Κυριακή 6 Οκτωβρίου 2013

ΝΑΡΔΟΙ ΦΡΕΝΙΑΣΜΕΝΟΙ



Νάρδοι φρενιασμένοι πλάι στο κύμα
αναδύουν ένα άρωμα από αλάτι κι αίμα γυναίκας....

Federico Garcia Lorca
Malaguena

Στην Αρ.

Στη κάμαρα και στο σώμα μου ακόμα υπάρχει η οσμή σου, ήταν υπέροχο ρε, κανείς δε μου έχει μιλήσει έτσι εδώ και καιρό πολύ, αλλά δεν έπρεπε να διστάσεις, όμως δικό σου θέμα είναι κι εγώ έχω καεί κι έχω το νου μου πια.

Όπως συνήθως έκανα βόλτες για να το χωνέψω, έχω μάθει πια, στην ουσία λειτούργησες εγκεφαλικά, ενεργοποίησες το μηχανισμό μπλοκαρίσματος που έχουν συνήθως οι γυναίκες για όσους ξεθαρρεύουν και παίρνουν αέρα, είδες, δεν είναι δύσκολο όπως έλεγες , μπορούσες να το κάνεις έτσι απλά, όπως και νάχει δε μπορείς να πεις ότι δεν ήμουνα ευθύς και καθαρός μαζί σου .

Εκείνο το τρελό όμως που είπες δε μπορώ να το βγάλω απ το μυαλό μου, για το νησί που έμεινες το χειμώνα όπου έβλεπες μπάλες από χόρτο να κυλούν στους έρημους δρόμους όπως στις ταινίες, και το άλλο ότι κανένας δε σου χει κάνει τέτοιες ερωτήσεις.

Κι ήταν έξοχο που σου άρεσε το ''PUSH'', εκείνη η ταινία η εξωτική που γυρίσανε στο Χονγκ Κονγκ, με τους ουρανοξύστες τους φωτισμένους και τους αυτοκινητόδρομους με τις στροφές, κι εκείνο το τύπο με τα μεγάλα νύχια και τα λοξά μάτια που σήκωνε τα χέρια στο ύψος του μυαλού για να αφαιρέσει ότι αναμνήσεις υπήρχανε εκεί μέσα, κι εκείνη τη γριά τη μυστήρια που φύλαγε το φοριαμό με το βαλιτσάκι κρατώντας ένα όπλο στον πάνω όροφο ενός σκοτεινού κτιρίου.

Το στήθος σου δε μπορώ να το ξεχάσω μ εκείνη την ουλή, σε μια στιγμή μου ήρθε μια μυρουδιά αίματος που με ζάλιζε, ούτε και τις ιστορίες για τον πατέρα σου που ήταν από τους πρώτους D.J. στη ντισκοτέκ της πόλης σου κι έχει κρατήσει ένα σωρό βινύλια από τότε.

Τη γιαγιά σου που ήρθε από τη Γαλλία κι έπειτα πήγε στην Αυστραλία, αυτήν της οποίας τα γονίδια κουβαλάς ώστε να μπορείς να ζήσεις οπουδήποτε στον κόσμο δίχως πρόβλημα, αυτή που πήγες να βρεις εκεί κάτω για να ξεχάσεις τον άλλον που σε κοπανούσε με τα λαμπατέρ και σούχε σπάσει το σαγόνι κι η δικηγόρος σου ήθελε να βγάλεις φωτογραφία όπως ήσουνα στραπατσαρισμένη για να τη χρησιμοποιήσεις πιο ύστερα.

Ούτε μπορώ να ξεχάσω τις ιστορίες για τον αδερφό σου που πλάκωσε στο ξύλο τον βίαιο τύπο μαζί με τον κολλητό σου, αυτόν που έτρεχε για σένα ερχόμενος από άλλη πόλη και τελικά έχασε και τη δουλειά του μ όλα αυτά.

Δύσκολα θα ξεχάσω την ιστορία για τον πατέρα σου που έπαθε συγκοπή στο μπάνιο μέσα κι άκουσες το γδούπο του σώματος του που σωριάζονταν στα πάτωμα, κι εκείνη την άλλη ιστορία για το θείο σου τον ωραίο δίμετρο με τα γένια που έχασε τα δάχτυλα του σ ένα ατύχημα και κατόπι η γυναίκα του τον άφησεείπες ότι εσύ ποτέ δεν θα τόκανες - κι αυτός τόριξε στο πιοτό και πέθανε από κίρρωση του ήπατος προτού κλείσει τα σαράντα.

Πραγματικά με τρέλαινε η φωνή σου μες στα σκοτεινά, τόσο γοητευτική και σαγηνευτική που δε μπορώ να περιγράψω καιρό είχα να ζήσω κάτι όσο ωραίο, γιατί σ αυτό το κρεβάτι είχα να πλαγιάσω με γυναίκα πάνω από πεντέμισι χρόνια.


Άμα σ' ενδιαφέρει καθόλου, μετά που έφυγα είχα μια μέρα τρομερή, είχα αργήσει και σαλτάρισα, τελικά τόσωσα τη τελευταία στιγμή όπως πάντα κι όλοι ήταν ευχαριστημένοι, μια γυναίκα με σούταρε από ένα ιδιαίτερο γιατί ήθελε να μου φορτώσει τις ευθύνες της που απέτυχε σα γονιός ,αλλά τάχω συνηθίσει πια αυτά, σ ένα σπίτι κάτι υπέροχοι άνθρωποι μου δώσανε ένα μεγάλο κομμάτι παστίτσιο που τόφαγα στη στάση με τα χέρια γιατί είχα λυσσάξει απ τη πείνα, σ ένα άλλο σπίτι μια γυναίκα απ τη Γεωργία μούδωσε κάτι μήλα και κάτι αχλάδια και κάτι ρόδια κόκκινα, έξοχα απ το χτήμα της εκεί πάνω σ εκείνη τη χώρα του βορά.

Με τα παιδιά καθίσαμε ένα καφέ να πιούμε σ ένα φαστφουντάδικο, τις τζαμαρίες τις χτυπούσε ο ήλιος, ένα μηχανάκι διαλυμένο υπήρχε στο πεζοδρόμιο πεταμένο , κανείς δε νοιάζονταν να το σηκώσει, κάτι μικρά παιδιά βουτούσαν σε κάτι τσουλήθρες γελώντας, τα μαλλιά του Άρη ανέμιζαν ακόμα από το μηχανάκι που καβαλούσε, ο Θανάσης με κορόιδευε που μασούσα καραμέλες για το σμπαραλιασμένο λαιμό μου σαν τους παππούδες και για τα τσαλακωμένα χαρτονομίσματα που κουβαλώ στη τσέπη μου, κάποιος είπε μια κουβέντα του τύπου ''...εγώ πάντως είμαι έτοιμος να περάσω μαζί της από μια νύχτα μέχρι μια ζωή!'' όταν γύρισα στο σπίτι το κλειδί μου τσάκισε στη τρύπα της εξώπορτας και δε μπορούσα να μπω μέσα .

Όλη μέρα σκεφτόμουνα τα τραγούδια που έγραψα στη κασέτα μου τις νύχτες που δε μέπαιρνε ο ύπνος και που σου άρεσαν, δε το περίμενα, το ''I wish you on a star'' και το ''Brothers in arms'' που δεν τόξερες και τον Λάκη Παπαδόπουλο που άρεσε και στον πατέρα σου,'' ..μασκαράς και κυριλές έχω γίνει γιατί θες να σε περπατάω''.

Θυμάσαι που γελούσες με το λαμπατέρ μου που έχει χαλάσει χρόνια τώρα και τόχω μόνο για διακόσμηση, τα μάτια μου που ήταν κατακόκκινα όπως είπες από το άγχος, τη κουβέρτα που σου έριξα γιατί μου είπες ότι κρύωνες λιγάκι, το φιλί που σου έδωσα στους απαλούς σου ώμους, τη πλάτη σου που έψαχνα να βρω κάτω απ τα ρούχα, το άλλο φιλί που σου έδωσα το πρωί φεύγοντας όταν σου είπα πιο λεωφορείο να πάρεις, τότε που μου χαμογέλασες, το βλέμμα που μου έριξες στη Καμάρα από κάτω όταν βρεθήκαμε ξανά και μου είπες να σκύβω και να χαμηλώνω όταν σε φιλώ.

Δε μπορώ να ξεχάσω την ιστορία για το φούρνο όπου δούλευες ένα χειμώνα ξυπνώντας στις τρεισήμισι για να ετοιμάσεις τη ζύμη, την ιστορία που μου έλεγες καθώς σε βοηθούσα να βγάλεις ένα ρούχο γιατί τα χέρια σου πονούσαν απ την τενοντίτιδα όπως είχε στρώσει άπειρα μαλλιά γυναικών με το πιστολάκι τη προηγούμενη μέρα και γιατί σου πονούσαν τα πλευρά απ' τα χτυπήματα εκείνου του τύπου, καλά αυτά δε γίνονται!

Γιατί σ αυτό το κρεβάτι είχα να πλαγιάσω με γυναίκα πάνω από πεντέμισι χρόνια, είχαμε τόσα κοινά, αλλά έτσι είναι οι γυναίκες, δε μπορούν να δουν πιο μακριά, δε θέλουν να ρισκάρουν λιγάκι, ν' ανοιχτούν λίγο παραπάνω, να διακρίνουν σωστά τη τύχη που περνά μπροστά απ τα μάτια τους.

Δε μπορώ να πω τίποτα κακό για σένα, πως θα μπορούσα άλλωστε , θα μπορούσα να σ ερωτευτώ να τα φτιάξουμε να σε παντρευτώ σενάρια ένα σωρό μπορείς να κάνεις που να ξέρεις που θα σε βγάλει το πράγμα όμως δε μπορώ να το σώσω, καλό είναι να φεύγεις σ αυτές τις περιπτώσεις όσο προλαβαίνεις καθώς ο καιρός τρέχει σαν τον άνεμο κι η ζωή περνά μέσα απ τα χέρια μας.

Όμως είσαι κρυψίνους όπως είναι και μια φίλη μου, άλλωστε μόνη σου το παραδέχτηκες, αλλά πρέπει να είσαι τρελή,τι να πω, τέτοιες ευκαιρίες δε χάνονται, δε σου τυχαίνει κάθε μέρα κάτι τέτοιο, δε γίνεται δυο άνθρωποι να έρχονται τόσο κοντά σε μισό εικοσιτετράωρο και να το αφήνεις να περάσει έτσι στο ντούκου, τι να πεις, όπως και νάχει πάντως εγώ δε μπορώ κι ούτε πρόκειται να ξεχάσω εκείνο που μου είπες ''Α ρε αλάνι!' αυτό που με χτύπησε εδώ μπροστά, κατάστηθα!


Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου

ΩΣΕΙ ΑΝΘΟΣ ΤΟΥ ΑΓΡΟΥ

«Ο οδηγός κλείνει τα μάτια όλη την ώρα !» του ψιθύρισε σκύβοντας η γυναίκα που καθόταν στο απέναντι κάθισμα, - « σοβαρά;»  είπε  αυτός και κ...