Δευτέρα 1 Ιουλίου 2013

ΚΡΙΝΟΙ ΤΗΣ ΘΑΛΑΣΣΑΣ

Στον ανηφορικό δρόμο ο μελισσοκόμος μας είχε ζαλίσει, μιλούσε συνέχεια για μέλια από φρύγανα και μέλια από φασκόμηλο και ρίγανη και ρείκια και μέλι από μελίτωμα ελάτου, για βασιλικούς πολτούς και φρύγανα που φύονταν στις ξερολιθιές, χαμόπευκα κι ασφόδελους και λαγουδόχορτα αφάνες και μέντες και κρίνους της θάλασσας ο ήλιος έκαιγε στο μονοπάτι οι βράχοι άναβαν κι εμείς ανεβαίναμε σ εκείνο το βουνό.

Από κάτω μας η θάλασσα φαίνονταν, λωρίδες πράσινες, γαλάζιες κι άσπρες ο μελισσοκόμος τα δικά του, μιλούσε για τα διακόσια πενήντα είδη ενδημικών φυτών που έχει η Ελλάδα, ολόκληρη η Γερμανία λέει έχει μονάχα εφτά, καλά αυτοί είναι μούχλες έτσι κι αλλιώς, μας έλεγε για το μέλι που δε ζαχαρώνει και γι αυτό που γίνεται από ρείκια κι έχει γεύση λίγο πικρή και για το μέλι από κάστανο και για το πευκόμελο και για το μέλι από πορτοκαλιές κι αγριολούλουδα είχαμε ξελιγωθεί!

Όπως προχωρούσαμε το ανηφορικό μονοπάτι ήταν γεμάτο από κροκάλες και χαλίκια πυρόλιθους και πέτρες μαλακές κι αλαφρόπετρες για να τρίβεις τις αχίλλειες φτέρνες, τροχίλια και χαλίκια που είχαν σκιστεί από βράχια σάπια γκρεμίζονταν σ ένα ρέμα βαθύ, μια κοίτη χειμάρρου κάποτε που είχε στεγνώσει πια, αχλαδιές και συκιές άγριες υπήρχαν κατά κει, αραχνονήματα απλωμένα στο έδαφος για να μαζέψουν τη πρωινή δροσιά, σκαθάρια μαύρα περπατούσαν απάνω τους, στα παπούτσια μας είχε κολλήσει άμμος από μια παραλία που περάσαμε το πρωί, γυρίσαμε να ρίξουμε μια ματιά προς το πέλαγος.

Όπως είχαν καθαρίσει τα νερά μπορούσες να δεις κάτι χαλάσματα αρχαία στο βυθό, ανεβήκαμε πιο ψηλά σ ένα μέρος που το λένε ''Κερασιές'' ένα αλώνι πλακόστρωτο με μάρμαρο βρήκαμε κατά κει, πρέπει να το είχαν φτιάξει για ν μαζεύουν το στάρι που λίχνιζαν κάποτε, κάτι ξωκλήσια πέτρινα, ερημικά, κάτι καμπάνες ακούγονταν από κάπου αλλά δεν μπορούσαμε να καταλάβουμε από που.

Συζητούσαμε αδιάκοπα στο δρόμο για το μοναστήρι, λέγαμε για γυναίκες φυσικά, για τι άλλο να μιλήσεις σ εκείνη την ερημιά, όσο τις έχεις θες να τις ξεφορτωθείς κι όταν είσαι μακριά τους δε μπορείς δίχως αυτές. Μούλεγε ο μελισσοκόμος για μια ξένη που είχε συναντήσει στο αεροδρόμιο, ψηλή ωραία μελαχρινή, με επιδερμίδα κοκκινωπή, κάτι σημαδάκια μπορούσες να διακρίνεις, άσπρο μπλουζάκι φορούσε, γυαλιά με άσπρο σκελετό, κάτι παπούτσια που έδεναν με φερμουάρ πίσω στη φτέρνα, νερό έπινε από ένα μπουκάλι μεγάλο, πλαστικό, κοίταζε μια βιτρίνα με ρολόγια χρυσά κι ασημένια και πορτοκαλιά και λευκά που είχαν αραδιάσει.

 Πολύ του άρεσε εκείνη η γυναίκα, το περπάτημα της ειδικά, του άρεσαν οι γυναίκες που κινούνταν με χάρη, όταν καθόντουσαν περίμενε να σηκωθούν για να δει αν άξιζε το κόπο ν ασχοληθεί κανείς μαζί τους, απ τον τρόπο που βάδιζαν το καταλάβαινε κι αυτή το είχε, ήταν άνετη κάθισε δίπλα της.

Ήθελα να τον ρωτήσω τι έγινε μετά, μα σε μια κατηφόρα, σ ένα πλάτωμα, ένα μοναστήρι φάνηκε και τραβήξαμε κατά κει, είχαμε σκάσει απ τη ζέστη κι είχαμε ζαλιστεί κοιτάζοντας τους γκρεμούς, ο μελισσάς είχε και ψιλοστραμπουλήξει το πόδι του, ένα διάλειμμα χρειαζόμασταν.

Οι καλόγεροι μας άνοιξαν τη θεόρατη πύλη μα δε μας φάνηκαν και τόσο φιλόξενοι, παλιά θυμάμαι έναν ωραίο ηγούμενο που μας είχε φιλέψει κάτι κουκιά με άνηθο κι ένα γιαούρτι υπέροχο και κάτι μηλόπιτες κι εμείς βλέπαμε τους μοναχούς να ζωγραφίζουν κάτι εικόνες σε μαστίχα πάνω κι άλλους να φτιάχνουν ύμνους και χαιρετισμούς συνταιριάζοντας λόγια όμορφα, κι άλλους να μας λένε για πηγές με νερό πικρό που τις γλύκανε ένας άγιος βυθίζοντας μέσα τους το ραβδί του .

Τούτοι δω ήταν μουντοί και στρυφνοί μας βάλανε να πλαγιάσουμε καταγής, μούχλα μύριζε εκείνο το μέρος, βιαστήκαμε να τη κοπανήσουμε την άλλη μέρα, μαζί μας πήραμε κι έναν τύπο απ τη Μάνδρα αττικής που είχε έρθει για ορειβασία, δε μπορούσε να πιστέψει ότι είχα κάνει φαντάρος ένα φεγγάρι κατά τα μέρη του, και φύλαγα μια σκοπιά ένα βράδυ σ ένα μέρος όπου λέγανε ότι κάποτε ένας τρελός είχε σκοτώσει έναν στρατιώτη.

Στο μονοπάτι είχαμε ζωηρέψει, μιλούσαμε δυνατά, ρωτούσαμε τον μελισσά για κείνη τη γυναίκα μας είχε πρήξει, ''Τι έγινε τελικά ρε φίλε;!'' οι φωνές μας αντιλαλούσαν στα βράχια και στις ξερολιθιές και στους γκρεμούς, κι αυτός συνέχισε

''Ε να κάθισα αδιάφορα δήθεν κοντά της, κι όταν άδειασε μια θέση στο λεωφορείο για τα ΚΤΕΛ κάθισα ακόμα πιο κοντά της, και μετά με ρώτησε κάτι, και μετά της είπα ψέμματα ότι πάω για την πόλη όπου πήγαινε, και βγάλαμε μαζί εισιτήριο, και στο δρόμο μιλούσαμε ασταμάτητα, και μούλεγε για τα μέρη της, σε μια χώρα αλλόκοτη με κροκόδειλους και θύελλες σκόνης που έρχονται απ την έρημο, και για πλάσματα παράξενα που βγαίνουν απ τον ωκεανό με τις παλίρροιες, και για φίδια δηλητηριώδη, δεν της άρεσε καθόλου εκείνο το μέρος''.

'' Για μπάνιο την πήγα σε μια μικρή ήσυχη παραλία που ήξερα, την έβλεπα να βουτά και να βυθίζεται και μετά να βγάζει το βρεμένο κεφάλι της και να σκουπίζει τα μαλλιά της, κάτω από κάτι πεύκα καθίσαμε, εγώ κοίταζα εκείνες τις μικρές κουκκίδες στο δέμα της και τα ατέλειωτα πόδια της κι εκείνη γελούσε συνέχεια, της έλεγα για μέλια κι αγριολεβάντες και λαγουδόχορτα και μυροβότανα κι εκείνη τα καταλάβαινε όλα και της άρεσαν''.

''Και μετά και μετά!!;'' είχαμε σκάσει, ''Tι στο διάβολο έγινε, τι κάνατε, τι έκανες, το κάνατε;!''

''Ε μετά πήγαμε σ ένα ξενοδοχείο κι ανοίξαμε το κλιματιστικό κι αυτή ξεντύθηκε και πλάγιασε'' Kαι μετά ;''- '' Μετά ρε παιδιά τη κοίταζα, ήταν ωραία κι ατελείωτη, το πρόσωπο της ήταν μαλακό κι ενυδατωμένο, μονάχα τα χέρια της δε μου άρεσαν, έδειχναν ότι ήταν κάπως μεγάλη, αλλά αυτό δεν ήταν πρόβλημα, και την άκουγα όπως κοιμότανε αλλά δεν ένιωθα καλά, με είχε εμπιστευτεί, δε μπορούσα να το κάνω, δε μου έβγαινε.

Μετά βγήκα στο διάδρομο και πήρα ένα νερό απ' το ψυγείο που βούιζε, βγήκα στο μπαλκόνι κι άναψα τσιγάρο, ''Ρε ηλίθιε μπορεί να περίμενε από σένα να ορμήξεις, αυτό να την ενδιέφερε μα είσαι τόσο βλάκας !!!'' είχαμε βγει εκτός εαυτού, θα πρέπει να μας άκουσαν οι καλόγεροι από το μοναστήρι μα ο μελισσάς φαίνονταν ήρεμος και μακριά στη παραλία κάτι φυτά, κρίνοι της θάλασσας, λωρίδες γαλάζιες και πράσινες και σταχτιές εναλλάσσονταν και κάτω στο βυθό φαίνονταν χαλάσματα και τα ξερόχορτα έτριζαν όπως περνούσαμε από πάνω τους και τα τζιτζίκια χαλούσαν το τόπο.....


Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου

ΩΣΕΙ ΑΝΘΟΣ ΤΟΥ ΑΓΡΟΥ

«Ο οδηγός κλείνει τα μάτια όλη την ώρα !» του ψιθύρισε σκύβοντας η γυναίκα που καθόταν στο απέναντι κάθισμα, - « σοβαρά;»  είπε  αυτός και κ...