκτρικά, λιοντάρια καταβροχθίζουν ζώα που χαλάρωσαν για μια στιγμή,  παραπέρα σεκιουριτάδες τρομαγμένοι με γιλέκα αλεξίσφαιρα κουβαλούν τσάντες σιδερένιες, πυροσβέστες με στολές φωσφωρίζουσες, κάτι κλούβες αστυνομικές έρχονται απ τα δικαστήρια, στους τοίχους αφίσσες  σκισμένες με αναρχικούς που φορούν κουκούλες και κρατούν στην αγκαλιά τους πέτρες τετράγωνες, Α.Τ.Μ. σπασμένα, ένας Λίβυος προσπαθεί να κλέψει μια τσάντα.
Σ' ένα μαγαζί με ζώα εξωτικά κάποιος κόβει με το στόμα το ράμφος ενός πουλιού που έχει μια προεξοχή, παπαγάλοι σκούζουν τα ζώα ασφυκτιούν μέσα στα κουβιά καθώς διαισθάνονται την Άνοιξη, νοσταλγουν τον ανοιχτο χώρο, τα δέντρα και τα ρυάκια, οι σαύρες θέλουν πέτρες πυρωμένες για να λιαστόυν απάνω τους, σκύλοι τρελλαμένοι μέσα σε κλουβιά μικροσκοπικά κι ένας καραχαρίας στριφογυρνά σα δαιμονισμένος μέσα σ' ένα ενυδρείο, αυτός που έχει μάθει να σκίζει τις ανοιχτές θάλασσες  σα μαχαίρι κινούμενο.
Όπως και νάχει  όμως κάποια στιγμή πρέπει να υσηχάσεις, να γυρίσεις στο λημέρι σου για να γλύψεις τις πληγές και τα χτυπήματαπου δέχτηκες άφθονα, στην καθημερινή μάχη  δίχως να περιμένεις τύμπανα να ηχήσουν με τον ερχομό σου ούτε σάλπιγγες να σημάνουν τη λήξη της μάχης και της μέρας.
Κλείνεις τα μάτια στο κρεβάτι και περιμένεις να σε πάρει ο γλυκός ύπνος όπου θα δεις πρασινάδες και ποτάμια και σπίτια χτισμένα στις όχθες τους. Κι εκεί που χαλαρώνεις και κάποιος - πάει κι αυτός- τραγουδάει στο ανοιχτό  ραδιόφωνο'' Σε μια στοίβα καλαμιές αποκοιμήθηκα'' θ' ανοίξεις τα βλέφαρα για να αντικρύσεις έναν μαυροφορεμένο με κουκούλα να στέκεται,  να  σε κοιτά και να σου λέει ΄΄'Ελα να πάμε μια βολτούλα΄΄
Τότε θα σου τη δώσει , θα σκεφτείς πως δεν έχεις ζήσει τίποτα, ότι η ζωή για σένα τώρα ξεκινά, ότι δεν έχεις κάνει ούτε το ένα δέκατο  απ' αυτά που ονειρευόσουν, οι φλέβες στο λαιμό σου θα φουσκώσουν από οργή, θα αρπάξεις τον μαυροντυμένο απ το γιακά, θα νιώσεις τα κόκαλά του να τρίζουν κάτω απ το μανδύα και θα ουρλιάξεις ''Όχι ακόμα!!!!''.

Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου

ΩΣΕΙ ΑΝΘΟΣ ΤΟΥ ΑΓΡΟΥ

«Ο οδηγός κλείνει τα μάτια όλη την ώρα !» του ψιθύρισε σκύβοντας η γυναίκα που καθόταν στο απέναντι κάθισμα, - « σοβαρά;»  είπε  αυτός και κ...