Δευτέρα 9 Απριλίου 2012

KΡΥΣΤΑΛΛΑ

Όταν πρέπει να αποχωριστείς πρόσωπα αγαπημένα προσπαθείς να το κάνεις όσο πιο μαλακά γίνεται. Κάτω από κάτι καμάρες  στην Αριστοτέλους, όπως τρως ένα σάντουιτς προσπαθείς να κρατήσεις τα χαρακτηριστικά τους στη μνήμη σου, άλλωστε πέρασες τη μισή ζωή σου μαζί τους. Μετά πας στα μαγαζιά με τους καφέδες απ' τη Γουατεμάλα κι απ' την Αφρική, μια ματιά ταλευταία κι αυτό ήταν δεν θα τα ξαναδείς.
 Άλλα πρόσωπα που συναντάς στην αυλή ενός νοσοκομείου σου μιλούν και νιώθεις στον αέρα ότι κάτι έχει αλλάξει, δεν είναι αυτά που ήταν, μια σχέση έχει πεθάνει με την πόλη στο βάθος να απλώνεται και τα καράβια να στέκουν αραγμένα στο Θερμαϊκό. Μαζί με κάτι άλλα πρόσωπα περιμένεις μέσα σ' ένα πρακτορείο, έξω βρέχει ασταμάτητα, δε θες να γίνει άγαρμπα κι αυτός ο αποχωρισμός, σήμαιναν τόσα για σένα κάποτε, άλλα πρόσωπα καταλαβαίνεις πως μπορεί να πεθάνουν εκείνο το βράδυ και συ δεν είσαι προετοιμασμένος, λες ''Οχι απόψε θε μου'' τύποι ξενυχτισμένοι παραστέκουν τις άρρωστες γυναίκες τους, νοσοκόμες τρυφερές κι άλλες κρύες σα μάρμαρα μπαινοβγαίνουν στο θάλαμο η πόλη κάτω φωτίζεται από χιλιάδες λαμπάκια. Άλλα πρόσωπα αγαπημένα για τα οποία έκανες  όνειρα περιστοιχίζονται από τύπους χαμερπείς που σε πνίγουν , δεν αντέχεις πρέπει να αποχωριστείς τους αγαπημένους σου. Άλλα προσωπα πάλι που πίστεψες κι αγάπησες είχαν άλλες προτεραιότητες ή ήταν ράθυμα ή μικρόψυχα, αυτά που έβλεπες σ' ένα σπίτι με θέα μια εκκλησιά γαλάζια και άσπρη σαν αυτές στα νησιά το καλοκαίρι, άλλα δεν βρίσκουν χρόνο, άλλα έχουν πάρει αλλους δρόμους στραβούς, όλα γύρω στραβά τι να πρωτοδιορθώσεις. Άλλα  που σούλεγαν πως τα ηρεμείς όπως καθόσουν σ' έναν καναπέ ρίχνοντας το κεφάλι πίσω, σε κάτι σπίτια όπου φοβόσουν ν' ανέβεις τα σκαλιά και να πατήσεις το κουδούνι΄, τα ξαναβλέπεις στο λεωφορείο και η ματιά τους λιώνει όπως σε κοιτούν μα είναι αργά πια το τρένο έφυγε ανεπιστρεπτί.
Θάθελες όλοι αυτοί οι αποχωρισμοί να είχαν γίνει όπως πρέπει να έχεις κάτι καλό να θυμάσαι. Κάθεσαι στο σπίτι του φίλου σου, κάπου στην Καρδία, στον κήπο έχει φυτρώσει αγριάδα αντί για γκαζόν, κοιτάς τα αεροπλάνα που έρχονται και πάνε απ' όλες τις μεριές του ορίζοντα, το παιδί του φίλου σου με τα μαλακά χεράκια  περπατά στο χορτάρι, ένα ρέμα δεξιά όπου ένα γατί χάθηκε γιατί αγρίεψε κι έσμιξε με κάτι αδέσποτα, έρχεται πια μόνο για φαί. Ο φίλος σου λέει ιστορίες για το νησί του τη Μιτιλήνη όπου κάποιος βρίσκει που υπάρχει νερό κάτω απ' το χώμα με κάτι ξυλαράκια παράξενα ,τις νύχτες ψάχνει γαι λίρες μ' ένα φακό σκάβοντας   σε σπίτια γκρεμισμένα και μια φορά λέει πως βρήκε στο στόμα ενός ψαριού που έπιασε ένα πετράδι πράσινο.
Ο φίλος σου προτείνει έναν ψυχολόγο και σκέφτεσαι ΄΄Ας το κάνουμε κι αυτό μήπως σώσουμε τίποτα απο μια σχέση που πιστέψαμε έναν καιρό΄΄.
 Στη Μητροπόλεως  σε μια πολυκατοικία αρχαία με ασανσέρ που τρίζουν εφιαλτικά ο ψυχολόγος, ένας τύπος ταχτοποιημένος με γυαλιά, σε ρωτά΄΄ Πως νιώθετε με άριστα το δέκα;'' εσύ ''Δέκα'' -  ''Δε μπορεί δε μου τόχει ξαναπεί κάποιος΄΄ εσύ ''τι να κάνω τώρα'' Μήπως έχετε άγχος;''  αν ήμουν εντάξει δεν θαρχόμουνα ''Μου μεταδίδετε μια νευρικότητα''- '' Μήπως κάνεις λάθος δουλειά'' -'' Πενήντα ευρω για την επίσκεψη''.
'Οπως φεύγεις συγχυσμένος απ' το γραφείο μες τη σκοτεινή αίθουσα δεν προσέχεις και παίρνεις σβάρνα μια πόρτα γυάλινη, ένας πόνος στο κεφάλι, μια ζάλη καθώς  βλέπεις εκατοντάδες κρύσταλλα και κρυσταλλάκια να κατρακυλούν στο μπουφάν σου και να σκορπίζονται στο πάτωμα, όλα γυρνούν γύρω κάτι αστραπές από δεξιά κι αριστερά, παραπατάς ψηλαφώντας τους τοίχους, κάτι φωνές, το ασανσέρ στριγκλίζει...

Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου

ΩΣΕΙ ΑΝΘΟΣ ΤΟΥ ΑΓΡΟΥ

«Ο οδηγός κλείνει τα μάτια όλη την ώρα !» του ψιθύρισε σκύβοντας η γυναίκα που καθόταν στο απέναντι κάθισμα, - « σοβαρά;»  είπε  αυτός και κ...