Κυριακή 1 Απριλίου 2012

ΣΚΟΝΗ

Όταν με πήρε τηλέφωνο απο την Αργεντινή ήμουν προετοιμασμένος. Μου το είχε ξανακάνει και ήξερα πως θα χτυπούσε τότε που ένιωθα αδύναμος το βράδι του Σαββάτου τότε που τα ζευγάρια γελούν πίνοντας καφέ πίσω απ τα τζάμια,  κάπου στο κέντρο. Της είπα  ήρεμα πως το έργο το είχα ξαναδεί κι ότι δεν επρόκειτο να ξαναπαραδοθώ ολοκληρωτικά σε καμιά γυναίκα.
 Λίγο πολύ έχω μάθει να χειρίζομαι τέτοιες καταστάσεις και ξέρω ότι στα πολύ συναισθηματικά άτομα πρέπει νά είσαι  ψυχρός όταν χρειάζεται, αυτό πονάει. Απεχθάνομαι τους καυγάδες αν και ομολογώ πως κάποιες φορές ψάχνω κανέναν για να ξεσπάσω όπως τότε στην ουρά του'' Φωκά'' όπου μια σπαστικιά επέμενε πως είχε πληρώσει τα πέντε ευρώ  που της ζητούσαν απ' το ταμείο κι εμείς περιμέναμε σα βλάκες τη σειρά μας. Της είπα ''Κορίτσι μου να σου δώσουμε πέντε ευρώ να τελειώνουμε'' κι αυτή '' Σιγά ρε πλούσιε''. Οι κοπέλλες αργότερα μου είπαν ότι τελικά το έδωσε το καταραμένο το χαρτονόμισμα.
Πια δε θέλω να συγχύζομαι και να σπαταλάω ενέργεια δεξιά κι αριστερά αλλά στη πόλη υπάρχει τόση παλαβομάρα που θάπρεπε να είσαι συνέχεια στη τσίτα. Κάνεις το βλάκα και παριστάνεις πως όλα είναι εντάξει τη στιγμή που αντιμετωπίζεις σκηνές απίστευτες, σου κρύβουν βιβλία, σου βάζουν τρικλοποδιές, πέφτουν μαχαιρώματα πισώπλατα, νιώθεις ζήλειες θανάσιμες , σου λένε ΄΄ Θα τα πούμε έξω'' σκέφτεσαι '' Τώρα τη κάτσαμε''  για να αποδειχτεί ότι είναι το γνωστό κόλπο των νταήδων,  σού ρχεται να φωνάξεις  ή να βάλεις τα γέλια. Βλέπεις κάτι τύπους που κυκλοφορούσαν όλο το χειμώνα ξυπόλυτοι και σκορπούσαν ανατριχίλες τώρα να  φορούν παπουτσάκια, γριές παρακολουθούν ταινίες Γαλικές, κουλτουριάρικες στο ΟΛΥΜΠΙΟΝ,  τις κοιτάς και τρομάζεις όταν ανάβουν τα φώτα, ένας τύπος τυλιγμένος μ' ένα σεντόνι στέκεται στην Ερμού, ναρκομανείς χορεύουν σε αργή κίνηση κάτι σκοπούς που ακούν στα κινητά, άλλοι παλεύουν να στείλουν ένα μύνημα μα αστοχούν στα πλήκτρα, οδηγοί λεωφορείων τρακάρουν υπολογισμένα με κοπέλλες που μαθαίνουν οδήγηση και τις στέλνουν πεντέξι μέτρα μακριά, ένας γέρος γυρίζει τα βράδια στις Συκιές μ' ένα μπαστούνι που έχει ένα καρφί στην άκρη και ξεφουσκώνει τα λάστιχα των διπλοπαρκαρισμένων,  άλλοι οδηγοί κοπανάνε τα τζάμια ενός άλλου αμαξιού, βρίζουν , φτύνουν, ο άλλος ξεκινά τους σέρνει στην άσφαλτο οι γυναίκες σταυροκοπιούνται.
Με τα χρόνια βέβαια μαθαίνεις καποιες τεχνικές, αφήνεις το θυμό σου να μαζευτεί κι έπειτα αυθόρμητα  ανοίγεις το καπάκι κι όποιον  πάρει ο χάρος - δε βρίζεις ποτέ τέτοιες στιγμές αυτός έιναι κανόνας. Θυμάμαι μια χοντρή που μας είχε ταράξει με το κινητό της σ' ένα αστικό και την είχα βάλει στη θέση της ούτε κατάλαβε από που της ήρθε.
Όσα κι αν μάθεις βέβαια οι καταστάσεις αυτές αφήνουν σημάδια πάνω σου ειδικά αν έχουν να κάνουν με άτομα που έχουν το αίμα σου στις φλέβες τους. Τους έχεις δώσει μια , δυο, πέντε , δέκα ευκαιρίες, τους περιμένεις ώρες στο ισόγειο ενός σπιτιού  κάπου σ' ένα χωριό κι όταν επιτέλους εμφανίζονται αρχίζουν το ίδιο βιολί μα εσύ δεν πρόκειται να κοπανήσεις ξανά καρέκλες κι άλλα τέτοια, τους λες ψυχρά'' Θα ζήσουμε και χωρίς εσένα'' ενώ αυτοί σε κοιτούν αποσβωλομένοι με τα πράσινα μάτια τους.
Κι ύστερα σε παίρνουν με το αμάξι τους και κει πάνω στον Άγιο Σύλλα, έξω απ' την Καβάλα , σου λένε ''Τώρα κατέβα κάτω'' και συ μένεις εκεί πέρα μονάχος, βλέπεις τα καράβια ν' αρμενίζουν κατά τη Θάσσο, τα ρέυματα του νερού σχηματίζουν γραμές κυρτές, οι εξέδρες του πετρελαίου  χάσκουν κι αυτές μοναχικές κατά τον Πρίνο,  η Σαμοθράκη πέρα μακριά, κατηφορίζεις το δρόμο προς τη πόλη κι από ένα χωματόδρομο περνούν αμάξια και γεμίζουν με σκόνη τα μάτια σου και τον τόπο όλον τριγύρω.

Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου

ΩΣΕΙ ΑΝΘΟΣ ΤΟΥ ΑΓΡΟΥ

«Ο οδηγός κλείνει τα μάτια όλη την ώρα !» του ψιθύρισε σκύβοντας η γυναίκα που καθόταν στο απέναντι κάθισμα, - « σοβαρά;»  είπε  αυτός και κ...