Τετάρτη 4 Ιουλίου 2012

ΑCQUA E SALE

Ένα καλοκαίρι με τον Βασίλη είχαμε οργώσει τους δρόμους. Στην Εθνική ακούγαμε Nothing else maters, I' ve been through the desert  on a horse with no name, aqua e sale  κι άλλα κι ο Βασίλης  που οδηγούσε  είχε σκάσει γιατί δε μπορούσε να δει το τοπίο, αμπέλια και κοτρώνες άσπρες σε ρέματα ξερά, χωράφια και θάλασσες και νησιά στο βάθος. Στις παραλίες της Κομοτηνής κολυμπούσε η Χρύσα στις ακτές όπου ξεβράστηκε κάποτε ο Οδυσσέας, στην αμουδιά της Περάμου κοιμόταν η Μυρτώ, στη Ρεντίνα Λοκατζήδες έπαιρναν κάμψεις, στη Λάρισσα ο Μητσάρας  έστελνε απ' το ραδιόφωνο φιλιά στη Νάσια απ' τη Χαλκίδα και στα παιδιά απ' τη Λαμία, χερσόνησοι με βράχια και πρασινάδες, αρχαιολόγοι ξέθαβαν κομάτια από αγγεία, κι ένας σκύλος στέκονταν σ' ένα βάθρο σαν άγαλμα. Σ' ένα λιμανάκι ανταύγειες του νερού στα πλαϊνά μιας βάρκας όπου Αιγύπτιοι ψαράδες βουτούσαν το ψωμί σε τσίγγινα πιάτα, κατάρτια από ιστιοφόρα ανακατεύονταν με ταχύπλοα κι άλλα πλεούμενα, κορίτσια με μακριά πόδια στις εισόδους των μαγαζιών, άλλα με σκισμένα παντελόνια κι άσπρα γυαλιά μας σνομπάριζαν, άλλα έβγαζαν καραμελίτσες Χίου από μεταλικά κόκκινα κουτιά, σ' έναν σταθμό άλλα με ζώνες σφιχτές τακούνια ψηλά , φουλάρια και φούστες γαλάζιες και πουκάμισα πορτοκαλιά, ντεκολτέ βαθιά που σούρχονταν να χαθείς μες στο στήθος τους.

Η θάλασσα καμπύλωνε πέρα μακριά, το φως έσπαγε τα σύνορα και καταργούσε τα σύνορα κι ήθελες να βγεις απο την επικράτεια κατα το Νοτιά ή κατά το Βορρά και να πάρεις δρόμους παλιούς, να βγεις σε πολιτείες με καθεδρικούς ναούς στοές κι αψίδες αντίλαλοι στις στοές, κιονόκρανα με αγγέλους και δαίμονες, κι απόκει  ακολουθώντας τα μονοπάτια των προσκηνητών και των εμπόρων που κουβαλούσαν μήλα και λεμόνια, να βγεις σε λιμάνια κατα τον Ατλαντικό,  εκεί απ όπου σαλπάριζαν τα δουλεμπορικά για την Δυτική Αφρική να κουβαλήσουν νέγρους για το Ρίο στη Βραζιλία κάνοντας στάση στα Κανάρια νησιά για νερό. Από κει μπορούσες να βγεις διατρέχοντας κάτω το ακρωτήρι στον Ινδικό, πειρατές στη Μπατάβια έπιναν το αίμα των πεθαμένων για να μη τους κυνηγούτν οι ψυχές τους, ελονοσία και κίτρινοι και πράσινοι πυρετοί, πανούκλες και σύφιλη και μέδουσες θανατηφόρες, διαβολόψαρα στην Δυτική Αυστραλία, σπηλιές με νυχτερίδες στην Τανσμανία, και προς τα πάνω γκρεμοί χαοτικοί στη Χαβάη κόβουν τα ρεύματα του αέρα, ηφαίστεια έτοιμα να εκραγούν και να στείλουν τσουνάμι στα πάράλια του Ειρηνικού, εκει ψηλά στο Σαν Φραντζίσκο.

Κι αφού τα ονειρευόμασταν αυτά έπρεπε να κοιμηθούμε σε μοτέλ σμπαραλιασμένα, με καθρέφτες σπασμένους, σκύλοι γαύγιζαν πίσω από πόρτες, σκιές κινούνταν πίσω από κουνουπιέρες, τα χείλη πρήζονταν από αλεργίες, κοβόμασταν στο ξύρισμα κι απ' τις δυο μεριές για συμμετρία, μάτια πρησμένα, τηλέφωνα δε λειτουργούσαν, κάποια τρελλή έστελνε όλη νύχτα μυνήματα, σοβάδες ξέφτιζαν,ρούχα ξηλώνονταν,συσκευές κάιγονταν, μπουλντόζες γκρέμιζαν κτίρια,  ο  κόσμος κατέρεε, μα εμείς έπρεπε να συνεχίσουμε δε γίνονταν αλλιώς....

Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου

ΩΣΕΙ ΑΝΘΟΣ ΤΟΥ ΑΓΡΟΥ

«Ο οδηγός κλείνει τα μάτια όλη την ώρα !» του ψιθύρισε σκύβοντας η γυναίκα που καθόταν στο απέναντι κάθισμα, - « σοβαρά;»  είπε  αυτός και κ...