Τετάρτη 17 Ιουλίου 2013

ΟΝΟΜΑ Δ ΟΡΕΣΤΗΣ

Στο Γιώργο Σεφέρη



Σ εκείνη την εκδρομή είχαμε οργώσει κάθετα το σώμα της Ελλάδας.

Απ τη Κατάρα είχαμε περάσει, απ τα Γιάννενα κι από άλλες πολιτείες χτισμένες κοντά σε δρόμους αρχαίους και περάσματα στρατηγικά, κάτι πορτοκαλιές θυμάμαι στην Άρτα, κανόνια σκουριασμένα και βουνά από αλάτι στο Μεσολόγγι, ένα κάστρο στη Ναύπακτο, έναν οδηγό τρελλό είχαμε που οδηγούσε σα παλαβός, μια φωτιά είχε πιάσει κάπου κι αυτός πέρασε μέσα απ τους καπνούς, αργότερα μάθαμε ότι είχε χάσει το γιο του γι αυτό ήτανε έτσι ο άθρωπος, ένα πρωί κάποιος που μάζευε το γάλα απ τα γύρω κοπάδια για μια εταιρεία , είχε βρει το παιδί μέσα σ ένα χωράφι από τριφύλλι να κείτεται δίπλα στο μηχανάκι του , ζεστό ήταν ακόμα το σώμα του.

Όλοι κοιμόντουσαν στη διαδρομή με το στόμα ανοιχτό, κάποιος έκανε πλάκες ρίχνοντας αλάτι πάνω στη γλώσσα τους, ξυπνούσαν και πετάγονταν στον αέρα αηδιασμένοι, εμείς πεθαίναμε στο γέλιο, τότε δεν ήμουνα καθόλου δημοφιλής, μιλάμε ότι κανείς δεν ερχόταν στο δωμάτιο μου, υπήρχαν κάποιοι με αλαζονεία και αυτοπεποίθηση απίστευτη, κάτι κορίτσι τους ακουμπούσαν με τους γυμνούς τους ώμους, κάτι θερμά λουτρά θυμάμαι με πέτρινα κοιλώματα για τους λουόμενους κάπου κατά κει, ένα παιδί είχε βγάλει τα ρούχα του και βούτηξε.

Στους Δελφούς , το στάδιο όπου έτρεξε κάποτε ο Ορέστης με το άρμα του πήγαμε να δούμε, μπήκε λέει στο γήπεδο λαμπρός, εξάισιο, κι όλοι σηκώθηκαν όρθιοι κι αλάλαξαν.

Σ ένα σωρό αγωνίσματα πήρε μέρος και παντού βγήκε πρώτος,δρόμους, δίαθλο, πένταθλο, καλά πρέπει να ήταν σε φοβερή φόρμα .

Κατόπι παρατάχθηκαν στο στίβο για τις αρματοδρομίες, ο κήρυκας ανήγγειλε τον υπέροχο γιο του Αγαμέμνονα που ξεσήκωσε όλο τον ελληνικό στρατό στο πόλεμο με τους Τρώες.

Ένας Αχαιός ήταν εκεί, κι ένας Σπαρτιάτης πιο πέρα, και δυο απ τη Λιβύη με τ άλογα τους παρακάτω, πέμπτος με τα φαριά τα νευρικά από τη Θεσσαλία ο Ορέστης ο ορεσίβιος με τα μάτια τα διαπεραστικά, έκτος ένας Αιτωλός κι έβδομος κάποιος από τη Μαγνησία, κι ακόμα ένας μ άσπρα άτια ήτανε, κι ένας Αθηναίος, κι ένας τελευταίος απ τη Βοιωτία.

Σα χίμηξαν μπροστά με τον ήχο της σάλπιγγας, τα ζώα έφυγαν φρενιασμένα κι ο τόπος γέμισε σκόνη, έβλεπες αφρούς στις πλάτες των αλόγων κι άκουγες τα μαστίγια που έδερναν τον αέρα, ο Ορέστης έγερνε σε κάθε στροφή περνώντας ξυστά απ το σιδερένιο στύλο που είχαν καρφώσει στην άκρη του σταδίου, όλα καλά πήγαιναν στην αρχή, ώσπου τ άσπρα άλογα του Αινιάνα τάκαναν μαντάρα, έπεσαν πάνω σ έναν άλλον, όλα γίνανε μαλλιά κουβάρια και συντρίμια ο Αθηναίος μονάχα, ο έμπειρος, γλύτωσε το χαμό μένοντας πίσω, κι ο Ορέστης ξοπίσω του ακολουθούσε με πείσμα....



Εμείς χαζεύαμε τους θησαυρούς των Σιφναίων, είχαν βρει λέει ασήμι μπόλικο στο νησί τους και ήταν πλούσιοι αυτοί πολύ, λιοντάρια δαγκώνανε τιτάνες στα ανάγλυφα, αμαζόνες με σώματα όλο καμπύλες θαυμάσιες καταποντίζονταν, στους αμφορείς απάνω ο Ηρακλής σκότωνε με τα βέλη του τον Όρθρο, το σκύλο με τα δυο κεφάλια του τρισώματου Γηρυόνη, ορμούσε ν αρπάξει τα κέρατα του κερυνίτη έλαφου, τα έβαζε με τον Κύκνο το γιο του Άρη που λεηλατούσε τα ιερά όλης της περιοχής, καλός κλέφτης αυτός. Οι σκύλοι του Ακταίωνα ξέσκιζαν το αφεντικό τους γιατί είχε δει την Άρτεμη να λούζεται γυμνή, άμα λούζεσαι όπου νάναι τι περιμένεις, η σφίγγα μας κάρφωνε με το σκοτεινό της βλέμμα από ψηλά....



Στο μεταξύ ο Ορέστης είχε τον Αθηναίο από κοντά, κρατούσε όρθιο το κεφάλι προσπαθώντας να κατοπτεύσει γύρω, τον πλησίαζε κι ένιωθε ότι τον είχε τον άλλον, τα δικά του τ' άλογα ήτανε πιο δυνατά, νευρικά, μαθημένα να καλπάζουν σα τον άνεμο στις πεδιάδες της Θεσσαλίας, ανάμεσα στα ψηλά χορτάρια , οι φλέβες φαίνονταν καθαρά στα μυώδη πόδια τους, ήταν θέμα χρόνου να τον περάσει, το πλήθος επευφημούσε, στήθος με στήθος αγωνίζονταν, ο κόσμος κρατούσε την αναπνοή του, ώσπου το κακό έγινε.

Ο άξονας ακούμπησε στο σιδερένιο στύλο της στροφής κι αυτό ήταν το τέλος, άνθρωποι και ζώα κι άρματα έγιναν ένας κόμπος αξεδιάλυτος, το πλήθος σηκώθηκε όρθιο βγάζοντας έναν βαθύ αναστεναγμό που αντιλάλησε μέχρι τα λαγκάδια, μέχρι τη Κασταλία πηγή, ανάμεσα στις κολώνες και τα γλυπτά, ανατρίχιασαν οι ήρωες στις τοιχογραφίες και σα να σταμάτησαν μια στιγμή ν' αφουγκραστούν, ο Πρίαμος κοντοστάθηκε καθώς πήγαινε να ζητήσει το σώμα του Έκτορα που κείτονταν αιμόφυρτος κάτω απ το τραπέζι του Αχιλλέα, ο Θησέας όπως ήταν χαμένος στις σπείρες του λαβύρινθου σα να αφουγκράστηκε τον θόρυβο καθώς οι αρματηλάτες τρέχανε να πιάσουν τα τρελαμένα από το φόβο τους άλογα...



Όπως έδυε ο ήλιος η θάλασσα φαίνονταν στο βάθος κάτω από ένα πλατάνι πεντακοσίων τόσων χρόνων, καθίσαμε σ ένα καφενέιο, κάτι πατάτες κίτρινες τηγανίζονταν κάπου, φέτες ψωμιού ψήνονταν πάνω στη φωτιά, σε μια εκκλησία είχαμε πάει εκεί κοντά, ένας γέρος μια εικόνα μας έδειχνε μ ένα σημάδι πάνω της, ένας Τούρκος λέει τη κάρφωσε μ ένα μαχαίρι κι έτρεξε αίμα αλλά το χέρι του ξεράθηκε αυτοστιγμεί, εμείς βλέπαμε τον άγιο Μηνά με το Κυρτό του τόξο και την στρογγυλή ασπίδα, τον αρχάγγελο Μιχαήλ να κρατά το ξίφος σταυρωτά στο στήθος του, ο άγιος Χριστόφορος πιο κει ένα ποτάμι γαλάζιο περνούσε, ψάρια κολυμπούσαν ανάμεσα στα πόδια του.

Βγήκαμε να δούμε το ηλιοβασίλεμα, ανταύγειες γαλάζιες σχημάτιζαν πάνω στα τζάμια οι τελευταίες αχτίνες του ήλιου, ελιές και κυπαρίσσια στη λαγγαδιά κάτω, σε μια στιγμή όπως όλα ήταν ήσυχα, εκείνος ο αναστεναγμός από το στάδιο πίσω μας σα να ακούστηκε κι όλοι γύρισαν το κεφάλι κατά κει που είχε ένα ανάχωμα και κάτι τάφους σκαμμένους και κάτι αγκωνάρια και κάτι στέρνες....



Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου

ΩΣΕΙ ΑΝΘΟΣ ΤΟΥ ΑΓΡΟΥ

«Ο οδηγός κλείνει τα μάτια όλη την ώρα !» του ψιθύρισε σκύβοντας η γυναίκα που καθόταν στο απέναντι κάθισμα, - « σοβαρά;»  είπε  αυτός και κ...