Παρασκευή 13 Απριλίου 2012

ΓΕΝΕΣΙΣ

Έκατσε λέει ο θεός μια φορά κι έφτιαξε τον κόσμο. Μες τα μαύρα σκοτάδια είπε να γίνει το φως, να φανεί μια άσπρη μέρα κι ύστερα έφτιαξε τον θόλο του ουρανού για να χωρίζουν τα νερά της γης από τα σύννεφα. Κι ύστερα μάζεψε τα νερά τα σκορπισμένα σ' ένα μέρος που το ονόμασε ''Θάλασσα''.   Έκατσε να δει το έργο του και σκέφτηκε ''Καλή δουλειά!''. Μετά γέμισε τον τόπο με χορτάρια και θάμνους και δέντρα καρποφόρα και βράδιαζε και ξημέρωνε και περνούσαν οι μέρες. Ύστερα έβαλε αστέρια στον ουρανό να ξεχωρίζει η μέρα απ' τη νύχτα, να ορίζονται οι καιροί και οι εποχές και να φαίνεται η γη τη νύχτα, να μη κουτουλάς όπου νάναι. Έφτιαξε και δυο μεγάλα αστέρια λέει , τον ήλιο και το φεγγάρι κι έκατσε πάλι να δει το έργο του και σκέφτηκε ξανά ''Ωραία δουλειά ρε μεγάλε!''.
  Μετά γέμισε με ψάρια τα νερά και με πουλιά τους αιθέρες και με θηρία άγρια και ήμερα τη στεριά κι αφού τα είχε δώσει όλα και είχε κάνει δουλειά σωστή και νοικοκυρεμένη είπε μέσα του ''Ας τη πέσω λίγο ρε αδερφέ, κοτζάμ κόσμο έφτιαξα σε έξι μέρες μην είμαστε και πλεονέχτες!''.
Στο κατόπι είδε ότι υπήρχε   πολύ ξέρα κι έφτιαξε πηγές που ανάβλυζαν και πότιζαν τη γη, οπότε λέει ας φτιάξω κάτι να μου μοιάζει κι έπλασε τον άνθρωπο με χώμα φυσώντας πνοή ζωής μέσα του.
 Σου φτιάχνει και τον παράδεισσο με τέσσερα ποτάμια να κυλούν μέσα του, σ' άλλο έβρισκες χρυσάφι σ' άλλο πετράδια πολύτιμα. Τέλος σου φτιάχνει και την  Έύα, αυτή με τον Αδάμ το ρίχνουν στο γυμνισμό, αλλλά μετά η Εύα είδε το μηλαράκι το κόκκινο, το ζουμερό και σκέφτηκε ΄'Αυτό δεν το χάνω μέ τίποτα'' ξέρεις τώρα πως είναι οι γυναίκες. Ο θεός τα πήρε στο κρανίο λέει στον Αδάμ ''Τώρα την έβαψες  αδερφέ, πλέον η ζωή σου θάναι τυράνια σκέτη, όλο νεύρα και άγχος και χρέη και δουλειά , κομένο το αραλήκι, αγκάθια και τριβολια θα πατάς, όλα τα κακά θα σε κυνηγούν ώσπου να επιστρέψεις στο χώμα απ' όπου σ' έφτιαξα.

Τώρα θεέ μου κάτι τύπισσες μελαχρινές σ' ένα μαγαζί με εσώρουχα που βλέπω τα πόδια τους στο δοκιμαστήριο κι έπειτα με καρφώνουν με το βλέμα και λέω '' Παραδίνομαι!'', κάτι τέτοιες τύπισσες λοιπόν καλώς τις έφτιαξες.
 Καλά έφτιαξες και κάτι παιδιά γλυκά που με φωνάζουν'' Έλα ρε τρελλέ'' και το βράδι κάνουν παιχνίδι με δυο γκόμενες σ' ένα μαγαζί, καλώς κι αυτά τάφτιαξες και κάτι άλλα κορίτσια που κλαίνε και είναι πολύ όμορφα τότε κι αυτά καλώς καμωμένα και μια γυναίκα που γονατίζει και κλαίει αγγίζοντας το πόδι του γιου σου, του σταυρωμένου, σε μια εκκλησιά, ενταξει κι αυτή, ακόμα κι ο τύπος που έχει καντίνα ''βρώμικη'' έξω από ένα γήπεδο και φτιάχνει τα μπιφτέκια πατώντας τα με το τακούνι, άντε να τον δεχτούμε κι αυτόν , δεν ξέρω το υγειονομικό τι θα πει.

Αλλά κάτι τούβλα και κάτι χοντροκέφαλους, κάτι χοντρές με κίτρινα αδιάβροχα που δεν σηκώνονται ούτε με κλαρκ σαν μπει καμιά γριά μισοπεθαμένη στο αστικό, κάτι τύπους που μυρίζουν μούχλα,κάτι σακιά με κρέας, κάτι ανοικονόμητους κι αχόρταγους και παραδόπιστους σαν τον Ιούδα, κάτι άλλους που μας κάνουν τη ζωή δύσκολη, κάτι εκτρώματα,κάτι χαραμοφάηδες, κάτι ντροπές της κοινωνίας κάτι λέσια και  κάτι αποτυχημένους της κακιάς ώρας -ου να μου χαθούν-, τι τους ήθελες;

Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου

ΩΣΕΙ ΑΝΘΟΣ ΤΟΥ ΑΓΡΟΥ

«Ο οδηγός κλείνει τα μάτια όλη την ώρα !» του ψιθύρισε σκύβοντας η γυναίκα που καθόταν στο απέναντι κάθισμα, - « σοβαρά;»  είπε  αυτός και κ...