Πέμπτη 10 Οκτωβρίου 2013

ΦΥΛΛΑ ΧΡΥΣΟΥ


Κάποτε, πριν 15 δισεκατομμύρια χρόνια, μια έκρηξη αδιανόητης ισχύος και υφής -- το Big Bang -- υπήρξε η αρχή της δημιουργίας του Σύμπαντος. Τότε δημιουργήθηκε και το νετρίνο, ένα μυστηριακό, σχεδόν φανταστικό σωματίδιο, με σχεδόν μηδενική μάζα που κινείται από τότε με την ταχύτητα των 300.000 χιλιομέτρων το δευτερόλεπτο (την ταχύτητα του φωτός).
Έξω από την Σφακτηρία υπάρχει μια μεγάλη υποθαλάσσια πεδιάδα σε βάθος 3.000 m, στη συνέχεια μια δεύτερη στα 4.500 m και λίγο πιο μακριά βρίσκεται το φρέαρ των Οινουσών με βάθος 5.200 m, που είναι το βαθύτερο σημείο της Μεσογείου. Σ’ αυτές τις περιοχές γίνεται προσπάθεια να αποκαλυφθούν φαινόμενα από το παρελθόν, αλλά και θαύματα για το μέλλον του Σύμπαντος...

Από τη Wikipedia.






Μια εικόνα από χρυσάφι υπήρχε εκεί πέρα, ένας παλιός τεχνίτης την είχε φτιάξει χρησιμοποιώντας κιτρικό οξύ από φρούτα για να επεξεργαστεί τα φύλλα χρυσού και χαλκού, διαβρώνοντας το χαλκό έτσι ώστε το σκληρότερο και ανθεκτικότερο χρυσάφι να μείνει καθαρό στην επιφάνεια για να μπορέσει ο τεχνίτης να σφυρηλατήσει τη Παναγία που κρατούσε ένα μήλο σ ένα τοπίο μυστηριακό, με ρόδακες και λουλούδια γαλαζωπά και καρπούς δέντρων .

Οι παλιοί λέγανε ότι ο τεχνίτης είχε βρει το πολύτιμο μέταλλο σε μια λίμνη εκεί κοντά, όπως περπατούσε ένα βράδυ είδε κάτι να γυαλίζει και σκύβοντας πρόσεξε ένα τεράστιο κομμάτι ακατέργαστο, το μάζεψε για να το δουλέψει στ' αργαστήρι του, αργότερα οι ντόπιοι είχαν χαλάσει το τόπο για να βρουν τη μυστική φλέβα.

Τάματα κρέμονταν από το εικόνισμα, δαχτυλίδια και βραχιόλια, πετράδια χρωματιστά, ασημένια χέρια και πόδια κι άλλα μέλη πονεμένα ανθρώπων που γύρευαν γιατρειά κι ανακούφιση, κόσμος πλημμύριζε το μέρος να προσκυνήσει, τόσος πολύς που δε μπορούσε ούτε να γονατίσει.

Κατεβήκαμε σε μια κατακόμβη αρχαία, μια λειτουργία γίνονταν κατά κει, ένας τύπος μονόφθαλμος σα μεσαιωνικός υπηρέτης κάτι σκαλιά κατέβαινε κουβαλώντας κομμάτια αντίδωρου, ένας τυφλός ψάλτης έψελνε σηκώνοντας το κεφάλι όταν ακούστηκε το '''.. άνω σχώμεν τας καρδίας'' μάρμαρα γυαλισμένα στο πάτωμα από χιλιάδες πέλματα που πέρασαν από πάνω τους, ένα συντριβάνι σε μια γωνιά.

Ψάλαμε μαζί του σε κλίμακες αρχαίες ελληνικές, περσικές κι αραβικές και τούρκικες, μακάμια και σκάλες και κλίμακες, μελωδίες ελίσσονταν ψηλά στον αέρα σα φίδια διασχίζοντας δρόμους λαβυρινθώδεις, μια γυναίκα έκλαιγε όλη την ώρα, ποιος ξέρει τι πόνο είχε

Περίεργο ήταν το μέρος εκείνο κάπου στη Πελοπόννησο, ανοιχτά στο πέλαγο λέγανε ότι η θάλασσα καταποντίζονταν σε μια τάφρο τέσσερις πέντε χιλιάδες μέτρα βάθος, το βαθύτερο ρήγμα της μεσογείου, κάτι πειράματα έκαναν λέει εκεί οι επιστήμονες μ ένα σωματίδιο το νετρίνο,

Αμπέλια με κάτι σταφύλια χειμωνιάτικα κοκκινωπά που τα λένε φράουλες κάλυπταν μια έκταση, πορτοκαλεώνες απλώνονταν ως πέρα μακριά, ένας ντόπιος μας έδειξε το μέρος, κάτι χέρια σα τσάπες είχε, ένα βαζάκι με γύρη απ τα μελίσσια του μας έδωσε, κόκκοι κίτρινοι με μια γεύση χώματος γλυκού, κάποιος ζήτησε μέλι από αρμυρίκια που είναι λέει θεραπευτικό, ο ντόπιος πήγε κατά τη θάλασσα, οι κόκκοι της άμμου στραφτάλιζαν στο βυθό σα φλέβες χρυσού, ένα κύπελλο με νερό θαλασσινό γέμισε και το ήπιε,'' 'Εχει ιδιότητες ιαματικές'' μας είπε,'' Πάρτε όσα πορτοκάλι θέλετε'', 

Θα πήγαινε να γυρέψει το λαγωνικό του που χάθηκε το περασμένο βράδυ κυνηγώντας κάτι πουλιά χτυπημένα σ ένα δάσος εκεί κοντά, σ ένα μέρος που το έλεγαν ''Οι καταρράχτες'' .

Σε μια αίθουσα καθίσαμε να μας κεράσουν, ένας άντρας βοήθησε τον τυφλό να καθίσει σε μια καρέκλα, ένα τεράστιο βάζο υπήρχε εκεί με ορχιδέες άσπρες και χρυσάνθεμα γαλάζια, δυο γλάστρες με ροδιές νάνους που είχαν καρπούς μικρούτσικους, υπέροχους, χαλιά κόκκινα ήταν απλωμένα στο μαρμάρινο πάτωμα, ένας θρόνος ξύλινος ήτανε σε μια γωνιά με πόδια που κατέληγαν σε κεφάλια λιονταριών, στο τοίχο μια τοιχογραφία με το διάβολο να πολιορκεί μια καρδιά χρησιμοποιώντας όλους τους πειρασμούς της γης κι όλες τις ανωμαλίες της υδρογείου .


Μια κουβέντα αρχίσαμε, κάποιος είπε για κείνο το μέρος, τους καταρράχτες όπου κάποτε γκρεμίστηκε ένα παιδάκι ξεφεύγοντας απ τη μάνα του, όταν το αντιλήφτηκε το μικρο ήταν στο χείλος του γκρεμού, σε μια στιγμή καταποντίστηκε από κει κάτω στο βάραθρο.

''Τώρα ποιος φταίει;'' ρώτησε ένας ''... η μάνα, ο πατέρας, η κακιά στιγμή, ο θεός που ήθελε να το πάρει μια ώρα αρχύτερα, ποιος αποφασίζει πως πεθαίνει κανείς, έχουμε λόγο ή όλα είναι γραμμένα κάπου και προαποφασισμένα οπότε ότι και να κάνεις το ίδιο αποτέλεσμα έχει;''

Kουβέντα στη κουβέντα αρχίσαμε να συζητάμε για το θάνατο, ο Θόδωρος ρώτησε''... τι θα κάνατε στη θέση μου όταν είχα τον πατέρα μου με τα σωληνάκια στο νοσοκομείο και δεν είχε ελπίδα, οι γιατροί σα να μου λέγανε να τον τελειώνουμε, εσύ τι θάκανες;'' με ρώτησε 

'' Ε λοιπόν θα τάβγαζα τα καταραμένα τα σωληνάκια!'' του είπα''... καλύτερα να τελειώνεις, να μη τυραννιέσαι'', ένας άλλος εξεμάνη,  ''Πως μπορείς να το λες, και τι θα γίνει με τη ψυχή του που θα καίγεται στη κόλαση όπου πάνε οι αυτόχειρες;''

Σε μια φάση ο τυφλός με τα μαλλιά στο χρώμα του κόρακα ζήτησε το λόγο, ο Θόδωρος που συντόνιζε τη συζήτηση του έδωσε το λόγο, αφηγούνταν ωραία,  το είχε.

''ταν μια μάνα κάποτε που είχε δυο γιους, πεθαίνει ο ένας φαρμακώθηκε η μάνα, πεθαίνει κι ο άλλος κατόπι, η μάνα χτυπήθηκε κατακέφαλα, της σάλεψε, δε μιλούσε σε κανένα, κλείστηκε στο σπίτι της αμπαρώνοντας  πόρτες και  παραθύρια.

Κάποτε ένας καλόγερος ήρθε σ εκείνα τα μέρη,  με παπούτσια τραχιά και μαλλιά σκοινένια, ''Άνοιξε μου γυναίκα!'' αυτή τον έβριζε, σε μια στιγμή η γυναίκα είδε το γέροντα να περνά μέσα από τους τοίχους και τα χωρίσματα σα να μην υπήρχαν, σα να διακτινίζονταν μέσα σε μια λάμψη,  οι αμπάρες διαλύονταν με πάταγο, τρόμαξε η γριά ''..κάτσε να σου πω δυο λόγια!''

Της έδειξε σ ένα ντουβάρι, σα να πρόβαλε μια ταινία τη πορεία των παιδιών της αν ζούσανε.

Τα παλικάρια μεγάλωναν και γνώρισαν μια κοπέλα που όμοια της δεν υπήρχε, με δέρμα απαλό, μάτια τρυφερά και τα λοιπά, και τα λοιπά, μια κουκλάρα να πούμε!

Την ερωτεύτηκαν κι οι δυο, ξέρεις τώρα πως γίνεται άμα δεν έχεις μυαλό δράμι στο κεφάλι, μαλώσανε, σκοτωθήκαν, πιάστηκαν στα χέρια, σ ένα τόπο  που τον ονόμασαν ''Το μέρος των δολοφόνων!'' ο πιο μεγάλος που ήταν πιο δυνατός τον κατέβαλε το πιτσιρικά, τον γονάτισε, τον σκότωσε, του πήρε το κεφάλι, τόσο άχτι τον είχε, το κουβάλησε σ ένα μέρος, ακόμα φαίνονται οι σταγόνες από το αίμα που έτρεχε εκείνου του πεθαμένου.

Ύστερα ο μεγάλος αδερφός είχε τύψεις, τον βρήκαν σ ένα δέντρο κρεμασμένο, η κοπελιά που τα είχε προκαλέσει όλα γκρεμίστηκε σ εκείνο το μέρος που τόλεγαν'' οι καταρράχτες'', όλα γίνηκαν στάχτη, λοιπόν γριά αυτό το σενάριο σάρεσε περισσότερο!'' είπε εν κατακλείδι ο καλόγερος.

Σωπάσαμε όλοι είτε επειδή καταλαβαίναμε και συμφωνούσαμε όπως ο Μπάρτογλου, που ήταν αξύριστος όπως πάντα, ή όπως ο Θόδωρος που απλά του άρεσε η ιστορία.

Ο τυφλός ζήτησε να βγει λίγο στο καθαρό αέρα, προσφέρθηκα να τον συνοδεύσω, πήγαμε προς τα κει που φαίνονται οι πολεμίστρες ενός κάστρου όπου μπορεί να πολεμούσε ο Μακρυγιάννης με τον Μπραϊμη, κι ακόμα πιο παλιά οι Έλληνες μεταξύ τους σ έναν απ τους ατέλειωτους αδελφοκτόνους εμφυλίους τους.

''Εκεί δεξιά ψηλά άμα δεις...''' μου είπε ο τυφλός ''...είναι ο Ωρίωνας, κι απ την αντίθετη ο Σκορπιός που τον έστειλε κάποτε η Άρτεμις να τσιμπήσει τον Ωρίωνα γιατί την είχε κάνει σκόνη στη τοξοβολία, έγιναν αστερισμοί και ποτέ δε συναντιώνται.

Εμένα μ αρέσει ο Ωρίωνας, σαν τυφλώθηκε μια μέρα όπως κυνηγούσε σ' ένα δάσος πήρε ένα παιδάκι στους ώμους του, του είπε να τον οδηγήσει μπροστά στον πρωινό ήλιο που ανέτειλε λαμπρός, σαν τον αντίκρισε ξαναβρήκε το φως του, όλα άνοιξαν μαγικά μπροστά του ''.

Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου

ΩΣΕΙ ΑΝΘΟΣ ΤΟΥ ΑΓΡΟΥ

«Ο οδηγός κλείνει τα μάτια όλη την ώρα !» του ψιθύρισε σκύβοντας η γυναίκα που καθόταν στο απέναντι κάθισμα, - « σοβαρά;»  είπε  αυτός και κ...