Κυριακή 14 Ιουλίου 2013

ΑΝΔΡΟΜΕΔΑ











Μια φίλη έχει σχέσεις μ' ένα παντρεμένο, έχει ομορφύνει, ότι φορά της πάει, δε ξέρω πως γίνεται αλλά είναι πολύ ωραίο.

Οι φίλες της έχουν διχαστεί, μερικές της λένε ''Είσαι τρελή! που νομίζεις ότι πας!'' την έχουν κατατρομάξει , σ έναν παπά πήγε να ξομολογηθεί, έφυγε τρέχοντας, έκλαιγε τρεις μέρες ''Δε ξαναπατώ σε εκκλησία!'' έλεγε,

'Αλλες φίλες της είναι ενθουσιασμένες, είναι δίπλα της βράχοι ακλόνητοι, καλά άμα έχεις μερικούς τέτοιους φίλους είσαι άρχοντας, έχουν ξετρελαθεί, ''Μη το χάσεις!'' της λένε ''... μονάχα πρόσεχε!

Την είδα στο σπίτι της, νιώθω μια δροσιά κατά κει, κάτι γλυκά ελαφριά μου προσφέρει με κερασάκια και φράουλες απάνω τους , ρούχα ντανιασμένα, φρεσκοσιδερωμένα, κι άλλα απλωμένα στο μπαλκόνι, μια φωτογραφία μου δείχνει , ωραίος φαίνεται, ένα πουκάμισο ανοιχτόχρωμο καλοκαιρινό, είναι λέει ευγενικός, λέει ευχαριστώ συνέχεια, της έλειψε αυτό, τη στηρίζει, είναι πολύ σοβαρός αλλά αυτή γελά μαζί του όλη την ώρα, μονάχα αυτή, πήγαν στη λαϊκή κι έβλεπαν τα ψάρια και τα καβούρια που σάλευαν μέσα σ έναν κουβά, ανέβηκαν μαζί σ εκείνα τα παλαβά μηχανήματα του λούνα παρκ που σε εξακοντίζουν στον αέρα, αυτή είχε κλείσει τα μάτια να μη βλέπει.

Κάτω στη παραλία πήγαμε με τη φίλη μου , έναν καφέ ήπιαμε, ''Τι να κάνω;'' με ρώτησε, τη κοιτάζω αυτό το πρωινό του Σαββάτου καθώς κρατάμε τα φλυτζάνια και βλέπω ότι είναι στα ντουζένια της, κοντά μαλλιά, γυαλιά καφετιά στερεωμένα απάνω τους, μια φόρμα τζιν μ ένα κοντό μπλουζάκι από κάτω, καλά αυτές οι φόρμες με τρελαίνουν, κάτι σκουλαρίκια στρόγγυλα, ένα τασάκι ασημένιο μπροστά μας.

Τι να της πω μα το θεό, κάποιοι τρέχουν σα παλαβοί, δουλεύουν μέρα νύχτα, τα δίνουν όλα, θα περίμενες να πετύχουν θαύματα αλλά είναι μίζεροι, είναι λίγοι, τους βλέπεις και λες ''Καλά αυτά είναι όλα που μπορείς να κάνεις, δε μπορείς τίποτα καλύτερο!'' είναι πολύ λίγο ρε φίλε, προτιμώ να μείνω μόνος χίλια χρόνια, απορείς που δε το βλέπουν οι άλλοι, όμως βγάζει μάτι από χιλιόμετρα, είναι τόσο στραβά όλα που θες να βαρέσεις το κεφάλι σου στον τοίχο, μια μετριότητα, ένα βαρετό πράγμα η ζωή τους, μια πλήξη που μπορεί να σε σκοτώσει, δε το πιστεύεις, διαλέξανε λάθος άνθρωπο, κι έπειτα έκαναν και παιδιά και τι περίμενες, να βγει κάτι καλό, κι αυτά λάθος θα βγούνε, μονάχα άμα είναι τυχεροί και προκύψει κάτι από τύχη μπορεί να σώσουν τη παρτίδα, να λένε ότι κάτι κάνανε σωστό, ότι δεν πήγαν όλα στράφι.

Δε καταλαβαίνω γιατί πρέπει ένας γάμος να συντηρείται με τον σωλήνα τον αναπνευστικό στο στόμα, ένα ταρακούνημα μπορεί να κάνει καλό και στον άλλο, να τον ξυπνήσει, τόσα χρόνια του μιλάς και δε καταλαβαίνει τίποτα, δε θέλει να καταλάβει, έχεις σπαταλήσει χρόνια και χρόνια μαζί του, αντιδρά ακατάληπτα, αψυχολόγητα, λέει ότι νάναι, ότι τούρθει, δίχως λογική, χρόνο προσπαθεί ν αγοράσει, να το τραβήξει όσο μπορεί, μέχρι την αιωνιότητα άμα γίνεται!

Μου λέει για ένα μέρος όπου πήγανε , όπως κατεβαίνανε από ψηλά μια λίμνη γυάλιζε πέρα μακριά σαν τάληρο χρυσαφένιο, ένα μοναστήρι παλιό σε μια πλαγιά, κάποιοι πουλούσαν ψάρια της λίμνης, ένα άγαλμα γυναικείο είχανε βρει κάποτε κατά κει με μακριούς πλοκάμους και μάτια αμυγδαλωτά, ένα χρώμα πρασινωπό βαθύ διατηρούνταν ακόμα εδώ κι εκεί ύστερα από χιλιάδες χρόνια,οι αρχαιολόγοι είπανε ότι είναι η Ανδρομέδα δεμένη στο βράχο που καρτερεί τον Περσέα κι έτσι ονομάστηκε εκείνο το μέρος ''Ανδρομέδα!'' αυτή που κυβερνά τους άνδρες!

Τη πήγε σ ένα σπιτάκι που είχε φτιάξει αυτός και το είχε για εργαστήριο,περνούσε ώρες πολλες εκεί μέσα, έβλεπες δρύινα συρτάρια και πόμολα μπρούτζινα, ακονόπετρες γαλάζιες και σκαρπέλα και ξύλα γυαλισμένα που έλαμπαν και σφυριά και μέγγενες μεγάλες και μικρές.

Ένας μηλεώνας είχε φυτευτεί πιο πέρα, μια βάρκα πήρανε και ξανοίχτηκαν στη λίμνη να ψαρέψουν, κάτι ψάρια πιάσανε κι αυτός είπε πως είναι πέρκες της λίμνης, και μιλούσανε και μιλούσανε κι έπειτα βγήκαν και τ αστέρια κι ήταν άλλο πράγμα κι εκείνο κι ήθελε τόσα να του πει κι ήταν όλα τόσο ωραία που δε το πίστευαν.

Στο μαγαζί της παραλίας λουλούδια στα γυάλινα ποτήρια, βασιλικοί και κατιφέδες, ένα σκάφος σκίζει τα νερά αφήνοντας μια γραμμή άσπρη ξοπίσω του, δυο τρεις άστεγοι πίνουν καφέ παραδίπλα σ ένα φτηνό φαστφουντάδικο, σκύλοι ξαπλωμένοι, ταλαιπωρημένοι απ τη ζέστη του καλοκαιριού, γυναίκες αγουροξυπνημένες καπνίζουν, ένα ρολόι ηλιακό σ ένα πάρκο με γραμμές ακτινωτές χαραγμένες σε μια πέτρα πράσινη, κορίτσια με κοτσίδες ινδιάνικες, παλιατζήδες γέροι με χαρακιές στο πρόσωπο αραδιασμένοι μπροστά στους πάγκους τους, ένα ραδιάκι παίζει ''Εγώ ειμ' αγάπη δίκοπη...'' κάτι άσπρα πέδιλα φορά η φίλη μου, ένα ρολόι ασημένιο, είναι ευτυχισμένη, τι θα μπορούσα να της πω .

Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου

ΩΣΕΙ ΑΝΘΟΣ ΤΟΥ ΑΓΡΟΥ

«Ο οδηγός κλείνει τα μάτια όλη την ώρα !» του ψιθύρισε σκύβοντας η γυναίκα που καθόταν στο απέναντι κάθισμα, - « σοβαρά;»  είπε  αυτός και κ...