Τετάρτη 23 Οκτωβρίου 2013

ΠΟΤΑΜΙΑ ΟΜΙΧΛΗΣ

Στη κατηφόρα της Νεάπολης μια αφίσα τεράστια πιάνει ολόκληρη τη πίσω μεριά ενός καταστήματος, ένα πελώριο ποτάμι ομίχλης δείχνει να διασχίζει το κενό ανάμεσά στους φωτισμένους ουρανοξύστες μιας μεγαλούπολης.

Ένα τζάμι σπασμένο με ραγισματιές στο σχήμα της αστραπής σένα μαγαζί, κορίτσια τρέχουν σε διαδρόμους γυμναστικής, καφενεία κλειστά με καρέκλες ανάσκελα τοποθετημένες στα τραπέζια απάνω, γραφεία φωτισμένα, λογιστές ξενυχτούν υπολογίζοντας νούμερα, συντριβάνια με νερό χρωματιστό στην Αντιγονιδών, οδηγοί νευρικοί, τους καταλαβαίνεις από το θόρυβο της μηχανής, πετούν τσιγάρα στο δρόμο, ένα ερπυστριοφόρο ανεβαίνει αγκομαχώντας ,που στο διάβολο βρέθηκε κατά κει η άσφαλτος τρίζει στο διάβα του, έργα γίνονται στα σκοτεινά κομπρεσέρ δουλεύουν λυσσασμένα σα να κοντράρουν τον ήχο του ερπυστριοφόρου.

Κάτι κουβέντες στο αστικό μέσα σκόρπιες,'''.... να φυλάγεσαι από τη συντροφιά σου!'' κάποιος μιλά για μια γυναίκα που κρεμάστηκε γιατί την έπιασε ο σύζυγος της με κάποιον άλλον, ιστορίες διάφορες , άνθρωποι κατηφείς κρατούν εξετάσεις από κλινικές όπου πήγαν. Στη πίσω μεριά του αστικού οι ελεγκτές χουν πιάσει έναν ξένο, τον στρίμωξαν σε μια γωνία, δίπλα μου ένας που γυαλίζει το μάτι του κρατά μια στοίβα χειρόγραφα, ρίχνω μια ματιά προτού με δει, διαβάζω: ''Πάλι ένοιωσε την ίδια μελαγχολία, κατέβηκε στη προκυμαία να καθαρίσει το μυαλό του...''

Σκουπίδια παντού γύρω απ τη Καμάρα, πιτσιρικάδες με καφέδες στο χέρι στα ''Μικέλ'' απ έξω, μπουλούκια παρδαλά αναρχικών με ξυρισμένη τη μια μεριά του κεφαλιού γύρω απ τη Ροτόντα, γυναίκες με ζακέτες μακριές μέχρι το γόνατο και δυο τύποι, ένας μελαχροινός μ ένα μεγάλο σκουλαρίκι σαν του κάπτεν Μόργκαν κρατά το τέμπο με μια κιθάρα αρχαία, κι ένας άλλος με τατουάζ στα χέρια παίζει μια τρομπέτα με τρόπο τόσο διαβολεμένο σα να απογειώνει κάθε ακόρντο στο απώτατο σημείο του, σα να στέλνει κάθε νότα κατευθείαν στο διάστημα!

Με μια φίλη είμαστε κατά κει, την έχω ζαλίσει, άμα με πιάσει κι αρχίζω να ρωτώ δε μπορώ να σταματήσω, μου λέει για τα μαργαριταρένια σκουλαρίκια της, η προγιαγιά της είχε κάποτε ολόκληρη αρμαθιά που κάλυπτε το στήθος της ολόκληρο, ύστερα τα πούλησε, στη κατοχή, σώθηκαν μονάχα αυτά τα δύο, τα βρήκαν στο πορτοφόλι της γιαγιάς της που πέθανε πέρσι, μαζί με κάτι φωτογραφίας που έδειχναν εκείνα τα μαργαριτάρια στο λαιμό μιας κοπέλας που ήτανε κάποτε όμορφη.

Οι πρόγονοί της μαργαριταροφορούσας είχαν λέει κάποτε ένα κάστρο στο Μιστρά, ο προπάππος της φίλης μου ήταν γιατρός του βασιλιά- που τους βρήκα όλους αυτούς ρε φίλε- αυτός τα είχε κουβαλήσει τα πολύτιμα όστρακα από την Αμερική, σ ένα μπαούλο τεράστιο, μαζί με κάτι μετάλλια από τον πρώτο παγκόσμιο και κάτι βιβλία παλιά ήτανε πεταμένα, ακόμα τόχει η φίλη μου το μπαούλο, μου τόχει δείξει, στο μάστορα που ήθελε να το κάνει καυσόξυλα παράγγειλε: ''Δε με νοιάζει, θέλω να το κάνεις καινούριο!'', κι εκείνος τότριψε, τόβαψε, έφτιαξε τους ξεχαρβαλωμένους μεντεσέδες του, το περιποιήθηκε, το γυάλισε, τόκανε όμορφο ξανά.

Σκέφτομαι τι δουλειά έχω μ όλα αυτά τα ξωτικά τριγύρω, το πρωί είμασταν στον Άγιο Δημήτριο, Ρώσοι κοκκινομάλληδες με γενειάδες μακριές προσκυνούσαν την ασημόχρυση λάρνακα του αγίου γονατίζοντας μέχρι βαθιά στο μαρμάρινο πάτωμα, γυναίκες αψηλές, πανέμορφες, με μαντήλια τυλιγμένα στο κεφάλι, μας έβγαζαν φωτογραφίες με τα τεράστια κινητά τους όπως πιάναμε κάτι ήχους εξωπραγματικους, στο αναλόγιο ήρθαν κάτι τύποι απ' τη Κύπρο, τη Ρόδο την Αθήνα, μας ρωτούσαν πράγματα, ήταν ωραία, ένας παππάς μας έφερε αντίδωρο στο αναλόγιο, γελούσε, σε μια φάση ακουγόμασταν πολύ ψόφιοι, τράβηξα το βιβλίο να βλέπω καλά, τόσκισα, τη προηγούμενη μέρα το έιχει δέσει ο Άρης, γελούσαν μούλεγαν να ηρεμήσω, άμα με πιάσει....



Άμα με πιάσει άστα να πάνε, δε θέλω να χάσω τίποτα, να τα προλάβω όλα θέλω, το ξέρω ότι καμιά βλακεία θα κάνω πάλι άλλα δε μπορώ.

Ταξί έπαιρνα όλη μέρα, ένας τύπος χοντρός μου έλεγε για μια ξανθιά που συναντούσε όποτε είχε βάρδια νυχτερινή, σ ένα ξενοδοχείο πηγαίνανε κάπου στο αεροδρόμιο ''Πρώτη φορά πήγα με φυσική ξανθιά! Ποτέ δε μου είπε κάτι για το τι κάνει, μπορεί να ήταν παντρεμένη, να είχε παιδιά, ''Άμα με δεις έξω μη μου μιλήσεις!'' του είχε πει μια φορά, άλλοτε πήγαιναν στις παραλίες της Καλαμαριάς κι έβγαζαν τα μάτια τους, ύστερα την έχασε, όταν άρχισε να δουλεύει μέρα, την έψαχνε, κάποτε είχαν πάει στο Πόρτο Κουφό, ένα τραγούδι έπαιζε κάπου, ''Με πλημμύρισαν τυφλές ελπίδες...'' όλα ήταν σκόρπια τριγύρω, κύματα, πουλιά, άνθρωποι, γυναίκες, βουνά, βράχια, δέντρα, νερά, καράβια .

Στον 'Άγιο Δημήτριο ο Αργύρης μας έλεγε για τον αδερφό του στο όρος, έχει ένα κελί κοντά στις Καρυές, άμα είναι καθαρός ο καιρός βλέπει τη Σαμοθράκη και τη Θάσο, ένα υπόγειο έχει σκάψει για νάχει δροσιά το καλοκαίρι,, κόβει ξύλα τώρα για το χειμώνα, ο Αργύρης θα πάει να τον δει την άλλη βδομάδα.

Ένας άλλος τύπος μας έφερε καφέ και κουλουράκια, τον ήξερα αυτόν απ το ''Φωκά'' μου έλεγε τι ρούχα να πάρω, πάντα φόρμες φορούσε κι ήταν αξύριστος και γλυκός, τον πήγαινα, που βρέθηκε εδώ πέρα.

Άμα με πιάσει τρελαίνομαι, δε θέλω τίποτα να χάσω τίποτα ,γιορτές έρχονται, πρέπει να προσαρμοστώ γρήγορα, ν' αλλάξω ταχύτητα, πάλι θα ψάχνομαι, κοιμάμαι στις εννιά, ξυπνάω στις πέντε, μαθήματα πρωινά, ένα κοριτσάκι γράφει διαγώνισμα, είναι απογευματινό, ένα γάλα μου φέρνει ζεσταμένο στο φούρνο μικροκυμάτων και μια γκοφρέτα, μου λέει για ένα όνειρο που είδε.
Η ξαδέρφη της τάχα ήρθε να τη δει, ήταν όμορφη μονάχα που είχε φουσκώσει λίγο απ τις θεραπείες, ''Εγώ θα φύγω...'' της είπε και τη σκέπασε με μια κουβέρτα ''...μη φορέσεις μαύρα!'' ύστερα το κοριτσάκι βρέθηκε σ ένα μέρος με σώματα σκεπασμένα με κάτι υφάσματα σε χρώμα χακί, μόνο πόδια προεξείχα,ν σ ένα απ αυτά διέκρινε το τατουάζ που είχε κάνει η ξαδέρφη της στο κουτουπιέΜ κάτι πεταλούδες και κάτι πουλιά, την άλλη μέρα της είπαν ότι πέθανε το ήξερε,

Στη κηδεία φορούσε μια μπλούζα άσπρη, όλοι έκλαιγαν, μπομπονιέρες και τούλια υπήρχαν παντού, στο σπίτι κερνούσαν το κόσμο από μια τούρτα με λουλούδια φτιαγμένα από ζάχαρη, σα γάμος ήτανε!

Ένα άλλο παιδάκι ξανθό όμορφο με φωνάζει ''Απόστολε!'' σα νάμαστε φιλαράκια, μουτζουρώνει κάτι που του έβαλα,''' Δε τόχω ακόμα έτοιμο!'' κι ύστερα '' Ορίστε !'', του λέω ιστορίες τρομαχτικές, για μια γριά που πήγε να καρφώσει ένα καρφί σ ένα μνήμα μια νύχτα και νόμιζε ότι τη τραβούσε ο πεθαμένος απ τον τάφο του, τρελαίνεται για κάτι τέτοια, το είπε και στη μαμά του, αυτός μου λέει κάτι άλλα διεστραμμένα από ταινίες που βλέπει, τα διηγούνται στη κατασκήνωση το καλοκαίρι κι ύστερα κανένας δε τολμά να πάει για ύπνο!

Στο φίλο μου το Κώστα είχα σταματήσει στο Βαρδάρη να πιω μια σοκολάτα, η γυναίκα του μούλεγε για μια εικόνα στη Λέσβο, από κει είναι, ενός Αρχαγγέλου με πόδια παιδιού, ποιος ξέρει γιατί τον έκανε έτσι ο αγιογράφος, και μια άλλη εικόνα τέτοια λέει υπάρχει στον Πανορμίτη, κάπου στη Ρόδο ή στη Σύμη, κατά κει κάπου, ένα ταξίδι θέλουν να πάνε ο Κώστας με τη γυναίκα του, στην Αχρίδα, για το τριήμερο, ένα κάστρο λέει έχει εκεί βυζαντινό, σε μια λίμνη μέσα.

Ξέρω ότι θα κάνω καμιά βλακεία πάλι, δεν υπάρχει περίπτωση, ότι θα χάσω κάτι πάλι, κάνα κινητό, κάνα mp3, τίποτα λεφτά, άλλα δε γίνεται, το σώμα θ αρχίσει να χαλαρώνει μόλις νιώσω ότι προσαρμόστηκα, προς το παρόν πρέπει να τα προλάβω όλα, όσα γίνεται τουλάχιστο, καμιά καλή πράξη θέλω να κάνω, να δώσω τη θέση μου σε καμιά γιαγιά και να μου πει γλυκά, ''Ευχαριστώ αγόρι μου!'' πεθαίνω για κάτι τέτοια, ένα καφέ να πιω με τη Χρύσα, ένα κείμενο να στείλω στην Αθήνα στο Μάκη, μια κοπέλα να συναντήσω, κι ύστερα πάλι στο τρέξιμο, όλα κινούνται γύρω, οχήματα, άνθρωποι, αεροπλάνα ψηλά από πάνω, άμα κινούμαι ζωντανός αισθάνομαι, ένα κορίτσι κλαίει,  τι το βασανίζει το μωρό μου,  ποτάμια ομίχλης διασχίζουν την πόλη σαν ερπετά τεράστια η ζωή κυλά, οι μέρες περνούν, ότι προλάβεις όσο είσαι γερός, όσο αναπνέεις, άμα με πιάσει...



Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου

ΩΣΕΙ ΑΝΘΟΣ ΤΟΥ ΑΓΡΟΥ

«Ο οδηγός κλείνει τα μάτια όλη την ώρα !» του ψιθύρισε σκύβοντας η γυναίκα που καθόταν στο απέναντι κάθισμα, - « σοβαρά;»  είπε  αυτός και κ...