Δευτέρα 28 Οκτωβρίου 2013

ΛΕΟΝΤΕΣ ΚΑΙ ΔΡΑΚΟΝΤΕΣ

Δυο πύρινες γραμές από κηροζίνη χαράζονται πάνω από ένα βουνό το λιόγερμα, από μια θάλασσα δίπλα περνούμε, βάρκες σκίζουν τα νερά, κύματα έρχονται προς την ακτή κατά ομάδες, κάτι χωριά πνιγμένα στην ομίχλη, κεραμίδια κόκκινα, φυλλωσιές κίτρινες, γη ξερή που καρτερεί τις βροχές, στα ρέματα φυτρώνουν πλατάνια, κυπαρίσσια κι ελιές , γαλαρίες περνούμε, ένα σημείο πάνω στο δρόμο όπου ένα αμάξι κάηκε, η άσφαλτος έχει λιώσει σ΄ ένα κομμάτι της, κάποιος έχει γράψει στο τσιμέντο ''Φωτιά στο άδικο!!!'' επιτέλους ένα ωραίο σύνθημα .

Πουλιά πετούν πάνω από μια λιμνοθάλασσα σα να καθρεφτίζονται, κι άλλα ψηλά αρμενίζουν κρώζοντας σ ένα σμήνος με σχήμα Υ, ένα ποτάμι βαθύδινο κυλά αργά προς τη θάλασσα δίπλα σε καλαμιές που σείονται στον άνεμο, λεύκες αραδιασμένες, φυτά υδρόβια στα κανάλια, πράσινες λωρίδες νερού στην παραλία, κάτι ψάρια είχαμε ψήσει εδώ κάποτε παραχώνοντας δυο πέτρες μεγάλες στην άμμο, κάτι αμπέλια πιο κει, ένα κορίτσι δούλευε μαζεύοντας σταφύλια σ αυτά τα αμπέλια κάποτε , ένα κασετόφωνο είχε πάρει με τα λεφτά που μάζεψε .

Η θάλασσα ημερεύει το τοπίο, σκέφτομαι εκείνον το μυθολογικό ήρωα που είχε το χάρισμα απ τον πατέρα του το Ποσειδώνα να περπατά πάνω στα κύματα, τα νερά ξεπλύνουν το κουρασμένο μάτι, λύνουν τους αρμούς της σκέψης, απελευθερώνουν τη μνήμη, ξετυλίγουν τη φαντασία, όλα μπαίνουν σε τάξη.

Έναν απολογισμό θέλω να κάνω, τι έκανα σωστά κάποιους απέρριψα οριστικά, κάποιους κράτησα, έκανα σωστά όμως, θα μου βγουν τα πονταρίσματα άραγε, που είναι αυτή όταν δύει ο ήλιος, γιατί να μου φερθεί έτσι, γιατί να δείξει κακία τότε που τη χρειαζόμουν αληθινά, γιατί οι γυναίκες βγάζουν τη άσχημη πλευρά τους μαζί μου, τι έχω κάνει λάθος, από την άλλη κάτι διαφορετικό πρέπει να συμβαίνει με μένα, κάτι βλέπουν που τις τρελαίνει και βγάζει την αληθινή τους φύση, δεν εξηγείται αλλιώς κάθε φορά το ίδιο πράγμα να συμβαίνει , μπορείς να το δεις κι έτσι.

Εικόνες αναδύονται από παλιά, μια ταινία που είχα δει παλιά να διαφημίζεται'' Η κυρία και ο ναύτης!'', ένα νησί, κάτι βράχοι άσπροι, κοφτεροί, ένα ζευγάρι κολυμπά βαθιά κάτω απ τα νερά που τα διαπερνά ο ήλιος, αγκαλιάζονται μες το νερό, μια άλλη σκηνή άσχετη, μια γυναίκα σκύβει μπροστά σε μια πόρτα, με μια φουρκέτα που τραβά από τα μαλλιά της βγάζει ένα κλειδί, το ρίχνει πάνω σε μια εφημερίδα που έχει τοποθετήσει από κάτω.


Μια άλλη σκηνή από άλλη ταινία, το φάντασμα ενός προφήτη αναδύεται από ένα καμίνι, έναν μανδύα μακρύ φορά, κάποιος πέφτει με το πρόσωπο στη γη σαν το αντικρίζει, ακόμα μια σκηνή, δυο στρατοί συγκεντρώνονται σε δυο πλαγιές, μια κοιλάδα ανάμεσα τους, ένα στρατόπεδο, στρατιώτες κοιμούνται, κάποιος βαδίζει ανάμεσα στις σκηνές, σταματά μπροστά στον αποκοιμισμένο βασιλιά, σκέφτεται να τον καρφώσει μ' ένα ακόντιο, να τον τρυπήσει πέρα για πέρα, να τελειώνουν τα βάσανά του, από που ξεπήδησαν όλες αυτές οι σκηνές, που τις είχα θαμμένες, γιατί αναδύθηκαν αυτή τη στιγμή;

Σ ένα σπίτι τις έβλεπα αυτές τις σκηνές, ένα κοριτσάκι κλεισμένο σ' ένα κρεβάτι με κάγκελα ψηλά τριγύρω του θυμάμαι, κάτι φωτογραφίες στον τοίχο, ένας γάμος, μια παρέλαση, μια αποθήκη είχανε σ ένα υπόγειο, κόμικς αμέτρητα, παλιά, υπήρχαν πεταμένα παντού ανάμεσα σε καυσόξυλα, μια φορά που τα είχα ανακαλύψει χάθηκα μέσα σε ιστορίες ασπρόμαυρες και χρωματιστές, όταν βγήκα ζαλισμένος από κει πρέπει να είχαν περάσει ώρες...




 Σταματούμε  σ ένα πρακτορείο, ένα βιβλίο για τη Κύπρο διάβαζα κάποτε κατά δω, κρύο έκανε, ο ήλος με χτυπούσε στο π΄ροσωπο, κάτι ταξί στη σειρά , όλο να φεύγω ήθελα τότε, ένας φίλος με υποδέχεται, σ ένα καφενείο πάμε να σταθούμε μια στάλα, κρύο επικρατεί σ αυτή τη μικρή πόλη, τέσσερις βαθμούς δείχνει ένα θερμόμετρο, καμινάδες καπνίζουν, μυρουδιά καμένου ξύλου.

Το καφενείο μουντό, δυο τύποι όλοι κι όλοι εκεί μέσα, ένας μ ένα κασκέτο κυνηγετικό, αρχίζω τις ερωτήσεις, ο φίλος μου λέει ''Σκάσε!'' εγώ όμως θα κόψω φλέβες από βαρεμάρα αν δε μάθω τι κρύβει ο άλλος.

Ο κυνηγός αρχίζει , θέλει κάπου να τα πει κι αυτός, μιλά δυνατά, μας λέει για ένα ζαρκάδι που κυνηγούσε μια φορά, ήταν υπέροχο ζώο, σβέλτο, λυγερό, το καφετί του τρίχωμα γυάλιζε, πηδούσε δεξιά αριστερά μόλις τον αντιλαμβάνονταν, έμοιαζε σα να έπαιζε μαζί του κι αυτό τον έκανε να προσπαθεί πιο μανιασμένα, είχε χαλάσει το κόσμο για κείνο το ζώο, μήνες το καταδίωκε, μονάχα τσακάλια συναντούσε στα χέρσα, μια φορά ένα κλαδί είχε μπλεχτεί στη σκανδάλη του όπλου του και παραλίγο να του φάει το πόδι, το ακολουθούσε σ' ένα μέρος δασωμένο προς τα δυτικά, όλο και πιο μακριά πήγαινε, δεν τα είχε ξαναδεί εκείνα τα μέρη, σ ένα ξέφωτο βγήκε δίπλα σε μια δεξαμενή, ένα ύψωμα στρογγυλό υπήρχε μπροστά του, τη τελευταία στιγμή είδε το ζώο να μπαίνει σ ένα κοίλωμα στη πίσω μεριά εκείνης της τούμπας.

Το πέρασμα γίνονταν όλο και πιο στενό, που στο δαίμονα είχε χωθεί το διαβολεμένο το ζαρκάδι , εκεί μέσα γίνονταν όλο και πιο δύσκολο ν αναπνεύσεις, ψηλάφισε στα σκοτεινά, έγειρε σε μια μεριά, ένα φως είδε προς εκείνη τη κατεύθυνση, μια πέτρα με σχήμα παράξενο, σα να την είχε λαξεύσει κάποιος, έσπρωξε.

Είχε βρεθεί σ' ένα μέρος που έμοιαζε με θάλαμο τεράστιο, σήκωσε το κεφάλι α δει γύρω του, στο λιγοστό φως είδε κάτι ζωγραφιές, ένα σπίρτο άναψε, και τότε κόντεψαν να του πεταχτούν τα μάτια!

Κάποιος είχε ζωγραφίσει καβαλάρηδες αγέρωχους να καλπάζουν σ ένα λιβάδι, ένας πολεμιστής τέντωνε το τόξο του, στρατιώτες παραταγμένοι δεξιά κι αριστερά κάποιου βασιλιά με ανάστημα επιβλητικό, που ετοιμάζονταν να κατεβεί από ένα άρμα και να βαδίσει πάω σ ένα χαλί πορφυρό , ένας άλλος στρατός αντίκρυ, κάτι αμαζόνες ζωσμένες με σπαθιά κάλπαζαν αναμέσα σε αιχμές, μια απ αυτές έμοιαζε να καβαλικεύει ένα άλογο φτερωτό, παντού έβλεπε φιγούρες λιονταριών και δρακόντων!

Προχώρησε ακόμα λίγο, ο σκύλος του τον είχε ακολουθήσει μέχρι εκεί μέσα και κλαψούριζε φοβισμένος σα να τον τρόμαζαν οι ζωγραφιές, στο βάθος υπήρχε ένα άνοιγμα σα πόρτα, πρόσεξε ότι έλειπε μια πέτρα ψηλά σε μια γωνιά, σύρθηκε μέχρι εκεί, ένιωσε το σακάκι του να σκίζεται, γλίστρησε κι έπεσε πάνω σ ένα δάπεδο ακούγοντας κάτι μεταλλικό να γκρεμίζεται .

Άναψε ένα σπίρτο και τότε του κόπηκε το αίμα, ανατρίχιασε ολόκληρος, μέσα σ έναν τάφο βρίσκονταν, κανείς δεν είχε μπει εκεί μέσα για χιλιάδες χρόνια, όλα έμοιαζαν ανέπαφα, μια ασπίδα ακουμπισμένη σ' ένα τοίχο, μονάχα η λαβή της είχε απομείνει , ένα ακόντιο λιωμένο εκτός από τη σιδερένια αιχμή του , το υπόλοιπο ήταν μια σκόνη άμορφη, σε μια γωνιά υπήρχε ένα πράγμα σα μπαουλάκι χρυσό, δοκίμασε να το ανοίξει, εύκολα άνοιξε, κι εκεί μέσα υπήρχαν ένα στεφάνι χρυσό , ένα σταμνί με στάχτη στο εσωτερικό του, και δυο αγαλματάκια άσπρα αλαβάστρινα. Σήκωσε το ένα να το δει καλά, έναν νέο απεικόνιζε με βοστρύχους άγριους, ανέμελους που κυμάτιζαν προς τα πίσω αναδεικνύοντας την έξοχη μορφή!

Ασυναίσθητα έκανε το σταυρό του, σκέφτηκε ότι κανένας δε θα τον πίστευε πως τα είχε δει όλα αυτά, πιο πέρα στο κέντρο της αίθουσας υπήρχε μια σαρκοφάγος σκεπασμένη, ίσως θάπρεπε να φωνάξει κάποιον ειδικό μα δεν άντεξε στη περιέργεια και σήκωσε το καπάκι που του φάνηκε να ζυγίζει έναν τόνο!

Άναψε ένα ακόμα σπίρτο, πως βρέθηκαν κι αυτά στη τσέπη του, τα είχε για ν' ανάβει καμιά φωτιά στην παγωμένη ύπαιθρο, να ξεμουδιάζει τα δάχτυλα του, να ζεσταίνεται μια ιδέα σ' εκείνη την καταραμένη ερημιά, έσκυψε μέσα κι αυτό που αντίκρισε τον έκανε να παγώσει ολόκληρος!

Εκεί μέσα ήταν θαμμένος κάποιος με μια μάσκα στο πρόσωπο, τα χαρακτηριστικά του έμοιαζαν μ εκείνα του μικρού λευκού αγάλματος, μονάχα που εδώ τα χείλη έμοιαζαν να λυγίζουν σα να χαμογελούσε, ''Νέος θα πέθανε!'' σκέφτηκε αμέσως σαν τον είδε.

Σκεφτόταν τι θα έπρεπε να κάνει, η ώρα θα είχε περάσει, θα πρέπει να ήταν νύχτα έξω πια, πως θα έβγαινε από κείνη τη παγίδα, ήθελε να φύγει αλλά πάλι όλα ήταν τόσο εντυπωσιακά τόσο μαγικά, που ήθελε ακόμα λίγο να δει προτού ψάξει την έξοδο.

Μια τελευταία ματιά έριξε στο σώμα του νεκρού βασιλιά που τον τύλιγε ένα στρώμα σκόνης, σίγουρα τα πολύτιμα υφάσματα που τον σκέπαζαν θα είχαν γίνει άμμος πια, έγειρε ξανά να δει καλύτερα και τότε είδε ότι κάτι σα να βαστούσε στο χέρι αυτός με την προσωπίδα, ένα στιλέτο ήτανε, σα να ήθελε ο νεκρός να προστατευτεί εκεί μέσα από τους τυμβωρύχους, τρόμαξε όλα έμοιαζαν εχθρικά, ''Κύριε φύλαξε με από κάθε κακό!'' ψιθύρισε, ήθελε να σηκωθεί να φύγει, σάλπιγγες και τύμπανα που δυνάμωναν ολοένα σα να πλησίαζε στρατός βούιζαν στ' αυτιά του όταν ένιωσε ότι το χέρι του πεθαμένου βασιλιά σα να κινήθηκε, βγήκε στον άλλο θάλαμο τον εξωτερικό, με τις ζωγραφιές, τα τέρατα στον τοίχο έμοιαζαν να ζωντανεύουν....

Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου

ΩΣΕΙ ΑΝΘΟΣ ΤΟΥ ΑΓΡΟΥ

«Ο οδηγός κλείνει τα μάτια όλη την ώρα !» του ψιθύρισε σκύβοντας η γυναίκα που καθόταν στο απέναντι κάθισμα, - « σοβαρά;»  είπε  αυτός και κ...