Πέμπτη 31 Οκτωβρίου 2013

ΚΑΤΩ ΑΠ ΤΗ ΜΠΑΛΑ ΜΕ ΤΑ ΚΟΜΜΑΤΑΚΙΑ ΤΟΥ ΚΑΘΡΕΦΤΗ





Oh sister when I come to knock on your door
Don’t turn away you'll create sorrow
Time is an ocean but it ends at the shore
You may not see me tomorrow.

Bob Dylan



Καλά εκείνος ο τύπος ήταν εντελώς παλαβός, μιλάμε φαίνονταν ότι θα κατέληγε στο ψυχιατρείο, τον κυνηγούσε  και μια μελαγχολία αφόρητη όταν άκουγε το'' Σ αγαπώ, σ αγαπώ, σ αγαπώ, η αγάπη αυτή με πεθαίνει!''' μ έναν τρόπο σαν  να μην υπήρχε αύριο.

Χόρευε μ εκείνες τις αλλόκοτες φιγούρες σε μια ντισκοτέκ της δεκαετίας του εβδομήντα, κάτω απ τη μπάλα με τα χιλιάδες κομματάκια του καθρέφτη κολλημένα απάνω της, σε μια πίστα όπου έπειτα ένας τύπος με μια τεράστια αφάνα στο κεφάλι ελίσσονταν ανάμεσα σε φωτορυθμικά, και  πιο αργά,  ένα παιδί  στριφογυρνούσε μανιασμένα ανάμεσα σε φώτα και ποτήρια και πιάτα κομματιασμένα με το κεφάλι ψηλά  μ ένα κομμάτι στ αυτιά ''...ήταν ψεύτικα.... ήταν θάνατος!''

Κάτι μπότες τεράστιες με τακούνια ατέλειωτα φορούσαν τότε θυμάμαι, εσύ Σταυρούλα είχε κρεμάσει μια αφίσα των ABBA στο τοίχο, αυτή που σου είχε στείλει η Λίτσα από τη Γερμανία, μ εκείνους τους βόρειους ξανθομπούμπουρες, και κάτι κασέτες των Boney ' M θυμάμαι, ξέρεις τώρα, ''Ράσπουτιν'' και τα λοιπά καρεκλέ, μια μηχανή SINGER θυμάμαι μ ένα ξύλο καφεκόκκινο που το λούστρο του αναδείκνυε τις παλλόμενες ραβδώσεις του όπου γάζωνες κάτι,  ούτε που θυμάμαι  πια τι.

Αργότερα όταν παντρεύτηκες και κλαίγαμε στο γάμο σου , τις έκρυβες εκείνες τις φωτογραφίες κάτω απ τους χρωματιστούς μουσαμάδες, τις φωτογραφίες με τον τύπο που κατέληξε αργότερα στις φυλακές της Κομοτηνής και στο ψυχιατρείο, εκεί στο Παλιό, στη παραλία έξω απ την καβάλα στην Πέραμο και στην Ηρακλείτσα κοντά όπου τον πέτυχες και βιάστηκες να φύγεις όπως σκεφτόσουν ‘’Κοίτα πως έρχονται τα πράγματα!

'Ένα σπίτι θυμάμαι αργότερα, ανάμεσα στα καλαμποκώραφα, στο Νέστο, εκεί όπου το καλοκαίρι το ποτάμι είναι τόσο ρηχό που περνάς απέναντι βυθίζοντας τα γυμνά σου πόδια στην άμμο που χρυσίζει.
Καλά μιλάμε τα είχα δει όλα κατά κει, κατά τη Χρυσούπολη, πιο μετά, όταν χώρισες κι έτρεχα μάρτυρας στα δικαστήρια για το διαζύγιο σου τι ήταν κι εκείνο !

Ένα πρωινό ομιχλώδες, κοντά στο άλλο το σπίτι με τις ατέλειωτες σκάλες όπου είχαμε έρθει με τον μπαμπά, τότε που γέννησες το Βασίλη κι ο μπαμπάς που είχε σκάσει απ τη ζέστη πήρε τα στρώματα και κοιμήθηκε στη ταράτσα, ανάμεσα σε κάτι κεραίες, σιγά μην τόχανε, εκείνο το ομιχλώδες πρωινό λοιπόν ήμουνα μοναχός, στριμωγμένος πλάι σ ένα καλοριφέρ, όλοι οι συγγενείς του Τάκη είχαν έρθει εξαγριωμένοι, με κοιτούσαν άγρια , έλεγα πάει θα με λιντσάρουν εδώ πέρα, δε φεύγω ζωντανός, δεν υπάρχει περίπτωση!

Και βέβαια ρε Σταυρούλα σου είμαι ευγνώμων, πως θα μπορούσα να νιώθω διαφορετικά άλλωστε, για όλα εκείνα τα βράδια που με φιλοξενούσες, τότε που έπαιρνα άδεια απ το στρατό, και το λεωφορείο της Αλεξανδρούπολης που με έφερνε από κει πάνω από τον Έβρο μ άφηνε έξω στα χωράφια, ένα φορτηγό με είχε κουβαλήσει κάποτε μέχρι τη Χρυσούπολη, ένας τύπος ξενυχτισμένος.

Σου είμαι ευγνώμων βέβαια και για τότε που με ξελάσπωσες, όταν είχα μείνει μοναχός στους πέντε δρόμους, εκεί κάτω στη Κύπρο, στη Λάρνακα, είχα καταρρεύσει μπροστά σ έναν τηλεφωνικό θάλαμο, έκλαιγα χωρίς να μπορώ να σταματήσω, μια τηλεκάρτα είχα στο χέρι,  κάτι ροζ κυκλάμινα έδειχνε, το ενενήντα πέντε ήτανε να πάρει ο δαίμονας, από τότε έχω να κλάψω έτσι, για να δεις ότι δεν είμαι χοντρόπετσος όπως λες, που θα πάει, θα σπάσω κάποια στιγμή,θα καταρρεύσω, θα διαλυθώ ξανά, θα γίνει κι αυτό!

Είναι κάποια πράγματά για μένα για το παρελθόν μου, που μόνο εσύ τα ξέρεις, δεν υπάρχει άλλος να μου τα πει, να τα μοιραστώ μαζί του , τα χρειάζομαι κι αυτά και άλλα, όλα θα μπορούσαν να ήταν αλλιώτικα, διαφορετικά πιο εύκολα να πάρει ο διάβολος , αλλά έτσι είναι, δε μπορείς να κάνεις τίποτα πια !

Τώρα για τη κηδεία του μπαμπά, εκεί όπου είπες πάνω από το φέρετρο ότι κάποιοι πήραν τη κακία, του δε πιστεύω να το εννοούσες ρε, δεν είμαι τόσο κακός, λίγο σκληρός ίσως, αλλά πες μου πως αλλιώς να είμαι σ αυτόν τον τρελαμένο κόσμο που θέλει να σε ξεσκίσει ζωντανό, όχι πες μου, κι αν την ώρα που με πήρες για να μου πεις κλαίγοντας ότι πέθανε ο μπαμπάς εγώ έγραφα ένα κείμενο στο ίντερνετ, και σκέφτηκα ''Τώρα τι κάνουμε, μήπως θα μπορούσα να χρησιμοποιήσω λίγη φόρτιση για το κείμενο;'', ξέρω ότι σε δικαίωσα, αλλά τι να κάνω ρε συ, έτσι είμαι φτιαγμένος, έτσι λειτουργώ, δε μπορώ!

Κι όταν χώρισα δεν έπρεπε να μου φερθείς τόσο σκληρά, εκεί στον Όμιλο τον Ιστιοπλοϊκό , στη παραλία της Καβάλας, όταν εγώ ήμουνα κομμάτια και θρύψαλα και συ μούκανες επίθεση, έβγαζες τα απωθημένα σου, αλλά ρε Σταυρούλα εγώ τότε ήθελα κάποιον να μου σταθεί λίγο, δε μπορείς να φανταστείς πόσο σε χρειαζόμουνα τότε, σκεφτόμουν ''Καλά ρε φίλε, τι γίνεται εδώ πέρα, αυτή υποτίθεται ότι είναι με το μέρος μου '', κι όταν μου πήρες απ το χέρι το κλειδί του διαμερίσματός σου, εκείνο το με το κόκκινο μπρελόκ, πολύ με πείραξε ρε, μπορεί να μην ήτανε τίποτα, αλλά με πείραξε !

Έπρεπε να περάσω ένα κάρο  Χριστούγεννα και Πασχαλιές τριγυρνώντας σαν την άδικη κατάρα, αλλάζοντας ταξί και λεωφορεία σε μέρες όπου όλοι έτρεχαν στους δικούς τους, έβλεπα τη ψυχολογία μου να γκρεμίζεται στα τάρταρα, κρατιόμουν από μια κλωστή, πόσες φορές η ίδια ιστορία, τότε σε χρειαζόμουν πολύ, εντάξει είμαι λύκος μοναχικός ,  αγρίμι, ότι θες,  άλλα όλοι θέλουν ν  ανήκουν κάπου, δε γίνεται αλλιώς,  δε λέει!

Τώρα άμα θες το πιστεύεις άλλα δεν έμεινα μόνος όπως έλεγες, το αντίθετο, αλήθεια λέω, μα το θεό, έχω βρει και κάποιους που μ αγαπούν, εγώ ο μούχλας, καλά αυτά δε γίνονται, αλλά να,  μου πήρε βέβαια μισή ζωή να τους βρω, όμως έγινε κι αυτό, ούτε κι εγώ δεν το πιστεύω αλλά έτσι συμβαίνει, μα το χριστό !

Και να σου πω κάτι κάτι, είχα κουραστεί μ όλη αυτή την οξύτητα και τις μπερδεμένες καταστάσεις όπου έμπλεκες συνέχεια, δε μπορούσα άλλο, δεν άντεχα, συγνώμη αλλά προτιμώ λίγο θετικά να σκέφτομαι, να είμαι  μπροστά όταν οι άλλοι σκέφτονται ακόμα τη προηγούμενη κίνηση, δεν αντέχω, ήδη έχω ξεχάσει αυτά που σκεφτόμουν χτες, όχι ότι δε μπορώ να τα πάρω παραμάζωμα όλους και όλα αν χρειαστεί, να τα τινάξω στον αέρα, εσύ το έχεις πει κι αυτό, θυμάσαι, αλλά να δε μπορώ, δε γίνεται όλη την ώρα, είναι κουραστικό πολύ !

Μπορεί νάμαι ξεροκέφαλος, άμα πάρω μια απόφαση να μην αλλάζω γνώμη με καμιά δύναμη, κι όταν λέω κάτι να το εννοώ και να μη μπλοφάρω, αλλά και πάλι τι να κάνω, έτσι είμαι, και μη πεις ότι δεν το προσπάθησα να σε καταλάβω, όμως κάποια πράγματα δεν αλλάζουν, και πάλι απ την αρχή να ξεκινούσαμε τα ίδια θα γίνονταν, δεν αλλάζει, δε μπορείς να κάνεις τίποτα!

Γιατί όταν είμαι ντεφορμέ και στα κάτω μου θέλω κάποιον να με στηρίξει, να με δεχτεί, να με ανεχτεί, να μη  με πουλήσει την κρίσιμη στιγμήν τότε που θα τρεκλίζω χαμένος και καταποντισμένος, είναι θέμα αυτοσυντήρησης στοιχειώδους καταλαβαίνεις τώρα, ίσως και να μεγάλωσα επιτέλους, επιτέλους,  επιτέλους !!

Και μπορεί στο τέλος να τα βρούμε ρε γαμώτο, εγώ σ αγαπώ πάντα, αυτά τα πράγματα δε βγαίνουν από μέσα σου, δε μπορώ να ξεχάσω κάτι κορίτσια να στροβιλίζονται ανάμεσα σε φωτορυθμικά και κομματάκια καθρέφτη κολλημένα στις λάμπες που γύριζαν και κάτι παιδιά που χόρευαν ανάμεσα σε πιάτα και ποτήρια και φώτα κι ανθρώπους και καπνούς και φωτιές, και πυρκαγιές,  μ ενα κομμάτι στ αυτιάτους
 ''... ήταν θάνατος !!!

Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου

ΩΣΕΙ ΑΝΘΟΣ ΤΟΥ ΑΓΡΟΥ

«Ο οδηγός κλείνει τα μάτια όλη την ώρα !» του ψιθύρισε σκύβοντας η γυναίκα που καθόταν στο απέναντι κάθισμα, - « σοβαρά;»  είπε  αυτός και κ...