Σάββατο 28 Σεπτεμβρίου 2013

Ο ΧΑΡΑΔΡΙΟΣ ΤΩΝ ΒΑΛΤΩΝ

Ήθελε να μου χαρίσει κάτι οπωσδήποτε ο Στέφανος αλλά εμένα τα μάτια μου είχαν πέσει σ' εκείνο το έπιπλο στο χρώμα της τέφρας με το γυαλιστερό ξύλο που είχε κάτι ανάγλυφα απάνω του κινέζικα, ψαράδες και γατόψαρα, ιβίσκους και φασιανούς ενώ στο ντουλαπάκι με το τζάμι μπροστά έβλεπες κάτι κύπελλα με αποχρώσεις μυστήριες, φόρμες στικτές, σχέδια εξωτικά με όψεις ημιδιαφανείς, μορφές λείες και λωρίδες ασύμμετρες ''Αυτό το κομμάτι δε το δίνω μεγάλε σε κανένα, είναι για μένα!'' μου είπε .

Η γριά που ζούσε εκεί πέρα τα είχε κουβαλήσει από τη Κίνα όπου πήγαινε με τον έμπορα σύζυγό της να πάρουν πορσελάνες για το μαγαζί τους. Ένα εργαστήριο είχανε βρει εκεί στην ανατολή, με κλιβάνους αγγειοπλαστικής που έφτιαχνε κεραμικά χρησιμοποιώντας τεχνικές εφυάλωσης, διοχετεύοντας μικρές ποσότητες οξυγόνου που έδιναν μια στιλπνή όψη, κι έναν τραχύ πηλό που έδινε στην επεξεργασία του όλα εκείνα τα θαυμάσια ψηφιδωτά. Προορίζονταν για τον αυτοκράτορα όλα εκείνα τα πολύτιμα πράγματα ένα καιρό, μα ύστερα χάθηκαν όλες οι τεχνικές και τα κόλπα που ήξεραν οι παλιοί τεχνίτες, η γριά πάντως τα είχε ξετρυπώσει σ ένα παζάρι και τα είχε κουβαλήσει μέχρις εδώ.

Δεν είχε παιδιά κι ο Στέφανος ο ανιψιός της ήταν ο μοναδικός κληρονόμος, αλλά δεν βρήκε  όλα όσα λέγανε ότι είχε κείνη η μυστήρια γερόντισσα, μονάχα τόμους ατέλειωτους από βιβλία νομικά, κώδικες και δίκαια που διάβαζε με τις ώρες η μακαρίτισσα τις νύχτες που δε την έπαιρνε ο ύπνος.

Βιβλία φιλοσοφικά, Αριστοτέλη κι Επίκουρο και Πλάτωνα κι άλλα ακαταλαβίστικα, χωρία ολόκληρα ήξερε απέξω, τι να τα κάνει ο Στέφανος.

Αυτός έψαχνε για τις λίρες και τα χρυσαφικά που λέγανε ότι μπορεί να υπήρχαν σ εκείνο το διαμέρισμα, είχε αναποδογυρίσει το σύμπαν, έψαξε πίσω από κάτι πίνακες με νάρδους φυτρωμένους σε μια παραλία, και κάτι άλλους που έδειχναν ελάφια να κατεβαίνουν σε μια πηγή για να πιουν νερό το απομεσήμερο, και κάτι άλλους που δείχνανε κυνήγια κάπρων και λιονταριών και πουλιά παράξενα που τα λένε χαραδριούς των βάλτων.

Την είχε προσέξει τη θεια του στα τελευταία της αυτός, την κουβάλησε στο νοσοκομείο να κάνει την αξονική της τομογραφία και την έβλεπε που έτρεμε και ίδρωνε καθώς έμπαινε σ εκείνη τη μικρή σήραγγα να βομβαρδιστεί με ακτινοβολία για να ανακαλύψουν καμιά βίδα λασκαρισμένη, κάνα μπουλόνι στραβό, κάνα πιστόνι φαγωμένο στον εγκέφαλο.

Προσπαθούσε να τη ψαρέψει αλλά που να τη ξεγελάσεις την παμπόνηρη γριά αυτή έλεγε τα δικά της, για τότε που τους πήραν οι κομουνιστές από το χωριό της κάπου στις Πρέσπες και την έσυραν στο Μπούλκες, μικρο παιδί τότε με το παιδομάζωμα, τα σύνορα ήταν ανοιχτά με τον εμφύλιο, τον πατέρα της τον παπά που κοιμόταν στην εκκλησιά κάτω από μια εικόνα που έδειχνε τον προφήτη Ηλία να παίρνει τη τροφή από το ράμφος του κόρακα σε μια ξερή κορφή, τον πατέρα της λοιπόν τον είχαν πάρει μια νύχτα οι αντάρτες κι αυτήν την έσυραν κατά το βορά .

Ύστερα είχε ταξιδέψει μ ένα τρένο που έσερνε κάτι βυτία για την Τσεχοσλοβακία, από κει πήγαν στην Πολωνία, ένα κάρο γλώσσες μιλούσε, στα τελευταία της που είχε αρχίσει να το χάνει δε μπορούσες να συνεννοηθείς μαζί της, οι κουβέντες της ήταν ένα κράμα λέξεων από γλώσσες άσχετες.

Κι άλλα έλεγε η γριά που δε τον ενδιέφεραν, για ένα παιδί που είχε κάποτε και τόχασε σε μια ορειβατική αποστολή σ ένα φαράγγι όπου τόφαγαν τα όρνια μέχρι να το βρούνε κι αυτός ήταν ο καημός της.

Πάντως πρέπει να είχε λεφτά, που τάφαγε ρε φίλε όλα εκείνα που έβγαλε ο άντρας της από το μαγαζί που είχε στο Μπεζεστένι με τα εμπορεύματα τα ακριβά, αυτά που έρχονταν να ψωνίσουν οι χωριάτες για να φτιάξουν τις προίκες των θυγατέρων τους.

Έβλεπες εκεί γαλάζιες πορσελάνες, πολύτιμες, χαλιά κατακόκκινα με σχέδια και μαιάνδρους, κάτι κιμονό γιαπωνέζικα μμε χρώματα ονειρικά που έβγαζαν μάτι.

Μια ποσότητα χρυσού πρέπει να είχε αποθηκεύσει η γριά στα δόντια της που είχαν κάτι γέφυρες τεράστιες από μάλαμα ατόφιο, όποιος έψαχνε το στόμα της θα έκανε την τύχη του.

Αλλά δε μπορούσε να ήταν μονάχα αυτό, φήμες κυκλοφορούσαν στο σόι για ένα μέρος κρυφό, σε κάποιο απ τα εξοχικά της όπου είχε θάψει πέτρες μαβιές και πράσινες, σε σχήματα ασυνήθιστα, συμμετρικά κι ασύμμετρα, μαργαριτάρια, πλατίνες βαριές, κοσμήματα και φλουριά κωσταντινάτα, ο χρυσός λέει αντέχει για χιλιάδες χρόνια και παραμένει λαμπερός κι απαράλλαχτος ότι και να γίνει, όλο το θέμα ήταν να βρει ένα χαρτάκι που φημολογούνταν ότι είχε αφήσει η γριά με οδηγίες, ένας χάρτης θησαυρού να πούμε.

Άνω κάτω έκανε το σπίτι της ο φίλος μου, έψαξε χωριστά κάθε τόμο από κείνους που διάβαζε η γριά τρεις τέσσερις ταυτόχρονα τις νύχτες με το φως κάτι μεγάλων κεριών, γιατί βέβαια ήταν σφιχτή, έτσι κάνεις λεφτά φίλε, τι νομίζεις, αφού έλεγαν ότι έτρωγε κάτι τοστ που τάψηνε στο σίδερο το ηλεκτρικό κι άλλα τέτοια παλαβά, οι γείτονες έβλεπαν το φως από τις χαραμάδες στα παντζούρια της κι απορούσαν πως δεν είχε στραβωθεί, πως δεν αποτρελάθηκε περνώντας ώρες ατέλειωτες κλεισμένη εκεί μέσα να διαβάζει όλες αυτές τις παλιατζούρες που δε θα τις χρειάζονταν ποτέ.

Στη κηδεία της λίγο ήθελε να της ανοίξει το στόμα για να δει αν ήταν αλήθεια όλα αυτά που ακούγονταν για την ποσότητα χρυσού που υπήρχε εκεί μέσα μα συγκρατήθηκε, κουβάλησε και το φέρετρο της που ήταν βαρύ για κάποιο λόγο, δεν αποκλείεται η γρια να είχε πάρει μαζί της στον τάφο τη συλλογή από πέτρες που μάζευε στην ακροθαλασσιά, σε μια φάση ο Στέφανος παραπάτησε, παραλίγο να ρίξει κάτω την καταραμένη κάσα, ήτανε σίγουρος ότι γριά, παμπόνηρη ακόμα και στη κάσα της, θα είχε σκάσει στα γέλια με όλα όσα συνέβαιναν.

Τώρα άμα θες το πιστεύεις αλλά το βρήκε τελικά αυτό το περίφημο σημείωμα, ήταν καταχωνιασμένο σε μια αποθηκούλα προϊστορική, γεμάτη σκόνη και σαβούρες, κάτι κεφαλές αγαλμάτων βασιλιάδων, της ανατολής ίσως, κάτι α βάζα σπασμένα σαν αμφορείς αρχαίους με εικόνες φιδιών που δαγκώνουν ανθρώπους στον ώμο,

Υπήρχαν εκεί φωτογραφίες της πεθαμένης όπου παρίστανε το τοτέμ και τρόμαζε το κόσμο, ένα βιολί αρχαίο με σπασμένες χορδές, μια διαπασών μεταλλική, το σημείωμα ήτανε κρυμμένο σ ένα λεξικό πολωνέζικων, έπρεπε να το είχε φανταστεί, αυτή ήταν η αγαπημένη γλώσσα της γριάς καθώς εκεί πάνω είχε γνωρίσει το μακαρίτη τον άντρα της, τον Μυτιληνιό που του άρεσε να τρώει για πρωινό μυζήθρα με μέλι.

Βέβαια το βρήκε το σημείωμα, ήταν ένα χαρτόνι σκληρό τυλιγμένο σα πάπυρος, ένα πουλί  ήταν χαραγμένο στο εξωτερικό του, εκείνος ο χαραδριός των βάλτων.

 Κάτι σύμβολα, γράμματα κι αριθμούς κι άλλα γραμμένα μ ένα μελάνι κόκκινο  έβλεπε, δε ξεχώριζε τίποτα, άντε να το ξεκλειδώσεις, άντε να αποκρυπτογραφήσεις το γρίφο, άντε να λύσεις το αίνιγμα, άντε να σπάσεις τους κωδικούς, είδε κι απόειδε στο τέλος έσκαψε στα τυφλά ο Στέφανος, ανάσκαψε την αυλή ενός εξοχικού της θείας του, ο κηπουρός δεν ήξερε από που του ήρθαν εκείνοι οι λόφοι κι οι τρύπες, μα το μόνο που έβγαλε ήταν τα κόκαλα των σκύλων που έθαβε εκεί πέρα η συχωρεμένη.

Μου έχει υποσχεθεί κι εμένα ο φίλος μου ο Στέφανος ότι θα μου το δείξει μια μέρα, πραγματικά έχω μεγάλη περιέργεια, μπορεί και να το σπάσουμε το μυστικό που κρύβει, μπορεί να μας έρθει καμιά ιδέα κουφή στα ξαφνικά, να πω την αλήθεια έχω ήδη σκεφτεί κάτι συνδυασμούς, και τότε, ε τότε άντε γεια χαρά μάγκες!!!

Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου

ΩΣΕΙ ΑΝΘΟΣ ΤΟΥ ΑΓΡΟΥ

«Ο οδηγός κλείνει τα μάτια όλη την ώρα !» του ψιθύρισε σκύβοντας η γυναίκα που καθόταν στο απέναντι κάθισμα, - « σοβαρά;»  είπε  αυτός και κ...