Τετάρτη 24 Ιουλίου 2013

ΣΚΑΜΑΝΔΡΟΣ

Όλα μπορούσες να τα δεις στα μεγάλα Διονύσια σ εκείνα τα θέατρα τα υπέροχα με τα μαρμάρινα περιστύλια, τα βαμμένα σε χρώμα γαλαζωπό, με τα ελικοειδή ανθέμια και τις κονιοποιημένες αχιβάδες και τα εξαίσια παραπετάσματα, εκεί όπου πεύκα φύτρωναν ανάμεσα στα λίθινα καθίσματα κι η λόγχη απ το κοντάρι της Αθηνάς στο άγαλμα της στην ακρόπολη, έλαμπε στο φως του απομεσήμερου .



Μπορούσες να δεις τον Τέυκρο αλάθευτα να σαϊτεύει τους Φρύγες που δοκίμαζαν να περάσουν μια τάφρο κοντά στον Σκάμανδρο, τις Ωκεανίδες να στροβιλίζονταν δαιμονισμένα γύρω απ το δεμένο στο βράχο προμηθέα, καθώς ο Ηρακλής τέντωνε το τόξο του και παρακαλούσε τον Απόλλωνα να οδηγήσει σωστά το βέλος του για να σκοτώσει τον άτιμο τον αετό που κατέτρωγε το συκώτι του τιτάνα.

Κουρνιαχτός σηκώνονταν στον κάμπο, ο αργίτικος στρατός ζύγωνε τις πύλες της Θήβας, πεζούρα και καβαλαρία, μια θάλασσα από λόγχες, δόρατα, ξίφη, τσεκούρια κι ασπίδες, βροχή από πέτρες έπεφτε στις επάλξεις, στον κάμπο μακριά κράνη γυάλιζαν και λοφία θυσανωτά ανέμιζαν στις περικεφαλαίες, οι γυναίκες τρέχανε αναμαλλιασμένες στους βωμούς να ικετέψουν, η τιμωρία έφτανε σα μια αγέλη από σκυλιά της κόλασης που οδηγούσε η Λύσσα μαζί με τις Ερινύες.



Ο φοβερός Κύκλωπας ένα τεράστιο δεμάτι με κλαδιά ξερά ξεφόρτωνε και το απίθωνε με γδούπο στη σπηλιά όπου είχαν ζαρώσει οι σύντροφοι του Οδυσσέα, κατόπι κατάπινε καρδάρες με γάλα και χλωρά τυριά και κρέατα κι όποιον έβρισκε μπροστά του, ο Σίσυφος αλυσόδενε ακατάλυτα το δαίμονα του θανάτου που του είχε στείλει ο Δίας, ο κόσμος δε πέθαινε για καιρό πολύ , τι εποχές κι αυτές, κήρυκες κι αγγελιοφόροι διηγούνταν σημεία και τέρατα, πως η Αργώ ορμούσε να περάσει ακάθεκτη μέσα απ τις τρομαχτικές Πλαγκτές πύλες- τι πλεούμενο έξοχο κι αυτό!

Πως άλλα σκαριά με χρυσούς αλογοκόκκορες καρφωμένους στις πλώρες τους αρμένιζαν στα πέλαγα, πως άλλα καράβια με χάλκινα ακρόπρωρα είχαν σκορπίσει στο αιγαίο όταν φύσηξαν οι παγωμένοι θρακιώτες άνεμοι και σάρωσαν τον τόπο ολόκληρο κι όλο το Αιγαίο από πάνω μέχρι κάτω πλημμύρισε από κουφάρια και σανίδια του στόλου των Ελλήνων που κούρσεψε τη Τροία.



Ζέστη αφόρητη επικρατούσε, κόσμος μαζεύονταν στους γύρω λόφους, κομμάτια από μέταλλο κρατούσαν για εισιτήρια, νερουλάδες μοίραζαν σταμνιά με νερό, ζητιάνοι μαζεύονταν στις πύλες μπροστά απλώνοντας τα χέρια, σκύλοι έσκαβαν ορύγματα και ξάπλωναν στο δροσερό χώμα, φωνές, κακό, σπρωξίματα, ξένες αντιπροσωπείες δεν έβρισκαν που να καθίσουν, μα ποιος νοιάζονταν για όλα αυτά σαν έβλεπε τους σιληνούς να ορμούν με κακές διαθέσεις στη Δανάη που είχαν πιάσει στα δίχτυα τους, να τη βγάζουν απ τη χρυσή λάρνακα όπου την έκλεισε ο πατέρας της για να τη βρει και να τη γονιμοποιήσει φυσικά ο Δίας μεταμορφωμένος σε χρυσή βροχή.



Ο Διόνυσος σκοτώνονταν με τους δούλους του που τον δούλευαν και λέγανε βλακείες για τα γυναικωτά του ρούχα, οι σατυροι παρίσταναν τους παλαιστές, αναποδογύριζαν αντικείμενα φώναζαν, οργίαζαν, διέλυαν το σύμπαν, άλλοτε επιβιβάζονταν στη βάρκα του χάρου να πάνε στον κάτω κόσμο βολτίτσα, απ΄ το δρόμο που είχε πάρει κάποτε ο Ηρακλής, κάπου στο Ταίναρο μπαίνοντας σε μια σπηλιά σκοτεινή, γεμάτη φίδια και σκορπιούς κι αράχνες κι άλλα πλάσματα καταχθόνια.



Ποιος νοιάζονταν για την ταλαιπωρία όταν μπορούσαν ν ακούσουν εκείνες τις ιστορίες για την Αθηνά που καταπλάκωσε τον εγκέλαδο ρίχνοντας απάνω του τη Σικελία ολόκληρη, για δράκους και λιοντάρια και τέρατα και σημεία που στοίχειωναν τα σταυροδρόμια και κατασπάραζαν τους ταξιδιώτες, ιστορίες για κόσμους χαμένους, με ποτάμια και κοίτες ξερές και δρόμους αρχαίους να απλώνονται κατά μήκος τους , λαγκάδια με καλαμιές όπου πετούσαν πουλιά παράξενα, ανθρωπόμορφα, λατομεία με φλέβες ασημένιες και παραλίες στρωμένες με κοχύλια κάτασπρα , βρύσες και πηγές με νερά ολοκάθαρα που λέγανε ότι δίνουν ομορφιά και νιάτα στις γυναίκες που πλένονταν μέσα τους, κάστρα της Τίρυνθας και σπίτια των βασιλιάδων, χτισμένα μ αγκωνάρια πελώρια, πελεκημένα από χέρια υπερφυσικά, που τα κουβαλήσανε από λατομεία μακρινά, ποιος νοιάζονταν για την ταλαιπωρία , σαν μπορούσε ν' ακούσει τον Αχιλλέα να ουρλιάζει στους Μυρμιδόνες του, όπλα, όπλα χρειάζομαι !!!



Οι θεοί βρίσκονταν παντού σ εκείνα τα έργα, έρχονταν στα όνειρα των θνητών να τους φοβερίσουν μ εφιάλτες και φαντάσματα, βοηθούσαν αυτούς που υπάκουαν στα προστάγματα τους, γίνονταν σκληροί και στενόκαρδοι και κακοί, δε συγχωρούσαν κι έριχναν τον Προμηθέα στα τάρταρα μέσα σε ορυμαγδό σκόνης και κρότου, εξακόντιζαν κεραυνούς εκτυφλωτικούς, τυφώνες και φωτιές και χαλασμούς, έκαναν τ άλογα τ΄ ανθρωποφάγα ν΄ αφηνιάσουν τρώγοντας χόρτα δηλητηριασμένα, και να κατασπαράξουν τους αφέντες τους για αμαρτίες τους παλιές κι ανομολόγητες.


Το βράδυ σαν έπεφτε όλοι παρακαλούσαν λίγο να φυσήξει, να πάρουν μια ανάσα, μα απ την άλλη δε μπορούσαν να ξεκολλήσουν από κείνες τις ιστορίες τις φοβερές με τους κυνηγούς που έστηναν καρτέρι σε υψώματα κοιτάζοντας ζαρκάδια λυγερά να βόσκουν αμέριμνα, κι αγριόχοιρους που έβγαζαν τα λαγωνικά μέσα από θάμνους, έριχναν τις σαΐτες τους, οι κάπροι αφηνίαζαν τρελαίνονταν, σκορπούσαν τον όλεθρο σ όποιον βρίσκανε τριγύρω τους.

Δε μπορούσαν να ξεκολλήσουν από κείνες τις ιστορίες για τις πολιορκίες και τους στρατούς που μαζεύονταν έξω απ τις πύλες τις βορινές και τις νότιες, τις ιστορίες για κείνη τη γυναίκα που έγινε ''...χαμός των καραβιών και των ανδρών, χαμός των κάστρων!- κι ύστερα τη βρήκανε στη Κύπρο τη θαλασσοφίλητη, ανάμεσα στα κορίτσια με τα βυσσινιά φορέματα, ανάμεσα τους ρε φίλε- ποιος θα τόλεγε- ήταν η Ελένη όλον αυτόν το καιρό, αυτή για την οποία τόσα κορμιά χαθήκανε, κι οι άντρες ξημεροβραδιάζονταν και μουσκεύονταν απ την πάχνη του πρωινού και λιώνανε από νοσταλγία για τη πατρίδα εκεί κοντά στο Σκάμανδρο τον καταραμένο!










Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου

ΩΣΕΙ ΑΝΘΟΣ ΤΟΥ ΑΓΡΟΥ

«Ο οδηγός κλείνει τα μάτια όλη την ώρα !» του ψιθύρισε σκύβοντας η γυναίκα που καθόταν στο απέναντι κάθισμα, - « σοβαρά;»  είπε  αυτός και κ...