Κυριακή 24 Ιουνίου 2012

ΑΓΡΥΠΝΙΑ

Σε μια αγρυπνία έχουμε πεθάνει  στα γέλια- δεν υπάρχει περίπτωση κάποια στιγμή θα με πετάξουν έξω. Διαβάζουμε κάτι αναγνώσματα απίστευτα  από τη Βίβλο, οι άγγελοι επισκέπτονται τον Αβραάμ  μπροστά στη σκηνή του, κάτω από μια βελανιδιά κι αυτός ζυμώνει κάτι λαγάνες με σιμιγδάλι μαζί με βούτυρο και γάλα να τους φιλέψει κι όταν αργότερα απογαλακτίζεται το μωρό της Σάρρας στήνει γλέντι φοβερό, μια γυναίκα μ' ένα παιδί  περιφέρεται στην έρημο και τελικά το παρατά κάτω από ένα έλατο ώσπου ο θεός της δείχνει μια πηγή και το μικρό σώζεται, για να γίνει τοξότης τρομερός, ένας υπηρέτης ζητά από ένα κορίτσι  να πιεί κι αυτή του δίνει απ' τη στάμνα της κι αυτός της προσφέρει κάτι βραχιόλια χρυσά. Σαν βλέπει τον μελλοντικό της  άντρα  σκεπάζει το πρόσωπο, ένας βοσκός φέρνει το κοπάδι του μπροστά σ' ένα πηγάδι σφραγισμένο μ' ένα λιθάρι πελώριο, ένας γονιός φτιάχνει για τον αγαπημένο γιο του ένα χιτώνα πολύχρωμο , λαμπρό.

Στο μυαλό μου στριφογυρνάνε εικόνες από ταξίδια στους Αγίους τόπους, σταυροφόροι με σπαθιά και μανδύες μες την άμμο και τη σκόνη, τείχη Σαρακηνών κι εκκλησιές με σκεπές αστραφτερές, προσκυνητές ξεποδαριάζονται στις ανηφόρες του Σινά, λείψανα αγίων βγάζουν μύρο, στρατιώτες τα κλέβουν ,κόκαλα σκορπίζονται στη έρημο, πόλεμοι και σφαγές κι αίματα παντού.

Μες την εκκλησία οι γυναίκες κουνούν ασταμάτητα ριπίδια κι εφημερίδες, πρόσωπα ιδρωμένα, παράθυρα και πόρτες ανοιχτές, κουρτίνες σαλεύουν, κλιματιστικά στο φουλ, μπουκάλια και ποτήρια με νερό, μια κοπέλλα λέει ότι είδε ένα όραμα και θέλει να εξομολογηθεί αμέσως, ο παππάς τσακίζεται και φεύγει σ' ένα καμαράκι, εγώ με τον Αργύρη που πήρε άδεια από τα τεθωρακισμένα βγάζουμε τα λαρύγγια μας να τον καλύψουμε.

Κατά τις δωδεκάμιση σχολάμε, περνώ απ' το Βαρδάρη, μαγαζιά και περίπτερα σφραγισμένα, ταμπέλες για ψωμιά από σαράντα λεπτά, στα ανοιχτά φρουτάδικα ντομάτες μεγάλες σα μήλα, στην πιάτσα των ταξί αμάξια με τα φώτα σβησμένα, ένας ταξιτζής κοιμάται με τα πόδια να βγαίνουν από το παράθυρο, ο ασύρματος βραχνός μιλά ασυνάρτητα, κάτι περίεργες διευθύνσεις, κάτι κουβέντες σπαστές, ένα πουλί παλεύει να περάσει μέσα από ένα τζάμι.

Μπαίνω σ' ένα μαγαζί να πιω λίγο νερό, δυο  τύποι βγάζουν κάτι  ύποπτο από ένα σακίδιο,  μερικές γυναίκες συζητούν για εγχειρήσεις κι επεμβάσεις στη χολή και στο συκώτι, για  νυστέρια και σύριγγες κι αναισθητικά και τομές στη κοιλιά \και σωληνάκια που φυτεύονται στο σώμα και κάμερες κι οθόνες μα τους παλμούς της καρδιάς. Κατεβαίνω σ' ένα υπόγειο  και δε βλέπω την τύφλα μου, από κάτι τρύπες μπαίνει φως, βρύσες στάζουν , καλώδια και αγωγοί  τεράστιοι,τετράγωνοι για τον κλιματισμό, πλακάκια κίτρινα και πράσινα στο τοίχο, ψίθυροι και φωνές και σκιές  έρχονται από κάπου, φοβάμαι ότι θα νιώσω καμιά λάμα να καρφώνεται στη πλάτη μου , δοκιμάζω ν΄ανοιξω μια πόρτα και τότε  όλες μαζί οι σειρήνες της κολάσεως αρχίζουν να στριγγλίζουν μαζί.

Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου

ΩΣΕΙ ΑΝΘΟΣ ΤΟΥ ΑΓΡΟΥ

«Ο οδηγός κλείνει τα μάτια όλη την ώρα !» του ψιθύρισε σκύβοντας η γυναίκα που καθόταν στο απέναντι κάθισμα, - « σοβαρά;»  είπε  αυτός και κ...