Πέμπτη 7 Ιουνίου 2012

KΕΙΚ ΣΟΚΟΛΑΤΑΣ

Στο κάμπιγκ άνοιξαν σε μια στιγμή οι καταράχτες του  ουρανού κι άρχισε να ρίχνει καρεκλοπόδαρα. Έτρεξε να καλυφθεί σε μια σκηνή κι εκεί ήταν ένα κορίτσι με αδύνατα μπράτσα, ένα διαμαντάκι στη μύτη, φουστάνι με λουλούδια μικρούτσικα, νύχια βαμένα στο χρώμα του αίματος. Μαζί κοίταζαν τους χειμάρους να κατρακυλούν παρασέρνοντας χώματα, λάσπες και χαλίκια μέχρι τη θάλασσα που γίνονταν καφετιά μέχρι  πέρα μακριά. Η  βροχή δεν έλεγε να σταματήσει και του ζήτησε να μείνει ακόμα λίγο και τελικά έμεινε όλο το βράδι. Το δόντι του τον είχε μουρλάνει την περασμένη νύχτα κι ήθελε να υσηχάσει κάπου. Όλη τη νύχτα στριφογυρνούσε  από  ένα πετραδάκι σφηνωμένο στο χώμα, τα μαλιά του κοριτσιού έρχονταν προς το μέρος του, έβλεπε τη γυμνή της ράχη  κι ένα άρωμα αναδύονταν από πάνω της που τον ζάλιζε.
Την  άλλη μέρα πήγαν μια βόλτα με το μηχανάκι, αυτή οδηγούσε, αυτός κρατούσε τη μέση της, τα μαλιά της έρχονταν πάλι πάνω του, εκείνο το άρωμα ήταν απίστευτα ελκυστικό,  ο χωματόδρομος στριφογυρνούσε σα φίδι κατά τη θάλασσα, κάτι κατσίκια ροβολούσαν από ψηλά κι έπειτα έπιναν σε μια ποτίστρα κάνοντας μπουρμπουλήθρες, τριφύλια και χόρτα φύτρωναν απ' τις βροχές, μέλισσες και σφήκες τριγυρνούσαν από πάνω τους, αυτή γελούσε κι ήταν όμορφη ρε φίλε , πολύ όμορφη.

Είχε γυρίσει όλο το κόσμο και του έλεγε ιστορίες για την Καραϊβική όπου  οι θάλασσες είναι άγριες κι οι σέρφερς με τα πλαστικά γυαλιστερά, χρωματιστά πανιά καβαλούν τα κύματα καθώς αυτά ρολάρουν και σκάνε  στην ακτή και για το Πουκέ όπου πιάνουν οι Μουσώνες και φυσσούν παντού γεμίζοντας σκόνη τα μάτια και για τις παραλίες της Βραζιλίας που ξεδιπλώνονται ως εκεί που μπορείς να δεις κι οι κοπέλες γυρνούν γυμνόστηθες και τ΄αγόρια παίζουν βόλεϊ  με τα πόδια.
 Κοιμήθηκαν στην παραλία το άλλο βράδι, κάτι ψαράδες από δίπλα  φώναζαν '' Άντε ρε άχρηστε πάλι δε θα πιάσεις τίποτα''   '' Μόνο που είμαι μακριά απ τη γυναίκα μου είμαι ευχαριστημένος''  κι αυτός γελούσε κι αυτή δεν καταλάβαινε, μα γελούσε και τούλεγε για ένα μέρος στο φεγγάρι που το λένε θάλασσα της γαλήνης, εκεί που περπάτησαν κάποτε οι αστροναύτες κι αυτός της έλεγε για το Όρος απέναντι όπου είχε ένα φίλο σε μια σκήτη.
Την πήγε στη Σαλονίκη, στο Χατζή με τα σιροπιαστά μα αυτή προτιμούσε τα σοκολατένια  κι ύστερα πήγαν στα Κάστρα, το φεγγάρι έβγαινε ανάμεσα στις πολεμίστρες, κάτι παιδιά έπαιζαν ανάμεσα στα χαλάσματα, ταξιτζήδες διάβαιναν τις αρχαίες  πύλες στρίβοντας, άλλοι διάβαζαν κόμικς, φλαμουριές μύριζαν στον αέρα, λουλούδια στα πάρκα, μια κλούβα  σκεπασμένη για τη λαϊκή της επόμενης μέρας μύριζε βερίκοκα.

Κι όταν ήταν να φύγει την πήγε στο αεροδρόμιο, ένα κανάλι πίσω απ' το καζίνο, κάτι χελώνες περίεργες  που τό 'σκασαν από ένα μαγαζί με ζωάκια λιάζονταν στον ήλιο, ένα φιλί, το αεροπλάνο σηκώνεται γέρνει και  διαγράφει μια καμπύλη  καθώς στρίβει για να χαθεί γρήγορα κατά το Βορά.

Στο μυαλό του γύριζαν για μέρες κάτι τραγούδια   ''Ήτανε αγέρας κι άνεμος σύννεφο μακρινό....'' ''Γιατί πολύ σ' αγάπησα,  γιατί δεν αγαπώ εμένα...'' κι ύστερα από κάνα μήνα κίνησε να τη βρει, δε γούσταρε τ' αερόπλανα,  όταν βγήκαν απ' τα σύνορα της Ελλάδας ένιωσε ένα σφίξιμο στη καρδιά, ρώτησε κάποια στιγμή '' Που είμαστε;''  '' Πάνω από τη Ντιζόν με τις μουστάρδες''.

Σ' εκείνη την ξένη χώρα κάτι υπόγειοι σιδηρόδρομοι, κόσμος κάθονταν σε πάγκους διαβάζοντας βιβλία, λέξεις ακατάληπτες, σκάλες σιδερένιες, ένα ποτάμι, κάτι τύποι δίχως δόντια, κάτι κοπέλες ξανθιές, άσχημες, κάτι μουσικοί με κιθάρες ηλεκτρικές και μελωδίες μυστήριες, σπίτια με σχήματα παράξενα. Της τηλεφώνησε κοιτάζοντας κάποια να μιλά στο κινητό θα μπορούσε να ήταν αυτή αλλά όχι αυτή δεν θα κινούνταν έτσι.
Στο ξενοδοχείο κάτι τύποι με χαμόγελα πονηρά, τον έβαλαν σ' ένα δωμάτιο μικροσκοπικό, φώτα απ' τα παράθυρα. Στον ύπνο του είδε ένα μαχαίρι τεράστιο να κόβει ένα μεγάλο κέικ σοκολάτας, κόσμος έρχονταν κι έπαιρνε κομάτια.

Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου

ΩΣΕΙ ΑΝΘΟΣ ΤΟΥ ΑΓΡΟΥ

«Ο οδηγός κλείνει τα μάτια όλη την ώρα !» του ψιθύρισε σκύβοντας η γυναίκα που καθόταν στο απέναντι κάθισμα, - « σοβαρά;»  είπε  αυτός και κ...