Κυριακή 13 Οκτωβρίου 2013

ΖΟΜΠΙ

Ο τύπος έβγαλε ένα μαχαίρι με μια λάμα που γυάλιζε δαιμονικά , την άρπαξε βίαια απ το μπράτσο, τη στρίμωξε άσχημα, η όψη του ήταν τόσο τρομαχτική που φοβόσουν να την κοιτάξεις κατάματα κι αυτή ένιωθε εκείνο το αηδιαστικό συναίσθημα που σε διαλύει όταν νιώθεις παγιδευμένος.

Είχε μείνει με το στόμα ανοιχτό, όλο το σώμα της ήταν μουδιασμένο καθώς η υπερένταση την κυρίευε, πρόσεξε τη φαρδιά του ζώνη, ένα ρολόι που είχε πάρει υγρασία, ένα νύχι χτυπημένο σ' ένα δάχτυλο , τα τρελαμένα μάτια του είχαν καρφωθεί στο ντεκολτέ της, της τραβούσε τα μαλλιά προσπαθώντας να τη φιλήσει, το ένα του χέρι της έσφιγγε τον καρπό- σίγουρα αριστερόχειρας- σα να ήθελε να τον συνθλίψει, ''Με πονάς!!'' του φώναξε πνιχτά προτού της κλείσει βάναυσα το στόμα με κείνη τη τρομερή αριστερή παλάμη του ''Δεν ήταν ανάγκη να γίνει έτσι...'' της ψιθύρισε

Αυτός ήταν σίγουρα, αυτός που την παρενοχλούσε εδώ και καιρό, της είχε στείλει οχτακόσια μηνύματα, της τηλεφωνούσε όποτε νάναι, είχε σκάσει να μάθει που στο διάβολο βρήκε το κρυφό της νούμερο, μονάχα οι κολλητές της το ήξεραν, όποια το είχε κάνει θα τη σκότωνε!

Αυτός ο ηλίθιος ήταν που τις κολλούσε εκείνο το βράδυ, κοίταζε τη γυμνή πλάτη της φίλης της με τέτοιο τρόπο που ήτανε σα να έκοβε ολόκληρα κομμάτια κρέατος από πάνω της, κάτι έλεγε στο διπλανό του όλη την ώρα, τον είχε αγνοήσει εντελώς, μερικοί άνθρωποι σου δημιουργούν μια αίσθηση απωθητική κι όταν δεν τους ξέρεις καθόλου, απλά το νιώθεις και προσπαθείς να τους αποφύγεις ''Θες να βρεθούμε οι δυο μας'' '' Δε γίνεται'' ''Αυτή είναι μια λάθος απάντηση .


Τον είχε δει εκείνο το βράδυ να χτυπά το πόδι λάθος στο ρυθμό, σκέφτονταν πόσο βλαμμένο είδος είναι οι άντρες , τις είχε πλησιάσει, είχε πολύ θράσος σίγουρα, της έδωσε το χέρι του κι ήταν κρύο, φορούσε κάτι ρούχα φαρδιά, ''Μα τι βλάκας!!'', είχε σκεφτεί μέσα της, '''καλύτερα ν' αυτοκτονήσω!'' -''Δε σε ξέρω τόσο καλά'' του είπε για να τον αποφύγει μήπως και ξεκουμπιστεί από μπρος της, αυτός άλλαξε έκφραση σα να αγρίεψε, σκλήρυνε απότομα σα να αναδύθηκε από βαθιά μέσα του η πραγματική του φύση, ''Θα τα ξαναπούμε!'' πέταξε, τη κοίταζε λοξά νομίζοντας ότι δεν τον βλέπει, αργότερα μια φορά τον είχε συναντήσει κατά λάθος στο σταθμό κι είχε σπεύσει να κρυφτεί πίσω από μια κολόνα.


Θα έπρεπε να είχε προσέξει περισσότερο κάτι δε της πήγαινε καλά τελευταία, τις νύχτες δε κοιμότανε καλά, όλο τριξίματα και ήχους περίεργους άκουγε απ το διπλανό διαμέρισμα σα να συνέβαινε κάτι ύποπτο κατά κει.

Είχε ακούσει για παρόμοιες ιστορίες, μια φίλη της είχε βρει έναν κλέφτη μες το σπίτι καθώς γυρνούσε απ τη δουλειά κι αυτή πάντα εξέταζε όλα τα αντικείμενα αν ήταν στη θέση τους όπως τα είχε αφήσει προτού φύγει.
Από πριν στο πολυκατάστημα αισθάνονταν ότι την παρακολουθούσαν, νόμιζε ότι ήταν κάνας πορτοφολάς, στα μαγαζιά γίνονταν κόλαση το Σάββατο το απόγευμα, ένα βουητό δέσποζε στην ατμόσφαιρα, άνθρωποι ανεβοκατέβαιναν σκαλιά, έπαιρναν ασανσέρ, στριμώχνονταν σε διαδρόμους, οι γυναίκες βαστούσαν σφιχτά τις τσάντες τους, στις κάμερες έβλεπες ανθρώπους να μπαινοβγαίνουν από εισόδους και εξόδους, κλέφτες γυρόφερναν έξω απ τα μαγαζιά καρτερώντας τα θύματα τους.

Το φθινόπωρο ήταν στο φόρτε του, τόνιωθες ακόμα και μες τη πόλη, τα φύλλα των δέντρων είχαν πάρει όλες τις αποχρώσεις της χρωματικής κλίμακας , από πράσινο, βυσσινί και κόκκινο μέχρι καφετί και γκρίζο της τέφρας, ένα στρώμα σχημάτιζαν πάνω στο γρασίδι των πάρκων ενώ οι θάμνοι είχαν ακόμα απάνω τους γαλαζωπούς καρπούς.

Στις πιάτσες οι ταξιτζήδες μιλούσαν στα ασύρματα τηλέφωνα τους, νωθροί καθαριστές σκούπιζαν τα σάπια φρούτα των λαϊκών αγορών κι οχήματα του δήμου σέρνονταν βαριεστημένα στο σούρουπο. Γυναίκες με ζακετούλες ψιλές και μπλούζες λεπτές κι αλυσιδίτσες που τυλίγουν το λαιμό έβλεπες, κορίτσια με μπλουζάκια εφαρμοστά αντί για στηθόδεσμους κι άλλα με γάμπες ωραίες σταύρωναν τα πόδια στα καθίσματα για να τις δείξουν, κι άλλα με παντελόνια γεμάτα εκατοντάδες λουλούδια όπως στα σχέδια που έχουν οι τέντες στις βεράντες των μπαλκονιών .

Στα ζαχαροπλαστεία πλήθος συνέρρεε να καταναλώσει τόνους γλυκισμάτων, στα φαστφουντάδικα κοπέλες με ποδιές μαύρες κατέβαζαν μοχλούς ετοιμάζοντας καφέδες, έβλεπες εκεί μέσα σωρούς από ρόδια και πορτοκάλια για στύψιμο, μπολ με βατόμουρα, γρανίτες γαλάζιες και κόκκινες στροβιλίζονταν σε γυάλινους κάδους , στις οθόνες ψηλά ελάφια χτυπούσαν τα κέρατα τους με κρότο μέσα σε δάση σκοτεινά που τα τρυπούσαν οι ακτίνες του ήλιου.

Στα σούπερ μάρκετ μικρά παιδιά με βλέμμα περίεργο περιεργάζονταν ότι υπήρχε γύρω χωρίς να τους ξεφεύγει τίποτα, γάτοι χτυπημένοι, σαρανταπληγιασμένοι βολόδερναν τριγύρω,σκύλοι κοιμόταν ανάσκελα στο τσιμέντο, περιστέρια λαίμαργα, αδηφάγα τσιμπολογούσαν αδιάκοπα σπόρους και θραύσματα από τυρόπιτες , καράβια μες το Θερμαϊκό πνιγμένα στην ομίχλη, τουρίστες αχνοφαίνονταν πίσω απ τις επάλξεις του Λευκού Πύργου κι ένας μαυριδερός βαλκάνιος φυσούσε ένα χάλκινο γυαλιστερό σαξόφωνο γεμίζοντας με ήχους τον αέρα κάτω απ τις καμάρες της Αριστοτέλους.

Κι εκείνο το σημείο ήταν στο πιο πολυσύχναστο μέρος της πόλης, αιφνιδιάστηκε, θα έπρεπε να είχε προσέξει περισσότερο, δε μπορεί να μη σταματούσε κάποιος. Αυτός χαμογελούσε χαιρέκακα αισθανόμενος ότι είχε τον έλεγχο, την υπεροχή, ήταν πολύ χειρότερος από τη τελευταία φορά που τον είδε, δυο πιτσιρικάδες πέρασαν αλλά νόμιζαν ότι ήταν κάποιο ζευγαράκι, μια επιγραφή στα κινέζικα αναβόσβηνε πάνω απ το κεφάλι της, ένα σύνθημα ήταν γραμμένο στον τοίχο αντίκρυ της ''Ντου στα φαρμακεία!'',

''Για ποια μου περνιέσαι, νομίζεις ότι είσαι ζόρικη, δεν έπρεπε να με κοροϊδέψεις εκείνο το βράδυ, δεν έπρεπε να το χαλάσεις όταν ήταν εύκολο, δε μπορείς να φανταστείς πόσο σε σκεφτόμουν όλο το καιρό, κανείς δε μπορεί να φανταστεί, δε πέρασε ούτε μια μέρα χωρίς να σε σκεφτώ, μου σπάραξες τη καρδιά, θυμάσαι που σου είπα ότι θα τα ξαναπούμε, δεν τα είπα τυχαία εκείνα τα λόγια, δεν αντέχω να σε χάνω! '' -'' Τι θα μου κάνεις;'' ψέλλισε αυτή '' Αυτό είναι δικό μου πρόβλημα'' πήγε να τρέξει αλλά την άρπαξε απ τους ώμους σα να ήταν έναν πράγμα δίχως καθόλου βάρος .

Σ ένα ΑΤΜ κάποιος με τη πλάτη γυρισμένη πληκτρολογούσατε νούμερα, δεν ήταν δυνατό να της συνέβαινε αυτό εκεί πέρα,στο κέντρο της πόλης, δε μπορούσε να το πιστέψει, πάσχιζε να καταλάβει, όλο το σώμα της είχε στρεσαριστεί απίστευτα, έψαχνε έξοδο διαφυγής, όταν από το πουθενά εμφανίστηκε ένας κοκαλιάρης με τατουάζ και πληγές στα μπράτσα απ' αυτούς που τους ακούς στο Ναυαρίνο να λένε ''Μακριά από μένα όταν είμαι φτιαγμένος!'', αυτούς που βλέπεις στα αστικά μέσα να γέρνουν μπροστά σα ζόμπι κοιτάζοντας τις τρύπες στις φλέβες τους, τον άρπαξε τον άλλον, τον έριξε χάμω με μίσος, τα γαλάζια του μάτια είχαν τη τάση να γυρίζουν ανάστροφα, έμοιαζε έξαλλος ο τρυπημένος έβριζε κι έλεγε ότι τούρχονταν, όλο το σκηνικό ήταν τρομερό!

Άρχισε να τρέχει όσο πιο γρήγορα γίνονταν, γύρω τα πράγματα έμοιαζαν σα να σάλευαν και να κινούνταν απειλητικά, στα έργα του μετρό εργάτες συνέχιζαν να δουλεύουν, τρυπάνια τεράστια υψώνονταν και κατέβαιναν με δύναμη στο χώμα, κράνη κίτρινα έβλεπες παντού, μια φωτιά έκαιγε κάτι χαρτόνια, όλα ήταν αλλόκοτα ένας προβολέας τη χτυπούσε στο πρόσωπο, τη στράβωνε, δε μπορούσε να δει, σε μια σκαλωσιά δυο άνθρωποι ανεβασμένοι κολλούσαν με ηλεκτροσυγκόλληση κάτι σίδερα, σπίθες χοροπηδούσαν φέγγοντας στα σκοτεινά, αναπηδούσαν στο πεζοδρόμιο μερικά δευτερόλεπτα ώσπου να σβήσουν .

Στην Εγνατία ένας κοκαλιάρης προσπαθούσε να περάσει το οδόστρωμα σ ένα σημείο μακριά από διάβαση αλλά σα να παραπάτησε στο αυλάκι που έχουν σχηματίσει εκατομμύρια τροχοί που πέρασαν από κει κυρτώνοντας την επιφάνεια , λικνίζονταν προσπαθώντας να ισορροπήσει, έγειρε μπροστά σα ζόμπι, ταλαντεύτηκε, γονάτισε για λίγο μα ξανασηκώθηκε, ένα αμάξι φρενάρισε, άλλα οχήματα έκαναν ελιγμούς, μηχανές περνούσαν πλάι του, αυτός στέκονταν μετέωρος.


Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου

ΩΣΕΙ ΑΝΘΟΣ ΤΟΥ ΑΓΡΟΥ

«Ο οδηγός κλείνει τα μάτια όλη την ώρα !» του ψιθύρισε σκύβοντας η γυναίκα που καθόταν στο απέναντι κάθισμα, - « σοβαρά;»  είπε  αυτός και κ...