Παρασκευή 18 Οκτωβρίου 2013

ΔΙΑΘΛΑΣΕΙΣ ΣΤΟ ΧΡΩΜΑ ΤΟΥ ΗΛΙΟΥ


Στο φεστιβάλ κινηματογράφου την είχα δει, όλο σε τέτοια μέρη πήγαινα τότε, την είχαν στήσει οι φωτογράφοι σε μια γωνιά και τη βομβάρδιζαν αλύπητα με φλας, μια σκάλα μαρμάρινη υπήρχε, ένας πολυέλαιος τεράστιος κρέμονταν από πάνω με εκατομμύρια κρυσταλλάκια σε σχήμα ρόμβου που σκόρπιζαν φως κι ανακατεύονταν με τα φλας δημιουργώντας διαθλάσεις ατελέιωτες,   μια αίσθηση απόκοσμη, ένα φόρεμα μαύρο φορούσε, χαμογελούσε υπομονετικά , ήταν όμορφη, το σκηνικό ήταν τρελό όπως στο σινεμά .

Κι ύστερα τη πέτυχα στο μαγαζί του φίλου μου του Χρήστου του Καραμανλή στη Παλαιών Πατρών Γερμανού, με το που μπήκα την πρόσεξα φυσικά αλλά έκανα τον αδιάφορο, κάθισα στο πάγκο αλλά σ αυτήν είχα το νου μου, γελούσαμε με το Χρήστο ούτε που γύρισα να τη δω κι όταν σηκώθηκα να φύγω μου είχε ρίξει ένα βλέμμα με τα τεράστια μάτια της απορημένο σα να έλεγε  '' Καλά είσαι σοβαρός, δε με πρόσεξες !!

Την άλλη φορά ήρθε κοντά, ένα γαλάζιο πουλόβερ κι ένα άσπρο φανελάκι φορούσε από κάτω, ένα άρωμα φορούσε που με τραβούσε πάνω της, το στόμα της είχε μια μυρουδιά από τσιγάρο που με άγχωνε, ένα ύφος ονειροπόλο που με έλκυε πάντα, και τώρα έτσι είμαι άλλωστε, μιλήσαμε κι εγώ σκεφτόμουν τι στο διάβολο μου βρίσκει, τι δουλειά έχει μαζί μου αυτή, δεν είμαστε καλά, αλλά πάλι κάτι θα είχα!

Πάντα τα πήγαινα καλά με τις γυναίκες, τις σεβόμουν, υποτίθεται ότι αυτό είναι αυτονόητο, ξέρω γω, τις άκουγα, προσπαθούσα να καταλάβω το μηχανισμό τους, πως λειτουργούν, τα ελατήρια τους, να βγάλω έξω τις πιο μύχιες σκέψεις τους, με εξιτάριζε όλο αυτό κι άλλωστε πάντα έβλεπα τις γυναίκες σαν το άλλο μισό του ίδιου νομίσματος, καμιά φορά με εξέπληττε το υποτίθεται πιο εκλεπτυσμένο είδος με τη σκληρότητα του, σε σοκάριζαν κάποια πράγματα, δεν τα περίμενα, τα είχαν θαμμένα σκεπασμένα παραχωμένα, μ άρεσε να φτάνω μέχρι εκεί κάτω, να βρίσκω τον αληθινό εαυτό τους .

Την πήγα βόλτα στη πόλη, στα μαγαζιά της παραλίας, ένα φόρεμα με καρπούς κεντημένος πάνω του φορούσε, θύμιζε τα κορίτσια στις παλιές ελληνικές ταινίες που βλέπαμε τα καλοκαίρια, εκείνες που έβγαζαν το μαγιό να φανεί το ηλιοκαμένο δέρμα τους, που άφηναν τα μακριά ολόισια μαλλιά να πέφτουν στη ράχη τους, που μιλούσαν με φωνή χαμηλή και τρυφερή που σε ησυχάζει, σε ηρεμεί .

Στα μπαρ οι σιλουέτες των γυναικών έμοιαζαν να διαθλώνται όπως περνούσαν πίσω από ποτήρια και μπουκάλια βότκας σουηδικής και ρώσικης, τη πήγα στο Καπάνι κι είδαμε ανθρώπους κάτω από φώτα, και ψάρια που τα έφεραν μακριά από θάλασσες κι ωκεανούς όπου κολυμπούσαν, σταφύλια κεχριμπαρένια και πορτοκάλια κομμένα στη μέση έδειχναν τη ζουμερή σάρκα τους

Στα Λουλουδάδικα μπιγκόνιες και δεντρολίβανα, φυτά ποτισμένα με σταγόνες να κρέμονται    στα φύλλα τους διαθλώντας το χρώμα του ήλιου, στο σουβλατζίδικο ενός φίλου την πήγα κι έτυχε ένας παπάς να κάνει αγιασμό εκείνη την ώρα, όλα τα ρεμάλια τριγύρω έκαναν το σταυρό τους, ο παππάς στο τέλος ζήτησε κάνα σουβλάκι με κρέας μαλακό, της φαίνονταν όλα κάπως εξωτικά αλλά πάλι της άρεσε , αυθεντικό έδειχνε, '' Καλός είσαι!'' μου έλεγε, γελούσε, έλαμπε σα δέντρο χριστουγεννιάτικο, δε ξέρω αυτό παθαίνουν οι γυναίκες μαζί μου, πάντα θέλω να το πετυχαίνω.

Σ΄ ένα μαγαζί πήγαμε να πάρω κάτι παπούτσια αθλητικά, ''Πάλι τα ίδια θα πάρεις!'' μου είπε ένα παιδί ψηλό, ωραίο που έμοιαζε με άγαλμα αρχαίο, κάποτε έριχνε δίσκο ώσπου τραυματίστηκε στον αγκώνα, ''Αφού με ξέρεις!'' του είχα πει''... βαριέμαι να σκέφτομαι γι αυτά!'',  όμως εκείνη τη φορά άλλαξα μοντέλο, φάνηκε ν απορεί, το παθαίνω αυτό κάπου- κάπου, τα είχα φορέσει επί τόπου βγάζοντας το αντικλεπτικό πραγματάκι από τον πάτο τους , τα παλιά τα πέταξα στο κάδο μόλις βγήκα, έτσι κάνω πάντα, κάποιος με χαιρετούσε, χαμογελούσε κι εγώ έσπαγα το κεφάλι μου να θυμηθώ που τον ήξερα.

Αργόσχολοι γέροι έπιναν καφέ, νεροπότηρα και φλυτζάνια του καφέ πάνω στα τραπέζια, της άρεσε να κολυμπά και πήγαμε στο κολυμβητήριο, αντίλαλοι και φωνές κατά κει, αγόρια και κορίτσια με μακριά πόδια βουτούσαν στο νερό που μύριζε χλώριο, κοπάδια πιτσιρικάδων από νηπιαγωγεία με τις δασκάλες τους οχλαγωγούσαν, έκαναν βλακείες, έβρεχαν τα χέρια τους, θα βουτούσαν ομαδικά με τα ρούχα όπως ήτανε άμα τα άφηναν.

Κάτι εργατικές κατοικίες υπήρχαν εκεί κοντά, έβλεπες στα μπαλκόνια air condition και χαλιά με σχέδια κυρτά και παράλληλα να κρέμονται, ρούχα απλωμένα, άνθρωποι βολτάριζαν κάτω από τέντες, παντζούρια βαλμένα σε χρώμα βαθύ γαλάζιο, κεραίες ανέμιζαν ψηλά, σ ένα τρίγωνο κατέληγε η πολυκατοικία που έμοιαζε με μικρό βουνό, φυσούσε, η ατμόσφαιρα ήταν καθαρή, το φεγγάρι έλαμπε τόσο δυνατά που ήταν σα να ξημέρωσε.

Πήγαμε και στο εμπορικό κέντρο στο COSMOS, βλέπαμε τα μηχανήματα στο λούνα παρκ απέναντι, οι πιτσιρικάδες χαλούσαν το κόσμο, ανέβαιναν στο 4G, ένας τύπος τους έδενε γερά, δε θα ήθελα να κάνω εκείνη τη δουλειά ,άμα σου φύγει κάνα παιδί στον αέρα έτσι όπως πετά ψηλά και τα πόδια του κρέμονται στο κενό την έβαψες!

Τραβούν σε βίντεο τη πόλη που απλώνεται αντίκρυ τους από το κινητό που έχουν δέσει στο χέρι για να μη τους φύγει από κει πάνω και γίνει κομμάτια και θρύψαλα , σε μια φάση το μηχάνημα τα γυρίζει ανάποδα και τα πετά στον αέρα, ε λοιπόν δε θα ήθελα να είχα δέσει έναν πιτσιρικά και σε καμιά στιγμή το μηχάνημα να τον εκτοξεύσει κατά τη θάλασσα η κατά το αεροδρόμιο, να τον προσγειώσει μπροστά στα παράθυρα κανενός αεροπλάνου που απογειώνεται κι οι επιβάτες να κάνουν το σταυρό τους!

Φοβόταν τα πρωινά τηλέφωνα, είχε άρρωστη τη μάνα της, φοβόταν να κυκλοφορήσει μοναχή, να πάει στο σούπερ μάρκετ, να μπει στο λεωφορείο, να πάρει το αεροπλάνο, δεν το είχα ξαναδεί αυτό. Μου έλεγε κόλπα της δουλειάς της, πως πρέπει να ελαχιστοποιείς κάθε κίνηση του προσώπου γιατί ο φακός τα μεγεθύνει όλα, πως πρέπει να συσσωρεύεις ενέργεια σαν ελατήριο και να την απελευθερώνεις με μανία τη στιγμή που αρχινά το γύρισμα για να μη σε σακατέψουν στις λήψεις, πως πρέπει να εστιάζεις προς τα μέσα σου, να είσαι όσο όσο πιο προσωπικός κι αληθινός γίνεται κι ο θεατής το εισπράττει.

Πως να ελέγχεις το άγχος και τη νευρικότητα που τη χρειάζεσαι για να έχεις ένταση και νεύρο, πως να να μπαίνεις στο πετσί του ρόλου ξεκλειδώνοντας τον, ταυτιζόμενος μ αυτόν σε τέτοιο βαθμό ώστε να φτάσεις να σκέφτεσαι σαν εκείνον, καμιά τόσο που καμιά φορά χάνεις τη ταυτότητα σου, το πρωί που ξυπνάς αναρωτιέσαι που βρίσκεσαι, μια δεύτερη ζωή ζεις, μπαίνεις στη ψυχή κάποιου άλλου , πολύ μου άρεσαν όλα αυτά.

Κι ύστερα ήταν ότι δε ζήλευε, αυτό που το βάζεις, δεν εννοώ εκείνη τη ζήλια για τις άλλες γυναίκες αλλά τη ζήλια σε σένα που την είχα βαρεθεί, τη συμπεριφορά εκείνη των γυναικών που θέλουν να επιβεβαιωθούν μέσα από σένα, μονάχα αυτό τις νοιάζει, δε σ αγαπούν, θέλουν να σε μειώσουν, σε σνομπάρουν, σε υποτιμούν, θέλουν να σε βλάψουν, να σε χαντακώσουν, να σε διαλύσουν, δε ξέρω τι παθαίνουν, άμα σε δουν άνετο τρελαίνονται.

Υποτίθεται ότι θα ζήσετε μαζί, μοιράζεσαι το ίδιο κρεβάτι μ αυτές, θες να περάσεις τη ζωή σου δίπλα τους κι αυτές σκέφτονταν απίστευτα ρηχά, τους λες όλα τα σχέδια σου και δε δίνουν δεκάρα, σε υποτιμούν, δε καταλαβαίνουν τις προειδοποιήσεις, στο κόσμο τους είναι, θέλουν να τρέχεις πίσω τους, σ αφήνουν τις γιορτές μοναχό, όταν τις παρατάς ξαφνιάζονται, νόμιζαν ότι σε είχαν δεμένο, νομίζουν ότι μονάχα αυτές έχουν μυαλό για να σκέφτονται, σε βλέπουν ανταγωνιστικά κι άλλες τέτοιες αηδίες, δε ξέρουν να λειτουργούν αρμονικά, συμπληρωματικά, παραπληρωματικά, αλληλοκαλυπτόμενα, δε τα μπορούσα άλλο, τα είχα βαρεθεί αυτά!



Στο περιφερειακό οδηγούσαμε, αυτή, εγώ ποτέ δεν έμαθα, ένα c. d. με κάτι ηχογραφήσεις παλιές έβαλε, μια φωνή βαθιά από το υπερπέραν ακούγονταν, ''Βάλε κάτι πιο καινούριο'' της είπα, κάτι τραγούδια άλλα ''...μια λεπτομέρεια μονάχα εγώ του σύμπαντος, μια υποχρέωση η ζωή μου κι ένα τάμα!''- - ''... μη μ ακολουθείς..... κι ο γιατρός του κόσμου απόψε λείπει!'''

Όταν πήγα να τη βρω στην Αθήνα χάθηκα, ποτέ δε μ άρεσε αυτή η πόλη, είχε ζέστη, τσιμέντα και λαμαρίνες παντού, αμάξια κι άνθρωποι ανακατεμένα, ένα χάος, ήχοι οχημάτων που φρενάρουν, μια διεύθυνση έψαχνα κάπου πολύ μακριά, στο μυαλό μου στριφογύριζαν οι κουβέντες της, '''Να προσέχεις το καλό που σου θέλω!'' θυμόμουν όσα είχαμε περάσει, πως έμπλεκε τα δάχτυλα στα μαλλιά της ανάμεσα καθώς σκέφτονταν.

  Γελούσα μοναχός μου, κάποιοι με κοίταζαν περίεργα, θυμόμουν το προφίλ της, πως στέκονταν νωχελικά ακουμπώντας στη πόρτα και το σώμα της είχε εκείνη τη πλαστικότητα και τη λυγεράδα που λάτρευα, τελικά βρήκα ένα κτίριο παλιό, σ ένα ασανσέρ ανέβηκα, από τις χαραμάδες κάτω έβλεπες το χάος σκεφτόμουν τι γίνεται άμα φύγει ο πάτος σε μια πόρτα έφτασα, φως έβγαινε κάτω απ την είσοδο, η πόρτα άνοιξε σιγά σιγά, μια φιγούρα θολή, τεθλασμένη, πίσω απο ένα τζάμι....

Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου

ΩΣΕΙ ΑΝΘΟΣ ΤΟΥ ΑΓΡΟΥ

«Ο οδηγός κλείνει τα μάτια όλη την ώρα !» του ψιθύρισε σκύβοντας η γυναίκα που καθόταν στο απέναντι κάθισμα, - « σοβαρά;»  είπε  αυτός και κ...