Δευτέρα 4 Φεβρουαρίου 2013

ΓΙΑ ΜΙΑ ΦΟΡΑ



Δε σκέφτεσαι λογικά εκείνη τη στιγμή απλά το αφήνεις να απλωθεί στο σώμα σου και να σε διαπεράσει, να κάνει το κύκλο του.

Φοβάσαι με το παραμικρό καθώς τα νεύρα πάλλονται κι η φαντασία οργιάζει, ένας γέρος με μάτι χαλασμένο φαίνεται τρομαχτικός, μια τυφλή με μια τρύπα αντί για μάτι σκορπά ανατριχίλες δίχως να το θέλει, σε μια εκκλησιά κάποια παραμιλά ασυνάρτητα, ένα πρόσωπο μισό πίσω από μια κολόνα, αγιογραφίες δείχνουν άλογα στο φρύδι ενός βράχου, ένα παιδί εξομολογείται κλαίγοντας γονατιστό πίσω από ένα τζάμι, παπάδες με συσκευές σφηνωμένες στ' αυτιά παραμιλούν κι αυτοί, σε κάτι σκαλιά ένα κορίτσι κλαίει μοναχό του, νιώθεις σα να περπατάς πάνω σε μπάλες, λαμαρίνες υψώνονται στα έργα του μετρό, κάτι περάσματα στενά ανάμεσά τους, μια γυναίκα τρομάζει όπως την προσπερνάς, σειρήνες περιπολικών ανακατεύονται με ουρλιαχτά γατιών που μοιάζουν να κλαίνε.

Ξέρεις ότι ο φόβος που έρχεται απ το πουθενά πρέπει να ξεθυμάνει και να βγει σιγά σιγά απ τους πόρους σου, μέχρι τότε δε μπορείς να κάνεις τίποτα και βλέπεις τριγύρω ένα ακρωτήρι να έχει διεισδύσει στο Θερμαϊκό, σκέφτεσαι που βρέθηκε αυτό το πράγμα, αεροπλάνα χαμηλώνουν στην ομίχλη, υγρασία στον αέρα, πουλιά πετούν ψηλά δίχως να κουνούν τα φτερά τους παρασυρμένα απ τα ρεύματα του αέρα που σχηματίζονται εκεί πάνω, άλλα πουλιά πετούν πάνω από αφρούς, ο ήλιος χτυπά στο πρόσωπο περνώντας από στενά με λοξή κατεύθυνση, γυναίκες μ' ωραία χέρια κι άσχημα πρόσωπα κρατούν μπουκέτα μ' ανεμώνες γαλάζιες και κόκκινες τυλιγμένες σ αλουμινόχαρτο, περνούν τρυφερά τα δάχτυλά τους στο λαιμό του συντρόφου τους, κορίτσια με σιδεράκια καρφωμένα παντού μοιάζουν με ξωτικά αλλόκοτα, αμάξια περνούν σύριζα πλάι σου, αυτοκίνητα κατεβαίνουν σε πάρκινγκ υπόγεια, σκουπίδια σωρός έξω από κάδους άδειους, νομίζεις ότι βλέπεις παντού κάποιον, σ ένα περίπτερο,σε μια γωνιά, λαβίδες πιάνουν δαχτυλίδια σε βιτρίνες κοσμηματοπωλείων, άνθρωποι ενώνονται σε ομάδες, γίνονται κοπάδι, έρχονται απειλητικά κατά πάνω σου, παιδιά και σκύλοι σαλεύουν πίσω από γυαλιά οχημάτων σφραγισμένων.

Στην εφορία ένας γέρος με σακατεμένη σπονδυλική στήλη από τότε που έπεσε από ένα κτήριο, το σώμα του γεμάτο καρφιά και λάμες, μια γριά δεν έχει λεφτά για τη κηδεία του άντρα της, ένα μπουκάλι νερό της δίνουν, φωνές περίεργες πίσω από τζάμια, μυρουδιά υγρών χαρτομάντιλων, κάποια καθαρίζει τα χέρια της, στη δουλειά όλη την ώρα κοιτάς έναν καναπέ θες να ξαπλώσεις μια στιγμή μα δε γίνεται ρίγος σε πιάνει, το σώμα θέλει υγρά και τροφή, πορτοκάλια και βάσεις και ηλεκτρολύτες και γλυκόζη να λειτουργήσει.

Ένα παιδί σου παίρνει το μπράτσο ''Δε θα πονέσεις'' σου λέει, σε ψεκάζει μ ένα αποσμητικό, ένα κόκκινο σημάδι σχηματίζεται, ένα τσούξιμο, ένας πόνος κατόπι, ο μικρός γελά, ρέματα μπαζωμένα κάτω από φυλλωσιές και σωρούς άμμου κατά την Πολίχνη, στη κατηφόρα της Νεάπολης ένας μεθυσμένος ξεχύνεται μπροστά στο λεωφορείο, γάμοι κατά τα Διαβατά, ανταύγειες και φουστάνια κόκκινα δίχως μανίκια, ασπρόμαυρες φωτογραφίες μιας τουρκάλας που αγνοείται στις στάσεις, ο οδηγός πίνει κόκα κόλα από ένα κουτάκι μαύρο, απ' τον καθρέφτη τον βλέπεις να βρίζει όλη την ώρα, κάποιος θέλει να κατέβει στη στάση για τις φυλακές Διαβατών, γύφτοι μιλούν μια γλώσσα ακατάληπτη, Πακιστανοί κουβαλούν φιάλες υγραερίου, ένα χέρι στον ώμο ''Πατάτε το κουδούνι'' τινάζεσαι σα να σε χτύπησε ρεύμα, σε πιάνει ένα τρέμουλο.

Στη γειτονιά γυμνόστηθες κρεμασμένες στο τοίχο του κλειδαρά, στο σούπερ μάρκετ ράφια μοναχικά, αντικείμενα περνούν πάνω από μηχανήματα να αναγνωριστούν, κόσμος στη ουρά, αγόρια κρατούν τις μαμάδες απ το χέρι, καθρέφτες στο ταβάνι, διάδρομοι έρημοι, ψυγεία που βουίζουν,μουσικές παράξενες στον αέρα, στο ασανσέρ της πολυκατοικίας ένα σφίξιμο στη καρδιά, θες να διπλωθείς στα δύο, μια μελαγχολία αφόρητη, φασαρίες τη νύχτα κάποιος κατεβάζει τους διακόπτες του ρεύματος, καυγάδες στα σκαλιά, φωνές πίσω από πόρτες κλειστές, μυστικά σκοτεινά κρύβονται σε κάθε όροφο.

Τα ξημερώματα ένα τηλέφωνο, μια φωνή βραχνή,'' ...ρε συ πρέπει να ησυχάσω, άσε με λίγο, σε παρακαλώ '' το ξέρεις ότι λέει ψέμματα αλλά τη λυπάσαι όπως θα στέκεται με υγρά τα πράσινα της μάτια, μπορεί να λέει αλήθεια, για μια φορά έστω, για μια φορά...

Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου

ΩΣΕΙ ΑΝΘΟΣ ΤΟΥ ΑΓΡΟΥ

«Ο οδηγός κλείνει τα μάτια όλη την ώρα !» του ψιθύρισε σκύβοντας η γυναίκα που καθόταν στο απέναντι κάθισμα, - « σοβαρά;»  είπε  αυτός και κ...