Κυριακή 28 Ιουλίου 2013

ΜΑΥΡΟΣ ΚΑΒΑΛΑΡΗΣ

''Στο νεκροτομείο δούλεψα το περισσότερο καιρό, είχα συνηθίσει τη μυρουδιά της φορμόλης, τα σώματα που είχαν το χρώμα της κόκα κόλας, τις φοιτήτριες που έπεφταν ξερές σαν έβλεπαν τους πεθαμένους, ώρες - ώρες νόμιζα ότι κάποιος ξαπλωμένος μου έγνεφε, ότι έβγαζε το χέρι του πάνω απ το σεντόνι, κάπνιζα συνέχεια, ένα κασετοφωνάκι είχα πάντα μαζί μου, άκουγα τραγούδια, '' Απονιά μου δείχνεις...''- '' Ποιος θα το πίστευε...'' κι ένα άλλο μούρχονταν συνέχεια, ένα που έλεγε η γιαγιά μου ένα καιρό:

Μα νάτον και κατέβαινε 'ς τους κάμπους καβαλάρης
Μαύρος ήταν, μαύρα φορεί, μαύρο και τ άλογο του...

Όταν ήταν να φύγουμε για Γερμανία μαζευτήκαμε όλη η παρέα, χορέψαμε όλη μέρα στη παραλία της Κατερίνης, κάτι γύφτοι χτυπούσαν ασταμάτητα τα νταούλια, εκεί όπου πουλούσαν καβούρια τεράστια βρασμένα σ ένα βαρέλι μέσα, εκεί όπου βουτούσαμε με το ψαροντούφεκο να χτυπήσουμε λαβράκια, στεκόμασταν ώρες πολλές κάτω απ το νερό μέχρι που πονούσαν τα αυτιά μας, είχαμε ανακαλύψει μια φωλιά όπου σύχναζαν και χτυπούσαμε πολλά, μικρά ιδίως, τα μεγάλα φεύγανε μόλις ένιωθαν τη σκιά μας κάτω στο διάφανο βυθό.

Στο σταθμό ήρθαν οι αδερφές μας να μας χαιρετήσουν, κλαίγανε, παραλίγο να κλάψω κι εγώ, κατά τη Γιουγκοσλαβία χιόνια αρχίσαμε αν βλέπουμε, Μάρτης ήταν σα φύγαμε, κατά την Ελβετία τούνελ ατελείωτα, σκοτεινά, σπιτάκια παραμυθένια, λίμνες παγωμένες, στο Μόναχο πράσινο πολύ , κατεβήκαμε σ ένα εστιατόριο, φάγαμε, όλα πληρωμένα ήτανε, για το Ντόρτμουντ μετά κινήσαμε.

Σ ένα φούρνο με βάλανε να δουλέψω στην αρχή, τούβλα φτιάχναμε, ένας Γερμανός με μισούσε δε ξέρω γιατί, ''Εσύ Έλληνα μη λουφάρεις!!'' μούγκριζε όλη την ώρα, έφυγα από κει, πήγα βοηθός σ ένα χειρουργείο μιας κλινικής, είχα πάει ένα φεγγάρι σε μια σχολή, τόγραφαν τα χαρτιά μου, εκεί έβλεπες διάφορα, οι γιατροί έβριζαν τους αναίσθητους, κορόιδευαν τις χοντρές που κείτονταν ανυπεράσπιστες μπροστά τους, λέγανε ανέκδοτα αισχρά, ήθελα να ξεράσω...''



Ένας τύπος ηλικίας ακαθόριστης αφηγείται , ο ντόπιος ψάλτης.

Δε βλέπει καλά απ το ζάχαρο, ενέσεις λέει βαράει στα μάτια, σ ένα κέντρο έχουμε καθίσει κάτω από έναν πλάτανο, νερό άφθονο τρέχει από μια βρύση, το στόμα μας είναι στεγνό, μια δίψα νιώθουμε αφόρητη, κάποιος βάζει άπειρα μπουκαλάκια νερού σ' ένα ψυγείο, μια χαρτοσακούλα με ροδάκινα βγάζει ο πρώην μετανάστης, τα πλένει στη βρύση, μας δίνει να δοκιμάσουμε, θε μου είναι απίστευτα γλυκά!

Θέλει να συνεχίσει με την ιστορία του, οι άλλοι μου λένε '' 'Άστον ήσυχο!'', αυτός , ''Δε με πειράζει!'', βγάζω ένα μπλοκάκι, ο Μπεκιάρογλου ''Τι γράφεις εκεί πάλι;''.

Σ ένα πανηγύρι έχουμε πάει να ψάλουμε, αυτός ο Μπεκιάρογλου δε σταμάτησε καθόλου σ ολόκληρη τη διαδρομή, και τι δεν έλεγε, για τότε που έπαθε ηλίαση και πήγε στο σπίτι παραπατώντας και τρεκλίζοντας, για τη βέρα που φορούσε και την είχε βρει σ ένα πορτοφόλι το οποίο είχαν πετάξει σ ένα πάρκο αφού το είχαν αδειάσει, μα αυτός είχε ανακαλύψει μια τσέπη μυστική, κι εκεί μέσα ήταν το δαχτυλίδι, για κάποιον που πήγε να χωρίσει κι η γυναίκα του έτρεξε στη πόρτα να του κλείσει το δρόμο, μιλούσε ακατάπαυστα, οι άλλοι γελούσαν, ο ήλιος με χτυπούσε απ το τζάμι, με είχε στριμώξει στη γωνιά ο χοντρός ο Μπεκιάρογλου, νταλίκες και μπουλντόζες σέρνονταν στην εθνική οδό, ο Αξιός κυλούσε κατά τη θάλασσα, πελαργοί αιωρούνταν ψηλά, κοντά στα διόδια ένα αεροπλάνο πέρασε μπροστά απ τον ήλιο ρίχνοντας για ένα δευτερόλεπτο τη σκιά του.

Ο Θανάσης ήρθε κατευθείαν απ το αεροδρόμιο όπου δούλευε, ούτε τις φόρμες του δε πρόλαβε να βγάλει αυτός , κοιμόταν στη διαδρομή, δε καταλάβαινε τίποτα, στην εκκλησία ξύπνησε.

Βλέπαμε γύρω γυναίκες με ωραία μπράτσα, φορέματα γεμάτα λουλούδια, δέρματα ξεφλουδισμένα, πλάτες με γραμμές διαγώνιες και κάθετες απ τα μαγιό που φορούσαν στις παραλίες., βλέπαμε και τον Άι Γιώργη με το άτι του στα δυο πόδια σηκωμένο, και τον Άι Δημήτρη πιο πέρα να καρφώνει τη λόγχη του στο στόμα του πράσινου δράκου που ξερνούσε φωτιές.

Ο παππάς κάτι μας είπε, ''Δε σας ακούω καλά , σας έχω πληρώσει όμως ήδη!'', δεν έπρεπε να κάνει αυτό το λάθος, ανεβάσαμε στροφές, τα δώσαμε όλα, έπαθε πλάκα, ενθουσιάστηκε, άρχισε να φωνάζει , κόντεψε να σπάσει τα μικρόφωνα, μας έπιασαν τα γέλια, δε κάνεις αστεία με μια χορωδία σα τη δικιά μας!


Βοηθούσα το ντόπιο ψάλτη με τα βιβλία, του έλεγα τι να πει, απ τα ανοιχτά παράθυρα τα σπουργίτια μας είχαν ξεκουφάνει, κάτι άλλα πουλιά με πορτοκαλιές φτερούγες πετούσαν σε μια ροδακινιά τριγύρω, χωράφια με κολοκύθια κίτρινα, μια αίσθηση παράξενη με κατακλύζει όποτε είμαι στον κάμπο σε τόσο χαμηλό υψόμετρο, σα να πνίγομαι, θέλω λίγο χρόνο να συνέλθω και να το συνηθίσω.

Το βράδυ ξαναπήγαμε σ εκείνο το μαγαζί κάτω απ τον πλάτανο, ο τύπος συνέχισε...

''...το μόνο που με πείραζε ήταν όταν φέρνανε τα παιδιά, αυτό δε το μπορούσα, δεν ήταν δίκαιο γιατί να συμβεί σ αυτά, οι μανάδες κλαίγανε, δε θέλανε να το δεχτούν, λεφτά σκορπούσαν με το τσουβάλι να κρατήσουν ζωντανές τις ελπίδες τους, μια μέρα σ ένα χειρουργείο ένας γιατρός στεγνός σα πτώμα  εργαλεία μου ζητούσε, το μικρό είχε πάρει το χρώμα της κόκα κόλας, ήξερα ότι δε θα την έβγαζε καθαρή, αισθάνθηκα να παραπατώ, ο γιατρός με κοιτούσε απορημένος, βγήκα έξω άρον άρον, περπάτησα καπνίζοντας, πάρκα απέραντα, πράσινο παντού, τόσο πράσινο που σούφερνε μελαγχολία ασήκωτη.


Έφυγα απο κει, ξαναγύρισα στο νεκροτομείο, δε με πείραζε να βλέπω όλους εκείνους τους πεθαμένους που τους είχαν παρατήσει στα αζήτητα, κανείς δεν έδινε δεκάρα, μετανάστες ήτανε ως επί το πλείστον, Αφρικανοί κι ασιάτες κι Ευρωπαίοι του νότου, Τούρκοι πολλοί, κάνα δυο Ιταλοί, ένας μαύρος.

Μια μέρα ήρθε ένας Τούρκος ξερακιανός, αλλόκοτος, αξύριστος , μαύρα φορούσε από πάνω μέχρι κάτω, μου ζήτησε ένα πτώμα, τόβγαλα απ το ψυγείο, δεν είπε τίποτα, δεν έκλαψε, ούτε ένα βλέφαρο του δε σάλεψε, μονάχα κοίταζε το μελαχρινό παλικάρι που έμοιαζε με Έλληνα.

Εγώ έστεκα εκεί πέρα σα βλάκας, ξαφνικά γύρισε κατά το μέρος μου και είπε κάτι στη γλώσσα του , δε κατάλαβα τι μα ήταν τρομαχτικό, κι εκείνα τα μάτια του με κοίταζαν με μίσος, τι στο διάβολο του έφταιγα, ιδρώτας μ έλουσε, το μέρος μου φάνηκε σα ν' αγρίεψε απότομα , ήθελα να φύγω, η ανάσα μου κόπηκε στο στήθος, μ έπνιγε, άνοιξα τη πόρτα, οι διάδρομοι σκοτεινοί, τα γραφεία όλα άδεια κι έρημα, μπήκα σ ένα ασανσέρ, ο μαυροφορεμένος ένιωθα ότι έρχονταν πίσω μου, μπήκα σ ένα δωμάτιο, περίμενα νάρθει εκεί μέσα, άναψα το φως ,ησυχία, βγήκα στο διάδρομο, τίποτα, κατέβηκα κάτω στο θάλαμο, χαμός, σώματα στο πάτωμα σε στάσεις αφύσικες,  χέρια και πόδια εξω απ τις σακούλες που τους είχαν τυλίξει,  το πτώμα του Τούρκου έλειπε, όπως γύρισα ξανά κατά το διάδρομο, τ ορκίζομαι στη μάνα μου , άκουσα το καλπασμό ενός αλόγου πάνω στα πλακάκια που γυάλιζαν,  και μια σκιά είδα να φεύγει σαν αέρας, εκεί μέσα, στη κλινική με τα πράσινα πάρκα τριγύρω, στη Γερμανία ....

Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου

ΩΣΕΙ ΑΝΘΟΣ ΤΟΥ ΑΓΡΟΥ

«Ο οδηγός κλείνει τα μάτια όλη την ώρα !» του ψιθύρισε σκύβοντας η γυναίκα που καθόταν στο απέναντι κάθισμα, - « σοβαρά;»  είπε  αυτός και κ...