Παρασκευή 15 Ιουνίου 2012

ΟΔΥΣΣΕΙΑ

Σαν τον Οδυσσέα βλέπεις τη Σκύλα και τη Χάρυβδη να καταπίνουν  τους συντρόφους σου, αυτοί ουρλιάζουν , πόδια και χέρια σαλεύουν με αγωνία  στον αέρα καθώς χάνονται μέσα στα κύματα μα εσύ πρέπει να προχωρήσεις κοιτάζοντας πίσω τους αφρούς και τους γλάρους, καθώς το καράβι σκίζει τα νερά,  αφήνοντας πίσω συγγενείς και φίλους και γυναίκες κι αναμνήσεις, το φως σε στραβώνει, το στόμα ξερό απ' την αρμύρα κι απ' τον ήλιο που  διαλύει το μυαλό σου στα τέσσερα σημεία του ορίζοντα, νύχτες σκοτεινές χωρίς φεγγάρι μ' αγέρα δυνατό, πλέεις στα τυφλά, δε μπορείς να γυρίσεις πίσω, οι γέφυρες κομένες, δεν έχεις εναλακτικές λύσεις, παλεύεις να βρεις προσανατολισμό, το τιμόνι σταθερό, το μάτι στα γυμνά γρανάζια του αστρολάβου των Αντικυθήρων.

 Σε μια πόλη, στη ταβέρνα  '' Ο ΚΡΟΝΟΣ''  γριές με σκουλαρίκια χρυσά τρώνε ψάρια ένα απόγευμα, στο μαγαζί '' ΤΟ ΕΛΛΗΝΙΚΟΝ''  κρέπες γλυκιές παγωτά και νερά, στα γυράδικα πατάτες τηγανητές μπύρες και ποδόσφαιρο, στα καφενεία ούζα με παγάκια, στα περίπτερα χυμοί και πορτοκαλάδες, στις καρότσες, πάνω στ΄ άχυρα κοιμούνται γύφτοι πλάι στα καρπούζια, στα σούπερ μάρκετ, σταφύλια μεγάλα, κρασιά γλυκά, κομάτια μεγάλα από τυριά, καλάθια  πλεχτά με μυζήθρες, σαν αυτές στη σπηλιά του Κύκλωπα. Σ' άλλες γωνιές κρέμες νύχτας από αβοκάντο και ρόδι, σαν αυτές που χρισημοποιούσε η Καλυψώ, κρέμες σώματος από μαύρες ορχιδέες  και βανίλιες, σαπούνια από κέδρο και σαντανόξυλο σαν αυτά που είχε η Κίρκη στο άντρο της, γαλακτώματα από πορτοκάλι και κόκκινο σταφύλι, άλατα απ' τη Νεκρά Θάλασσα, ενυδατικά από κανέλα και μπαμπού και πιπεριές Αφρικανικές που κουβάλησαν οι  Φοίνικες με τα καράβια τους.

Στο εργαστήρι του Δεκαβάλα, κλειδιά ασημένια από κιθάρες σαν αυτές που έπαιζε ο Δημόδοκος, στους δρόμους ζητιάνοι κουρελήδες σαν αυτούς που κυλιούνται έξω απ' το παλάτι της Ιθάκης, ένας πρακτικός γιατρός ψηλαφεί  μια πληγή σ' ένα πόδι ενός κυνηγού σαν την ουλή που έπιασε η παραμάνα του Οδυσσέα, ουλή που έγινε όταν ένα αγριογούρουνο έστησε καρτέρι στο σκύλο του κηνηγού και το ξέσκισε με τους χαυλιόδοντες του, σ' ένα βουνο, μια χειμωνιάτικη μέρα που το σκυλί είχε μαζέψει μπεκάτσες, πέρδικες, ορτύκια, λαγούς και λίγο πριν πεθάνει είχε κοιτάξει τον κυνηγό στα μάτια σαν το αρχαίο εκείνο σκυλί τον Άργο κι ύστερα ξεψύχησε κι ο κυνηγός ένιωσε δάκρυα να κυλάνε στα μάγουλά του. 

Ύστερα έρχεται ο Τειρεσίας που τα βλέπει όλα, τι χρωστάς και τι δε χρωστάς στις τράπεζες και μαζί του κατεβαίνεις στο κάτω κόσμο, η μάνα σου με τα μάτια μελανιασμένα σου λέει ότι ο πατέρας σου δεν είνα καλά, κοιμάται στο χώμα, δίπλα στη φωτιά το χειμώνα, και το Καλοκαίρι στρώνει φύλλα και πλαγιάζει κοντά στο μαντρί του Εύμαιου, θες να τηναγκαλιάσεις αλλά  σου λέει ότι σας χωρίζουν Ωκεανοί και χαράδρες και χείμαροι όπου τα υδρόβια, πράσινα φυτά παρασέρνονται από το νερό.

Κι έπειτα πάλι πίσω στο κουπί, σύννεφα ξεφτισμένα ψηλά, θάλασσες ξέθωρες μπροστά, πειρατές τρομεροί παραμονεύουν σε περάσματα επικίνδυνα, Κύκλωπες  από λιμάνια με πηγές αμολούν λιθάρια πελώρια, ο Θησέας σηκώνει τη κοτρώνα για να πάρει το σπαθάκι του, ο Ευρυσθέας βουτά στο πυθάρι μόλις βλέπει τον Ερυμάνθιο κάπρο,  ο Άργος σκαλίζει με το σκαρπέλο του τη πλώρη του καραβιού, κι εσύ  στο τιμόνι δε μπορείς να υσηχάσεις  άμα δε φτάσεις στο σκοπό σου....

Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου

ΩΣΕΙ ΑΝΘΟΣ ΤΟΥ ΑΓΡΟΥ

«Ο οδηγός κλείνει τα μάτια όλη την ώρα !» του ψιθύρισε σκύβοντας η γυναίκα που καθόταν στο απέναντι κάθισμα, - « σοβαρά;»  είπε  αυτός και κ...