Δευτέρα 4 Νοεμβρίου 2013

ΧΕΙΡΟΒΟΜΒΙΔΕΣ


Ε Λοιπόν πήγαμε εκεί πέρα και βάλαμε φωτιά ρε φίλε  σ εκείνο το καταραμένο μέρος, το κάψαμε πατόκορφα, όλη την οργή μας βγάλαμε, μας την είχε δώσει, το χρειαζόμασταν να ξεσπάσουμε κάπου!

Με κάτι Αθηναίους είχαμε σκοτωθεί, με είχαν βάλει να περπατήσω πέντε χιλιόμετρα μέχρι το πλησιέστερο χωριό για να τους πάρω τσιγάρα, κι ύστερα επειδή τους είχα πάρει λάθος μάρκα ζητούσαν τα ρέστα, ΄΄Τέτοιοι είσαστε εκεί κάτω !΄΄ τους είπα, τα  πήραν, βριστήκαμε άσχημα, φωνάζανε, ο Πουλιανίτης πήγε να τα συμβιβάσει, εγώ πάντως δε πήρα πίσω  ότι  είπα!

Έναν δόκιμο απ τη Καβάλα είχαμε στο μπουζούκι που φαλτσάριζε, είχαμε διπλωθεί απ τα γέλια γιατί δεν το καταλάβαινε, όταν ακούγεται δυνατά στον ενισχυτή είναι άλλο πράγμα, ένα παιδί απ τη Βέροια ήταν στα πλήκτρα, είχε παίξει αυτός ένα φεγγάρι εκεί , σ ένα κέντρο στη πλατεία της πόλης με τα παπιά που τσαλαβουτάνε, ο Καναράς έπαιζε μπάσο,  εκείνος ο κεφάλας απ τη Θάσο που σπούδαζε στις Σέρρες, στη γυμναστική ακαδημία και τα βράδια έπαιζε σ ένα σκυλάδικο μ έναν τύπο στο βιολί το ηλεκτρικό  που σέρνονταν, μα σαν έπιανε εκείνο το όργανο, έφευγε  αλλού, έμπαινε  σ άλλον κόσμο.

Καθόμασταν πίσω πίσω όταν ήταν να ρίξουμε χειροβομβίδα, ο Καναράς φοβόταν για τα αυτιά του, κι εγώ ποτέ δεν τα  χώνεψα εκείνα τα φονικά μπαλάκια που εκσφενδονίζουν κομματάκια  πυρωμένου μετάλλου,  τελικά τις ρίξαμε σε μια ρεματιά μέσα, πάει κι αυτό.
  
Κι ο Σάββας από τη Καβάλα ήτανε μαζί μας, αυτός που έπαιζε ακόρντα περίπλοκα, εβδόμες κι έκτες και πέμπτες κι άλλα κόλπα, αυτός με το δισκάδικο στη  όπου τον πέτυχα χρόνια αργότερα  έπαιζε τότε σ ένα μαγαζί μες σε καπνούς κι ομίχλες και φώτα, με είχε  φωνάξει στη πίστα.

Οι αθηναίοι  όμως ήταν αξιολύπητοι, μιλάμε μονάχα άδειες ξέρανε να ζητάνε, ένα κάρο οδοιπορικά γύρευαν, υποτίθεται ότι ήταν μακριά τα σπίτια τους όμως αυτοί απ την Αλεξανδρούπολη είχαν βρεθεί σε μια ώρα στη μαμάκα τους ενώ εμείς είχαμε χάσει το τρένο και το κυνηγούσαμε μ ένα ταξί μέχρι τις Φέρες,  κι εκείνος ο ταξιτζής νύσταζε και κόντεψε να μας ρίξει σένα χαντάκι!

Ειδικά ο ένας  αθηναίος, ο άλλος εντάξει μας ήτανε χρήσιμος όπως κοπανούσε τα ντραμς και σκέπαζε τα κενά, κι ένα άλλο παιδιά απ το Κιλκίς είχαμε στις ηλεκτρικές κιθάρες που αφιονίζονταν σαν  έπαιζε τα δικά του κάτι τρελαμένα χεβιμεταλάδικα,   μια φορά παραλίγο να μας πιάσει ο ταγματάρχης  εκεί που κάναμε πρόβες και παίζαμε άσχετα κομμάτια.

Εκείνος ο ελεεινός ταγματάρχης ο Ματζάκος ήθελε το ΄΄Λένε για μένα οι όμορφες..’’ τι να πουν  ρε φίλε για  σένα οι όμορφες που είσαι ένα κι εξήντα, μας είχε πρήξει στις εφόδους, μια φορά ήμασταν στη σκοπιά μ ένα παιδί μουγκό, απ το Αγρίνιο, αυτός κοιμόταν τυλιγμένος με την ελληνική σημαία γιατί κρύωνε, εγώ ποτέ  δε μπορούσα να χαλαρώσω εκεί πέρα, το είδα το τζιπάκι, ΄΄Σήκω και δίπλωσε τη σημαία !΄΄ του είπα, όταν πήγα κοντά και δε μιλούσε κανείς από το τζιπ είχα δώσει μια κλωτσιά στη πόρτα, ΄΄Εντάξει ρε, μη βαράς !΄΄ ακούστηκε ο Ματζάκος.

Και τι είχε φέρει το βράδυ στη γιορτή αυτός για τον οποίον μιλούσαν οι όμορφες,  μια ξανθιά μαραμένη πολύ χάλια μιλάμε,  καλά είχε ξεφτιλιστεί το άτομο,  τέλος πάντων εκείνο το βράδυ το είχαμε κάψει, είχαμε ξεσπάσει, είχαμε σιχαθεί την υγρασία και τους αξιωματικούς που ούρλιαζαν διαταγές όλη την ώρα στο στρατόπεδο,  τις ασκήσεις κοντά στα σύνορα με την Τραιανούπολη αντίκρυ και τα τούρκικα φορτηγά να παρελαύνουν στους δρόμους τους .

Οι ντόπιοι ήταν εντάξει σ εκείνο το μέρος το ξεχασμένο απ το θεό, ο Παναγιώτης που πρέπει να τον βρω  κάποτε στο Διδυμότειχο,  κι ο Λάκης ο καφετζής που θαύμαζε τον Παπαδόπουλο, το δικτάτορα, για το σαμποτάζ που είχε κάνει στον Έβρο, τότε που έβαλε ζάχαρη στα άρματα κι είχε κατηγορήσει τους κομουνιστές.

Το κάψαμε εκείνο το μέρος, όλο το άγχος μας βγήκε δημιουργικά, στην αρχή υπήρχε μια παγωμάρα, πως στο διάβολο θα παίζαμε, όμως  βρήκαμε ρυθμό, ο Πουλιανίτης ήταν επαγγελματίας,  είχε βγάλει και δίσκο, τον έδωσε στο συνταγματάρχη που τού έκοψε τη βισματική μετάθεση για τη Λάρισα, εκεί θα ήταν κοντά στη δικιά του.

 Ήταν όλο   νεύρα  που τον κράτησαν εκεί πάνω, τον καθησυχάζαμε, παραλίγο να το διαλύσουμε, σε μια φάση ο Ματζακος μας πίεζε να πάμε σε ασκήσεις, εμείς του λέγαμε έχουμε πρόβες, οι αθηναίοι ήταν για μπάτσες, εγώ, εντάξει έκανα κι εγώ κάτι, καλμάριζα το πράγμα, κάποιος πρέπει να κρατά δεμένο το σύνολο,΄΄Ρε παιδιά λίγο ακόμα έμεινε, να πάρουμε τις άδειες  να ξεκουμπιστούμε   από δω !΄΄, ο δόκιμος το πρόσεξε  ρόλο που έπαιζα ΄΄Δεκανέα είσαι ωραίος !΄΄ μούχε πει.

Τον είδα τον Πουλιανίτη στη Σαλονίκη, στη παραλία, μετά από χρόνια, με είχε φωνάξει,  καλά τότε ήμουν χαμένος εντελώς, δεν ήξερα τι μου γίνονταν, και μια άλλη φορά τον πέτυχα στο λεωφορείο το 78 του αεροδρομίου,  έφευγε για τα Τρίκαλα,  από κει ήτανε,  μια βραζιλιάνα χορεύτρια είχε παντρευτεί, είχε και παιδιά, είχε παρατήσει το τραγούδι, το είχε γυρίσει στο δασκαλίκι, διορίστηκε, πάει κι αυτός.
 Σ ένα μαγαζί με είχε στείλει για δουλειά, δε μπορούσα, δε το άντεχα το ξενύχτι,  δεν  ήταν για μένα αυτό το πράγμα, τσακίστηκα να φύγω από κει πέρα τι περίοδος κι εκείνη!

Όμως εκείνη τη νύχτα ήταν ωραία, είχα μάθει επιτέλους να παίζω ακόρντα καθαρά, είχα παραγγείλει στη Χριστίνα να μου τη στείλει από ένα τηλέφωνο αρχαίο, ανάμεσα σε κονσέρβες και τουρσιά, σ ένα μπακάλικο υπόγειο, σκοτεινό σεκάποιο χωριό,    σ εκείνη την ορχήστρα  έμαθα να παίζω,  μια ζωή πρακτικός τύπος, ο  Πουλιανίτης το πρόσεξε, με κοίταζε ευχαριστημένος, του είχα πει να τραγουδήσω κι εγώ, να πάρει μια ανάσα δεν ήθελε, ίσως και νάθελε να κάνει το σόου του, εντάξει δεν είχα αντίρρηση, αυτός ήταν ο επαγγελματίας κι η κολώνα μας.

Το χρειαζόμασταν,  ο καιρός ήταν υγρός, ένα χωριό εκεί κοντά που λέγονταν Καναδάς υπήρχε, ένα φράγμα, ένα ποτάμι, μια γέφυρα, χαλίκια και κροκάλες, σπίτια πέτρινα, περικοκλάδες βυσσινιές σκέπαζαν τους τοίχους, όμως το καλύτερο ήταν το σπίτι του συνταγματάρχη όπου κάναμε μια πρόβα, μια οξιά είχε φυτρώσει στην είσοδο ,  κι η κόρη του ήταν εκεί δεν έλεγε πολλά αλλά ήταν καλό κορίτσι.

 Μας είχαν βάλει στη κουζίνα κι εγώ κοίταζα όλα εκείνα τα μαγικά που είχα ξεχάσει, τους λωτούς μέσα σε φρουτιέρες,  ρόδια μαζί και σπόρους αγριοτριανταφυλλιάς που είχαν μαζέψει, μήλα και λεμόνια, βαζάκια τετράγωνα και στρογγυλά με καπάκια από φελλό, γεμάτα κανέλα κι αφεψήματα, σημειώματα κολλημένα στο ψυγείο για τα ψώνια, το ραντεβού με το γιατρό των παιδιών.

 Φωτογραφίες μιας γυναίκας νέας  ήταν πιασμένες σε κάτι μανταλάκια, τα μαλλιά της ανεμίζουν πάνω σένα καράβι, μια άλλη φωτογραφία ενός ξάδερφου που έφυγε στην Αμερική, μπισκότα ξυλάνθρακα για την πέψη ένα εικονοστάσι από πάνω, εικόνες χρυσαφιές κι ασημένιες, ένα καντήλι ηλεκτρικό, λάστιχα και βρύσες, κουτάλες,  μαχαιροπήρουνα, πιατέλες με σταφίδες ς και ξηρούς καρπούς, κι άλλες με πιπεριές και ντομάτες, θα μπορούσα να μείνω ώρα πολύ και να τα χαζεύω όλα εκείνα,  πιάτα και ποτήρια, κύπελλα,  πλακάκια με σχέδια χρωματιστά, πάντα με ηρεμούσαν οι κουζίνες και με καλμάριζαν, πάντα ήταν το αγαπημένο μου δωμάτιο.

 Το χρειαζόμασταν εκείνο το διάλειμμα να νιώσουμε λίγο άνθρωποι, εκεί πάνω  είχαμε συνηθίσει μονάχα  στα ουρλιαχτά του υπασπιστή που στρίγγλιζε διαταγές,  άδειες κόβονταν αβέρτα, ο χρόνος κυλούσε δίχως νόημα όλα έμοιαζαν αποκοιμισμένα.

   Το βράδυ του χορού τα είχε  δώσει όλα  ο  υπασπιστής, χόρευε σα δαιμονισμένος, οι άλλοι αξιωματικοί τον σνομπάριζαν άλλα ούτε που τον ένοιαζε, το θέμα ήταν λίγο γκροτέσκο, λίγο παράξενο, καρέκλες μετακινούνταν τρίζοντας, τραπέζια πήγαιναν κι έρχονταν, φωνές, τσιγάρα, πιάτα και νεροπότηρα και κρασοπότηρα, κάποιοι είχαν μεθύσει και παραπατούσαν, μυρουδιά ούζου πλανιόταν στην ατμόσφαιρα, όλα είχαν γίνει ένα μίγμα και πάνω από όλα αυτά εγώ κοίταζα εκείνο το παιδί με τα μαύρα μαλλιά,  το Σάββα, που έπαιζε τα δικά του αγέρωχος.

Προς τα ξημερώματα τελειώσαμε, το μέρος άδειασε, μονάχα αποφάγια και ποτήρια μισογεμάτα μείνανε  κι εκείνη η αίσθηση η αποπνικτική της αίθουσας που ήταν γεμάτη κόσμο κι αναπνοές,  τα μαζέψαμε, αρχίσαμε να ξεστήνουμε, έπρεπε να κατεβάσουμε κάτι μικροφωνικές, σε μια στιγμή  ένα μεγάφωνο έπεσε στον ώμο του Πουλιανίτη και  παραλίγο να τον σακατέψει, τον κουβάλησα μέχρι το επιλοχάδικο, τον έβαλα να ξαπλώσει.

Φεύγοντας  πέρασα από κείνη την  αίθουσα, ησυχία επικρατούσε πια, κάτι κοκόρια λαλούσαν από μακριά, ψηλά σε μια γωνιά ένα άστρο μοναχό του είχε απομείνει , κατα τη Τουρκια μεριά κρότοι πνιχτοί ακούγονταν, θα έκαναν ασκήσεις με χειροβομβίδες κι αυτοί όπως τους είχαμε δει με τα κυάλια  να κάνουν.

  Μπροστά στη πόρτα κάποιος είχε ρίξει  ένα σωρό από παγάκια στρογγυλά, μες το φεγγαρόφωτο έμοιαζαν με διαμάντια ακατέργαστα που στραφτάλιζαν σκορπίζοντας τριγύρω εκατομμύρια λάμψεις ακτινωτές.

Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου

ΩΣΕΙ ΑΝΘΟΣ ΤΟΥ ΑΓΡΟΥ

«Ο οδηγός κλείνει τα μάτια όλη την ώρα !» του ψιθύρισε σκύβοντας η γυναίκα που καθόταν στο απέναντι κάθισμα, - « σοβαρά;»  είπε  αυτός και κ...