Σάββατο 30 Ιουνίου 2012

ΑΧΙΛΛΕΑΣ

Στο χωριό μου χείμαροι με κοίτες ξεραμένες, λίμνες στεγνές, στον πάτο τους χώμα κοκκινωπό, ελιές πετσοκομένες με ρίζες αρχαίες,σκύλοι κοιμούνται στον ίσκιο,  φίδια παλεύουν να περάσουν το δρόμο γλιστρώντας, ποτίστρες στα χωράφια με τα καλαμπόκια φτιάχνουν μικρά ουράνια τόξα, στον αέρα μυρουδιά ποτισμένου χόρτου,  μπάλες άχυρο τετράγωνες και στρογγυλές, κοράκια τσιμπολογούν πλάι σε πελεκάνους. Στο πατρικό μου ο αδερφός μου έχει παρει φόρα, μου λέει για τις ντισκοτέκ του 70 στη Καβάλα, για την καταραμένη ζέστη στη Τρίπολη τότε που υπηρετούσε στην αεροπορία και για την κόλαση της Αθήνας, τότε που έψαχνε μια θεια μας στα Άσπρα Χώματα, τέρμα θεού. Ο  πατέρας μου γελά, τον ξυρίζω, τον καθαρίζω , μια άσπρη φανέλα, ξαναγίνεται όμορφος , με τη μάνα μου σκοτωνόμαστε ως συνήθως κι ύστερα με φιλά, κάτι παλιές φωτογραφίες μας δείχνουν όλους μαζί πνιγμένους στη σκόνη σ' ένα χωράφι, ο αδερφός μου συνεχίζει, τώρα λέει για έναν πετεινό  επιθετικό που τον αποκεφάλισε ένα βράδι όταν  το πτηνό κοιμόταν κι ύστερα συνεχίζει για τις ανηφόρες της Καβάλας, τότε που μάθαινε το τόρνο στο'' Πυθαγόρα'', τη σχολή κι έτρωγαν στον ''Πολυνείκη ΄''  το εστιατόριο με τα παχιά κρέατα, πάμε σ' ένα μπακάλικο, τα ψυγεία παγώνουν γιαούρτια και γάλατα, ένα κελάρι, λάδια και χυμοί κι άλλα φαγώσιμα, κάτι σκάλες, δροσιά εκεί κάτω.

Το βράδι στην Καβάλα με τ΄ ανήψια μου  στο σπίτι κάτω απ' τα κάστρα, η θάλασσα σκάει απάνω στα βράχια, αμάξια περνούν απένανατι στη παραλιακή, γλάροι κρώζουν ασταμάτητα, η Θάσσος απέναντι κι εγώ θυμάμαι ένα βράδι στο νησί με τον Καϊάφα που ψάχναμε βενζίνη για το μηχανάκι σε μια βάρκα κάτω στη θάλασσα κι ύστερα πήγαμε σ' ένα κέντρο σκαρφαλωμένο στο βράχο, το φεγγάρι από πάνω φώτιζε το πέλαγο , ένας τύπος μας  σέρβιρε , αυτός που έγινε κατόπι δήμαρχος  και τον βρήκαν κατατρυπημένο από σφαίρες στο πορτ μπαγκάζ  κάποιου αυτοκινήτου. Μούρχεται στο μυαλό και μια γριά ένα ξημέρωμα που έβαλε τις φωνές σαν πήγαν κάτι αλήτες να βιάσουν ένα  κορίτσι στη Ποταμιά και μετά  πηδούσαν φράχτες κι έμπαιναν στους μπαξέδες τρομαγμένοι ενώ το κορίτσι  δε μπορούσε να σταματήσει  τους σπασμούς του.

Στη τηλεόραση κάτι ταινίες, ''Το φαινόμενο της πεταλούδας''  ''Το πείραμα της Φιλαδέλφειας''  οι ήρωες πάνε μπρος πίσω στο χρόνο, αλάζουν κατεύθυνση στη ζωή τους,  μια σκηνή με μια νταλίκα, ένα τζιπ κοκαλώνει , το φορτηγό έρχεται με κολασμένη ταχύτητα,  οδηγός δε φαίνεται, τζάμια σκοτεινά, οι κόρνες φυσούν δαιμονισμένα, φρενάρει, διπλώνει και τα παίρνει όλα σβάρνα.

Στην επιστροφή για Θεσαλονίκη κάτι μέρη, εδώ φύλαγε ένας Τούρκος το πέρασμα ανάμεσα στο βάλτο  και στο Παγγαίο, εκεί  οι Βούλγαροι έκαψαν κάτι ντόπιους, πιο περα κάτι γκρεμίσματα , ίχνη της Ρωμαικής Εγνατίας, από δω θα περνούσε ο Απόστολος Παύλος, ο οδηγός μας  πίνει από ένα μπουκάλι τεράστιο κάνοντας φυσσαλίδες,  ένα κορίτσι κοιμάται δίπλα μου και το στήθος της ανεβοκατεβαίνει, κάπου εκέι πάνω έγραψε ο Θουκιδίδης, εξόριστος στα μεταλεία του χρυσού,  τον Πελοπονησσιακό Πόλεμο, παραπέρα ο Στρυμόνας που έπνιξε τους Πέρσες καθώς επέστρεφαν ελεεινοί από το Μακελειό της Σαλαμίνας, πάνω στις κορφές ξέσκισαν οι βάκχες τον Ορφέα, ντυμένες με προβιές αλεπούδων,  κάποιοι βάζουν κώνους στην Εγνατία για κάτι έργα και στο κέντρο ''Ο Αχιλλέας''   στρατιώτες μαζί με μοτοσικλετιστές της αστυνομίας έχουν αποθέσει  όπλα, πιστόλια, τόξα, αυτόματα, κοντάρια, ασπίδες, κράνη , τόξα, θώρακες περικνημίδες, ξίφη και πίνουν κόκα κόλες τρώγοντας σάντουιτς....

Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου

ΩΣΕΙ ΑΝΘΟΣ ΤΟΥ ΑΓΡΟΥ

«Ο οδηγός κλείνει τα μάτια όλη την ώρα !» του ψιθύρισε σκύβοντας η γυναίκα που καθόταν στο απέναντι κάθισμα, - « σοβαρά;»  είπε  αυτός και κ...