Τρίτη 12 Ιουνίου 2012

ΟΝΕΙΡΑ

 Στη Δήμητρα στο Δουβλίνο

Όταν κοιμάμαι σε ξένα κρεβάτια  βλέπω όνειρα αλόκοτα. Κάτι πορείες σε δρόμους μυστήριους, κάτι μουγγοί αρχίζουν να μιλάνε, πρόσωπα θαμένα ξαναβγαίνουν στην επιφάνεια, κάτι μέρη απόκοσμα με πηγές όπου τη νύχτα κατεβαίνουν να πιουν  λύκοι κι αλεπούδες  που έχουν κορακιάσει όλη μέρα μες τη ζέστη, το ράδιο παίζει όλη νύχτα, ήχοι ανακατεύονται με συναγερμούς, και σειρήνες, γάτες τρέχουν στις λαμαρίνες στον ακάλυπτο, χαλούν το κόσμο, από κάπου ρίχνουν νερά, μυρουδιά εντομοαοωθητικού στον αέρα, το ξημέρωμα δροσίζει, τα φώτα σβήνουν κατά τις έξι.

Σαν βγαίνω από το σπίτι μου φαίνεται ότι είμαι πάλι σ' ένα όνειρο, μια γυναίκα δίπλα μου δοκιμάζει δαχτυλίδια σ' ένα μαγαζί, ψηλαφεί βιβλία στους πάγκους της Αριστοτέλους, σανδάλια κίτρινα γυαλιστερά με πάτο ανύπαρκτο, εξώπλατο με τιράντες   και γυαλιά καφετιά στο χρώμα του δέρματος, παίζει με τα μαλιά της, χαμόγελο γλυκό που μπορεί να σε καταπιεί ολόκληρο, με φιλά και πρέπει να παραδοθώ ολοκληρωτικά.

Καθώς μεσημεριάζει κι ανεβαίνει η θερμοκρασία, η άσφαλτος αρχίζει να πήζει, οι φιγούρες αρχίζουν να κυματίζουν και να αλοιώνονται, αμάξια περνούν από δίπλα, ένα αγόρι χτυπημένο κείτεται στο οδόστρωμα και κοιτά με αγωνία αυτούς που μαζεύτηκαν γύρω του, οχήματα βαριά περνούν κι η γη σείεται, τα καπάκια αναπηδούν, χαρτιά κολημένα στις στάσεις για σκύλους κι ανθρώπους που αγνοούνται, μια γάτα με τρία πόδια, ένας κουτσός μ'  ένα τεράστιο παπούτσι, ένας τρελλος επιθετικός με Κινέζικα τατουάζ στο λαιμό, φρένα αστικών σε τρομάζουν καθώς οι ρόδες σέρνονται στο τσιμέντο, περίπτερα σφραγισμένα, στο ύψος του ιστιοπλοϊκού κάτι σκύλοι βουτούν για να δροσιστούν, μια σημαδούρα στ' ανοιχτά, άνθρωποι ιμίγυμνοι, ιδρωμένοι μ' ακουστικά τρέχουν, κάτι γερανοί απέναντι χάσκουν, αυτή από δίπλα σου λέει ότι το τσιγάρο έχει ραδιενέργεια.

Σε μια εκκλησία  τα περιστέρια στο μαρμάρινο τέμπλο σα να σαλεύουν, ένας παππάς σου δείχνει το μέρος που προσκύνησε ο  σουλτάνος σαν μπήκε στη Σαλονίκη πριν πεντακόσια χρόνια, όλο το καλοκαίρι πέρσι λέει ότι το πέρασε σε μια σπηλιά μοναχός του, μονάχα το κύμα που κοπανούσε ανελέητα τα βράχια γεμίζοντας τον τόπο τριγύρω μ'  αφρούς  του κρατούσε συντροφιά.

Σ' ένα ίντερνετ καφέ  το απόγευμα ένα απολίθωμα απ' τη δεκαετία του εβδομήντα καλεί σε αντάρτικο πόλεων,  μια παλαβή με χρυσά γυαλιά ξεφωνίζει, εκδρομές σε κάτι χωριά γεμάτα στουρναρόπετρες στη Πελοπόνησσο, διαφημίσεις για χυλοπίτες απ' το Πήλιο κι απ' το Μέτσοβο, φακές ψιλές απ' τη Καστοριά, γλυκό σύκο απ' το Μαρκόπουλο, μαρμελάδα πορτοκάλι απ' την Αργολίδα, ταξίδια στη Γενεύη με τη λίμνη της, στη Στοκχόλμη με τις ξύλινες, πολύχρωμες στέγες, στο facebook  η Δήμητρα,  έχει σιχαθεί   τους απατεώνες της Ιρλανδίας που κλέβουν υπερωρίες, εκεί πάνω όπου το ρεύμα του κόλπου μαλακώνει το κλίμα, στην Ιρλανδία με τα χωράφια και τα αποστακτήρια όπου οι ατμοί περνούν μέσα από σωλήνες μπρούτζινους και στάζουν μέσα σε καζάνια γεμάτα αλκοόλ.

Το βράδι κατεβαίνεις απ τα Κάστρα, ανάμεσα στα Αρμένικα νεκροταφεία κι αυτά της Ευαγγελίστριας ένας τοίχος,  πρέπει να περπατάς κολητά απάνω του, αμάξια ανεβαίνουν με φόρα, φώτα αναμένα, νιώθεις στριμωγμένος, ειναι κι αυτή μια σκηνή που την έχεις ξαναδει  σε κάποιο όνειρο προσπαθείς να θυμηθείς πως  θα καταλήξει μα η τρύπια μνήμη δε κρατά τίποτα, θες να βγεις από κει μέσα μα το ξέρεις ότι στο τέλος κάποιος θα σε σημαδέψει, θα μαρσάρει, θα στρίψει ξαφνικά και θα σε κολήσει στο τοίχο για να σου λιώσει τ' άντερα.

1 σχόλιο:

ΩΣΕΙ ΑΝΘΟΣ ΤΟΥ ΑΓΡΟΥ

«Ο οδηγός κλείνει τα μάτια όλη την ώρα !» του ψιθύρισε σκύβοντας η γυναίκα που καθόταν στο απέναντι κάθισμα, - « σοβαρά;»  είπε  αυτός και κ...