Πέμπτη 4 Ιουλίου 2013

GETAWAY


 Στον Β. Μ.


Μικρέ! Στη τσέπη μου είναι ένα μαντήλι και μέσα μια βέρα τυλιγμένη. Βάλτη στο χέρι μου. Πάρε τώρα το μαντήλι και σκέπασε μου το πρόσωπο'' είπε ο ετοιμοθάνατος χωροφύλακας προτού οι αντάρτες αρχίζουν να τον γαζώνουν με ριπές.'' Εγώ έσκυψα στο χώμα κι ύστερα σηκώθηκα και τίναξα τη σκόνη σα να ήταν αυτό που μ ενοχλούσε. Μετά έπιασα απ' τα πόδια τον χωροφύλακα κι άρχισα να τον σέρνω σ ένα σπίτι μέσα.

Καθόμαστε κάτω από μια αχλαδιά με τον κυρ Βασίλη, στο εξοχικό του, ένα τραπέζι στρωμένο μπροστά μας μ όλα τα καλά του θεού, κάτι πιπεριές που κολυμπούν σε σάλτσα ντομάτας, ένα τυρί κομμένο σε φέτες, κάτι γεμιστές πιπεριές φοβερές, μια σαλάτα, ούζα και μπίρες κίτρινες γυαλιστερές, η κυρία Μαρία φέρνει καρπούζι, ο αέρας όπως περνά μέσα απ τις πευκοβελόνες βουίζει μαλακά, η θάλασσα στο βάθος.

Μου δείχνει το σπίτι του, ένα ισόγειο δροσερό, ένα κρεβάτι στρωμένο, σού ρχεται να πέσεις και να μη σηκωθείς από κει, μια αποθήκη με τα εργαλεία του, ένα καλάμι για ψάρεμα, ένα πλυσταριό, όλα πεντακάθαρα, ''Βάστα αυτό το ψυγείο!'' μου λέει και βάζει κάτι ξύλα από κάτω να το σταθεροποιήσει, το ελέγχει με το αλφάδι, δε κουνιέται ούτε εκατοστό, όλα μονάχος του τάφτιαξε τότε που δούλευε τρεις βάρδιες, ''Ήμουν γερός σα σίδερο τότε, δε καταλάβαινα τίποτα, το πρωί μεροκάματο, το βράδυ μερεμέτια, τη νύχτα έφτιαχνα το αυθαίρετο!'' κοιτάζω κάτι μάρμαρα γαλάζια με σχέδια από ρίγες και ραβδώσεις, φουντουκιές και συκιές και ροδιές έχει φυτέψει ''Πιάσε να δεις πόσο κρύο έχει στη κατάψυξη!'' , το ψυγείο μέσα έχει λεμόνια και φρούτα κι όλα τα καλά του κόσμου.

Βάζει ούζο στο ποτήρι του, ''Θες νερό στο δικό σου;'' με ρωτά, ''Από τότε που οι αντάρτες μας εκτόπισαν απ το χωριό όλο έφευγα. Στο στρατό, στα ΛΟΚ, μ έψαχναν σε μια χαράδρα μέσα, στο καράβι που πήγαινε για βολή στη Κρήτη ήθελα να πηδήξω στη θάλασσα, στα χιόνια στον Όλυμπο όπως τρέχαμε με τα σκι είχα πέσει σ ένα βράχο έστριψα το σώμα μαλακά όπως μας είχαν μάθει και κύλησα στο χιόνι, όλη νύχτα ήμουν μοναχός μα άντεξα, στα αεροπλάνα ένιωθα κλεισμένος, ήθελα να πέσω με το αλεξίπτωτο, μετρούσα εκατόν ένα, εκατόν δύο , και περίμενα ν ανοίξει για να δω το κόσμο από κάτω μου, το πιο ωραίο ήταν τη νύχτα τότε που έβλεπα κάτω τα φώτα να γυαλίζουν καθώς έπεφτα στις μύτες των ποδιών κι ύστερα κουλουριαζόμουνα απασφαλίζοντας το αλεξίπτωτο.''

Έφαγα σα λύκος, ο κυρ Βασίλης συνεχίζει όποτε θέλει να δώσει έμφαση γουρλώνει τα μάτια και σε κοιτάζει έντονα, '' Έναν αυστριακό εκπαιδευτή είχα στα χιόνια που μ αγαπούσε πολύ , κι έναν λοχαγό το Γκράτσιο που κατόπι έγινε αρχηγός σώματος, η κυρία Μαρία φέρνει νερό καθαρό, ολόδροσο, βγάζω τα παπούτσια μου, μου δίνει κάτι παντόφλες, οι δυο τους γνωρίζονται μια ζωή κι οι δυο δε θυμούνται πατέρα και μάννα, όταν ήταν μικρή τη πρόσεχε κι ύστερα την παντρεύτηκε, δεν είχε κηδεμόνα αυτή, ήταν ανήλικη, κάτω από είκοσι, κι ο Κυρ Βασίλης πήγε στο δεσπότη, έναν ξεροκέφαλο γενειοφόρο στην Αρναία, τον ξύπνησε, ''Θέλω να γίνω κηδεμόνας της!'' είπε κι ο δεσπότης έστερξε, φοβήθηκε!

Στην επιστράτευση το εβδομήντα τέσσερα, τον κάλεσαν ξανά, είχε ειδικότητα καταστροφέα, τον κλείσαν στη Ρεντίνα, ''Θα φύγω !''είπε στο διοικητή του, .''..έχω τη γυναίκα και τα παιδιά στο χωριό δεν έχουν χρήματα'', πήρε τα μονοπάτια στο βουνό, αυτά που διάβαιναν τότε που δούλευε στα καμίνια, στα κάρβουνα στην ορεινή Χαλκιδική, σε δυο ώρες ήταν σπίτι του.

Είχε περάσει η ώρα, πρεπε να φύγω, ένα βάζο τεράστιο με μαρμελάδα βερίκοκο μου δώσανε, μια κατηφόρα απότομη, κάτι φραγκοσυκιές με κίτρινα λουλούδια αγκαθωτές, δέντρα καμένα από αστροπελέκια, κάποιος είχε στερεώσει στην στέγη του σπιτιού του ένα μικρο ανεμοπλάνο, μια μυρουδιά γλυκιά από μούρα πεσμένα, η θάλασσα στο βάθος, κεφάλια λουομένων αναδύονταν απ τη θάλασσα, αφροί και σπίτια άσπρα.

Στο λεωφορείο κάθισα κάπου μπροστά, νταλίκες περνούσαν με φόρα, Roadrunner'',    ''Midnight runaway'',    '' Getaway'' ; είχαν γράψει στις προμετωπίδες τους, δεξιά κι αριστερά του δρόμου ταβλάνια και πικροδάφνες εναλλάσσονταν, άλογα δεμένα απ το πόδι ανάμεσα σε άχυρα, κάτι αρχαία ερείπια όπου λέει ότι βρήκανε χρυσές προσωπίδες, ένας αρχαιολόγος πρόλαβε να δει το πρόσωπο κάποιου πεθαμένου βασιλιά προτού γίνει σκόνη για πάντα, το μέρος το λέγανε ''Εννιά οδοί'' κάποτε, η κοίτη ενός ποταμού ξεραμένου, καλάμια και λάσπες, κάποιος ψαρεύει εκεί μέσα, τι να πιάνει άραγε, παπιά τσαλαβουτάνε κι άλλα απλώνουν τις φτερούγες τους στον ήλιο να στεγνώσουν.


\''Λεβέντη πιάσε μου ένα μπουκαλάκι νερό απ το ψυγείο !'' μου λέει ο οδηγός, '' ... πάρε ένα και για πάρτη σου'' , κάτι κορίτσια στο διπλανό κάθισμα, σώματα ηλιοκαμένα, τυλίγουν τα μαλλιά ψηλά στο κεφάλι, τα καρφώνουν μ ένα ξυλαράκι αιχμηρό, χέρια μαλακά, πουκάμισα άσπρα, σταυρώνουν τα ποδαράκια τους, τα στριφογυρίζουν σα φίδια.

Δίπλα από μια λίμνη περνούμε, από κάτω της λέει έχει ένα ρήγμα που μπορεί να γκρεμίσει τη Σαλονίκη ολόκληρη, κάποιοι κοιμούνται, τα κλιματιστικά στο φουλ, δε μπορώ να ησυχάσω, κοιτάζω τα κόκκινα σιδερένια σφυράκια που έχουν κρεμάσει δίπλα στα τζάμια για την περίπτωση κινδύνου, ξάφνου ένας κρότος δυνατός, τα κορίτσια τινάζονται έντρομα, σκέφτομαι τι μπορεί να πηγαίνει στραβά, στο διάδρομο έχουν βγει κάτι πλάκες μεταλλικές, η άσφαλτος φαίνεται, ένα κέρμα κολλημένο στην πίσσα αστράφτει, κάποιοι σηκώνονται αλαφιασμένοι, ο οδηγός κοιτά στον καθρέφτη, ένας αεροδιάδρομος δεξιά μας, κάτι φώτα τροχιοδεικτικά μες τα ξερόχορτα μοιάζουν να έχουν βάλει φωτιά, ένα αεροπλάνο σηκώνεται αργά, πρέπει να βγω από κει μέσα γρήγορα....

Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου

ΩΣΕΙ ΑΝΘΟΣ ΤΟΥ ΑΓΡΟΥ

«Ο οδηγός κλείνει τα μάτια όλη την ώρα !» του ψιθύρισε σκύβοντας η γυναίκα που καθόταν στο απέναντι κάθισμα, - « σοβαρά;»  είπε  αυτός και κ...