Κυριακή 21 Ιουλίου 2013

ΓΥΑΡΟΣ

''Εγώ το είδα το τρίκυκλο που σκότωσε το Λαμπράκη... '' μας είπε, ''...γινόταν κόλαση, το μέρος θύμιζε σφαγείο, οι χωροφύλακες χτυπούσαν όποιον νάναι, ειδικά ένας γεροδεμένος κοκκινομάλλης με γαλάζια μάτια ψηλός σα τοίχος.''

'' Μπλόκα υπήρχαν παντού στη διασταύρωση της Ερμού με Βενιζέλου και στα γύρω στενά, πεντέξι οικοδόμοι φώναζαν συνθήματα, μια γριά που περνούσε σταυροκοπιούνταν, ένας σκύλος αδέσποτος με τρία πόδια κι ένα μαύρο μπάλωμα γύρω απ το μάτι είχε αγριέψει, σταγόνες από αίμα υπήρχαν παντού, κάποιοι αιμόφυρτοι κρατούσαν τα κεφάλια τους, ένας τύπος αδύνατος με μαύρα γυαλιά έδινε διαταγές, μιλούσε σπασμωδικά δεξιά αριστερά, στους συγκεντρωμένους, ''Μη φοβάστε! Στο λόγο της τιμής μου! Σ ότι έχω ιερό! Δε θα σας πειράξουμε!'', σε μια φάση έβγαλε ένα πιστόλι, χειρονομούσε απειλητικά, οι χωροφύλακες χασκογελούσαν μεταξύ τους, ήξεραν ότι έλεγε ψέμματα, περίμεναν να χτυπήσουν, ήταν φανερό ότι τους άρεσε όλο αυτό, ανυπομονούσαν, ήταν σε έξαψη, το είχαν ξανακάνει, το μάτι τους γυάλιζε παλαβά.



Ένας μελαχροινός είναι αυτός που μας τα λέει, ένα πετροχελίδονο έχει ζωγραφισμένο στο μπράτσο του, στην Ολλανδία τόκανε όταν είχε κατέβει από το καράβι, στο μηχανουργείο δούλευε, σ ένα σάπιο πλοίο, όλη νύχτα άκουγε τις μηχανές που έκαιγαν μαζούτ, εκείνο το μαύρο πολτό, να μουγκρίζουν.

Στις Αζόρες μια τρικυμία φοβερή, κύματα ως τον ουρανό, στο Νοβοροσίσκ και στην Οδησσό κατέβαζαν μεταλλεύματα και ζάχαρη απ τη Κούβα, στο Κίελο, στη Βαλτική, είχαν κατέβει μια φορά, υγρασία πολύ κατά κει, το Χονγκ Κονγκ ήταν το καλύτερο, στεκόταν στη πίσω μεριά του βαποριού ν΄ αγναντέψει τα φώτα στα καταπράσινα βουνά τριγύρω, χάζευε τα ατελείωτα τούνελ της πόλης σαν κατεβαίνανε, κι η Ιαπωνία του άρεσε, εκεί ψηλά, στη Γιοκοχάμα.

''Ο πατέρας μου ήταν χωροφύλακας στη Γυάρο...'' συνέχισε ''... στη Σύρο έμενε, απέναντι, ο αδερφός μου αρρώστησε απ τα βρόχινο νερό μιας δεξαμενής που ήπιε, έπαθε δυσεντερία, στο νοσοκομείο τον τρέξανε, πέθανε στα χέρια του πατέρα μου, το μίσησε εκείνο το μέρος, όλο ξύλο και βρισιές, πρόσωπα τρελαμένα, κόκκινα, βασανιστές και σαδιστές, οι κομουνιστές τον αγαπούσαν, νερό τους έδινε όταν έλιωναν μες τη κάψα σ εκείνο το καταραμένο ξερονήσι το γεμάτο οχιές όπου ο ήλιος έκαιγε τις πέτρες, στη Σαλονίκη ήρθαμε''.

''Σ ένα καφενείο δούλευα απ τα έντεκα , στην Ερμού, ο Λαμπράκης κι ο Τσαρουχάς οι βουλευτές της ΕΔΑ, έρχονταν εκεί πέρα, εφημερίδες μ έστελναν να τους πάρω, γελούσαν μαζί μου, τη νύχτα πήγαινα σε σχολείο νυχτερινό, όρθιος κοιμόμουν συνέχεια.''

''Εκείνο το βράδυ τα είδα όλα, το τρίκυκλο που τον χτύπησε, κάποιος έτρεξε ν αρπάξει τον οδηγό, ένα φως με τύφλωσε, κρότοι, φωνές, ουρλιαχτά, σειρήνες, κάποιος φώναζε'' Έναν γιατρό ρε!'', μες τη σύγχυση πρόσεξα ένα γέρο μ' ένα παπούτσι τεράστιο που έσερνε το πόδι του να χτυπά κι αυτός μ ένα ρόπαλο, ένας πυροβολισμός ακούστηκε από κάπου, σκέφτηκα ότι δε θα έβγαινα ζωντανός από κει μέσα, τρέξαμε να σηκώσουμε το Λαμπράκη, ήταν χλωμός, ανάσαινε βαριά, οι χωροφύλακες χτυπούσαν στα τυφλά, ''Που πάει το τσογλάνι ρε! Ποιος είσαι εσύ ! Τι θες εδώ πέρα!'' έτρεξα στα στενά, έφτασα στο σπίτι, ήταν κλειδωμένα όλα, όλη νύχτα δε κοιμήθηκα, η πλάτη μου πονούσε, κάποιος με είχε χτυπήσει, μια μελανιά είδα όταν έβγαλα τα ρούχα μου.''



Μια ανάσα πήρε, από κει που καθόμασταν βλέπαμε τη θάλασσα θολή πέρα μακριά, βράχοι πλατιοί έμοιαζαν με σκαλοπάτια τεράστια, δυο κορίτσια βουτούσαν στο νερό, ένας αναπνευστήρας, μια μάσκα, μια εκκλησιά πιο πάνω, ένα άγαλμα χαλκοπράσινο με κάποιον έφιππο σαρικοφόρο που κράδαινε τη σπάθα του, το κύμα πηγαινοέρχονταν μονότονα στα βράχια, ένα χάσμα βαθύ υπήρχε κάπου, δυο αδερφάκια λέγανε πως πνίγηκαν εκεί πέρα κάποτε.

Οι γυναίκες τηγάνιζαν μελιτζάνες, σανδάλια περασμένα στα πόδια τους, πλάτες μαυρισμένες, στηθόδεσμοι λευκοί, μυρουδιές έβγαιναν απ τα ανοιχτά παράθυρα, κάποια έψαχνε μέσα σ ένα μπαξέ για ντομάτες, κολοκύθια, φασολάκια, μαϊντανούς, ένα λάστιχο πότιζε το μέρος.

Εργαλεία παρατημένα υπήρχαν κατά κει, μια φρέζα, ένας χορτοσυλέκτης, μια σβάρνα, ένα άροτρο σκουριασμένο, μια ελιά αρχαία μ έναν κορμό όλο χαρακιές και ρόζους, ένα δέντρο λωτού με καρπούς πράσινους ακόμα και φύλλα γυαλιστερά, μια κληματαριά, σταφύλια που έπαιρναν να κιτρινίζουν καθώς το καλοκαίρι έτρεχε νευρικά για το τέλος του κρέμονταν.

Ένας γερανός έβγαζε χώματα απ το βυθό του λιμανιού που το άνοιγαν για ν΄ αράζουν τα κρουαζιερόπλοια, εργάτες σπάγανε έναν κυματοθραύστη, ένας ηλιοκαμένος έκοβε το τσιμέντο με μια λάμα ηλεκτρική σκορπίζοντας σπίθες παντού, καράβια εμπορικά έφευγαν απ το λιμάνι αργά - αργά, ο ναυτικός κοίταζε μελαγχολικά τον ορίζοντα, όλοι είχαμε φύγει, κανένας δε του έδινε σημασία, έμεινε μοναχός του, έκλεισε τα μάτια, έβαλε τη παλάμη στο μάγουλο, έγειρε στο πλάι, στάθηκε ακίνητος σα πεθαμένος, κάτι λέξεις ασυνάρτητες έβγαιναν απ΄ τα χείλη του   ''Βροχή, στέρνα, Λαμπράκης, Γυάρος....



Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου

ΩΣΕΙ ΑΝΘΟΣ ΤΟΥ ΑΓΡΟΥ

«Ο οδηγός κλείνει τα μάτια όλη την ώρα !» του ψιθύρισε σκύβοντας η γυναίκα που καθόταν στο απέναντι κάθισμα, - « σοβαρά;»  είπε  αυτός και κ...