Πέμπτη 7 Φεβρουαρίου 2013

ΔΑΙΜΟΝΙ ΙΣΟΣ

...τρίς μέν επ' αγκώνος βή τείχεος υψηλοίο
Πάτροκλος, ...
....αλλ' ότε δή τό τέταρτον επέσσυτο δαίμονι ίσος,
δεινά δ΄ομοκλήσας έπεα πτερόεντα προσηύδα
χάζεο διογενές Πατρόκλεες...

Ιλιάδα, Ραψωδία Π
στίχοι 702 - 707

Και το είχε, λίγο ήθελε, το άγγιξε, τρεις φορές ανέβηκε στα τείχη της Τροίας κι είδε ανάμεσα στις πολεμίστρες την πόλη να λιάζεται στον ήλιο, τα θέατρα και τις αγορές, τα αγάλματα τους μαρμάρινους ρόδακες και τα ανάγλυφα της, τις γυναίκες να λούζονται στις αυλές, τα είδε όλα αυτά και το ήθελε πολύ, τα έδωσε όλα, με νύχια και με δόντια το πάλεψε όμοιος με δαίμονα, ακόμα κι ο Απόλλωνας που τον περίμενε εκεί απάνω στα ψηλά τείχη και τον απέκρουε κάθε φορά με την ασπίδα του ρίχνοντας τον  κάτω στο χώμα, ακόμα κι αυτός τρόμαξε.

Το ήθελε πολύ, έπρεπε να τελειώνουν και να ξεμπερδεύουν μ αυτή την καταραμένη πόλη, είχαν βαρεθεί στις σκοπιές χρόνια και χρόνια όλη νύχτα, χειμώνες και τα καλοκαίρια, με ζέστη και παγωνιά, με νοτιάδες και βοριάδες που παλαντζάριζαν τα δεμένα πλοία γεμίζοντάς τα αφρούς, παραμονεύοντας για προδότες και κατασκόπους που σάλευαν στα σκοτεινά, γεμίζοντας πληγές μες τον κουρνιαχτό της μάχης κάτω απ τις οπλές των αλόγων κι ύστερα έπρεπε να τρέξουν στο Μαχάονα να περιποιηθεί τα τραύματα τους, στη πλάτη, στα χέρια, στο στήθος, μ' αλοιφές και βότανα που μαλάκωναν τον πόνο, είχαν βαρεθεί να σκορπούν στάχτες συντρόφων σκοτωμένων στα χωράφια και στ' αλώνια που απλώνονταν εκεί στον κάμπο, θέλανε να γυρίσουν στη πατρίδα, στους δικούς τους, στα σπίτια τους και στα κυνήγια τους μες τα δάση,  με τα σκυλιά που οσμίζονταν στον άνεμο τους κάπρους και τα ελάφια.

Είχε βαρεθεί κάθε φορά να βλέπει τους αγέρωχους Τρώες να κλείνονται πίσω απ τις πύλες κατεβάζοντας με πάταγο τις μπάρες και τους τεράστιους σύρτες, έπεσε απάνω τους μ' όλο του το είναι, αλαλάζοντας και μαστιγώνοντας τα θεϊκά άτια του Αχιλλέα. Βέβαια δεν ήταν σαν εκείνον το φονιά που δε λογάριαζε τίποτα κι αργότερα θα έσερνε τον Έκτορα στο άρμα του,  με τη χαίτη του Τρωαδίτη να σέρνεται στην άμμο, δεν ήταν εκτελεστής ψυχρός σαν εκείνον, αλλά είχε πάθος πολύ ήταν παλικάρι ωραίο κι όταν όλα πήγαιναν κατά διαόλου βγήκε μπροστά,  το πήρε απάνω του φορώντας εκείνη την πανοπλία τη λαμπερή που έσκιαζε τους αντιπάλους και τους έκανε να τραβιούνται πίσω τρομαγμένοι, έδεσε τα λουριά στα σανδάλια του κι έδωσε κουράγιο ''Ας σταθούμε δυνατοί!!!'' ούρλιαξε .

Το ήθελε μα ήταν χαμένος από χέρι, γιατί όλα ήταν στημένα από εκεί πάνω απ' τον Όλυμπο που κολυμπάει μες την ομίχλη του αντίκρυ στο Θερμαϊκό κι είναι στεφανωμένος με χιόνια όλο το χρόνο.

Από κει πάνω Πάτροκλε κανονίστηκαν όλα κι ο Απόλλωνας σε καρτερούσε μες τον αχό της μάχης, τότε που δεν είχες το νου σου,  ήρθε από πίσω και σου έλυσε τον τελαμώνα και το θώρακα σου τον έριξε στο χώμα και σού 'σπασε το κοντάρι κι η περικεφαλαία σου κυλίστηκε ανάμεσα στα πόδια αλόγων κι ανθρώπων κι ένιωσες μια ζάλη και σου κόπηκαν τα πόδια.

Γιατί έτσι ήταν γραφτό να γίνει, δεν ήταν στο χέρι σου, έπρεπε να έρθει εκείνος ο άγουρος ο ηνίοχος ο Τρωαδίτης να σε χτυπήσει μια φορά στον ώμο κι ύστερα σαν πήγες να καλυφθείς στους συντρόφους σου ανάμεσα, να έρθει  ο λαμπρός Έκτορας να καρφώσει το δόρυ του απάνω σου και να σε τρυπήσει πέρα ως πέρα.

Έτσι γονατιστός τα είδες εκείνα τα τείχη για μια τελευταία φορά όπως ένιωθες το αίμα να ανεβαίνει στο στόμα σου και το φως γύρω να σκοτεινιάζει απότομα, τα τείχη αυτά που δεν πρόλαβες να διαβείς αλλά να πάρει ο δαίμονας λίγο ήθελες, είναι άδικο, έφτασες τόσο κοντά, άνοιξες το δρόμο σήμανε η αρχή του τέλους, γύρισε ο τροχός, κύλισε το πράγμα, ξεκόλλησε απ το βούρκο, ήρθε στο κατόπι ο άλλος ο φονιάς να πάρει εκδίκηση, να βάλει τα πράγματα στη θέση τους, δε πήγες έτσι δίχως λόγο κι όλοι θάχουν να λένε για την ορμή και την τρέλα που έλαμπε στο μάτι σου κάθε φορά που σκαρφάλωνες σ εκείνους τους τοίχους για ν΄ αντικρίσεις μια φορά ακόμα εκείνη την ωραία πόλη με τα θέατρα,  τα λουλούδια τα σκαλισμένα πάνω στο άσπρο μάρμαρο, τις γυναίκες να στέκοναι στις αυλές και τα μπαλκόνια της, τον ήλιο να λούζει τους πύργους της.

Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου

ΩΣΕΙ ΑΝΘΟΣ ΤΟΥ ΑΓΡΟΥ

«Ο οδηγός κλείνει τα μάτια όλη την ώρα !» του ψιθύρισε σκύβοντας η γυναίκα που καθόταν στο απέναντι κάθισμα, - « σοβαρά;»  είπε  αυτός και κ...