Τετάρτη 2 Οκτωβρίου 2013

777

Κορμοί δέντρων περιπλέκονταν κάτω από τις κολώνες της γέφυρας, χοάνες τεράστιες έβγαζαν καπνό καίγοντας κάρβουνο από τα σπλάχνα του οροπεδίου της Κοζάνης, ένα αεροπλάνο ανέβαινε σε μια τροχιά απίστευτη σα να ήθελε να βγει από το πεδίo βαρύτητας της γης, σα να ήθελε να υψωθεί όσο πιο ψηλά γίνονταν, να φτάσει στο θεό που κάθεται εκεί πάνω νηφάλιος επιθεωρώντας, αδιαφορώντας για όσα βασανίζουν τους ανθρώπους από κάτω.

Πήγαινε σ ένα δικαστήριο και το μόνο που δεν ήθελε ήταν να συναντήσει ξανά εκείνο το γέρο δικαστή που έμοιαζε με το χάρο έτσι όπως κοίταζε το κόσμο απο την έδρα κι έριχνε κατόπι κάτι ποινές άστα να πάνε. Φορούσε εκείνος ο γέρος ένα δαχτυλίδι που το είχε ξαναδεί ο δικός μου στο δάχτυλο ενός ιεροκήρυκα φοβερού, λέγανε ότι το σχέδιο με τις τρεις στήλες απάνω στο δαχτυλίδι συμβόλιζε τα τρία εφτάρια που νικούν λέει τα τρία εξάρια τα οποία είναι το σύμβολο του κακού, τώρα που είναι το καλό και που είναι το κακό, ποιος είναι άγγελος και ποιος ο διάβολος άντε πες μου .

Ήταν φοβερός ο ιεροκήρυκας, παντού συνωμοσίες έβλεπε, σεισμούς και καταποντισμούς, εχθρούς διαβολικούς κι εωσφορικούς, Εβραίους και μασόνους, κομουνιστές και ιεχωβάδες κι όλη τη σάρα και τη μάρα, πίστευε ότι οι προφητείες των γέρων καλόγερων θα επιβεβαιώνονταν σκορπώντας τον όλεθρο και τη καταστροφή μέσα σε ορυμαγδό σεισμών και συμφορών, γέφυρες κομμένες, επικοινωνίες χαλασμένες μπλοκαρισμένες, κύματα υψώνονται στις παραλίες, κόσμος τρέχει, ολικές εκλείψεις, σκοτάδια ζοφερά, επιδημίες, οι δέκα πληγές του Φαραώ κι άλλα σενάρια εξόντωσης.

Εισβολές αλλοφύλων που κατευθύνονται από κέντρα σκοτεινά, ''Ο διάβολος δε πάει διακοπές γι αυτό δε πρέπει ποτέ να εφησυχάζουμε!'', αναθεμάτιζε το διαδίκτυο, τα τρία W έλεγε, αντιστοιχούν στα τρία εξάρια, μια φορά είχαν βρεθεί μαζί σ ένα μνημόσυνο, τον είχε ρωτήσει κάτι κι εκείνος έγινε βλοσυρός, μοχθηρός, ''Ποιος είσαι εσύ, φίλος δικός σου είναι;'' ρώτησε έναν κοινό γνωστό, ο δικός μου είχε ανατριχιάσει, ιδίως όταν τον είδε να φορά κάτι γυαλιά μαύρα κι ένα καπέλο στο καραφλό του κεφάλι, αν ήτανε κι ο δικαστής σαν τον ιεροκήρυκα την είχε βαμμένη.

Άμα τον καταδίκαζαν θα έφευγε από τη χώρα, θα πήγαινε στην Αυστραλία, στη Γερμανία, στον Καναδά, τον είχε γονατίσει όλη η ιστορία, είχε παρατήσει το ταξί που δούλευε, η γυναίκα του ήθελε να τον χωρίσει, δε καταλάβαινε γιατί τον ανακάτεψαν σ όλο αυτό, που στο διάβολο ήξεραν αυτοί οι τύποι εκεί απάνω στην έδρα τι συνέβη, που τους έκοβε, ποιος τους έδωσε το δικαίωμα, ποιος τον είχε παγιδέψει, ποιος τα έκανε έτσι όλα, πως είχε φτάσει μέχρι εκεί;






Το φθινόπωρο ήταν στις αρχές του, τα φύλλα των θάμνων δεν είχαν κιτρινίσει ακόμα ,μια φέτα φεγγαριού ψηλά, ένα ουράνιο τόξο έβγαινε πρωινιάτικα κατά την Κατερίνη, ο Αλιάκμονας έσκιζε στα δύο τις οροσειρές κυλώντας αναμεσα στο Βέρμιο και τα Πιέρια, σήραγγες ατελείωτες περνούσε το λεωφορείο , οι κολώνες έτριζαν, φωλιές χελιδονιών φαίνονταν στην οροφή, το όχημα αναπηδούσε μαλακά πάνω στις αναρτήσεις του, ο οδηγός ατάραχος κι αυτός μ ότι συνέβαινε γύρω του, αμάξια προσπερνούσαν γλιστρώντας πάνω στην άσφαλτο, οι τροχοί τους έμοιαζαν να γυρίζουν ανάποδα.

Βουνά ορθώνονταν κατά την Καστοριά, βουνά κατά τη Φλώρινα, βουνά κατά την Αλβανία, τα δάση ξεπλυμένα απ τη δυνατή βροχή, χωριά ορεινά, ασβεστολιθικές κατακρημνίσεις στις όχθες του ποταμού, ρέματα και πέτρες, ένα ραντάρ στρατιωτικό, ένα μοναστήρι με ψηλά μπαλκόνια που έλεγαν ότι τόχτισαν κάτι καλόγεροι, ψάχνανε χρόνια αυτοί μια τέτοια τοποθεσία, μόλις κατέβηκε το λεωφορείο απ τα υψώματα τα αυτιά απελευθερώνονταν από την ατμοσφαιρική πίεση σα να άδειαζε ένα βάρος από μέσα τους .


Κοίταζε τα αεροπλάνα, ''Αυτοί εκεί πάνω είναι πραγματικά ελεύθεροι...'' σκέφτονταν, ''...αψηφούν τους νόμους που διέπουν τα πράγματα εδώ κάτω, τρυπούν τα σύννεφα που μοιάζουν με άλογα γοργοπόδαρα που καλπάζουν ψηλά στο στερέωμα, αναπτύσσουν ταχύτητες ιλιγγιώδεις, σπάζουν το φράγμα του ήχου και της σκέψης, τα ακουστικά τους συστήματα δοκιμάζονται ,το μυαλό τους πιέζεται, κοντεύει να εκραγεί όπως δέχονται ακτινοβολίες κοσμικές όταν εκτελούν εκείνους τους επικίνδυνους ελιγμούς, αλλά μ όλα αυτά είναι ελεύθεροι!''.



Στο δικαστήριο μια άσχημη ξερακιανή δικαστίνα τον έκοβε με περιέργεια, ένας εισαγγελέας μοχθηρός, σιγά μη νοιαστεί για οίκτο και μακροθυμία αυτός, οι τύποι εκεί πάνω στην έδρα συνωμοτούσαν βάζοντας φακέλους μπροστά στα πρόσωπα τους, μιλούσαν σιγά, δε μπορούσε ν ακούσει τι λέγανε, καταδίκαζαν απανωτά, δέκα χρόνια σ ενα γέρο Αλβανό, δεκαπέντε χρόνια σε κάτι παιδιά απο το Βόλο που διακινούσαν ναρκωτικά με τα ΚΤΕΛ , μανάδες κλαίγανε, γυναίκες χτυπιόντουσαν, χειροπέδες περνούσαν σε χέρια, αστυνόμοι φρουρούσαν τις εξόδους, αυτός αναρωτιόνταν τι στα κομμάτια γύρευε εκεί πέρα, κάποιο λάθος πρέπει να είχε γίνει.

Κάποια στιγμή από πάνω είπαν μια απόφαση, αυτός ήταν ζαλισμένος, ήθελε να φύγει, κάτι για έξι χρόνια άκουσε και πάγωσε, ιδρώτας έτρεχε σε αυλάκια στο σβέρκο του σε δυο μεριές, η καρδιά του πήγαινε να σπάσει, οι δικηγόροι φαίνονταν σκεφτικοί, ένας αστυνόμος ήρθε κατά το μέρος του ''Θα με συλλάβετε;'' -''Όχι ακόμα! Πάμε να συμπληρώσουμε κάτι χαρτιά για την έφεση '' του είπε, σ ένα ασανσέρ μπήκανε κι ήταν κλειστοφοβικά, ο άλλος ήταν θηρίο, ένα όπλο είχε περασμένο στη μέση του , συμπλήρωσαν μια αίτηση, έπειτα μπορούσε να φύγει.





Τα υπόλοιπα μου τα είπε όταν τον ξαναείδα κάπου στη παραλία, παραλίγο να τη ψωνίσει ο Σεραφείμ, δεν άντεξε, κάθε άνθρωπος έχει τις αντοχές του, τον έχασαν από το σπίτι, τον έψαχναν δώδεκα μέρες, σ ένα μέρος να τουρτουρίζει τον βρήκανε, είχε κουλουριαστεί πάνω στη σχάρα ενός κλιματιστικού που έβγαζε ζεστό αέρα, είχε αδυνατίσει, ένα μαύρο μπλουζάκι φορούσε, ''Που να τα βάλεις μ αυτούς...'' μου είχε πει ''...είμαι καταδικασμένος , δε μπορώ να ξεφύγω!''.

'' Έφυγα νύχτα ...''μου είπε,''... είχα τρομάξει μ ένα όνειρο που είδα, με είχαν κλείσει τάχα σε μια φυλακή σα πηγάδι με τοιχώματα στρογγυλά όπου δεν έμπαινε φως, πετάχτηκα απ το κρεβάτι μου, βγήκα έξω, ήθελα αέρα καθαρό, όλα μου φαίνονταν παράξενα, ο κόσμος στα καφενεία έβλεπε Κίνο και μπάλα, ένα ρολόι χτυπούσε απ το καμπαναριό μιας εκκλησίας, θυμήθηκα τα λόγια του πατέρα μου ''Μη στεναχωριέσαι, ο ήλιος θα βγει ξανά!'', ήθελα να του πω ''Ε πατέρα που είναι ο ήλιος;!'' κατέβηκα στη προκυμαία, το βουητό της θάλασσας που χτυπούσε μονότονα στα τσιμέντα με ηρέμησε.

Στα σκοτεινά έβλεπα ψαράκια να κολυμπούν σε κοπάδια κάτω απ την επιφάνεια του νερού, άνθρωποι ήταν μαζεμένοι κάπου κοντά, κάτι εγκαίνια ενός μαγαζιού γίνονταν, γυναίκες περνούσαν πίσω από πάγκους, ανάμεσα σε ποτήρια και μπουκάλια, γελούσαν δυνατά, τραπέζια με τραπεζομάντιλα άσπρα, πλησίασα όταν είδα να πλησιάζουν κάτι μηχανάκια αστυνομικά, φώτα αναβόσβηναν, τρόμαξα, έτρεξα να φύγω, νόμιζα ότι ήταν για μένα, ότι ήρθαν να με πιάσουν.

Χώθηκα σε κάτι στενά, ένας αέρας έπιασε ξαφνικός, μια βροχή, δεν ήξερα που ήμουν, αυλάκια σχηματίζονταν στους δρόμους, από μια μεριά βγήκε μια γυναίκα, ήταν μούσκεμα, έβγαλε τα παπούτσια της, περπατούσε ξυπόλητη, τίναζε τα μαλλιά της κάθε τόσο , ένα χαλκά λεπτό είχε περασμένο στη μύτη, ήταν πολύ όμορφη, μπήκαμε μαζί στο αστικό.

Σε μια στιγμή με πλησίασε, ''Μπορείτε ν' ανοίξετε αυτό το παράθυρο, έχει πολύ ζέστη εδώ μέσα'' έπειτα ήρθε κοντά μου, '' Άκου αν θες να σωθείς ακολούθα με!''

Εκεί φοβήθηκα λίγο, το είχα ξαναδεί το κτήριο που με πήγαινε, αυτό με τους ψήλους τοίχους, έμοιαζε με φρούριο, ένα έμβλημα που έδειχνε ένα μάτι τεράστιο υπήρχε στην είσοδο, μπήκαμε μέσα και προχωρήσαμε σ ένα διάδρομο με αψίδες και καμάρες, σε μια πόρτα φτάσαμε, η γυναίκα χτύπησε συνθηματικά και ποιος λες ότι βγήκε στη χαραμάδα της πόρτας;

O Ιεροκήρυκας ρε φίλε, με καλωσόρισε, ζέστη είχε εκεί μέσα, κάτι καντηλέρια καίγανε, κάτι μοκέτες κόκκινες, μαλακές, οι τοίχοι ήταν σκεπασμένοι με γαλάζιες κουρτίνες βελούδινες, ένα τραπέζι, μερικά μαχαίρια μεγάλα είχαν απιθώσει απάνω του, ένα βάθρο, κάτι καρέκλες τριγύρω, το μάτι εκείνο μας κοίταζε από ψηλά κι από δίπλα ήταν κρεμασμένο εκείνο το τρίστηλο που είχα δει στο δαχτυλίδι του ιεροκήρυκα και που έμοιαζε με το σήμα της Μερσεντές.

''Άκου να δεις...'' μου είπε ο ιεροκήρυκας με μια φωνή μπάσα που γέμιζε το χώρο και μ έκανε ν ανατριχιάζω, ''...σε παρακολουθήσουμε από καιρό, μπορούμε να σε σώσουμε ότι ώρα θέλουμε αλλά γι αντάλλαγμα θα μπεις στη αδελφότητα μας, άμα μπεις όμως θέλουμε να είσαι αφοσιωμένος ψυχή τε και σώματι σε μας, κατάλαβες, εμείς δε παίζουμε, αν κάνεις καμιά βλακεία θα σε λιώσουμε, θα σε πατήσουμε σα σκουλήκι κάτω στο χώμα!'' είπε κι έφερε τη γροθιά μ εκείνο το αστραφτερό σκληρό δαχτυλίδι τόσο κοντά που άγγιξε το πρόσωπο μου'' .

Κάτι χαρτιά του έδωσαν να υπογράψει, δίστασε λίγο αλλά μετά σκέφτηκε,'' Ας γίνει ότι θέλει !'' τα χείλη του ιεροκήρυκα στράβωσαν αργά σ ένα χαμόγελο καταχθόνιο, το μάτι από τον απέναντι τοίχο του φάνηκε σα ν ανοιγοκλείνει επιδοκιμαστικά.


Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου

ΩΣΕΙ ΑΝΘΟΣ ΤΟΥ ΑΓΡΟΥ

«Ο οδηγός κλείνει τα μάτια όλη την ώρα !» του ψιθύρισε σκύβοντας η γυναίκα που καθόταν στο απέναντι κάθισμα, - « σοβαρά;»  είπε  αυτός και κ...