Πέμπτη 21 Ιουνίου 2012

ΣΤΑΛΑΓΜΙΤΕΣ

Με μια γυναίκα πάμε στο εξοχικό της που τόχτισαν κάπου στα τέλη του Εβδομήντα μια νύχτα κι ο άντρας της έπρεπε να το φυλά μες την υγρασία μη το γκρεμίσουν οι μπουλντόζες- έτσι γίνονταν τότε. Αυτή είχε γεννήσει  με τους σεισμούς στο Ιπποκράτειο κι οι γιατροί την είχαν κοπανήσει με τα τραντάγματα αφήνοντας τις γυναίκες μοναχές με τα μωρά  τους. Μου λέει η γυναίκα για τα καπνομάγαζα όπου δούλευε τότε μες τη ζέστη και την αποπνικτική  μυρουδιά που κολούσε στο σώμακαι σού κοβε την ανάσα, μαζί με μαυριδερούς  Τούρκους που έχουν ακόμα κάτι σπιτάκια εκεί στη Σταυρούπολη. Το αφεντικό τους ζητούσε να κάνουν βάρδιες νυχτερινές και μια φορά τους είχε κλειδώσει  ώσπου να ετοιμαστεί κάποια παράδοση, οι γυναίκες φώναζαν , κάποιες είχαν περίοδο, κόλαση.

Στο εξοχικό μια ανηφόρα,  θέα τρομερή από ψηλά κατά τη θάλασσα, μια αυλή λιθόστρωτη,ασβεστωμένη, κάτι παιδιά τρέχουν σε ποδήλατα, τρώνε καρπούζι με τυρί. Τα μικρά μου λένε ότι τρελαίνονται για καυτερές πιπεριές με λάδι και ξίδι, σκαρφαλώνουν σ' ένα χριστουγεννιάτικο δέντρο παρατημένο για να κόψουν κεράσια,  στο σχολείο τους πονούσε το κεφάλι σαν μιλούσε  η δασκάλα κι ονειρεύονταν φωλιές με τυρί λιωμένο στο διάλειμα. Μετά πλακώνονται στα μπουγελώματα, αδειάζουν στα κεφάλια τους κουβάδες και μπουκάλια, μουσκεύουν ένα σκύλο, η γιαγιά γελάει.

Το μεσημέρι πάμε σ' ένα χωριό με ψησταριές, άνθρωποι λιώνουν μπροστά στ' αναμένα κάρβουνα, ιδρώτας στάζει απ' το μέτωπο παντού γύρω μυρουδιά κρέατος ψημένου σα να βρίσκεσαι στην Οδύσσεια. Μια υπαίθρια αγορά εκεί κοντά όπου πουλούν κερύθρες και κερί και μέλι δάσους, βλήτα ντόπια, νταμιτζάνες γυάλινες, τσίπουρο με γεύση γλυκάνισου, κάποιος μου λέει ότι στο χωριό του έχουν χωράφια ολόκληρα απ' το αρωματικό φυτό κι όταν το ξεραίνουν στα μπαλκόνια  μοσχοβολά το σύμπαν τριγύρω μέχρι πολύ μακριά. Σε μια γωνιά μια Αφρικάνα με μακριά πόδια, κόκκινη μπλούζα , πορτοκαλί παντελόνι, ως το γόνατο με κρόσια, ένα κολιέ στο λαιμό από κόκκινες κι άσπρες χάντρες σα κομπολόι, τη ρωτώ από που ήρθε κάτι μου λέει για μια χώρα Υποσαχάρια, όπου βλέπεις αντικατοπτρισμούς στους αμμόλοφους.

Έξω απ το χωριό μια βρύση κι ένα ατύχημα εκεί κοντά, ένα ασθενοφόρο, η πόρτα ανοίγει αργά , άνθρωποι φορούν γάντια , κρατούν ορούς με φυσσαλίδες, ένας τύπος χτυπημένος άσχημα βογγά, κάποιος κρατά το χέρι μιας γυναίκας,  παιδιά κλαίνε κι εμείς συνεχίζουμε τη διαδρομή , προσχώσεις ποταμών μέχρι βαθειά στη θάλασσα, στο πίσω μέρος μιας νταλίκας γράφει ''Η ζωή είναι δρόμος δύσκολος'',  οι βενζίνες εξατμίζονται σχηματίζοντας κύματα αδιόρατα στον αέρα, σ' ένα τούνελ ατέλειωτο οι ανεμιστήρες γυρνούν ασταμάτητα, σκάλες κι έξοδοι και τηλέφωνα κινδύνου, επιγραφές ψηλά ''Βγάλτε τα γυαλιά''  ''Ανάψτε τα φώτα'', το τούνελ μοιάζει να μην έχει τέρμα, μπορεί και να οδηγεί σε τίποτα σπηλιές υπόγειες, με νερά , κρυστάλλους και σταλαγμίτες, σιφώνια και   πλυμμύρες
κάτω απ το έδαφος, διάδρομοι δαιδαλώδεις σα να θέλουν να σε τραβήξουν όλο και πιο βαθειά εκεί κάτω στα σπλάχνα της γης όπου λένε ότι  έχει κάτι αίθουσες τεράστιες και κάτι ψάρια τυφλά και νυχτερίδες κι άλλα πλάσματα αλλόκοτα....

Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου

ΩΣΕΙ ΑΝΘΟΣ ΤΟΥ ΑΓΡΟΥ

«Ο οδηγός κλείνει τα μάτια όλη την ώρα !» του ψιθύρισε σκύβοντας η γυναίκα που καθόταν στο απέναντι κάθισμα, - « σοβαρά;»  είπε  αυτός και κ...