Κυριακή 7 Ιουλίου 2013

ΣΤΟ ΦΡΑΓΜΑ

Δυο σιδερένιες πόρτες θεόρατες άνοιξαν απότομα κι ευθύς νερό άφθονο ξεχύθηκε με πάταγο τρομαχτικό αφρίζοντας, χύμηξε με μανία να γεμίσει τ μέρος εκείνο, η ξερή κοίτη του ποταμού χάθηκε σε δευτερόλεπτα, τα βότσαλα κι οι άσπρες στρογγυλές πέτρες σκεπάστηκαν, τα πιο χαμηλά κλαδιά που κρέμονταν απ τις συκιές και τα πλατάνια που είχαν φυτρώσει στο γκρεμό έγιναν μούσκεμα, χελιδόνια εμφανίστηκαν κι άρχισαν να πετούν στην επιφάνεια κι ύστερα στροβιλίζονταν ψηλά.

Στο μαγαζί που υπήρχε εκεί κοντά όλοι είχανε νεύρα εκείνη τη μέρα με τόση ζέστη, κόσμος έρχονταν απ τα γειτονικά λουτρά, έβλεπες σώματα ηλιοκαμένα, ψημένα, καμένα εντελώς, με τομές κάθετες από εγχειρίσεις στο μέρος του θώρακα, γέρους που έμοιαζαν με τον κουρελή Οδυσσέα στο παλάτι του, γεμάτους χαρακιές στο πρόσωπο κι άλλους με γύψο και πληγές στα πόδια, επίδεσμοι και μπανταρίσματα, κιρσοί διαστέλλονταν στα πόδια των εγκύων γυναικών , ένα κορίτσι φορούσε εξώπλατο στο χρώμα του χώματος, μια φωλιά από φακίδες κάτω απ τα μάτια της, ζυγωματικά συμμετρικά, μήλα τονισμένα στις δυο πλευρές του προσώπου.

Ένα άλλο φορούσε μαγιό σε χρώμα που φωσφόριζε, ο ήλιος έμπαινε απ τα τζάμια και μας τύφλωνε, οι αχτίνες περνούσαν μέσα από ένα ποτήρι πολυεδρικό, αναποδογυρισμένο αναλύοντας τα χρώματα του ουρανίου τόξου , μια κοπέλα ξανθιά με γαλάζια μάτια και βλέμμα αλλήθωρο μας κοιτούσε, κάτι μελαχρινές φορούσαν στο λαιμό περιδέραια πλατιά σε χρώμα χρυσαφί σαν αυτά που βλέπεις στις τοιχογραφίες αρχαίων Αιγυπτίων, από μια εταιρεία κινητών μ' έπαιρναν τηλέφωνο ''Με ποια δίκτυα επικοινωνείτε;''- ''Ιδέα δεν έχω!'', τους είπα''... σ όποιον θέλω να μιλήσω του τηλεφωνώ κι ούτε που ξέρω που ανήκει''.

Καθίσαμε σε μια γωνιά, μια σοκολατόπιτα κι ένα χυμό πήραμε, ο άλλος τα έδινε όλα.

''Ξέρεις τι μου είπε ότι την παρενοχλούσα! Καταλαβαίνεις, εγώ την παρενοχλούσα, καλά έπεσα απ τα σύννεφα, αν και να πω την αλήθεια κάτι μέσα μου έλεγε να προσέχω, όμως ρε φίλε δυο μηνύματα της είχα στείλει, για ένα καφέ της ζητούσα να βγούμε άμα ήθελε, και μετά της είπα ότι ίσως και να την αγαπώ, εντάξει την είπα και μωρό μου για πρώτη φορά, αλλά πες μου είναι παρενόχληση αυτό, κι έπρεπε ν ανακατέψει και τη μάνα της ολόκληρη γυναίκα, που ακούστηκε, καλά δεν υπάρχει περίπτωση να ξεχάσω ποτέ το βλέμμα της φίλης μου όταν μου το είπε'' Η ..... ήτανε και είπε ότι δε θέλει να την ενοχλείς άλλο!'', αυτό ήτανε μαχαίρωμα πισώπλατο, μπορούσε να μου το πει το βλαμμένο, υποτίθεται ότι είμαστε λίγο φίλοι, αυτό τουλάχιστον, άλλα τι ψάχνεις τώρα, είχα λυσσάξει, την πήρα αμέσως αλλά δεν απαντούσε φυσικά γιατί ήξερε ότι θα την έπαιρνε ο διάβολος, κάθισα κι έσβησα ότι δικό της είχα στο κινητό, εκείνη τη στάση του αστικού όπου καθόμουν κι έσβηνα νούμερα και μηνύματα δε πρόκειται να τη ξεχάσω''

Είχε ανάψει, χειρονομούσε και φώναζε, λαχάνιαζε, ιδροκοπούσε, ήθελε να τα βγάλει από μέσα του, να ξεσπάσει, ο κόσμος στρέφονταν προς το μέρος μας, κάποιος πλησίασε ν ακούσει μα αυτός έμοιαζε αποκομμένος εντελώς και συνέχιζε.

'' Όλα ήτανε θέατρο, κι εκείνα τα κλάματα , έπρεπε να την είχες δει, δεν υπάρχουν τέτοιοι ηθοποιοί, στο τέλος κόντευε κι εκείνη να το πιστέψει, με είχε σακατέψει, έφευγα απ το σπίτι της κι ήμουνα κομμάτια.

Έπρεπε να ξεκολλήσω, να το ξεχάσω γρήγορα όσο γινότανε, να το βγάλω από πάνω μου, έκλεισα τη πόρτα και ποτέ δεν κοίταξα πίσω μου, όλο το κόλπο είναι να τις σβήσεις απ το χάρτη, να τις αγνοήσεις, να πειστείς ότι δεν υπάρχουν, δεν υφίστανται, περνούν από δίπλα σου και λες είναι αυτή τώρα, αυτό τις τρελαίνει, τις αρρωσταίνει, γίνονται κομμάτια, σκυλομετανιώνουν, λιώνουν δεν υπάρχει χειρότερη τιμωρία απ τη λήθη και τη καταλυτική αδιαφορία , δε χρειάζεται να κάνεις τίποτα, τίποτα σου λέω, αυτό ακριβώς!

Και μετά με ξαναπήρε, το περίμενα, ''Έλα ρε τι κάνεις, έτσι πήρα''. Τώρα άμα σου πω ότι την αγαπούσα ακόμα δε θα με πιστέψεις, ε λοιπόν ναι την αγαπούσα! Όμως της είπα όσο πιο απαλά γίνονταν, δίχως να δείξω ότι έβραζα μέσα μου, δήθεν αδιάφορα , ''Μωρό μου δε γίνεται, θα με κάψεις, θα με σμπαραλιάσεις, θα με πάρεις μαζί σου στη κόλαση!''.


Είχε περάσει η ώρα, βγήκαμε έξω απ το μαγαζί να ξεπιαστούμε, ένα συντριβάνι υπήρχε κατά κει, κέρματα γυάλιζαν στο πάτο του, δυο φορτηγά φορτωμένα με πέτρες πελώριες ήταν παρκαρισμένα, από ένα γκαράζ υπόγειο ένα αμάξι ανέβηκε με αναμμένους προβολείς μουγκρίζοντας , κοίταξα τριγύρω, ένα βουνό έκλεινε τον ορίζοντα, κάτι μπουλντόζες ανοίγανε έναν δασικό δρόμο για πυροπροστασία, καλαμπόκια σείονταν απ τον αέρα, ένα θερμοκήπιο δεξιά, στάχυα θερισμένα, χωράφια οργωμένα, το τοπίο γίνονταν όλο και πιο ξέθωρο καθώς το καλοκαίρι προχωρούσε προς το ζενίθ του , ένα βενζινάδικο σκονισμένο παραδίπλα, μια κατωφέρεια απότομη, κάτι βράχοι κοφτεροί σαν αυτούς όπου έριχνε ο Σκύρωνας τους ανυποψίαστους διαβάτες να κομματιαστούν, πεύκα και κυπαρίσσια και λιόδεντρα μπροστά στη θάλασσα.

Πίσω μας ακούστηκαν φωνές, μια γυναίκα είχε ξεσαλώσει, κάτι έλεγε για τα ρέστα, φώναζε, σε μια στιγμή άρχισε ν αρπάζει πιάτα και μπουκάλια που πουλούσαν και να τα σπάει, ο δικός μου μαζί με κάποιον άλλον τη πιάσανε, την έσυραν έξω ''Τι κάνεις κυρά μου , είσαι με τα καλά σου!'' φώναζαν, την ηρέμησαν.

Το φράγμα είχε πλημμυρίσει πια το τόπο, μια λίμνη τεράστια είχε σχηματιστεί, πουλιά άσπρα κολυμπούσαν, από πάνω μας περνούσε ο δρόμος της Εγνατίας, κολώνες πανύψηλες φαίνονταν ψηλά , ξαφνικά κάποιος ανέβηκε στα κάγκελα εκεί πάνω, ζυγιάστηκε μια στιγμή κι έπειτα βούτηξε στο κενό, ένα χρωματιστό αλεξίπτωτο πανέμορφο άνοιξε, διέγραψε μια τροχιά κυκλική, κι ένας τύπος προσγειώθηκε αργά και μεγαλόπρεπα περπατώντας μες το καλαμποκοχώραφο, δυο πιτσιρικάδες έβγαζαν φωτογραφίες με τα κινητά τους χειροκροτώντας, οι προβολείς άναψαν ψηλά στην Εγνατία, νύχτωνε...

Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου

ΩΣΕΙ ΑΝΘΟΣ ΤΟΥ ΑΓΡΟΥ

«Ο οδηγός κλείνει τα μάτια όλη την ώρα !» του ψιθύρισε σκύβοντας η γυναίκα που καθόταν στο απέναντι κάθισμα, - « σοβαρά;»  είπε  αυτός και κ...